Η γαλλική προεδρική εκλογή της 7ης
Απριλίου παρουσιάζει τρεις πτυχές ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τον Έλληνα
παρατηρητή: την ευρωπαϊκή, την πολιτειακή, και την στενότερα πολιτική.
Οι επιπτώσεις της εκλογής Μακρόν στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι είναι εκ πρώτης
όψεως σαφείς και θετικές: Αποφεύχθηκε η ευρωενωσιακή κρίση που αναπόφευκτα θα
επακολουθούσε της επικράτησης της κυρίας Λε Πεν. Όμως το κατά πόσον ο
ευρωσκεπτικισμός θα παραμείνει υπό έλεγχο θα εξαρτηθεί κατά σημαντικό μέρος από
την ικανότητα του νέου Γάλλου προέδρου να προωθήσει επιτυχώς την ευρωπαϊκή του
ατζέντα - ένα μετριοπαθές πρόγραμμα
αποβλέπον στην εμπέδωση μάλλον των
κοινοτικών κεκτημένων παρά σε μια μεγαλοπράγμονα αναδόμηση του ευρωενωσιακού
οικοδομήματος. Με κρίσιμη ωστόσο παράμετρο του εγχειρήματος αυτού τη στάση της
άλλης μεγάλης – κατ’ ουσίαν της μείζονος – ευρωπαϊκής δύναμης που είναι η
Γερμανία. Στην οποία διαφαίνεται ήδη η,
κατά τις ομοσπονδιακές εκλογές του προσεχούς Σεπτεμβρίου, εκ νέου επικράτηση
των Χριστιανοδημοκρατών υπό την ηγεσία της κυρίας Μέρκελ – και η ως εκ τούτου συνέχιση,
πιθανότατα, μιας πολιτικής αυστηρής δημοσιονομικής διαχείρισης και αποφυγής
υπερβολικών γερμανικών οικονομικών και θεσμικών θυσιών στον ευρωκοινοτικό βωμό.
Η διαπραγματευτική δε δύναμη και άνεση χειρισμών του νέου Γάλλου προέδρου
έναντι των λοιπών κοινοτικών ηγετών και της Γερμανίδας καγκελαρίου ειδικότερα συναρτώνται
στ μεγάλο βαθμό με την εδραίωση της ηγεσίας του στο εσωτερικό της χώρας του.
Κάτι που υπό το ημιπροεδρικό γαλλικό πολιτειακό σύστημα
– ένα μείγμα προεδρικού και
κοινοβουλευτικού – δεν είναι δεδομένο. Ο λαοπρόβλητος πρόεδρος διαθέτει βέβαια
ευρύτατες αρμοδιότητες – όλως ιδιαίτερα στους τομείς της άμυνας, της
διπλωματίας και της εξωτερικής πολιτικής. Και διορίζει κατά βούληση τον
εκάστοτε πρωθυπουργό και τα μέλη της κυβέρνησης. Την οποία όμως η
Εθνοσυνέλευση, ήτοι το κύριο νομοθετικό σώμα, μπορεί να ανατρέψει, με
επακόλουθο κυβερνητική αστάθεια και αναποτελεσματικότητα. Σημειωτέον πάντως,
ότι το μεικτό αυτό σύστημα, παρά τις ατέλειές του, αποτελεί σαφή βελτίωση
έναντι του χαώδους κοινοβουλευτισμού που είχε φέρει τη Γαλλία στα πρόθυρα της
κατάρρευσης και του εμφυλίου πολέμου – επέτρεψε δε στον θεμελιωτή του στρατηγό ντε
Γκολ, στηριζόμενο φυσικά και στο τεράστιο προσωπικό του κύρος, να φέρει εις
πέρας το ανορθωτικό του έργο.
Όμως η γαλλική προεδρική εκλογή
είχε ως συνακόλουθα και την ήττα των
παραδοσιακών κομμάτων και την μετάλλαξη των ιδεολογικών διαχωριστικών γραμμών. Ο
πρόεδρος Μακρόν αποδύθηκε στον
εκλογικό αγώνα, όχι ως συνιστώσα, αλλά ως αντίπαλος του γαλλικού κομματικού
κατεστημένου συλλήβδην. Είναι δε χαρακτηριστικό της αποδυνάμωσης του πατροπαράδοτου
– και γαλλικής άλλωστε προέλευσης – διαχωρισμού των κομματικών δυνάμεων μεταξύ
«Δεξιάς», «Κέντρου», και «Αριστεράς», ότι η μεν «Δεξιά» κυρία Λε Πεν παρουσίασε
οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα φέρον εμφανή «αριστερή» σφραγίδα, ενώ ο
ίδιος ο επικεφαλής του κινήματος «Εμπρός !», πρώην υπουργός της σοσιαλιστικής
κυβέρνησης Ολάντ και κατά συμβατική αντίληψη «κεντρώος», εισηγήθηκε μέτρα «δεξιότατης»,
κατά την ίδια αυτή αντίληψη, υφής. Με το σύνολο σχεδόν των υποψηφίων για το
προεδρικό αξίωμα – ιδίως δε τους δύο τελικούς - να επικεντρώνουν την αντιπαράθεσή
τους στα σχετικώς καινοφανή και πάντως εκφεύγοντα των παλαιότερων ιδεολογικών κατατάξεων
θέματα του ευρωπαϊκού μέλλοντος και θεσμών, της παγκοσμιοποίησης, και της ισλαμογενούς
μετανάστευσης.
Κατά τα λοιπά, ασχέτως των όποιων
ιδεολογικών μας προτιμήσεων, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η νίκη Μακρόν
εξυπηρετεί κατ’ αρχήν τα ελληνικά συμφέροντα. Στις μεγάλες ευρωπαϊκές
πρωτεύουσες χρειαζόμαστε ηγέτες διατεθειμένους – όπως είναι κατά δήλωσή του ο πρόεδρος Μακρόν –
αλλά και λόγω των ευρωπαϊκών τους θέσεων δυνάμενους να μας συνδράμουν στην
δύσκολη, αλλά ζωτικής σημασίας για το ελληνικό μέλλον πορεία μας εντός της Ευρωπαϊκής
Ένωσης γενικώς και της Ευρωζώνης ειδικότερα· όχι αμφισβητίες των ευρωπαϊκών
θεσμών και υπονομευτές του ευρωενωσιακού εγχειρήματος.
Ενώ τα γαλλικά προεδρικά δρώμενα
μας προσφέρουν επί πλέον την ευπρόσδεκτη ευκαιρία να σκύψουμε πάνω στο τεράστιο
πρόβλημα της διακυβέρνησης της δικής μας χώρας. Μεταξύ Ελλήνων και Γάλλων, παρά
τις προφανείς διαφορές νοοτροπίας, υπάρχουν και ορισμένες σημαντικές υπό το
πρίσμα της άσκησης της κρατικής εξουσίας ομοιότητες. Σε όσους, ιδίως, το έζησαν
επί τόπου, το εκφυλιστικό τέλος της Τετάρτης Γαλλικής Δημοκρατίας θυμίζει τον
ρόγχο του ελληνικού κοινοβουλευτισμού υπό την παρούσα παρακμιακή του μορφή.
Βεβαίως Έλλην ντε Γκολ δεν υπάρχει – και θα ήταν επικινδύνως δονκιχωτικό να
αναζητηθεί. Από την μετάβαση όμως στην Πέμπτη Δημοκρατία χρήσιμο θα ήταν να
συγκρατήσουμε την άμεση, θεαματική αναβάθμιση της γαλλικής πολιτικής ζωής και
της διεθνούς θέσης της Γαλλίας. Και να αντλήσουμε το συμπέρασμα ότι, με
δεδομένη την πολιτική μας ψυχολογία, η προεδρική δημοκρατία – και δη υπό αμιγέστερη
μορφή - είναι το πολιτειακό σχήμα το πληρέστερα προσφερόμενο για την ανασύνταξη
των κρατικών μας υποδομών και την άσκηση μιας ολοκληρωμένης και συνεπούς
εθνικής στρατηγικής. Όπως άλλωστε καταδεικνύει και το επιτυχές, υπό το συγκεκριμένο
πρίσμα, παράδειγμα του ετέρου ελληνικού κράτους που είναι η Κυπριακή
Δημοκρατία.
Ως υστερόγραφο ας προστεθεί ότι για τα πολιτικά μας κόμματα
η συνταγματική αναθεώρηση δεν είναι παρά ένα ακόμη προσχηματικό παιχνίδι
εντυπώσεων. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η μόνη μέχρι στιγμής πραγματική
καινοτομία που προτείνεται – ήτοι η συνταγματική καθιέρωση της απλής αναλογικής
– υπό τους ισχύοντες κανόνες ανάδειξης και λειτουργίας της εκτελεστικής
εξουσίας θα καταδίκαζε τη χώρα σε πλήρη ακυβερνησία.
No comments:
Post a Comment