Friday, December 10, 2021

Η Τουρκία σε αναζήτηση γεωπολιτικού ρόλου


Προδημοσίευση άρθρου από το τεύχος 138 των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).


Εισαγωγή

Στο ρευστό παγκόσμιο γεωπολιτικό περιβάλλον, οι τουρκικές επιλογές αποτελούν κατ’ εξοχήν παράγοντα αβεβαιότητας και αστάθειας. Σε αντίθεση με τους σχετικά σταθερούς φιλοδυτικούς στρατηγικούς προσανατολισμούς του κεμαλικού καθεστώτος μετά τον Β! Παγκόσμιο Πόλεμο, επί διακυβέρνησης Ερντογάν η Άγκυρα στοχεύει στη δραστική αναβάθμιση και διεύρυνση του περιφερειακού της ρόλου σε συνδυασμό με την επίτευξη γεωπολιτικής αυτονομίας. Προς τούτο δε, αφ΄ενός, έχει εργαλειοποιήσει το Ισλάμ, αφ’ ετέρου όμως, όλο και περισσότερο, υιοθετεί εθνοκεντρικά κριτήρια και μέσα. Συμπράττοντας κατά περίπτωση με τις εχθρικές ή προβληματικές υπό δυτικό πρίσμα – και κατά τα λοιπά διαχρονικά ανταγωνιστικές και της ίδιας της Τουρκίας – δυνάμεις Ρωσία, Κίνα, και Ιράν. Αλλά και καταβάλλοντας ταυτοχρόνως μέριμνα ώστε να αποφύγει την οικονομικά και γεωπολιτικά ιδιαίτερα επικίνδυνη – πιθανότατα καταστροφική – για τα τουρκικά συμφέροντα διάρρηξη των δεσμών της με τη Δύση. Προφανώς δε ανήσυχη και για τον αποκλεισμό της από περιφερειακές ενεργειακές και άλλες υπό δυτικό πρόσημο συσπειρώσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, επιδιώκει εδώ και αρκετό καιρό να βελτιώσει το κλίμα στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, προσεγγίζοντας, μεταξύ άλλων, τα μέχρι πρότινος στο στόχαστρό της δυτικόστροφα καθεστώτα της Αιγύπτου και της Σαουδικής Αραβίας και το αποδιοπομπαίο Ισραήλ. 

Ι. Η διεθνοπολιτική τροχιά του Ερντογάν.  

Ενώ, αρχομένης της πολιτικής του σταδιοδρομίας, οι διεθνοπολιτικές επιλογές του πρωθυπουργού και εν συνεχεία προέδρου Ερντογάν έφεραν κατά κύριο λόγο τη σφραγίδα του δογματικού ισλαμισμού, ο Τούρκος ηγέτης μεταλλάχθηκε συν τω  χρόνω σε έμπρακτο θιασώτη ενός ωμού γεωπολιτικού ρεαλισμού. Στη μετάλλαξη δε αυτή αναμφίβολα συνέβαλαν, πέραν από τη σκληρή μαθητεία της άσκησης της εξουσίας, τόσον η αδήριτη γεωπολιτική πραγματικότητα, όσο και κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας.  Ειδικότερα:

Το εμβληματικό της αρχικής φάσης της ερντογανικής εξωτερικής πολιτικής «δόγμα Νταβούτογλου», ευρέως γνωστό και ως Νεοοθωμανισμός, ευαγγελίζετο «μηδενικά προβλήματα» με τους γείτονες της χώρας. Την ίδια όμως στιγμή διεκδικούσε για την Τουρκία «στρατηγικό βάθος» εκτεινόμενο στο μείζον τμήμα της πάλαι ποτέ οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στο πνεύμα δε αυτό, η Άγκυρα εμφανίσθηκε ως αυτόκλητος προστάτης, όχι μόνο των εκτός τουρκικών συνόρων ομοθρήσκων της μεγάλης πλειοψηφίας του τουρκικού πληθυσμού Σουνιτών, αλλά και των Μουσουλμάνων γενικότερα. Μεταξύ άλλων, καταγγέλλοντας την αιγυπτιακή ηγεσία ως διώκτη του Ισλάμ˙ αντιπαρατιθέμενη σε αντίπαλα κέντρα επιρροής επί του μουσουλμανικού κόσμου, όπως, κατ’ εξοχήν, η Σαουδική Αραβία˙ και διαρρηγνύοντας τις έως τότε αγαθές σχέσεις της με το Ισραήλ. 

Τον επεμβατισμό δε αυτόν τροφοδότησαν, διαφοροποιώντας όμως ουσιωδώς και τα κίνητρα και τις στοχεύσεις του, κρίσιμες διεργασίες στην εσωτερική τουρκική πολιτική σκηνή. 

Χαρακτηριστικές εν προκειμένω είναι οι επιπτώσεις του Κουρδικού: Το ναυάγιο, το 2015, των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων για τον τερματισμό της ένοπλης εξέγερσης του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος [ΡΚΚ], σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στη Συρία και ειδικότερα με τις εκεί αμερικανικές επιλογές, είχε ως επακόλουθο να καταλάβει η Άγκυρα πλέον του 10%   του συριακού εδάφους για να αποτρέψει την ανάδυση επί των τουρκικών συνόρων κουρδικού κρατικού μορφώματος προσκείμενου προς το ΡΚΚ˙ με επακόλουθο την όξυνση της αντιπαράθεσής της με τη Δαμασκό, αλλά και την επιβάρυνση των σχέσεών της με τη σύμμαχο της Συρίας Ρωσία και με τους συμπράττοντες με τους Κούρδους των «Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων» (SDF) Αμερικανούς.

Ενώ κομβικής σημασίας για τους τουρκικούς διεθνείς προσανατολισμούς απεδείχθησαν επίσης το  αποτυχόν πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 και οι επακολουθήσασες εκκαθαρίσεις. Καθώς ο πρόεδρος Ερντογάν, απαλλαγείς από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της δογματικής ισλαμικής Κίνησης Γκιουλέν και εξασφαλίσας τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων, αλλά και πεισθείς, όπως όλα δείχνουν, ότι η απόπειρα ανατροπής του είχε τύχει κατ’ ελάχιστον της ανοχής του αμερικανικού παράγοντα, έτρεψε την τουρκική εξωτερική πολιτική προς εντονότερα εθνικιστική και συνάμα και πλέον αποκλίνουσα από τις αμερικανικές και νατοϊκές επιλογές κατεύθυνση. Προς την οποία ώθησε επιπροσθέτως η κοινοβουλευτική σύμπραξη του εκλογικά εξασθενημένου  κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης [ΑΚΡ] με το ακραίων τάσεων Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης [MHP].  

Γενικότερα δε, οι διεθνείς στοχεύσεις της Τουρκίας του Ερντογάν σφραγίζονται όλο και περισσότερο από ένα μίγμα εθνικισμού και «realpolitik», στην υπηρεσία μιας επεμβατικής εξωτερικής πολιτικής καθ΄ όλο το μήκος του τουρκικού γεωπολιτικού περιγύρου από τα Βαλκάνια, την Υπερκαυκασία, και την Κεντρική Ασία, έως τον μεσανατολικό χώρο, τη Βόρεια Αφρική και το Σαχέλ. Η  πραγμάτωση, όμως, των πιθανώς υπέρμετρων αυτών φιλοδοξιών προϋποθέτει αυξημένη στρατηγική αυτονομία έναντι των μεγάλων ευρωατλαντικών και ευρωασιατικών δυνάμεων, συναρτάται δε, αφενός, με τα διαθέσιμα στρατιωτικά, οικονομικά, και πολιτισμικά μέσα, και, αφετέρου, με το μεταλλασσόμενο διεθνές περιβάλλον.

ΙΙ. Τουρκική σκληρή και ήπια ισχύς.

Στρατιωτική ισχύς

Και ως προς μεν τη στρατιωτική ισχύ, η τουρκική ηγεσία επιδιώκει την ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση  των Ενόπλων Δυνάμεων και, στο μέτρο του δυνατού, εξοπλιστική αυτάρκεια. Ενδεικτικά: το 2019, οι στρατιωτικές δαπάνες της γείτονος ανήλθαν, σύμφωνα με το έγκυρο SIPRI, στα 17.7 δις δολάρια ΗΠΑ. Με την τουρκική κυβέρνηση να προαναγγέλλει την περαιτέρω, επί ετήσιας βάσης, αύξησή τους. Ενώ παραλλήλως αναπτύσσει την εγχώρια πολεμική βιομηχανία, με έμφαση μάλιστα σε οπλικά συστήματα υψηλής τεχνολογίας. Πρωτίστως προς κάλυψη των εσωτερικών αναγκών και απεξάρτηση από εξωτερικές πηγές, αλλά αποβλέποντας και στην τόνωση των ήδη σημαντικών εξαγωγών  πολεμικού υλικού. Τούτο δε, όχι μόνο με οικονομικά κίνητρα, αλλά επίσης – και ίσως κυρίως – με γεωστρατηγικά. Όπως προκύπτει και από την καθοριστικής σημασίας χρησιμοποίηση τουρκικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών από τους Αζέρους κατά την πρόσφατη πολεμική τους σύγκρουση με τους Αρμενίους. 

Οικονομία

H τουρκική οικονομία, από την άλλη, μετά τις αρκετά εντυπωσιακές επιδόσεις της κατά την εικοσαετία που επακολούθησε την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία – σημείωσε ανάπτυξη της τάξης του 5% ετησίως κατά μέσον όρο, με το ΑΕΠ να ανέρχεται το 2020 στα 720.1 δισεκατομμύρια δολάρια –, εδώ και τρία χρόνια δοκιμάζεται από  μια χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία έχει περιορίσει σημαντικά τα περιθώρια της διεθνοπολιτικής απεξάρτησης της Άγκυρας από τον δυτικό, ιδίως, παράγοντα. Χωρίς ωστόσο να αποστερεί από την τουρκική ηγεσία τη δυνατότητα να θέτει, και όχι ανεπιτυχώς, το οικονομικό όπλο – υπό την μορφή του εμπορίου, των επενδύσεων, των κατασκευαστικών εργασιών, και του επηρεασμού των επιτόπιων ελίτ – στην υπηρεσία των γεωπολιτικών της στόχων˙ σε συνδυασμό, όπου συντρέχει περίπτωση, και με την προσφυγή στις λοιπές μορφές ισχύος.

Ήπια ισχύς

Σε ό,τι αφορά, τέλος, στην ήπια ισχύ της Τουρκίας, ο απολογισμός είναι τουλάχιστον μικτός.  Η εργαλειοποίηση της θρησκευτικής και εθνοτικής συγγένειας – του Ισλάμ και του τουρκισμού – εν συνδυασμώ ή μεμονωμένως, ανάλογα με τις εκάστοτε τοπικές πραγματικότητες, προσφέρει στην Άγκυρα ισχυρό μοχλό  προώθησης της γεωπολιτικής της διείσδυσης σε ευρύ γεωγραφικό φάσμα – περιλαμβάνον μεταξύ άλλων και την Κοινοτική Ευρώπη, χάρις στους εκεί εγκατεστημένους πέντε εκατομμύρια Τούρκους. 

Ωστόσο, ο αυταρχισμός του τουρκικού καθεστώτος – οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η φίμωση του τύπου, οι διώξεις των αντιφρονούντων –  αμαυρώνουν την εικόνα της Τουρκίας, στον δυτικό κυρίως χώρο. Ενώ οι έντονες κινεζικές αντιδράσεις στην τουρκική συμπαράσταση προς τους τουρκογενείς και μουσουλμάνους Ουιγούρους της Σιντζιάνγκ, και η αναδίπλωση της Άγκυρας, καταδεικνύουν τα όρια της αποδοτικότητας της τουρκικής ήπιας ισχύος. 

Κατά τα λοιπά, τις τουρκικές γεωπολιτικές βλέψεις ευνοεί, μέχρις ενός σημείου, η μετεξέλιξη του διεθνούς συστήματος από τον αμερικανικό ηγεμονικό μονοπολισμό προς έναν ιδιόμορφο πολυπολισμό, δυνάμει του οποίου, ναι μεν οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ο ισχυρότερος πόλος, πλην όμως και άλλες μεγάλες δυνάμεις, παγκόσμιου ή περιφερειακού βεληνεκούς,  διαδραματίζουν αναβαθμισμένο ρόλο. Ενώ τόσο η μετατόπιση του κέντρου βάρους της παγκόσμιας αμερικανικής πολιτικής προς τον Ινδο-ειρηνικό, όσο και η συνεχιζόμενη διεθνοπολιτική υποτονία της Κοινοτικής Ευρώπης, προσφέρουν στην Άγκυρα αυξημένες δυνατότητες ελιγμού μεταξύ Δύσης και μεγάλων ευρωασιατικών δυνάμεων. 

ΙΙΙ. Παράμετροι της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Α. Σχέσεις με Δύση.

Η Τουρκία παραμένει μέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας και υποψήφια για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τούτου λεχθέντος, κατά την τελευταία εικοσαετία οι σχέσεις της με τη Δύση έχουν εμφανώς επιδεινωθεί. Κυρίως συνεπεία τουρκικών διεθνοπολιτικών επιλογών. 

Στη Συρία, στη Λιβύη, και στο Αζερμπαϊτζάν, επί παραδείγματι, και βέβαια σε σχέση με το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά, οι τουρκικοί χειρισμοί έρχονται συχνά σε ευθεία αντίθεση με τις θέσεις του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, ή με τα συμφέροντα επί μέρους κρατών-μελών τους. Πρωτίστως δε στην Κοινοτική Ευρώπη, αλλά και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο αυταρχισμός του ερντογανικού καθεστώτος αποτελεί πηγή προβληματισμού και κατά περίπτωση και αντικείμενο επίσημης κριτικής.  

Πολλοί ωστόσο στον δυτικό κόσμο εξακολουθούν να βλέπουν την Άγκυρα ως οικονομικό εταίρο, χρήσιμο συνομιλητή για τον χειρισμό κρίσεων στον τουρκικό γεωπολιτικό περίγυρο, και βασικό παράγοντα για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού˙ και να ανησυχούν για τον κίνδυνο να αποξενωθεί πλήρως από τη Δύση προς όφελος των αντιπάλων της τελευταίας. Ενώ και η τουρκική ηγεσία από την πλευρά της, χωρίς να εγκαταλείπει την επιδίωξη αυξημένης γεωπολιτικής αυτονομίας, διαμηνύει με κάθε ευκαιρία τη βούλησή της να διατηρήσει τους δεσμούς της με τους Αμερικανούς και τους κοινοτικούς Ευρωπαίους. Και συνεπώς, το πιθανότερο είναι οι δεσμοί αυτοί, να συνεχίσουν μεν να δοκιμάζονται, χωρίς όμως και να διαρραγούν. Αναλυτικότερα:

Τουρκοαμερικανικές σχέσεις

Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, κατά τη συνάντηση του με τον Τούρκο ομόλογό του στις 31 Οκτωβρίου ε.έ., επ΄ευκαιρία της Συνόδου Κορυφής της G-20, «ο πρόεδρος Μπάιντεν εξέφρασε την εκτίμησή του για τη σχεδόν επί δύο δεκαετίες συμβολή της Τουρκίας στην αποστολή του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν» και «επιβεβαίωσε την αμυντική μας εταιρική σχέση και τη σημασία της Τουρκίας ως νατοϊκού συμμάχου», αλλά και «διατύπωσε ανησυχίες για την κατοχή από την Τουρκία του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400» και «τόνισε επίσης τη σημασία των ισχυρών δημοκρατικών θεσμών, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και του κράτους δικαίου για τη ειρήνη και την ευημερία».  Οι             επισημάνσεις δε αυτές του Αμερικανού προέδρου συνοψίζουν επιγραμματικά το τουρκικό δίλημμα της Ουάσιγκτον. Ήτοι την ανάγκη, να διατηρηθεί μεν η Τουρκία εντός του αμερικανικού-νατοϊκού γεωπολιτικού χώρου, αλλά συγχρόνως να περισταλούν ενέργειές της ασύμβατες με στρατηγικά αμερικανικά συμφέροντα ή προσκρούουσες στις δημοκρατικές ευαισθησίες σημαντικού τμήματος της αμερικανικής κοινής γνώμης και των εκπροσώπων του στο Κογκρέσο. 

Εξ ου η οξύτητα της τουρκοαμερικανικής διένεξης περί την αγορά από την Άγκυρα ρωσικού στρατιωτικού υλικού. Μια τουρκική επιλογή που έχει προσλάβει και για τις δύο πλευρές, πέραν της στενότερα στρατιωτικής της πτυχής – της ασυμβατότητάς της με τις νατοϊκές προδιαγραφές – έντονο συμβολικό χαρακτήρα. Με την μεν Ουάσιγκτον να την εισπράττει ως αμφισβήτηση του δυτικού προσανατολισμού της Τουρκίας, την δε τουρκική ηγεσία να τη βλέπει ως επιβεβαίωση της στρατηγικής της αυτονομίας και της δυνατότητας να ελίσσεται, ανάλογα με τα εκάστοτε συμφέροντά της, μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων. 

Χωρίς, ωστόσο, μια ακραία κλιμάκωση της αντιπαράθεσης αυτής να φαίνεται πιθανή. Και τούτο διότι, η μεν αμερικανική πλευρά ανησυχεί για το ενδεχόμενο η Τουρκία να συσφίγξει περαιτέρω τις σχέσεις της  με τη Ρωσία και την Κίνα˙ αλλά και προσβλέπει στη σύμπραξη, ή, κατά περίπτωση, συγκράτηση του τουρκικού παράγοντα, σε ό,τι αφορά, πέραν του μνημονευθέντος από τον πρόεδρο Μπάιντεν Αφγανικού, σε ένα πολύ ευρύτερο φάσμα αμερικανικών γεωπολιτικών συμφερόντων στον ευρωπαϊκό, κεντροασιατικό, και μεσανατολικό χώρο. Ο δε πρόεδρος Ερντογάν, με την τουρκική οικονομία υπό δοκιμασία και εν όψει δύσκολων βουλευτικών και προεδρικών εκλογικών αναμετρήσεων το μεθεπόμενο έτος, φυσικό είναι να προσπαθεί να αποτρέψει την επαπειλούμενη επιβολή από την Ουάσιγκτον πρόσθετων –  πέραν των ήδη επιβληθεισών επί προεδρίας Τραμπ – κυρώσεων˙ ενώ πιθανότατα απεύχεται να γίνει όμηρος των λυκοφιλιών του με τη Μόσχα και το Πεκίνο. Εν πάση δε περιπτώσει, κατά τη σύνταξη του παρόντος, οι εκατέρωθεν προσπάθειες  για την εξεύρεση μιας συναινετικής λύσης του αδιεξόδου συνεχίζονται.

Ευρωτουρκικές σχέσεις

Οι διεθνοπολιτικές επιλογές του Τούρκου προέδρου έχουν λειτουργήσει πολωτικά και ως προς τις ευρωτουρκικές σχέσεις. 

Η προσπάθεια της Άγκυρας, διευρύνοντας τις παλαιότερες ενεργειακές της βλέψεις στον αιγαιακό και κυπριακό χώρο, να εξασφαλίσει την μερίδα του λέοντος των ενεργειακών πόρων και της Ανατολικής Μεσογείου γενικότερα, αναπόφευκτα προκάλεσε τις αντιδράσεις των άμεσα πληττομένων κοινοτικών χωρών. Οι οποίες, με την Αθήνα και τη Λευκωσία ευνοήτως στη διπλωματική πρωτοπορία, καλούν την ΕΕ να εξαναγκάσει την τουρκική ηγεσία, μεταξύ άλλων με την επιβολή κυρώσεων, σε συμμόρφωση με τη διεθνή έννομη τάξη. Συγχρόνως δε πλείονα κράτη της περιοχής, μέλη και μη της Κοινοτικής Ευρώπης, συμπράττουν εκτός κοινοτικού πλαισίου για να προστατεύσουν τα θιγόμενα από τις τουρκικές βλέψεις και ενέργειες εθνικά ενεργειακά και γεωπολιτικά τους συμφέροντα.

Tόσο μάλλον που η ανάσχεση του τουρκικού αυτού επεκτατισμού μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσκρούει μέχρι στιγμής σε αγεφύρωτες διαφωνίες μεταξύ εταίρων. (Κάτι, ειρήσθω εν παρόδω, διττώς απογοητευτικό, στο μέτρο που αναδεικνύει και τη γενικότερη δυσλειτουργία της ευρωπαϊκής κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.) Ενώ δηλαδή ορισμένα κράτη-μέλη, με προεξάρχουσα τη Γαλλία – η οποία, σημειωτέον, αντιμετωπίζει την Τουρκία του Ερντογάν κατά κύριο λόγο ως αναδυόμενο αμφισβητία της παραδοσιακής αφρο-μεσογειακής της επιρροής –  συντάσσονται με τις ελληνικές και κυπριακές προτάσεις, ουκ ολίγοι άλλοι εταίροι, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία, τις αντιμετωπίζουν τουλάχιστον επιφυλακτικά˙ δίνοντας σαφώς το προβάδισμα, τόσο στην ανθούσα οικονομική συνεργασία τους με τους Τούρκους,  όσο και στη σύμπραξη με την Άγκυρα για την αντιμετώπιση  του κινδύνου γιγάντωσης, συνεπεία της αφγανικής κρίσης, των ήδη πιεστικών μεταναστευτικών ροών προς Ευρώπη μέσω Τουρκίας.  

Πέραν όμως της προσφυγής σε «κυρώσεις με δόντια» - αμφίβολης άλλωστε αποτελεσματικότητας – οι Βρυξέλλες δεν διαθέτουν ουσιαστικό μέσο πειθαναγκασμού της τουρκικής ηγεσίας. Ειδικότερα, η πλήρης ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ έχει παύσει από μακρού να λειτουργεί ως δέλεαρ, με τον Γάλλο πρόεδρο  να την έχει ρητώς αποκλείσει και την προγραμματική συμφωνία της υπό συγκρότηση τη στιγμή αυτή νέας γερμανικής κυβέρνησης να προβλέπει την αναστολή των σχετικών διαπραγματεύσεων. Ενώ για λόγους μεγέθους, πολιτισμικούς, και αξιακούς, ουδέποτε η προοπτική πραγμάτωσης της ένταξης αυτής υπήρξε ρεαλιστική.  Ως εκ τούτου δε, και οι δύο πλευρές δείχνουν να επικεντρώνονται πλέον στον ευκολότερο στόχο της ολοκλήρωσης της ευρωτουρκικής Τελωνειακής Ένωσης του 1995 – καθ’ ό βέβαια μέτρον το γενικότερο ευρωτουρκικό κλίμα το επιτρέπει. (Η χώρα μας, επί παραδείγματι, έχει ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή την αναστολή της εν λόγω συμφωνίας.) 

Β. Η ευρασιατική διάσταση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής

Μείζονος σημασίας μετεξέλιξη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής κατά την ύστερη κυρίως φάση της διακυβέρνησης Ερντογάν είναι και η στροφή προς Ευρασία. Με διττή επιδίωξη, τη διεύρυνση της περιφερειακής επιρροής της Τουρκίας και την εξισορρόπηση των δεσμών της με τη Δύση.  Στη γραμμή δε αυτή, η Άγκυρα συμμετέχει, από κοινού με τη Μόσχα και το  Πεκίνο, στην Οργάνωση Συνεργασίας Σαγκάης [SCO] – προς το παρόν με την ιδιότητα του «Συνομιλητού Εταίρου» [Dialogue Partner] –, και, ως ιδρυτικό μέλος, στην Οργάνωση Τουρκικών Κρατών˙ και αναβαθμίζει τις διμερείς σχέσεις της με τη Ρωσία και την Κίνα. Σχέσεις οι οποίες συνδυάζουν την πολύπλευρη συνεργασία με έναν υποβόσκοντα ανταγωνισμό. 

Ρωσοτουρκικές σχέσεις.

Στο θετικό για την Τουρκία  σκέλος του ισοζυγίου των σχέσεών της με τη Ρωσία, ειδικότερα, περιλαμβάνονται: ο αγωγός Turk Stream˙ η κατασκευή από τους Ρώσους ενός πρώτου πυρηνικού σταθμού παραγωγής ενέργειας, που προβλέπεται να λειτουργήσει το 2023 και να ακολουθηθεί από άλλους δύο˙ η αγορά και μερική συμπαραγωγή ρωσικών οπλικών συστημάτων (των επίμαχων αντιαεροπορικών πυραύλων συμπεριλαμβανομένων)˙ και η δρομολογηθείσα προ τετραετίας στην πρωτεύουσα του Καζακστάν, με συμμετοχή και του Ιράν, ρωσοτουρκική προσπάθεια ειρήνευσης στη Συρία.

Από την άλλη, όμως, όχι μόνο στη Συρία, αλλά και στην Ουκρανία, στην Υπερκαυκασία, στη Λιβύη, και σε σχέση με τα ελλληνοτουρκικά και το κυπριακό, οι δύο χώρες στηρίζουν αντιμαχόμενες πλευρές. Σε αντίθεση δε με το ΝΑΤΟ, η Μόσχα αρνείται να χαρακτηρίσει το ανάθεμα για τους Τούρκους ΡΚΚ τρομοκρατική οργάνωση.

Εις τρόπον ώστε, Τούρκοι και Ρώσοι δίνουν την εντύπωση ότι συμφωνούν να διαφωνούν˙  αποβλέποντας στην    εργαλειοποίηση των μεταξύ τους σχέσεων, οι μεν πρώτοι για να εκβιάζουν τη Δύση, οι δε τελευταίοι για να αποσπάσουν την Τουρκία από αυτήν. 

Σινοτουρκικές σχέσεις

Λόγω γεωγραφίας και προϊστορίας, οι σινοτουρκικές σχέσεις στερούνται του εύρους των ρωσοτουρκικών. Και μολονότι  υπό την πίεση γεωπολιτικών και οικονομικών υπολογισμών σημειώνουν τελευταία σημαντική ανάπτυξη, κατατρύχονται εκατέρωθεν από καχυποψία. Παράδειγμα της αντιφατικότητας αυτής παρέχει η διέλευση του κινεζικού εγχειρήματος «Μία Ζώνη και Ένας Δρόμος» και του παραπλήσιας έμπνευσης τουρκικού «Μέσου Διαδρόμου» από την ίδια περίπου κεντροασιατική περιοχή. Με την Άγκυρα και το Πεκίνο να επιχειρούν την εναρμόνιση των παράλληλων αυτών εγχειρημάτων, αποσκοπώντας όμως συγχρόνως στην εξασφάλιση αντίστοιχης ζώνης εθνικής επιρροής.  Αλλά και γενικότερα και οι δύο πρωτεύουσες δείχνουν ότι, παρά τις διαφορές τους, επιθυμούν τη σύσφιγξη των σχέσεών τους. Όπως  προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τη συνεργασία τους για την καταπολέμηση του κορωνοϊού και από τις προσπάθειες που καταβάλλουν για τον συντονισμό της αφγανικής πολιτικής τους. Παρά ταύτα, θα ήταν σφάλμα να υποτιμηθεί ο αρνητικός αντίκτυπος στις σχέσεις αυτές, τόσο του Ουϊγουρικού – ζωτικής σημασίας για την κινεζική πλευρά και ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για την τουρκική λόγω ερντογανικού εθνο-θρησκευτικού ιδεολογήματος – όσο, κυρίως, της απροθυμίας της τουρκικής ηγεσίας να διαφοροποιηθεί πέραν ενός σημείου από Ουάσιγκτον και ΝΑΤΟ. 

Συμπερασματικώς: παρά τη σημαντική ανάπτυξη των ρωσοτουρκικών και σινοτουρκικών σχέσεων, τεκτονικές αλλαγές στη  θέση της Τουρκίας μεταξύ Δύσης και Ευρασίας δεν διαφαίνονται.

Γ. Τουρκική πολιτική σε ευρύτερη Μέση Ανατολή και Υποσαχάρια Αφρική

Η ευρύτερη Μέση Ανατολή είναι ο χώρος στον οποίο, κατά την πρώιμη περίοδο της διακυβέρνησής του, ο Ερντογάν επένδυσε κατ’ εξοχήν  τις εξουσιαστικές του φιλοδοξίες˙ συζευγνύοντας τον θρησκευτικό με τον οικονομικό και στρατιωτικό μοχλό σε μια προσπάθεια ανάδειξης της Τουρκίας σε ηγέτιδα δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου. Ταχέως όμως η προσπάθεια αυτή αποδείχθηκε αντιπαραγωγική. Χαρακτηριστική η περίπτωση της Συρίας, όπου η εξασθένιση του καθεστώτος Ασάντ, πρωτοστατούσης της Άγκυρας, είχε ως συνέπεια την ανάδυση επί των τουρκικών συνόρων ενός κουρδικού κρατικού μορφώματος. Ενώ η ρήξη με τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο, και το Ισραήλ πυροδότησε βλαπτικές για τα τουρκικά στρατηγικά και ενεργειακά συμφέροντα περιφερειακές συσπειρώσεις –  με ευρωπαϊκή μάλιστα και αμερικανική εμπλοκή, κρατική και ιδιωτική. 

Εξ ου και η μεταστροφή της Άγκυρας υπέρ της διατήρησης της ενότητας της Συρίας, παρά τις πάντοτε τεταμένες σχέσεις της με τη Δαμασκό. Αλλά και τα ανοίγματά της προς Ριάντ, ‘Αμπου Ντάμπι, και Κάϊρο. Και ακόμη και προς το Ισραήλ˙ την αποκατάσταση όμως των σχέσεών της με το οποίο δυσχεραίνει – και πιθανώς, επί του παρόντος τουλάχιστον, καθιστά ανέφικτη – η άτεγκτη τοποθέτηση της τουρκικής πλευράς επί του Παλαιστινιακού.

Ενώ μία σχετικώς νέα διάσταση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι η αύξουσα τουρκική παρουσία στην Υποσαχάρια Αφρική – στο υπό ευρεία έννοια Σαχέλ. Και ειδικότερα στο Κέρας και στη δυτική πλευρά της ηπείρου. Με κίνητρο την προβολή της ερντογανικής εκδοχής του Ισλάμ και την καταπολέμηση των αμφισβητιών της, αλλά κυρίως την τουρκική οικονομική και, σε μικρότερη κλίμακα, στρατιωτική παρουσία. Με  την αφρικανική, όμως, αυτή τουρκική εξόρμηση, καθ’ ό μέτρον διεξάγεται σε πρώην γαλλικό αποικιακό χώρο, να προκαλεί τις ζωηρές αντιδράσεις του Παρισιού. Τόσο μάλλον που η Άγκυρα αναμοχλεύει  προς όφελός της τις όποιες δυσαρέσκειες των τοπικών πληθυσμών έναντι της πρώην αποικιακής δύναμης.  

IV. Επίμετρον

Η ώρα για τον συνολικό απολογισμό της κυβερνητικής θητείας Ερντογάν δεν έφθασε ακόμη. Όπως πρόωρες είναι και οι προβλέψεις για τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στη γείτονα. Με αρκετή όμως βεβαιότητα μπορεί ήδη να προεξοφληθεί  ότι, όποιοι και αν είναι οι αυριανοί πηδαλιούχοι της τουρκικής εξωτερικής  πολιτικής, η γραμμή πλεύσης της Άγκυρας – μεταξύ άλλων και έναντι της χώρας μας – θα παραμείνει ως προς τα μείζονα αμετάβλητη. Τουλάχιστον αν κρίνει κανείς από τις τοποθετήσεις των κύριων αντιπολιτευτικών δυνάμεων. Οι οποίες, εστιάζοντας την κριτική τους στον αυταρχισμό και στην οικονομική πολιτική του προέδρου, τον συναγωνίζονται και συχνά τον υπερακοντίζουν σε επιθετικό εθνικισμό. Οδηγώντας τον μάλιστα αμυνόμενο στο οξύμωρο, να περιβληθεί και αυτός, ο κεκηρυγμένος ισλαμιστής, τον μανδύα του κεμαλικού μεγαλοϊδεατισμού.