Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πτυχή
των πρόσφατων εκλογικών αναμετρήσεων στην Γαλλία, Ολλανδία και Αυστρία είναι η
ανάδειξη της αμφίσημης σχέσης μεταξύ του ενωσιακού εγχειρήματος και της εθνικής
ταυτότητας των ευρωπαϊκών λαών. Με την αμφισημία αυτή να δίνει λαβή σε διαφορετικές
και εν πολλοίς αντιθετικές θεωρήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η κατά τα άλλα ευρείας αποδοχής ευρωπαϊκή
ιδέα – μόνη ουσιαστική εν προκειμένω εξαίρεση απετέλεσαν, επί Ψυχρού Πολέμου, τα
υπό σοβιετικό έλεγχο ή επιρροή κομμουνιστικά κόμματα - έθετε ευθύς εξ αρχής τους θιασώτες της προ
διλήμματος, στο μέτρο που η εμβάθυνση της σύμπραξης των ευρωπαϊκών κρατών εξηρτάτο
εκ των πραγμάτων από θυσία εθνικής τους κυριαρχίας. (Κατά την γνωστή λαϊκή
ρήση, ομελέτα χωρίς να σπάσεις αυγά δεν γίνεται.) Ως εκ τούτου δε, οι
τοποθετήσεις των πολιτικών δυνάμεων των κοινοτικών εταίρων έναντι της
ευρωπαϊκής οικοδόμησης – από το προωθημένο ομοσπονδιακό όραμα του Ζαν Μονέ έως
την χαλαρή «Ευρώπη των εθνικών κρατών» του στρατηγού ντε Γκολ - παρουσίαζαν ανέκαθεν
κρίσιμες διαφορές.
***
Στο υπό διαμόρφωση νέο παγκόσμιο
περιβάλλον, και ειδικότερα υπό την διπλή πίεση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης
και των μεταναστευτικών ροών, το αρχικό ευρωκοινοτικό δίλημμα – η δοσολογία,
τρόπον τινά, μεταξύ ευρωπαϊκής ενοποίησης και κρατικής κυριαρχίας – έχει
οξυνθεί. Και μάλιστα τείνει να υποκαταστήσει τις παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές
μεταξύ Δεξιάς, Αριστεράς, και Κέντρου. Όπως προκύπτει, τόσο από τις γαλλικές,
ολλανδικές και αυστριακές εκλογές, όσο και από τον δημόσιο διάλογο στο σύνολο
των κοινοτικών χωρών γενικότερα.
Παράλληλα με τις προφανείς
θετικές πλευρές της - ειδικότερα την ανάπτυξη
του εμπορίου και την κυκλοφορία κεφαλαίων και τεχνογνωσίας - η οικονομική
παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται την διεύρυνση της γεωγραφικής εμβέλειας των
χρηματοπιστωτικών κρίσεων και την αύξηση της τοξικότητάς τους· και συνακόλουθα πυροδοτεί
ανά την υφήλιο προστατευτικές αντιδράσεις των πληττομένων. Με τους Ευρωπαίους
ειδικότερα, ιδίως μετά την εκδήλωση της κρίσης του 2009, να αναζητούν τρόπους
προστασίας των οικονομιών τους από τις συχνά αθέμιτες εμπορικές και
χρηματοπιστωτικές πρακτικές των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων της Βόρειας
Αμερικής και της Ανατολικής Ασίας. Αλλά συγχρόνως να διαφωνούν ως προς το
θεσμικό πλαίσιο των σχετικών μέτρων. Καθώς, άλλοι μεν ευνοούν την κάλυψη των
κοινοτικών οικονομιών ως ενιαίου συνόλου, με αντίστοιχη ενίσχυση του ρόλου και
αρμοδιοτήτων των Βρυξελλών έναντι των εθνικών πρωτευουσών· και άλλοι,
αντιθέτως, τάσσονται υπέρ ενός προστατευτισμού με στενά εθνικό πρόσημο - ήτοι επικεντρωμένου
στα εθνικά σύνορα και υπό τον αποκλειστικό έλεγχο των εθνικών αρχών.
Η αντιπαράθεση δε αυτή μεταξύ της
στενά εθνοκεντρικής και της ευρύτερα ευρωπαϊκής αντίληψης επεκτείνεται και στην
αντιμετώπιση των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στο εσωτερικό των κοινοτικών
κρατών - και όλως ιδιαίτερα σε σχέση με την σκοπιμότητα της διατήρησης του ευρώ
και της στήριξής του μέσω μιας κοινής δημοσιονομικής πολιτικής.
Ενώ ανάλογη δυσαρμονία σημειώνεται
και ως προς την άλλη κρίσιμη πρόκληση που η Κοινοτική Ευρώπη καλείται να
αντιμετωπίσει στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα: το μεταναστευτικό. Το οποίο,
πέραν από τις μεικτές, θετικές και αρνητικές, οικονομικές επιπτώσεις του στις
χώρες υποδοχής, συνεπάγεται για τις τελευταίες
αυτές μια μείζονα πολιτισμική δοκιμασία.
Σύμφωνα με σφυγμομέτρηση που
διενήργησε προσφάτως το αξιόπιστο Κέντρο Ερευνών Pew (http://www.pewglobal.org/2017/02/01/methodology-37/), οι
Ευρωπαίοι γενικώς θεωρούν την γλώσσα «θεμελιώδες
συστατικό της εθνικής τους ταυτότητας»· αποδίδουν επίσης ιδιαίτερη εν
προκειμένω βαρύτητα «στα εθνικά ήθη και
έθιμα» - πολλοί δε, ιδίως στην Ελλάδα, και στην θρησκεία· και για τους περισσότερους «είναι σημαντικό για να θεωρηθεί κάποιος συμπατριώτης
τους να έχει γεννηθεί στην χώρα τους».
Ωστόσο, η διάχυτη αυτή συναντίληψη
περί εθνικής ταυτότητας δεν σημαίνει και σύμπτωση απόψεων ως προς τα μέσα προστασίας
της. Και η μεν πολιτισμική αφομοίωση των ήδη εγκατεστημένων σε κοινοτικές χώρες
μεταναστών τυγχάνει γενικής σχεδόν υποστήριξης – μεταξύ άλλων ως μέσο καταπολέμησης
της ισλαμογενούς τρομοκρατίας. Ως προς την συνέχιση όμως των μεταναστευτικών εισροών
οι πολιτικές δυνάμεις διχάζονται. Με άλλες να τάσσονται υπέρ της ελεγχόμενης,
περιορισμένης και επιλεκτικής εισδοχής προσφύγων και μεταναστών και της
ακριβοδίκαιης κατανομής των εισερχομένων μεταξύ των κοινοτικών εταίρων· και με
άλλες, αντιθέτως, να πιέζουν για το σφράγισμα των εθνικών τους, τουλάχιστον,
συνόρων.
Η πρόσφατη εκλογική μονομαχία
Μακρόν-Λε Πεν προσωποποίησε θεαματικά τις αποκλίνουσες αυτές αντιλήψεις. Χωρίς
ωστόσο η νίκη του πρώτου να
προεξοφλεί την τελική έκβαση του κρίσιμου μπρα-ντε-φερ που διεξάγεται ανά την
ΕΕ με αντικείμενο τον κοινοτικό ρόλο - και, κατ’ ουσίαν, το μέλλον του ευρωενωσιακού
εγχειρήματος. Σημειωτέον δε ότι η τοποθέτηση έναντι της ευρωπαϊκής ενοποίησης
και ειδικότερα του τρόπου αντιμετώπισης των επιπτώσεων της οικονομικής παγκοσμιοποίησης
και του μεταναστευτικού φαινομένου αποτελεί αυτή τη στιγμή τον κυριότερο, ίσως,
παράγοντα διαφοροποίησης των ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων. Ενδεικτικό το ότι σχεδόν
παντού στην Ευρωπαϊκή Ένωση η κυβερνητική συνεργασία αποδεικνύεται ευκολότερη
μεταξύ «δεξιών» και «αριστερών» κομμάτων παρά μεταξύ φιλοευρωπαϊκών και
ευρωσκεπτικών.
***
Ως σχετικώς μικρή και πολλαπλώς ευπρόσβλητη χώρα, η
Ελλάδα φυσικό είναι να υπολογίζει στην ευρωενωσιακή αλληλεγγύη - και άρα να
θέλει μια όσο το δυνατόν συνεκτικότερη Ευρώπη. Οι τύχες μας όμως εξαρτώνται
πρωτίστως από την ποιότητα της διακυβέρνησής μας. Η οποία, δυστυχώς, εδώ και
καιρό υστερεί τραγικά. Και επομένως για το κατάντημά μας τους εαυτούς μας πρέπει
να μεμφόμεθα και όχι τους όποιους «ξένους».
No comments:
Post a Comment