Friday, September 17, 2021

ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ ΕΝΑΝΤΙ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΩΝ ΓΙΓΑΝΤΩΝ ΣΕ ΕΝΑ ΜΕΤΑΛΛΑΣΣΟΜΕΝΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Προδημοσίευση άρθρου από το τεύχος 137 των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).


ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Για πολλοστή φορά στην ήδη μακρά σταδιοδρομία της, η Κοινοτική Ευρώπη διέρχεται φάση αβεβαιότητας και σε τελευταία ανάλυση ταυτότητας. Εις πείσμα των ιερεμιάδων, δεν πρόκειται να εκπνεύσει, διότι και υπό την παρούσα ατελή μορφή της εξυπηρετεί ουσιαστικά συμφέροντα των κρατών-μελών της. Άντεξε, παρά τους σοβαρούς τριγμούς και τις διαχειριστικές αστοχίες, τόσο τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007, όσο και την κορωνοϊκή πανδημία. Μετά δε τις τραυματικές για τους Βρετανούς επιπτώσεις του Μπρέξιτ, καμία αξιοσημείωτη πολιτική δύναμη στους κόλπους της δεν τάσσεται υπέρ της εξόδου. Παραμένει, ωστόσο, αβέβαιο κατά πόσον τα κράτη-μέλη της θα αναβαθμίσουν εγκαίρως και επαρκώς τη συνεργασία τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν από κοινού τις ζωτικές προκλήσεις του αρξαμένου αιώνα˙ και ειδικότερα τις προερχόμενες από τους μεγάλους του παγκόσμιου στερεώματος – μεταξύ των οποίων κανείς από τους επί μέρους κοινοτικούς εταίρους δεν συγκαταλέγεται πλέον. 


Ι ΕΝΔΟΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΖΥΜΩΣΕΙΣ: ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΙΣΧΥΟΣ ΚΑΙ «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ»


Καθοριστικός για τη δρομολόγηση του ευρωκοινοτικού εγχειρήματος υπήρξε ο διττός φόβος του σοβιετικού επεκτατισμού και της αναβίωσης του γερμανικού ηγεμονισμού. Επτά ωστόσο δεκαετίες αργότερα, η μεν μεταψυχροπολεμική Ρωσία, μολονότι συχνά πηγή προβληματισμού, μακράν απέχει του να συνιστά  υπαρξιακή απειλή για τους κοινοτικούς, ενώ η Γερμανία ανησυχεί τους εταίρους και συμμάχους της λόγω ανεπάρκειας, και όχι υπερβολικής ανάπτυξης του στρατιωτικού της δυναμικού˙ με επακόλουθο τα κυριότερα αρχικά κίνητρα για την προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης να έχουν πλέον εκλείψει. Πρόκειται βέβαια για μια ευτυχή εξέλιξη˙ η οποία όμως καθιστά αναπόδραστο τον εκ μέρους των κοινοτικών λαών και κυβερνήσεων ανακαθορισμό του λόγου ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης˙ και συνακόλουθα και της θεσμικής της μορφής. 


Πιο συγκεκριμένα: Οι κοινοτικοί Ευρωπαίοι καλούνται να επιλέξουν μεταξύ της θεσμικής αποτελμάτωσης και της πραγμάτωσης ρηξικέλευθων δομικών τομών. Ουκ ολίγοι δε μεταξύ των – τόσο πατριώτες φοβικά προσηλωμένοι στο υφιστάμενο καθεστώς ελλείψει μιας ευρύτερης θεώρησης των εθνικών τους συμφερόντων, όσο και, ανομολόγητοι ως επί το πολύ, πολέμιοι των πνευματικών και πολιτικών αξιών επί των οποίων  εδράζεται το ευρωενωσιακό οικοδόμημα – παραμένουν προσκολλημένοι στο στάτους κβο. Ενώ οι «δυνάμεις της αλλαγής», από την άλλη, εμφορούνται από συχνά αντιθετικές αντιλήψεις ως προς τον τρόπο και χρόνο ενεργείας. Με τους ακραίους ευρωπαϊστές – στελέχη, μεταξύ άλλων, δεξαμενών σκέψης, αλλά και μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – να υποτιμούν, αν όχι να αγνοούν τα πολύ πραγματικά εμπόδια στα οποία προσκρούει η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Και με τους οπαδούς της ρεαλιστικής σχολής – κατά κύριο λόγο πρακτικούς πολιτικούς, κορυφαίος εκπρόσωπος των οποίων αυτή τη στιγμή είναι ο πρόεδρος Μακρόν – να συνδυάζουν τις ενοποιητικές τους πρωτοβουλίες με την προώθηση των ιδιαίτερων εθνικών τους  στοχεύσεων και βλέψεων. Επιλέγοντας έτσι τη μόνη, πιθανότατα, οδό με θετική προοπτική.


Καθώς, στο μέτρο που η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κατορθώσει, αφενός να συγκεράσει στους κόλπους της την αντιπροσωπευτικότητα με την αποτελεσματικότητα, και αφετέρου να δρα διεθνώς ως ενιαία δύναμη, ακόμη και των ισχυρότερων κοινοτικών χωρών τα συμφέροντα – πόσω μάλλον των λοιπών – θα εξυπηρετούνται αποτελεσματικότερα σε ευρωενωσιακό παρά σε στενά εθνικό πλαίσιο˙ θυσιαζομένων, εν ανάγκη, των ήσσονος σημασίας εθνικών επιδιώξεων χάριν των μειζόνων. Και τούτο διότι, δεδομένης της κυρίαρχης παρουσίας κρατών ηπειρωτικών διαστάσεων στο υπό διαμόρφωση παγκόσμιο γεωπολιτικό τοπίο, τα περιθώρια ουσιαστικής γεωπολιτικής αυτοδυναμίας για μεμονωμένες χώρες μικρότερου μεγέθους – έστω και πάλαι ποτέ «μεγάλες δυνάμεις» – έχουν περιορισθεί ασφυκτικά. 


***


Κατά τα λοιπά, αντιπαραβαλλόμενη προς τις τρεις μεγάλες δυνάμεις ΗΠΑ, Κίνα, και Ρωσία, η ΕΕ παρουσιάζει χαρακτηριστική – και εν πολλοίς καθοριστική – ανισότητα επιδόσεων στους επί μέρους συντελεστές ισχύος.


Και ως προς μεν την, κατά την καθιερωμένη ορολογία του καθηγητού J. S. Nye, «ήπια ισχύ» – την υπό ευρεία έννοια πολιτισμική ακτινοβολία – τα εθνικά επιτεύγματα των εταίρων και οι ελληνορωμαϊκές και ιουδο-χριστιανικές αξίες επί των οποίων κατά κύριο λόγο εδράζεται το κοινοτικό οικοδόμημα προσφέρουν στην Κοινοτική Ευρώπη ένα δύσκολα αμφισβητήσιμο συγκριτικό πλεονέκτημα˙ ακόμη και έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών, η πάντοτε ισχυρή, βέβαια, διεθνής εικόνα των οποίων έχει τον τελευταίο καιρό υποστεί σοβαρή φθορά συνεπεία των γνωστών κλυδωνισμών της αμερικανικής κοινωνικής και πολιτικής ζωής.   Η συγκεκριμένη, όμως, μορφή ισχύος δεν αρκεί για να την τοποθετήσει μεταξύ των κύριων παγκόσμιων δυνάμεων. 


Πρόσθετη,  ασφαλώς, γεωπολιτική  βαρύτητα προσδίδουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση  οι οικονομικές της επιδόσεις. Με την κοινοτική οικονομία να κατέχει στην παγκόσμια ιεραρχία την τρίτη θέση μετά την αμερικανική και την κινεζική. Και με την Κοινή Αγορά και το κοινό νόμισμα να συμβάλλουν, πέραν της εξυπηρέτησης των οικονομικών συμφερόντων των συμμετεχουσών χωρών, στην αναβάθμιση του διεθνούς κύρους της ΕΕ. 


Εν απουσία, ωστόσο, επαρκούς ενότητας ενεργείας και κοινότητας διεθνοπολιτικών στόχων, τα εντυπωσιακά αυτά οικονομικά μεγέθη μερικώς μόνο μεταφράζονται σε συλλογική γεωπολιτική επιρροή. Η μεγιστοποίηση της οποίας προϋποθέτει την  επί το συνεκτικότερο αναδόμηση των κοινοτικών οικονομικών θεσμών – ο Γάλλος πρόεδρος έχει προτείνει τη θεσμοθέτηση θέσης υπουργού οικονομικών της Ευρωζώνης και χωριστού ευρωζωνικού προϋπολογισμού και κοινοβουλίου – αλλά και την πραγμάτωση της ως επί το πολύ εικονικής κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής. 


Σκόπιμο δε είναι να επισημανθεί ότι, υπό το φως της μέχρι τούδε εμπειρίας, η συμμετοχή του συνόλου των κοινοτικών κρατών στις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις τις προωθούμενες από τα πλέον πρωτοπόρα μέλη – και όχι μόνο στον οικονομικό και στον διεθνοπολιτικό τομέα, αλλά, όπως επισημαίνεται εν συνεχεία, και στον αμυντικό – είναι ανέφικτη. Και ότι εκ των πραγμάτων διαμορφώνεται μια Ευρώπη «πολλαπλών ταχυτήτων», ή κατ’ άλλην ορολογία «ομόκεντρων κύκλων», της οποίας η ευρωζώνη προσφέρει ήδη μια πρόγευση. Εφόσον δε συνεχίσει να μετεξελίσσεται προς την κατεύθυνση αυτή, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι σε θέση, όχι μόνο να αξιοποιεί πληρέστερα το δυναμικό των μελών της, αλλά και να συνάψει ειδικές σχέσεις με χώρες τις οποίες, αρνείται μεν – για λόγους πολιτισμικούς, καθεστωτικούς, γεωπολιτικούς, ή/και οικονομικούς – να εντάξει στους κόλπους της, πλην όμως επιθυμεί να θέσει υπό την οργανική επιρροή της. Και είναι κατ’ εξοχήν η περίπτωση της Τουρκίας.


***


Για να αναζητηθεί, όμως, με όρους ρεαλισμού η θέση της κοινοτικής Ευρώπης στο παγκόσμιο γεωπολιτικό ισοζύγιο, είναι ανάγκη να συνυπολογισθεί ο πάντοτε κυρίαρχος συντελεστής ισχύος που είναι ο στρατιωτικός. Και σε εθνική μεν βάση, ορισμένες κοινοτικές χώρες, με προεξάρχουσα –  μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου – τη Γαλλία, διαθέτουν όχι ευκαταφρόνητη «σκληρή ισχύ». Ενώ και οι συνολικές αμυντικές δαπάνες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέχουν τη  δεύτερη ή τρίτη θέση παγκοσμίως – μετά τις αμερικανικές και, σύμφωνα με ορισμένες μετρήσεις, και τις κινεζικές. Παρά ταύτα, η απουσία ουσιαστικού συντονισμού  των αμυντικών φορέων στο εσωτερικό της ΕΕ συνεπάγεται τεράστια, υπό το πρίσμα της συνολικής ευρωπαϊκής στρατιωτικής ισχύος, σπατάλη πόρων˙ και η ουσιαστική ανυπαρξία κοινής εξωτερικής πολιτικής περιορίζει στο έπακρον τη γεωπολιτική αξιοποίηση του υφιστάμενου κοινοτικού στρατιωτικού δυναμικού. 


Με κύριο, βέβαια, κριτήριο τον αριθμό και τη βαρύγδουπη ονομασία των εμπλεκομένων θεσμικών σχημάτων και οργάνων – μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται: η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας [ΚΠΑΑ], η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ), η Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία στον Τομέα της Άμυνας (Μ.Δ.Σ. ή PESCO), το Στρατιωτικό Επιτελείο (EUMS), η Στρατιωτική Επιτροπή (EUMC], και ο Ευρωπαϊκός  Οργανισμός Άμυνας (EDA) –  η ευρωκοινοτική πολιτική, τόσο στον εξωτερικό, όσο και στον αμυντικό τομέα θα  έπρεπε να κριθεί πλέον ή επαρκής. Η αξιοποίηση, όμως, του θεσμικού αυτού οπλοστασίου, όπως άλλωστε και της «ρήτρας  αμοιβαίας συνδρομής» της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2009, προσκρούει στον καταλυτικό ρόλο του κανόνα της ομοφωνίας. Σε αντίθεση δε με το νατοϊκό πλαίσιο, όπου ο ηγετικός ρόλος των ΗΠΑ λειτουργεί καθοριστικά στη διαμόρφωση της και εκεί αναγκαίας ομοφωνίας, στο ευρωκοινοτικό τον τελευταίο λόγο έχει κατά κανόνα ο ελάχιστος κοινός παρανομαστής –  με απόληξη συχνότατα, είτε την πλήρη, έστω και επικοινωνιακά ψιμυθιωμένη,  αδράνεια, είτε μονομερείς ενέργειες εταίρων. Μολονότι δε η κατάργηση ή ο δραστικός περιορισμός του παραλυτικού βέτο έχουν επανειλημμένως προταθεί – μεταξύ άλλων, παλαιότερα από τον τότε πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν, πρόσφατα δε από τον Γερμανό υπουργό εξωτερικών Χάικο Μάας   -   συγκατάθεση του συνόλου των κρατών-μελών σε μια τέτοια ριζική θεσμική τομή, ούτε διαφαίνεται, ούτε είναι πιθανή. 


Εν τούτοις, παρά το θεσμικό αυτό αδιέξοδο – ή, ακριβέστερα ίσως, προς υπέρβασή του – ο πρόεδρος Μακρόν δεν παύει να εκφέρει ιδιαίτερα φιλόδοξο ευρωπαϊκό λόγο˙ τασσόμενος υπέρ της «ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας» - την οποία σημειωτέον δεν περιορίζει στον στρατιωτικό τομέα ˙ και προτείνοντας, με την υποστήριξη, τόσο της Γερμανίδας καγκελαρίου κυρίας Μέρκελ, όσο και του αντικαγκελαρίου και υποψηφίου του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος για την καγκελαρία κατά τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου Olaf Scholz, τη συγκρότηση ενός «πραγματικού ευρωπαϊκού στρατού».  Οι θέσεις δε αυτές, τροφοδοτούμενες και από την περιθωριοποίηση του ευρωενωσιακού παράγοντα στα αφγανικά δρώμενα, έχουν επαναφέρει επί τάπητος, υπό το φως όμως της νέας γεωπολιτικής πραγματικότητας, το διαχρονικό θέμα των σχέσεων της Κοινοτικής Ευρώπης με τις ΗΠΑ, και κατ’ επέκταση με το ΝΑΤΟ. 


ΙΙ ΟΙ ΕΥΡΩΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΙ ΔΕΣΜΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΑΣΙΑΣ


Οι οποίες σχέσεις σκιάζονται από μια εκατέρωθεν αμφιθυμία. Καθώς η Ουάσιγκτον, ενώ στηλιτεύει την ανεπάρκεια των αμυντικών δαπανών των Ευρωπαίων συμμάχων, θεωρεί την αυτοτελή αναβάθμιση του ευρωενωσιακού στρατιωτικού δυναμικού ασύμβατη με την ατλαντική συνοχή. Τα νατοϊκά δε μέλη της Κοινοτικής Ευρώπης, μολονότι  απαξάπαντα αναγνωρίζουν τη ζωτική σημασία της μέσω ΝΑΤΟ αμερικανικής αμυντικής εγγύησης, διχάζονται σε ό,τι αφορά στην προικοδότηση της ΕΕ με αυτόνομη αμυντική διάσταση˙ με αρκετά να την απορρίπτουν, ανήσυχα για τις επιπτώσεις της στους δεσμούς με τις ΗΠΑ. 


Κατά τα άλλα, το μέλλον των ευρω-αμερικανικών σχέσεων συναρτάται σε μεγάλο βαθμό με σειρά οικονομικών και γεωπολιτικών προβλημάτων, τα οποία, προς απογοήτευση αρκετών υπεραισιοδόξων, η νέα ηγεσία στην Ουάσιγκτον δεν έχει ως δια μαγείας – έστω και διπλωματικής – επιλύσει.  


Οι οικονομικές, ειδικότερα, σχέσεις μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ και ιδιαίτερα οι εμπορικές και επενδυτικές είναι οι ευρύτερες και πλέον ολοκληρωμένες παγκοσμίως. Παρά ταύτα, εδώ και δεκαετίες δοκιμάζονται από διχογνωμίες, συνεπαγόμενες μεταξύ άλλων την εκατέρωθεν επιβολή τιμωρητικών δασμών – και οι οποίες παρά την αλλαγή σκυτάλης στον Λευκό Οίκο εξακολουθούν να υφίστανται. Με τη Σύνοδο Κορυφής ΗΠΑ-ΕΕ της 15ης Ιουνίου, ωστόσο, να σηματοδοτεί την κοινή βούληση υπέρβασής τους, μεταξύ άλλων μέσω της συγκρότησης ενός «Υψηλής Στάθμης Συμβουλίου Εμπορίου και Τεχνολογίας ΕΕ-ΗΠΑ» [High-level EU-US Trade and Technology Council (TTC)]. Το πιθανότερο δε είναι ότι οι αμοιβαίως επωφελείς ευρωαμερικανικοί οικονομικοί δεσμοί θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται – υπό την προϋπόθεση ότι οι αντίστοιχοι γεωπολιτικοί παραμένουν ισχυροί.  


Οι οποίοι, κατά την πρώτη φάση της προεδρίας Μπάιντεν, σε διακηρυκτικό επίπεδο αναβαθμίσθηκαν. Με εμβληματικές: την πανηγυρική επιβεβαίωση της συμμαχικής αμυντικής αλληλεγγύης του άρθρου 5 της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού στο Ανακοινωθέν της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ της 14ης Ιουνίου, σύμφωνα με το οποίο «το ΝΑΤΟ παραμένει το θεμέλιο της συλλογικής μας άμυνας και το απαραίτητο [essential] φόρουμ για τις διαβουλεύσεις ασφαλείας μεταξύ συμμάχων»˙ και τη δέσμευση των δύο πλευρών στη Δήλωση της προμνησθείσης Συνόδου Κορυφής ΗΠΑ-ΕΕ να συνεργασθούν για  την υπεράσπιση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανά την υφήλιο και για την αντιμετώπιση των οικονομικών, τεχνολογικών, υγειονομικών και άλλων προκλήσεων της εποχής μας.  Η διατράνωση ωστόσο της ευρωαμερικανικής σύμπνοιας από τις κομβικές αυτές συνόδους κορυφής δεν αρκεί για να αποκρύψει κρίσιμες ενίοτε διεθνοπολιτικές διαφοροποιήσεις στους δυτικούς κόλπους.


***


Ενδεικτική των διαφοροποιήσεων αυτών είναι η στάση έναντι της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Το νατοϊκό ανακοινωθέν καταγγέλλει τις «ρωσικές επιθετικές ενέργειες» κατά μήκος των ανατολικών συνόρων του ευρω-νατοϊκού χώρου ως «απειλή κατά της ευρω-ατλαντικής ασφάλειας»˙ στη δε Δήλωση ΗΠΑ-ΕΕ οι δύο πλευρές διακηρύσσουν: «Εμμένουμε ενωμένοι στην βάσει αρχών προσέγγιση της Ρωσίας και είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε αποφασιστικά  στο επαναλαμβανόμενο μοτίβο αρνητικής της συμπεριφοράς και επιζήμιων δραστηριοτήτων της». Από την άλλη, αμέσως μετά τις δύο αυτές δυτικές συνόδους κορυφής και χωρίς να προηγηθεί σχετική διαβούλευση με τους Ευρωπαίους ηγέτες, ο πρόεδρος Μπάιντεν προχώρησε στην από μακρού κυοφορούμενη συνάντησή του με τον Ρώσο ομόλογό του – προς εμφανή δυσαρέσκεια  των κυριαρχούμενων από τον φόβο της ρωσικής απειλής πρώην κομμουνιστικών χωρών της Βαλτικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Ενώ οι ίδιες αυτές ρωσοφοβικές, τρόπον τινά, φωνές ματαίωσαν την επ’ ευκαιρία του ρωσοαμερικανικού προηγουμένου προσπάθεια του Γάλλου προέδρου και της Γερμανίδας καγκελαρίου να εξασφαλίσουν εντολή εκπροσώπησης της ΕΕ για μια συνάντησή τους με τον πρόεδρο Πούτιν. 


Σημειωτέον δε ότι, ούτε η διατλαντική, ούτε η ενδοκοινοτική διάσταση απόψεων ως προς τις σχέσεις με τη Ρωσία είναι καινοφανής. Ο πρόεδρος Μακρόν έχει από καιρού υιοθετήσει δημοσία  την «οραματική» αντίληψη του στρατηγού ντε Γκολ για μια Ευρώπη εκτεινόμενη «από τον Ατλαντικό έως τα Ουράλια».   Και η κυρία Μέρκελ, αψηφώντας τόσο τις αμερικανικές, όσο και τις εντός της ΕΕ ενστάσεις, έχει επανειλημμένως προτάξει κατά τις διαπραγματεύσεις της με τον ρωσικό παράγοντα τα οικονομικά-ενεργειακά συμφέροντα της χώρας της – όπως μαρτυρεί και η περιπετειώδης προώθηση του αγωγού Νόρντ Στριμ 2. 


Ανάλογες δε – και ενδεχομένως εντονότερες – διαφοροποιήσεις σημειώνονται και ως προς την Κίνα. Με τους Αμερικανούς – επί προεδρίας Μπάιντεν, όπως και υπό τους δύο προηγούμενους ενοίκους του Λευκού Οίκου – να την αντιμετωπίζουν ως τον κύριο οικονομικό και γεωπολιτικό αντίπαλό τους˙ και με τους Κοινοτικούς Ευρωπαίους, αδυνατούντες να χαράξουν και ως προς τούτο σαφή ενιαία γραμμή, να συμπλέουν μεν σε κάποιο βαθμό – ποικίλλοντα ανά χώρα  – με τον υπερατλαντικό τους σύμμαχο, πλην όμως να αποφεύγουν γενικώς την όξυνση των σχέσεών τους με τον κυριότερο εμπορικό τους εταίρο που είναι πλέον το Πεκίνο. Ενδεικτικό δε της επαμφοτερίζουσας κοινοτικής στάσης έναντι του τελευταίου αυτού είναι και το ότι και στα δύο προαναφερθέντα ευρωατλαντικά ανακοινωθέντα αποφεύγεται επιμελώς η χρήση της λέξης «απειλή» και των παραγώγων της προς χαρακτηρισμό της ΛΔΚ – σε αντίθεση με την προς τούτο απερίφραστη χρησιμοποίησή της στην αμερικανική Ενδιάμεση Εθνική Στρατηγική Οδηγία.  

***


Σοβαρές, τέλος, επιπτώσεις στις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτείων με τους κοινοτικούς Ευρωπαίους συνεπάγεται η μερική αποδέσμευση της Ουάσιγκτον από την ευρύτερη Μέση Ανατολή, συνεπεία της μετατόπισης του κέντρου βάρους της παγκόσμιας πολιτικής της προς τον Ινδοειρηνικό, με παράλληλη διατήρηση στρατιωτικών δυνάμεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο προς αποτροπή της Ρωσίας. 


Eπί σειρά ετών, για τη διασφάλιση των μεσανατολικών ισορροπιών οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι και εταίροι επαναπαύθηκαν στην επιτόπια αμερικανική στρατιωτική παρουσία, περιοριζόμενοι σε έναν ως επί το πολύ επικουρικό ρόλο. Τούτο δε παρά τις ενίοτε έντονες επιφυλάξεις τους για τις αμερικανικές επιλογές. Επιφυλάξεις οι οποίες, οξυνθείσες επί διακυβέρνησης Τραμπ – κυρίως ένεκα Ιρανικού και Παλαιστινιακού – αλλά σε ύφεση κατά τους πρώτους μήνες της προεδρίας Μπάιντεν, αναζωπυρώνονται  τώρα εξ αιτίας των αμερικανικών χειρισμών του Αφγανικού. Με τους Ευρωπαίους συμμάχους να προσάπτουν μεταξύ άλλων στην Ουάσιγκτον ότι ενήργησε χωρίς προηγούμενη με αυτούς διαβούλευση.  Μολονότι όμως το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για τον μεσανατολικό χώρο παραμένει ζωηρό, η ΕΕ δεν διαθέτει, ούτε το στρατιωτικό δυναμικό, ούτε την ενιαία στρατηγική που προαπαιτούνται για την ουσιαστική της συμμετοχή στις εκεί εξελίξεις. Και συνακόλουθα αρκείται ως επί το πολύ σε διακηρύξεις αρχής – και σε μια άσφαιρη κριτική των αμερικανικών ενεργειών και παραλείψεων.


Ενώ μια ιδιαίτερου ελληνικού ενδιαφέροντος παράμετρος της αφγανικής κρίσης είναι η τουρκική. Αξιοποιώντας τη θρησκευτική και εθνοτική της συγγένεια με τους τουρκογενείς μουσουλμάνους του Αφγανιστάν, η Άγκυρα προσπαθεί να στήσει γέφυρες προς τους επικρατήσαντες Ταλιμπάν, προκειμένου, όχι απλώς να διατηρήσει την ήδη σημαντική παρουσία της στη δοκιμαζόμενη χώρα, αλλά και να τη διευρύνει. Επιδιώκει δε να εκμεταλλευθεί τις ανησυχίες και, εν πολλοίς, την αμηχανία των δυτικών πρωτευουσών για να λειτουργήσει ως, τρόπον τινά, διαμεσολαβητής μεταξύ αυτών και των ταλιμπανικών αρχών. Με τις σχετικές πρωτοβουλίες της να εξυπηρετούν και τις προσπάθειές της – εγκαινιασθείσες με κίνητρα τόσο οικονομικά, όσο και γεωπολιτικά, ήδη προ της εκδήλωσης της αφγανικής κρίσης – να επαναπροσεγγίσει τη Δύση γενικώς και ειδικότερα την ΕΕ. Ενώ οι δυτικές κυβερνήσεις, από την πλευρά τους, προσβλέπουν στην ενίσχυση του ρόλου του τουρκικού παράγοντα στα αφγανικά δρώμενα προς αντιστάθμιση της επιρροής της Ρωσίας, της Κίνας, και του Ιράν – που παρά τις πυκνούμενες σχέσεις τους με την Τουρκία, παραμένουν γεωπολιτικοί ανταγωνιστές της. Οι κοινοτικοί δε Ευρωπαίοι ειδικότερα επιζητούν επί πλέον, και ίσως πρωτίστως, τη  συνδρομή των Τούρκων για την αποτροπή ενός  αφγανικής προέλευσης προσφυγικού-μεταναστευτικού ρεύματος προς τις χώρες τους.   


ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ


Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί να ανασυνταχθεί προκειμένου να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του 21ου αιώνα. Ήδη δε διαφαίνεται ότι οι δεσμοί της με τις ΗΠΑ, τόσο μέσω ΝΑΤΟ, όσο και στο πλαίσιο άλλων πολυμερών φόρα, θα διατηρηθούν ισχυροί – με τους Ευρωπαίους εταίρους να συμπράττουν με τους Αμερικανούς για να διαμορφωθεί μια παγκόσμια οικονομική και γεωπολιτική τάξη συμβατή με τα κοινά υλικά τους συμφέροντα, και στο μέτρο του δυνατού και με τις δυτικές πολιτικές και πολιτισμικές αξίες.  Συγχρόνως όμως, είτε από κοινού, είτε συχνότερα επί εθνικής βάσης, τα κράτη-μέλη της ΕΕ αναπτύσσουν με τις δύο μεγάλες ευρωασιατικές δυνάμεις Ρωσία και Κίνα σχέσεις, οικονομικής ιδίως, συνεργασίας, που έχουν επανειλημμένως επισύρει τις αντιρρήσεις, ή και την ευθεία αντίθεση της Ουάσιγκτον, αλλά και ορισμένων ευρωενωσιακών κυβερνήσεων. Ενώ οι απόψεις και θέσεις των κοινοτικών Ευρωπαίων διαφοροποιούνται, κατά περίπτωση, από τις αμερικανικές επιλογές και σε σχέση με την ευρύτερη Μέση Ανατολή. Με τη χάραξη, ωστόσο, αξιόπιστης αυτόνομης ευρωπαϊκής πολιτικής, τόσο στον συγκεκριμένο χώρο, όσο και γενικότερα, να προσκρούει στο δομικό εμπόδιο του κανόνα της ομοφωνίας.