Tuesday, December 26, 2023

H ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΡΩΣΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ ΣΤΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Προδημοσίευση άρθρου από το τεύχος 146 των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ). 

Μεταξύ των γεωπολιτικών προεκτάσεων του Ουκρανικού ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η δυναμική ανάδυση ενός αναπαλαιωμένου ρωσικού εθνικισμού, η αντιπαράθεση του οποίου με τη Δύση και όλως ιδιαίτερα με την αμερικανική ηγετική βούληση προκαλεί μείζονες αναταράξεις και ανακατατάξεις στο παγκόσμιο διεθνοπολιτικό σύστημα.

Α’ Ο αγών περί τη ρωσική εθνική ταυτότητα

Ως γνωστόν, η ρωσική εθνική ταυτότητα έχει υπερχιλιετές βάθος και ιστορικά είναι στενά συνυφασμένη με το ισχυρό – κατά κανόνα απολυταρχικό – κράτος και την Ορθοδοξία. Επί κομμουνιστικού καθεστώτος επενδύθηκε με έναν επιφανειακό μαρξιστικό διεθνισμό. Συν τω χρόνω, όμως, οι σοβιετικοί ιθύνοντες ανασυνδέθηκαν με την αυτοκρατορική παράδοση˙ και μάλιστα, υπό την πίεση και των επικοινωνιακών αναγκών κατά τον «Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο», αποκατέστησαν σε σημαντικό βαθμό τη θέση της Εκκλησίας στον δημόσιο ρωσικό βίο.

Το προκύψαν στη μετακομμουνιστική Ρωσική Ομοσπονδία ιδεολογικό κενό επεδίωξαν να καλύψουν δύο αντιθετικές σχολές. Με τη μία να ωθεί προς την αντιγραφή των κοινωνικοπολιτικών προτύπων της νικήτριας του Ψυχρού Πολέμου Δύσης – προς έναν εκσυγχρονιστικό, δηλαδή, μιμητισμό όχι πρωτόγνωρο στην ρωσική ιστορική διαδρομή, αλλά κατά κανόνα ανεπιτυχή. [1] Και με την άλλη να ευαγγελίζεται την επικαιροποιημένη επιστροφή στη ρωσική αυτοκρατορική παράδοση. Ενώ δε αρχικά φάνηκε να επικρατεί ο δυτικόστροφος προσανατολισμός, τόσο ενδογενείς, όσο και, κυρίως ίσως, εξωγενείς παράγοντες έχουν ήδη οδηγήσει προς την ιδεολογική αναπαλαίωση. Αναλυτικότερα:

Ο επί Γέλτσιν «εκδυτικισμός» του ρωσικού κράτους και κοινωνίας ταχέως εκφυλίστηκε σε έναν άκρατο αρπακτικό καπιταλισμό γενεσιουργό εκτεταμένης διαφθοράς, ενώ παράλληλα η κεντρική κρατική εξουσία εξασθένιζε προς όφελος τοπικιστικών βλέψεων και συμφερόντων. Από την άλλη δε, οι δυτικοί ιθύνοντες, όχι μόνο αγνόησαν τις κρούσεις της Μόσχας για την ουσιαστική σύνδεση της νέας Ρωσίας με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, αλλά και επεξέτειναν τη γεωγραφική εμβέλεια των δύο αυτών οργανισμών σε επίμαχες υπό το πρίσμα των ρωσικών συμφερόντων ασφαλείας περιοχές. 

Και συνεπώς δεν πρέπει να εκπλήσσει το ότι στη ρωσική κοινή γνώμη αναπτύχθηκε ένα αίσθημα έντονης εθνικής ανασφάλειας. Στο οποίο το καθεστώς Πούτιν έδωσε κυβερνητική έκφραση συνεπή με τη ρωσική κρατική παράδοση. Αφ’ ενός, πατάσσοντας τις κεντρόφυγες τάσεις στο εσωτερικό της Ρωσικής Ομοσπονδίας – με ακραία περίπτωση την ισοπέδωση του Γρκόζνι.[2] Και, αφ’ ετέρου, επιδιώκοντας τη διαμόρφωση μιας «προστατευτικής» ζώνης ρωσικής επιρροής στο «εγγύς εξωτερικό» της. 

Β΄ Οι καθοριστικές επιπτώσεις του Ουκρανικού

Την αποφασιστική ωστόσο ώθηση στην εκθετική άνοδο του ρωσικού εθνικισμού έδωσαν η εισβολή στην Ουκρανία και τα επακόλουθά της. Καθώς, ανεξάρτητα από τα πραγματικά κίνητρα του προέδρου Πούτιν – το πιθανότερο είναι ότι διττός άμεσος στόχος του ήταν ο έλεγχος της Ουκρανίας και η αποδυνάμωση του ΝΑΤΟ –  η ισχυρή στήριξη της Δύσης προς το Κίεβο, σε συνδυασμό και με τη διατυμπανιζόμενη από δυτικούς αξιωματούχους επιδίωξη καθεστωτικής αλλαγής στη Μόσχα, πείθει όλο και περισσότερους Ρώσους ότι, πέραν της τύχης των προσαρτημένων, κατά πλειοψηφία ρωσόφωνων ουκρανικών εδαφών – της Κριμαίας και των περιοχών Ντονέτσκ, Λουχάνσκ, Χερσώνα και Ζαπορίζια –, στον διεξαγόμενο πόλεμο διακυβεύεται η επιβίωση της ίδιας της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης. Συνακόλουθα δε, οι απροσδόκητα απογοητευτικές επιδόσεις των ρωσικών δυνάμεων κατά την εναρκτήρια φάση των επιχειρήσεων, μακράν του να κλονίσουν το καθεστώς Πούτιν, λειτούργησαν ως έναυσμα για τη  στρατιωτική του ανασυγκρότηση. Με τη Ρωσία, παρά τις φοβερές απώλειές της, τόσο σε αίμα, όσο και σε υλικό, να είναι αυτή τη στιγμή στρατιωτικώς ισχυρότερη απ’ ό,τι κατά την έναρξη των εχθροπραξιών. Εις πείσμα των δυτικών οικονομικών κυρώσεων. Οι οποίες, ναι μεν δοκιμάζουν σκληρά τη οικονομία της, πλην όμως απέτυχαν να πλήξουν καθοριστικά τη στρατιωτική της ισχύ.[3] Ενώ, σύμφωνα με έναν έμπειρο αναλυτή, «ένας παρατεταμένος πόλεμος  [στην Ουκρανία]                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                        συνεπάγεται την απειλή ενός επικίνδυνου μετασχηματισμού της παγκόσμιας τάξης. Η απώλεια των φθηνών ρωσικών ενεργειακών πόρων πλήττει την γερμανική οικονομία και τροφοδοτεί την άνοδο του ισχυρότερου ακροδεξιού κόμματος της Γερμανίας, Alternative fur Deutschland. Οι δυτικές δε οικονομικές κυρώσεις οδηγούν επίσης σε αύξηση του ρωσικού εμπορίου και της στρατιωτικής συνεργασίας με την Κίνα, το Ιράν και τη Βόρειο Κορέα, οξύνοντας τις γεωστρατηγικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Αμερική».
 [4]

Από την άλλη, όμως, η ρωσική εισβολή αστόχησε και ως προς τους δύο εικαζόμενους κύριους στόχους της: αντί να εξασθενίσει το ΝΑΤΟ, είχε ως επακολούθημα τη συσπείρωση των μελών του – και μάλιστα και τη διεύρυνσή του με την ένταξη της Φινλανδίας και κατά πάσαν πιθανότητα  και της Σουηδίας˙ και, όχι μόνο δεν δορυφοροποίησε την Ουκρανία, αλλά συνέτεινε στην άνδρωση του ουκρανικού εθνικού αισθήματος και στην ανάδειξη του Κιέβου σε υπολογίσιμη πολιτικοστρατιωτική δύναμη, η οποία, όπως όλα δείχνουν, θα διαδραματίζει εφεξής ουσιαστικό ρόλο στα ευρωπαϊκά πράγματα.

Το πιθανότερο δε είναι ότι, υπό τις δεδομένες συνθήκες, ο πρόεδρος Πούτιν περιορίζει τις βλέψεις του στη διατήρηση του κύριου όγκου των υπό κατάληψη ουκρανικών εδαφών. Και ότι για να το επιτύχει υπολογίζει στην κάμψη της συμπαράστασης των Δυτικών προς το Κίεβο. Καθώς στους κόλπους και των δύο αμερικανικών κομμάτων εξουσίας και αρκετών Ευρωπαίων συμμάχων εκδηλώνονται ήδη ζωηρές επιφυλάξεις ακόμη και ως προς τη  διατήρηση στα σημερινά επίπεδα – πόσω μάλλον ως προς την αύξηση – της παρεχόμενης στους Ουκρανούς στρατιωτικής αρωγής. Με τις αντιδράσεις μάλιστα αυτές να εντείνονται στον βαθμό που η προσοχή της Δύσης απορροφάται από το Παλαιστινιακό.[5]

Κατά τα λοιπά, παράλληλα με την ανάταξη των στρατιωτικών της δυνάμεων, η ρωσική ηγεσία ενισχύει και το εσωτερικό της μέτωπο. Αναβαθμίζοντας τον πολιτικό ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. [6] Και καλλιεργώντας,  μεταξύ άλλων μέσω της παιδείας, μια εξιδανικευμένη εικόνα της ρωσικής ιστορίας, της κομμουνιστικής της φάσης συμπεριλαμβανομένης – σε αντιδιαστολή προς την υποτίθεται κακόβουλη Δύση.[7] Στο κλίμα δε αυτό αποκτούν αύξουσα επικοινωνιακή, αλλά και πολιτική επιρροή ακραία αντιδυτικά στοιχεία – όπως ο γνωστός θεωρητικός του «ευρασιανισμού», ιστορικός και φιλόσοφος Αλεξάντερ Ντούγκιν. Τα οποία λειτουργούν, κυρίως ως προπαγανδιστές, αλλά και ως ιδεολογικοί καθοδηγητές των ασκούντων την εξουσία – σε περιορισμένο πάντως βαθμό, καθώς ο Ρώσος πρόεδρος, παρά τα στρατηγικά του ολισθήματα, ήταν και παραμένει «ορθολογικός γεωπολιτικός παίκτης».[8]

Γ’ Προς αναδιάταξη του παγκόσμιου γεωπολιτικού χάρτη;

Μολονότι, όμως, οι Ρώσοι ιθύνοντες βλέπουν πλέον τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τον κύριο – και θανάσιμο – αντίπαλό τους, η Ουάσιγκτον αποφεύγει επιμελώς την άμεση εμπλοκή της στις εχθροπραξίες˙ αντιλαμβανόμενη μεταξύ άλλων τον κίνδυνο μια παγιδευμένη ρωσική ηγεσία να προσφύγει εν απογνώσει στο, ισότιμο του αμερικανικού, πυρηνικό της οπλοστάσιο. Και, όπως όλα πείθουν, επιλέγει να καταβάλει τους Ρώσους με έναν πόλεμο φθοράς διεξαγόμενο μέσω των Ουκρανών. Προς αντιμετώπιση δε της αμερικανικής υπερδύναμης, η Μόσχα αναζητεί όλο και περισσότερο διεθνή ερείσματα, παραβλέποντας – έστω και περιστασιακά – τις όποιες αντιθέσεις. Με τις σχετικές μάλιστα προσπάθειές της να μην περιορίζονται πλέον στον ορίζοντα του Ουκρανικού, αλλά να αποσκοπούν στην αποκαθήλωση των ΗΠΑ από τη δεσπόζουσα διεθνή θέση τους – ήτοι στην ανατροπή των υφιστάμενων συσχετισμών σε παγκόσμια κλίμακα.

Ενδιαφέρουσα δε υπό το πρίσμα αυτό είναι η ρωσική στάση έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενώ δηλαδή ορισμένες κοινοτικές χώρες, μερικές μάλιστα ιδιαίτερου εκτοπίσματος, παρά τη στήριξη που παρέχουν στο Κίεβο διαφοροποιούνται επί το διαλλακτικότερο από την Ουάσιγκτον ως προς τις σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία, η ρωσική ηγεσία, ναι μεν επιχειρεί να εκμεταλλευθεί τις διαφοροποιήσεις αυτές στον δυτικό χώρο, πλην όμως αποφεύγει να προσδώσει στις επαφές της με τους κοινοτικούς Ευρωπαίους ιδιαίτερο διεθνοπολιτικό βάρος. Η αμφίσημη δε αυτή τακτική της – την οποία κατέστησε εμφανή και η σχεδόν απαξιωτική αντιμετώπιση των διαμεσολαβητικών προσπαθειών του Γάλλου προέδρου από τον Ρώσο ομόλογό του κατά την έναρξη της ρωσικής εισβολής – αντανακλά, πιθανότατα, την λόγω γεωπολιτικών, οικονομικών, αλλά και εσωτερικών πολιτικών σκοπιμοτήτων, ανομολόγητη πλην εδραία εναντίωση της Μόσχας προς αυτό τούτο το ευρωενωσιακό εγχείρημα. 

Το κυριότερο, ωστόσο, γεωπολιτικό συνεπακόλουθο της κλιμακούμενης ρωσο-αμερικανικής αντιπαράθεσης είναι η προϊούσα προσέγγιση της Ρωσίας με την Κίνα. Τούτο δε παρά τις προϋπάρχουσες, αλλά και πάντοτε υποβόσκουσες διαφορές – εδαφικές, οικονομικές και γενικότερα περί την άσκηση επιρροής – μεταξύ των δύο γιγάντων κατά μήκος των εκτεταμένων συνόρων τους και όχι μόνον.[9] Με το Πεκίνο να παρέχει στη Μόσχα διπλωματική, εμπορική και τεχνολογική στήριξη, περιλαμβανομένου στρατιωτικού ενδιαφέροντος υλικού – αλλά και να καθίσταται ο ιθύνων εταίρος του σινο-ρωσικού διπόλου, στο μέτρο που η Ρωσία δοκιμάζεται από την ουκρανική της περιπέτεια.

Παραλλήλως δε, και εν μέρει σε συνάρτηση με τη σινορωσική αυτή συμπαράταξη, η Μόσχα, αναπτύσσει ένα παγκόσμιας εμβέλειας δίκτυο επαφών. Αξιοποιώντας, μεταξύ άλλων, την ανάδυση στο υπό διαμόρφωση νέο γεωπολιτικό τοπίο πλειόνων σημαντικών περιφερειακών κέντρων ισχύος, τα οποία, παρά τους προβληματισμούς που τους προκαλεί η παραβίαση από τη Ρωσία της ουκρανικής εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας, είναι απρόθυμα να συμπράξουν στην επιδιωκόμενη από τους Δυτικούς απομόνωσή της.[10] Με ενδεικτική εν προκειμένω την αντίθεση πλειόνων εκ των περιφερειακών αυτών δυνάμεων, περιλαμβανομένων της Ινδίας, της Βραζιλίας, της Νότιας Αφρικής και της Ινδονησίας, στην και τελικώς ματαιωθείσα δυτική επιδίωξη να συμπεριληφθεί στο ανακοινωθέν της εφετινής συνόδου των G20 καταδίκη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.[11] Ενώ στην προαγωγή αντιαμερικανικών συσπειρώσεων αποσκοπούν, τόσο η σύσφιγξη των ρωσο-ιρανικών σχέσεων – με αρνητικές, κατά τα άλλα, επιπτώσεις στις ρωσο-ισραηλινές – , [12] όσο και η συμμετοχή της Μόσχας στους BRICS. Ένα διεθνές σχήμα, στους κόλπους του οποίου η Ρωσία δραστηριοποιείται από κοινού με την Κίνα, την Βραζιλία, την Ινδία και τη Νότιο Αφρική – και στο οποίο αναμένεται να ενταχθούν και η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβική Εμιράτα.  

Δ΄ Ρωσοτουρκικές ασκήσεις ισορροπίας

Ιδιαίτερης, τέλος, μνείας αναφορικά με τους ρωσικούς αυτούς διεθνοπολιτικούς προσανατολισμούς χρήζουν οι σχέσεις της Ρωσίας με την Τουρκία. Κύριο χαρακτηριστικό των οποίων είναι ο εκατέρωθεν ωμός ρεαλισμός.[13] Ενώ δηλαδή σημαντικά και εν μέρει διαχρονικά γεωπολιτικά, οικονομικά και ιδεολογικά συμφέροντα των δύο χωρών δεν παύουν να συγκρούονται στην Κεντρική Ασία, στην Υπερκαυκασία, στον Εύξεινο Πόντο, και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, η κοινή, αν και με διαφορετικό σκεπτικό – ευθέως εχθρικό από ρωσικής πλευράς, στενά συναλλακτικό από τουρκικής – αμφισβήτηση της αμερικανοκρατούμενης τάξης πραγμάτων αποτρέπει μείζονες μεταξύ τους ρήξεις και διευκολύνει συγκλήσεις και συμπράξεις.[14] Στη Συρία, επί παραδείγματι, η Άγκυρα και η Μόσχα, παρά τις αντιθετικές τοποθετήσεις τους έναντι του καθεστώτος Ασάντ, έχουν διαπραγματευθεί διευθετήσεις αποτρέπουσες μεταξύ τους συγκρούσεις – αν όχι πάντοτε και εντάσεις. Μετά δε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Τουρκία: αρνήθηκε να συμμετάσχει στις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας˙ ευνόησε εμμέσως τα ρωσικά στρατηγικά συμφέροντα στον Εύξεινο Πόντο, κλείνοντας, δυνάμει των διατάξεων της Συνθήκης του Μοντρέ, τα Στενά˙ και υπερδιπλασίασε τις εμπορικές ανταλλαγές της με τη Μόσχα. Συγχρόνως, όμως, χαρακτήρισε τη ρωσική εισβολή «παράνομη», υπερψηφίζοντας και τη σχετική καταδικαστική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ˙ ετάχθη υπέρ της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ˙ [15] και προώθησε τις ρωσο-ουκρανικές εμπορικές σχέσεις, περιλαμβανομένης της πώλησης στους Ουκρανούς τουρκικής παραγωγής στρατιωτικού υλικού. Κατά τα λοιπά δε, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της διεθνούς εικόνας της, έχει μεσολαβήσει για την εξαγωγή ουκρανικού σίτου και προσφέρει τις καλές της υπηρεσίες για την επίτευξη συμφωνίας ειρήνευσης στην Ουκρανία. [16]

Ευκαιριακή, τέλος, ρωσο-τουρκική σύγκλιση σημειώνεται και υπό την ώθηση  του Παλαιστινιακού. Ως προς το οποίο, με σαφώς διαφορετικά εκατέρωθεν διεθνοπολιτικά και ιδεολογικά κίνητρα και σκεπτικό, τόσο οι Ρώσοι, όσο και οι Τούρκοι, υιοθετούν θέσεις επικριτικές του Ισραήλ και ευνοϊκές προς τη Χαμάς. [17] Και ο μεν πρόεδρος Πούτιν επωφελείται της κρίσης για να καταγγείλει τους χειρισμούς και να πλήξει το κύρος της Ουάσιγκτον, επιδιώκοντας έτσι να κερδίσει πόντους και στην ευρύτερη μάχη για τη ρυμούλκηση του «παγκόσμιου νότου». Ο δε Τούρκος πρόεδρος δράττεται της ευκαιρίας για να αυτοπροβληθεί άπαξ έτι ως προστάτης του ισλαμικού κόσμου˙ αποστέλλοντας, μεταξύ άλλων, ανθρωπιστική βοήθεια στην Γκάζα, και εξαγγέλλοντας ειρηνευτικές προτάσεις  ευνοούσες την παλαιστινιακή πλευρά.[18]

Συμπερασματικώς

Η δυναμική ρωσική παρέμβαση στα διεθνή δρώμενα, με αιχμή του δόρατος την εισβολή στην Ουκρανία και τη συνακόλουθη αμφισβήτηση της παγκόσμιας αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας, θέτει τους Δυτικούς προ του κρίσιμου διλήμματος, είτε να αντιμετωπίσουν τη Ρωσία ως μη αναστρέψιμη μείζονα απειλή, είτε να αναζητήσουν έδαφος προσέγγισης και ειρηνικής με αυτήν συνύπαρξης.

Σημειωτέον ότι τη δεύτερη επιλογή ευνοεί και το διαφαινόμενο αδιέξοδο στο ρωσο-ουκρανικό πολεμικό μέτωπο.[19] Με τις εκεί επιχειρήσεις να οδηγούν, σύμφωνα με έγκυρες εκτιμήσεις, στη ντε φάκτο παγίωση της διαμορφούμενης στο πεδίο της μάχης διαχωριστικής γραμμής. Και συνακόλουθα να διευκολύνεται η, με περιορισμένες ενδεχομένως τροποποιήσεις του υφιστάμενου εδαφικού ισοζυγίου, επίτευξη μακροχρόνιας ανακωχής. (Υπό τις επικρατούσες στο Κίεβο και στη Μόσχα αντιλήψεις, η σύναψη συνθήκης ειρήνης στο ορατό μέλλον φαντάζει, αντιθέτως, μάλλον ουτοπική.)[20]

Από την άλλη, ανένδοτος αγώνας κατά της Ρωσίας με αντικειμενικό σκοπό την καθεστωτική αλλαγή και τη γεωπολιτική αποδυνάμωση του ρωσικού παράγοντα συνεπάγεται οφθαλμοφανείς κινδύνους για τα καλώς νοούμενα δυτικά συμφέροντα. Ο κ. Πούτιν έχει προαναγγείλει την υποψηφιότητά του για την προεδρία κατά τις εκλογές της 17ης του προσεχούς Μαρτίου, πάσης δε απόχρωσης σοβαροί διεθνείς παρατηρητές προεξοφλούν την επικράτησή του, με προοπτική να παραμείνει επί μια πρόσθετη εξαετία στο πηδάλιο της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ενώ, στη λίαν απίθανη περίπτωση βίαιης ανατροπής του, το πιθανότερο θα ήταν η διάδοχος ηγεσία να αποδειχθεί ακόμη πιο αδιάλλακτη. Και συνεπώς οι Δυτικοί έχουν συμφέρον να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με τους σήμερα κρατούντες – και όχι να προσβλέπουν σε ένα αυριανό φαντασιακό ρωσικό καθεστώς δικών τους προδιαγραφών.[21] Η παταγώδης άλλωστε αποτυχία των πειραμάτων επιβολής εκδυτικισμού σε χώρες ασυγκρίτως ασθενέστερες της Ρωσίας οφείλει να φρονηματίσει. 

Το κυριότερο όμως επιχείρημα υπέρ της βαθμιαίας προσέγγισης της Δύσης με τη Ρωσική Ομοσπονδία είναι το ήδη επισημανθέν ανωτέρω ορατό ενδεχόμενο η Μόσχα να μετατραπεί συν τω χρόνω σε δορυφόρο του Πεκίνου˙ ήτοι του κύριου – και μόνου, εν δυνάμει, ισοσθενούς – αμφισβητία της «δυτικής τάξης πραγμάτων».[22]  Με την αποτροπή του κινδύνου αυτού να ανταποκρίνεται στο συμφέρον και των ίδιων των Ρώσων.


[1]  Για μια συνοπτική αναφορά στις διαχρονικές προσπάθειες δυτικόστροφου «εκσυγχρονισμού» της Ρωσίας, βλ. James Pearce, Russia's Long Tragic History of Missed Opportunities, The Moscow Times, 18-11-2023.

 

[2] Για το ρωσικό «μειονοτικό» πρόβλημα, βλ. Joshua R. Kroeker, Rising Ethnic Tensions Won’t Tear Russia Apart, The Mocow Times, 20-09-2023.

[3]  Russia ramps up output of some military hardware by more than tenfold-state company, Reuters, 19-09-2023˙ Russia Overcomes Sanctions to Expand Missile Production, New York Times, 13-09-2023˙ και Patricia Cohen, Russia’s Economy Is Increasingly Structured Around Its War in Ukraine, New York Times, 09-10-2023.

[4] George Beebe, Right versus right in Ukraine, Responsible Statecraft, 02-10-2023, https://responsiblestatecraft.org/us-ukraine-war-russia/ Για μια ευρύτερη θεώρηση των ρωσικών αντοχών, βλ. Robert English, Bad history makes for bad policy on Ukraine. To contend with Russia the West needs a deeper understanding of its military past, and world view, Responsible Statecraft, 24-11-2023, https://responsiblestatecraft.org/russia-military-history-ukraine/

[5] Hanna Notte, Putin Is Getting What He Wants, The New York Times, 26-10-2023˙ Ross Douthat, The Israel-Gaza War Means Hard Choices for Ukraine, The New York Times, 14-10-2023˙ και Nikita Smagin, The Gaza War Has Convinced Russia It Was Right All Along, Carnegie Politika, 07-12-2023.

[6] Andrew Osborn, Putin praises Russian Orthodox Church for backing troops in Ukraine, Reuters, 07-01-2023.

[7] Jade McGlynn, Russia’s History Textbook Rewrite Is a Bid to Control the Future, Moscow Times, 01-08- 2023.

[8] Jane Burbank, The Grand Theory Driving Putin to War, New York Times, 22-03-2022˙ και Jaweed Kaleem, A Russian empire ‘from Dublin to Vladivostok’? The roots of Putin’s ultranationalism, Los Angeles Times, 28-03-2022. Βλ. επίσης παλαιότερο άρθρο του προέδρου Πούτιν, ”On the Historical Unity of Russians and Ukrainians“, President of Russia, 12-07-2021, http://en.kremlin.ru/events/president/news/66181

 

[9]Samuel Ramani, Russia and China Don’t See Eye to Eye in the Middle East and Africa, World Politics Review, 03-1-2023. Όπου μεταξύ άλλων διαπιστώνεται ότι «[μ]ολονότι  Ρωσία και Κίνα τάσσονται υπέρ της δημιουργίας μιας πολυπολικής παγκόσμιας τάξης…η πραγματική συνεργασία τους επί του πεδίου υπολείπεται κατά πολύ, ιδίως στην Μέση Ανατολή και την Αφρική», μεταξύ άλλων λόγω «των φόβων της Ρωσίας για το διευρυνόμενο  αποτύπωμα  της Κίνας στην παγκόσμια διπλωματία». World Politics Review, 03-10-2023, https://www.worldpoliticsreview.com/china-russia-relations-africa/?loggedin=1 . Επίσης, Michael Khodarkovsky, Putin Rewrites History to Justify His Dependence on China, Wall Street Journal, 24-11-203˙ Γ. Ε. Σέκερης, Η Αφύπνιση του Κινεζικού Γίγαντα, § Η σινο-ρωσική λυκοφιλία, Εθνικές Επάλξεις, Απρίλιος-Ιούνιος 2023˙ και Robert Wihtol, China and Russia: Best Friends or Wary Partners?, The National Interest, 24-11-2023.

[10] Για μια – καυστική – προσέγγιση της προσπάθειας του προέδρου Πούτιν να «παγκοσμιοποιήσει» τον πόλεμο στην Ουκρανία, όπου όμως επισημαίνεται ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και άλλες χώρες υποστηρίζουσες την Ουκρανία, πρέπει να αποφύγουν ευσεβείς πόθους περί χρονικής παρακμής της Ρωσίας», βλ. Michael Kimmage and Hanna Notte, How Russia Globalized the War in Ukraine, Foreign Affairs, 01-09-2023.

[11] G-20 Softens Language on Ukraine War in Declaration, The Wall Street Journal, 10-09-2023˙ και G20 New Delhi Leaders’ Declaration, https://www.mea.gov.in/Images/CPV/G20-New-Delhi-Leaders-Declaration.pdf

[12]Alan Cullison, Hamas Attack Ends a Delicate Entente Between Russia and Israel, Chaos in Gaza spells relief for Moscow as U.S. focus shifts from Ukraine to supplying Israel, The Wall Street Journal, 15-10-2023.

[13] Για μια αμερικανική προσέγγιση των ρωσο-τουρκικών σχέσεων, βλ. Asli Aydintasbas και Jeremy Shapiro, Erdogan’s Post-Western Turkey, Foreign Affairs, 11-08-2023˙ για μια ρωσική, Pavel V. Shlykov, The State of Strategic Hedging: Turkey’s Foreign Policy and Relations with Russia, RUSSIA IN GLOBAL AFFAIRS, 01-07-2023, No. 3 2023 July/September. https://eng.globalaffairs.ru/articles/the-state-of-strategic-hedging/

[14] Ο P. V. Shlykov – βλ. υποσημ. 13 – αποδίδει μερικώς την εν προκειμένω τουρκική στάση στην «άνευ όρων στήριξη» που ο πρόεδρος Πούτιν παρέσχε στον Τούρκο ομόλογό του έναντι των Γκιουλενιστών, τόσο κατά το αποτυχόν πραξικόπημα του Ιουλίου 2015, όσο και εν συνεχεία.

[15] Russia-Ukraine War. Erdogan Expresses Support for Ukraine’s NATO Bid, The New York Times, 07-07-2023.

[16] Ezgi Akin, Turkey’s Erdogan calls Putin, Zelenskyy, offers mediation in Ukraine dam crisis, Al-Monitor, 07-06-2023.

[17] Βλ. Ruslan Suleymanov, War in the Middle East Is Boosting Russia-Turkey Ties, Carnegie Politika, https://carnegieendowment.org/politika/91020

[18] Για μια συνολική παρουσίαση της τουρκικής τοποθέτησης επί του Παλαιστινιακού, βλ. Sinem Adar, Turkey’s Response to the War in Gaza, War On The Rocks, 01-11-2023, https://warontherocks.com/2023/11/turkeys-response-to-the-war-in-gaza/?__s=rdza7s3yrl4uorldpcvr

[19] Ukraine War Slips Toward Violent Stalemate. Ukrainian and Russian offensives are struggling for a major breakthrough against strong defensive lines, Wall Street Journal, 12-11-2023. Επίσης, Ukraine’s commander-in-chief on the breakthrough he needs to beat Russia: General Valery Zaluzhny admits the war is at a stalemate, The Economist, 01-22-2023.

[20] Για μια διορατική αποτίμηση του ουκρανικού αδιεξόδου και των δυτικών επιλογών, βλ. Anatol Lieven, Biden's role in Ukraine peace is clear now, Responsible Statecraft, 29-11-2023.

[21] Για την αντιμετώπιση από τη ρωσική λαϊκή βάση του πουτινικού καθεστώτος και του πολέμου στην Ουκρανία, βλ. Denis Volkov και Andrei Kolesnikov, Alternate Reality: How Russian Society Learned to Stop Worrying About the War, Carnegie Endowment for International Peace, 28-11-2023.

 

[22] Μολονότι η πιο πρόσφατη έκδοση της αμερικανικής «Εθνικής Στρατηγικής Ασφάλειας», η του 2022, χαρακτηρίζει τη ΛΔΚ ως «τη σημαντικότερη γεωπολιτική πρόκληση που αντιμετωπίζει η  Αμερική»,  η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να διατηρεί έναντι του Πεκίνου σημαντικότατο και πιθανώς καθοριστικό προβάδισμα ως προς την συνολική εθνική ισχύ. Βλ. Stephen G. Brooks και William C. Wohlforth, The Myth of Multipolarity. American Power’s Staying Power, Foreign Affairs, Μάιος-Ιούνιος 2023.