Sunday, December 11, 2016

ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ: ΕΘΝΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ


Την ίδια στιγμή που η ελληνική κοινωνία αναζητεί διέξοδο από το τέλμα στο οποίο με επιταχυνόμενους ρυθμούς βυθίζεται, τα πολιτικά μας κόμματα επιδίδονται σε ιδεολογικές έριδες άσχετες, τόσο με την αγωνιώδη αυτή  αναζήτηση, όσο και με τη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα γενικότερα.
Εν πρώτοις, η διαιωνιζόμενη επικοινωνιακή αντιπαράθεση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς στερείται σήμερα αντικειμενικού αντικρίσματος. Προϊόν της Γαλλικής Επανάστασης, κατέγραφε αρχικά τη σύγκρουση των δυνάμεων της κοινωνικοπολιτικής συντήρησης με εκείνες της ανατροπής. Μετά δε την Οκτωβριανή Επανάσταση χρησιμοποιήθηκε ως ισοδύναμο του διπόλου κομμουνισμός-αντικομμουνισμός. Αφότου όμως το σοβιετικό καθεστώς και η ιδεολογική του ατζέντα περιήλθαν στα αζήτητα της ιστορίας, η διάκριση αυτή απώλεσε το ουσιαστικό της περιεχόμενο. Ενώ η έκτοτε επιχειρούμενη σε επικοινωνιακό επίπεδο ταύτιση της Δεξιάς με τον πατριωτισμό και της Αριστεράς με την κοινωνική ευαισθησία προσκρούει στα ίδια τα πράγματα. Καθώς, ουκ ολίγα «αριστερά» καθεστώτα και πολιτικά κόμματα επιδίδονται σε ένα θορυβώδη εθνικισμό· και οι αντίστοιχες «δεξιές» δυνάμεις προτάσσουν κατά κανόνα ένα  εντόνως κοινωνικό πρόσωπο.
Εξ ίσου δε ανεδαφικές είναι η κατάταξη πολιτικών καθεστώτων και φορέων με κριτήριο τις κεκηρυγμένες ή εικαζόμενες οικονομικές τους ιδεοληψίες και οι  συναφείς κομματικές διαμάχες. Στο υπό διαμόρφωση παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, δόγματα όπως ο οικονομικός φιλελευθερισμός, ο νεοφιλελευθερισμός, η σοσιαλδημοκρατία, ή οι διάφορες εκδοχές του σοσιαλισμού αδυνατούν να παράσχουν ολοκληρωμένες λύσεις στα πιεστικά και πολύπλοκα προβλήματα των λαών. Και συνακόλουθα, ενώ εξακολουθούν να προσφέρονται ως ιδεολογικά πολεμοφόδια στον αγώνα πολιτικής επικράτησης, υποκαθίστανται στην πράξη από την εμπειρική, επιλεκτική αξιοποίηση ολόκληρου του φάσματος των διαθέσιμων οικονομικών εργαλείων, σε συνάρτηση με τις ιδιάζουσες τοπικές ή και περιφερειακές συνθήκες. Όπως μαρτυρεί, επί παραδείγματι, η κινεζική ή η ρωσική εκδοχή του καπιταλισμού. Αλλά και η οικονομική πρακτική των «σοσιαλιστικής» ταυτότητας κυβερνήσεων της Γαλλίας ή της Ιταλίας - δυσδιάκριτη από εκείνη των «φιλελεύθερου» προσήμου κοινοτικών εταίρων· και αντιστρόφως. 
Κατά τα λοιπά,  γίνεται όλο και περισσότερο προφανές, ότι την εποχή μας σφραγίζουν δύο κυρίως φαινόμενα: Εν πρώτοις, η εισβολή των θρησκευτικών δοξασιών και παθών στον πολιτικό στίβο - κατά κύριο λόγο, αλλά ασφαλώς όχι αποκλειστικά, στον πολυάνθρωπο και γεωπολιτικά και γεωοικονομικά μείζονος σημασίας κόσμο του Ισλάμ· με επακόλουθο την αύξηση και όξυνση των εσωτερικών και διεθνών εντάσεων και συγκρούσεων και, ειδικότερα, την ιδιαίτερα ανησυχητική έξαρση της τρομοκρατίας. Και, κατά δεύτερο λόγο και σε πολύ ευρύτερη γεωγραφική κλίμακα, η αναζωπύρωση, ή κατά περίπτωση ανάδυση νέων, εθνοκρατικών ταυτοτήτων και πεποιθήσεων. Με τον εθνοκεντρισμό να εκδηλώνεται, όχι μόνο εκτός Ευρώπης, αλλά και στους κόλπους της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η οποία, αντί της Συμπολιτείας των αρχικών μεταπολεμικών οραμάτων, έχει μετεξελιχθεί σε μια, πρωτόγνωρα προωθημένη πράγματι, πλην όμως σαφώς διακρατική, σύμπραξη· η συμμετοχή στην οποία, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, σταθμίζεται από τα ενδιαφερόμενα κράτη με καθοριστικό γνώμονα τα εθνικά τους συμφέροντα.
***
Δεδομένων των διεθνών αυτών διεργασιών και των προκλήσεων που συνεπάγονται για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό, οι «ταγοί» μας καλούνται να σοβαρευθούν: να θέσουν τέρμα στις διχαστικές ψευδοϊδεολογικές σκιαμαχίες τους· και να επικεντρωθούν στην κατάστρωση ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής, με μοναδικό γνώμονα τον εθνικό ρεαλισμό. Ήτοι, την, υπό το φως των εκάστοτε εσωτερικών και εξωτερικών πραγματικοτήτων, υιοθέτηση των προσφορότερων επιλογών για την προάσπιση και προαγωγή των συμφερόντων του ελληνικού έθνους και κράτους.
Ενδεικτικώς:
·      Η στρατιωτική μας επάρκεια για την αποτροπή των διαφαινόμενων εξωτερικών απειλών και η διατήρηση της δημόσιας τάξης με την άτεγκτη εφαρμογή του νόμου προς όλες ανεξαιρέτως τις κατευθύνσεις αποτελούν θεμέλια της ύπαρξής μας ως ανεξάρτητης και ευνομούμενης πολιτείας. Και συνεπώς η κατά τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο εξασφάλισή τους συνιστά στοιχειώδες καθήκον των εκάστοτε κυβερνώντων, ασχέτως των όποιων «ιδεολογικών» προσήμων τους.
·      Πολιτιστικές αξίες, εθνική ασφάλεια, και οικονομικές σκοπιμότητες έχουν σταθερά και διαχρονικά τοποθετήσει την Ελλάδα στον Δυτικό χώρο. Κατά τα άλλα, οι χειρισμοί των σχέσεών μας με τις Δυτικές δυνάμεις και στους κόλπους των Δυτικών οργανισμών – είτε πρόκειται για το ΝΑΤΟ, είτε για την ΕΕ - πρέπει να διέπονται από τη, χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις, ρεαλιστική αποτίμηση των εκάστοτε εθνικών διακυβευμάτων. Οι ιθύνοντές μας καλούνται να μεριμνήσουν για το μέλλον του Ελληνισμού· οι τύχες του Δυτικού Συστήματος και των συνιστωσών του εκφεύγουν της ουσιαστικής επιρροής τους.
·      Αφετηρία για την έξοδο από την παρούσα βασανιστική οικονομική κρίση πρέπει να είναι η συναίσθηση των δικών μας διαχρονικών ευθυνών. Η χρησιμοποίηση τρίτων ως αποδιοπομπαίων τράγων είναι αποπροσανατολιστική. Πηδαλιούχοι της ελληνικής οικονομίας είμαστε εμείς οι ίδιοι· οφείλουμε δε να λαμβάνουμε τα εκάστοτε επιβαλλόμενα μέτρα με κριτήριο την τεχνοκρατική τους καταλληλόλητα και απόδοση, και όχι δογματικές ιδεοληψίες ή μικροκομματικές επικοινωνιακές σκοπιμότητες.
·      Το βαθύτατα νοσούν εκπαιδευτικό μας σύστημα πρέπει να αναμορφωθεί έτσι ώστε να συμβάλλει αποτελεσματικά, τόσο στον εμπλουτισμό των γνώσεων και την επαγγελματική προετοιμασία των εκπαιδευομένων, όσο και στην κοινωνική υπευθυνότητα και το εθνικό τους φρόνημα – και άρα και στη διαφύλαξη της εθνικής μας ταυτότητας. Ενώ στο ψευδοδίλημμα δημόσια ή ιδιωτική παιδεία, ο εθνικός ρεαλισμός αντιτείνει: παιδεία ποιοτική, παρεχόμενη από ευρύ φάσμα φορέων, αλλά υπό κρατικό έλεγχο.
***
Τη διαμόρφωση και υλοποίηση μιας ολοκληρωμένης, ρεαλιστικής εθνικής στρατηγικής μόνο μια ισχυρή εκτελεστική εξουσία με θεσμικά κατοχυρωμένο χρονικό ορίζοντα μπορεί να φέρει εις πέρας. Η κυβερνητική όμως αστάθεια που νομοτελειακά εκτρέφει το πολιτειακό και κομματικό μας σύστημα καθιστά το προαπαιτούμενο αυτό ανέφικτο.
Ενώ τα περί από κοινού, από κυβέρνηση και αντιπολίτευση, χάραξης των στρατηγικών αξόνων της χώρας είναι εξωπραγματικά. Με τη σχετική ευθύνη να βαρύνει αποκλειστικά τους εκάστοτε κυβερνώντες. Η ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών μεταξύ των τελευταίων αυτών και των εκτός κυβέρνησης πολιτικών δυνάμεων είναι ασφαλώς λίαν επιθυμητή. Ωστόσο, προς τούτο προσφέρονται ήδη η Βουλή και οι αρμόδιες επιτροπές της. Οι οποίες όμως έχουν δυστυχώς εκφυλισθεί σε χώρο αδιέξοδων κοκορομαχιών. Και, κατά τα άλλα, δεν πρέπει να συγχέονται – όπως συχνά συμβαίνει στον δημόσιο διάλογο - με τον υφιστάμενο σε πολλά σοβαρά κράτη θεσμό του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (ή προσφυέστερα, ίσως, Εθνικής Στρατηγικής): ενός συμβουλευτικού, συντονιστικού οργάνου υπό τον αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας - πρόεδρο της δημοκρατίας ή πρωθυπουργό.