Saturday, December 26, 2020

ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ΑΓΚΥΡΑ-ΟΥAΣΙΓΚΤΟΝ-ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ

Προδημοσίευση άρθρου από το τεύχος 134 των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ). 

Για τεχνικούς λόγους, δεν συμπεριλαμβάνονται οι παραπομπές 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι αμερικανικές εκλογές, οι ευρωενωσιακές διεργασίες και η ρωσική και κινεζική πολιτική σε συνδυασμό με τους νέους προσανατολισμούς της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας διαμορφώνουν ένα διεθνοπολιτικό κλίμα με κρίσιμες επιπτώσεις στο γεωπολιτικό τρίγωνο Άγκυρα-Ουάσιγκτον-Βρυξέλλες – και συνακόλουθα και στα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.

A. ΟΙ ΝΕΟΙ ΤΟΥΡΚΙΚΟΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ

Καθοριστικό γνώρισμα της διακυβέρνησης Ερντογάν είναι η αποφασιστική προώθηση της εγκαινιασθείσης επί Τουργκούτ Οζάλ και Νετσμεττίν Ερμπακάν αναβάθμισης του πολιτικού Ισλάμ. Πρόκειται για μια καθεστωτική μετάλλαξη αντικατροπτίζουσα τη  συνεχιζόμενη προσκόλληση ευρέων τουρκικών λαϊκών στρωμάτων στις θρησκευτικές τους παραδόσεις. Με επακόλουθο η δυτικότροπη κεμαλική επανάσταση, χάρις στην οποία το παρωχημένο και απαξιωμένο οθωμανικό σχήμα μεταλλάχθηκε σε κοσμικό εθνικό κράτος, να βρίσκεται σε δυσαρμονία με το πολιτικό αίσθημα μεγάλου μέρους, ενδεχομένως της πλειοψηφίας, του τουρκικού εκλογικού σώματος. Και υπό το πρίσμα αυτό, η ερντογανική επανάσταση – διότι περί αυτού ουσιαστικώς πρόκειται – εμφανίζεται ως  ένα εγχείρημα συγκερασμού της κεμαλικής και της ισλαμικής συνιστώσας της τουρκικής κρατικής ταυτότητας σε ένα πολιτικο-ιδεολογικό κράμα που συχνά περιγράφεται ως νέο-οθωμανισμός. Στο πλαίσιο του οποίου, ο πρόεδρος Ερντογάν δεν διστάζει να συμπράξει και με ακραία στοιχεία του εθνικιστικού χώρου, όπως το υπό τον Ντεβλέτ Μπαχτσελί Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος ( MÇP) .

Στο μεταλλαγμένο δε αυτό κυβερνητικό κλίμα, ενώ οι διεθνοπολιτικές βλέψεις του κεμαλικού κατεστημένου – μεταξύ άλλων, και έναντι της Ελλάδας και του κυπριακού ελληνισμού – διατηρούνται ή και επαυξάνονται, επιδιώκεται επί πλέον η ανάδειξη της Τουρκίας σε ηγέτιδα δύναμη στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο με την έμπρακτη υιοθέτηση του οραματικού στόχου του προδρόμου, τρόπον τινά, του νέο-οθωμανισμού Οζάλ να τεθούν υπό τουρκική προστασία-κηδεμονία οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί, και κατ’ εξοχήν οι τουρκόφωνοι, «από την Αδριατική μέχρι το Σινικό Τείχος».  Πρωτίστως οι ανήκοντες, όπως και οι ίδιοι οι Τούρκοι, στον σουνιτικό κλάδο του Ισλάμ, αλλ’ όχι μόνο˙ με την Άγκυρα να αυτοπροβάλλεται ως συμπαραστάτης, τόσο των σουνιτών του Κασμίρ,  της Βοσνίας, και της Λιβύης, και των επίσης πλειοψηφικά σουνιτών Παλαιστινίων, όσο και των τουρκόφωνων σιιτών του Αζερμπαϊτζάν.  Οι φιλόδοξοι δε προσανατολισμοί αυτοί επηρεάζουν αποφασιστικά, όχι μόνο τις περιφερειακές, αλλά και τις ευρύτερες διεθνείς σχέσεις της Τουρκίας.   

Σε μεσανατολικό επίπεδο, ο τουρκικός ηγεμονισμός:

  • Έχει προσκρούσει σε δύο δυνάμεις ωσαύτως τρέφουσες ηγετικές φιλοδοξίες στην περιοχή: στη Σαουδική Αραβία – ζηλότυπο φύλακα των ιερών και οσίων του σουνιτικού Ισλάμ και διαθέτουσα την τρίτη σε μέγεθος, μετά την ίδια την Τουρκία και το Ιράν, μεσανατολική οικονομία˙ και στην Αίγυπτο – την πολυανθρωπότερη αραβική χώρα και, υπό την παρούσα ηγεσία της, διώκτη των υπό τουρκική προστασία Αδελφών Μουσουλμάνων. 
  • Ενέπλεξε την Τουρκία σε μια στρατιωτική αντιπαράθεση με το καθεστώς Ασάντ, η οποία, εξασθενίζοντας το τελευταίο αυτό, διευκόλυνε την ανάδυση επί των τουρκικών συνόρων με τη Συρία ενός κουρδικού κρατικού μορφώματος συμπράττοντος εκ των πραγμάτων με το εντός της τουρκικής επικράτειας αποσχιστικό ΡΚΚ. 
  • Ενώ, με αιχμή την επιθετική στήριξη των Παλαιστινίων από την Άγκυρα, οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ, επί μακρόν οιονεί συμμαχικές, προσέλαβαν αυτόχρημα εχθρικό χαρακτήρα. Με τους διαύλους πάντως επικοινωνίας και κατά περίπτωση σύμπραξης μεταξύ υπηρεσιών πληροφοριών των δύο χωρών – π.χ. έναντι κοινών αντιπάλων όπως η Χεζμπολάχ – να διατηρούνται ημιάνοικτοι˙ και με τις σημαντικές διμερείς εμπορικές ανταλλαγές να συνεχίζονται, και μάλιστα με αυξητική τάση. Χωρίς ωστόσο, καταβαλλόμενες προσπάθειες για μια ευρύτερη ανάταξη των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων να έχουν, μέχρι στιγμής, καρποφορήσει.

Για να αντιμετωπίσει δε τις ανησυχητικές επιπτώσεις των διεθνοπολιτικών του επιλογών, ο Τούρκος πρόεδρος εστράφη προς τη Ρωσία του Πούτιν και το σιιτικό Ιράν. Ήτοι προς δύο κατ’ ουσίαν γεωπολιτικούς αντιπάλους της χώρας του, η προσέγγιση με τους οποίους μάλλον ως λυκοφιλία παρά ως συμμαχία μπορεί να χαρακτηρισθεί. Καθώς, από τα Βαλκάνια και τον Καύκασο έως τη Συρία και τη Λιβύη, Τούρκοι και Ρώσοι βρίσκονται σε λανθάνουσα ή και απροκάλυπτη αντιπαράθεση.  Ενώ και στις σχέσεις της Άγκυρας με την Τεχεράνη υποβόσκει έντονη αντιπαλότητα, τροφοδοτούμενη όχι μόνο από τον θρησκευτικό, αλλά και από τον εθνοτικό, παράγοντα˙ με τις δύο πρωτεύουσες να στηρίζουν αντιτιθέμενες πλευρές, τόσο στη Συρία και στην Υεμένη, όσο και στην Υπερκαυκασία και Κεντρική Ασία – μεταξύ άλλων σε σχέση με την αρμενο-αζερική αντιπαράθεση.  

Δεν πρέπει δε να εκπλήσσει το ότι οι αναθεωρητικές αυτές τάσεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής εμβάλλουν τις ιθύνουσες πρωτεύουσες της Δύσης σε ανήσυχο προβληματισμό. Και τούτο διότι, θεώμενη υπό δυτικό πρίσμα, η Τουρκία, αν και  όχι  πλέον το ζωτικής σημασίας έρεισμα που υπήρξε επί Ψυχρού Πολέμου, παρουσιάζει παρά ταύτα ζωηρό ενδιαφέρον ως μία στρατιωτικά, οικονομικά, και πολιτισμικά βαρύνουσα περιφερειακή δύναμη. Κατά τα λοιπά ωστόσο, ενδείκνυται να γίνει διάκριση μεταξύ της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής προσέγγισης του τουρκικού αυτού παράγοντα.


B. ΗΠΑ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑ

Από τη δεκαετία του ’50 και ιδίως μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, οι νατοΪκοί σύμμαχοι ΗΠΑ και Τουρκία έχουν επανειλημμένως διαφωνήσει ως προς τον χειρισμό μιας σειράς περιφερειακών ζητημάτων – με το κουρδικό να αποτελεί μείζον διαχρονικό αγκάθι στις σχέσεις τους. Οι οποίες έχουν επίσης επιβαρυνθεί από την αντιπαράθεση της Άγκυρας, αφ’ ενός, με τον κύριο μεσανατολικό σύμμαχο των Αμερικανών Ισραήλ, και, αφ’ ετέρου, με σημαντικούς περιφερειακούς εταίρους των, όπως η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος. Παρά τις διαφωνίες αυτές, όμως, κυρίαρχο διαχρονικό μέλημα της Ουάσιγκτον υπήρξε η διατήρηση της Τουρκίας εντός του δυτικού γεωπολιτικού χώρου και ειδικότερα του νατοϊκού πλέγματος, προκειμένου να αποτραπεί η περαιτέρω σύμπραξή της με δυνάμεις που η Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει ως γεωπολιτικούς αντιπάλους: πρωτίστως με τη Ρωσία και το Ιράν, αλλά και με το Πεκίνο – το οποίο επιδιώκει ενεργώς την ένταξη της Άγκυρας στο υπό διαμόρφωση γεωοικονομικό του σύστημα.   

Εν όψει δε τώρα της αλλαγής φρουράς στον Λευκό Οίκο, φυσικό είναι να αναζητούνται ενδείξεις για τη μελλοντική στάση του κ. Μπάιντεν έναντι της Άγκυρας, τόσο στις προεκλογικές δηλώσεις του και στην επιλογή των μελών της υπό συγκρότηση κυβέρνησής του, όσο και στις παλαιότερες θέσεις και πράξεις του ως αντιπροέδρου και γερουσιαστού. Υπό το φως των οποίων, πιθανολογείται ότι, ως πρόεδρος, θα δώσει, τουλάχιστον σε διακηρυκτικό επίπεδο, μεγαλύτερο βάρος από ό,τι ο προκάτοχός του στον έμπρακτο σεβασμό από την τουρκική ηγεσία των δημοκρατικών αξιών και της διεθνούς έννομης τάξης.  Μια πρώτη δε γεύση των εν προκειμένω προθέσεών του αναμένεται να παράσχει ο τρόπος με τον οποίο θα χειρισθεί τις κυρώσεις κατά της Άγκυρας που προβλέπει, λόγω της εκ μέρους της αγοράς και δοκιμής του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400,  το υπερψηφισθέν και από τα δύο νομοθετικά σώματα του Κογκρέσου νομοσχέδιο για τις αμυντικές δαπάνες του επομένου έτους (National Defense Authorization Act). Εφόσον  φυσικά ο κ. Τραμπ, ο οποίος, για λόγους άσχετους με την Τουρκία, αντιτίθεται στο νομοθέτημα αυτό, δεν θελήσει και, κυρίως, μπορέσει να εμποδίσει τη θέση του σε ισχύ, ασκώντας το προεδρικό δικαίωμα αρνησικυρίας˙ κάτι που κατά τη σύνταξη του παρόντος παρέμενε αβέβαιο.  

Το πιθανότερο πάντως είναι ότι, δεδομένης και της δέσμευσής του να ενισχύσει την ατλαντική συνοχή, ο κ. Μπάιντεν θα προσπαθήσει να αποφύγει, ή πάντως δεν  θα συγκατατεθεί παρά απρόθυμα και χλιαρά σε ενέργειες ικανές να εντείνουν την αποξένωση της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ. Και, συνεπώς, ότι επί προεδρίας του θα συνεχισθεί η παραδοσιακή, εξισορροπητική – με το καρότο όμως να υποσκελίζει συνήθως το μαστίγιο – προσέγγιση των τουρκοαμερικανικών σχέσεων από την Ουάσιγκτον. Προσέγγιση την οποία, σε τελευταία ανάλυση, υιοθετούν και τα δύο κόμματα εξουσίας˙ περιθωριοποιώντας, μέχρι στιγμής, όσους στις τάξεις τους πιέζουν για μια σκληρότερη αντιμετώπιση της Άγκυρας: το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ορισμένους «ισραηλινότερους» από τους ίδιους τους Ισραηλινούς υπερμάχους του εβραϊκού κράτους˙ το Δημοκρατικό Κόμμα, μέρος της  ριζοσπαστικής, «αριστερής» του πτέρυγας˙ και αμφότερα τα κόμματα, τους θερμότερους υποστηρικτές της Ελλάδας και της Κύπρου, ου μην αλλά και της Αρμενίας. 

Υπάρχουν δε σοβαρές ενδείξεις ότι και η ίδια η Άγκυρα απεύχεται την αποξένωσή της από τις ΗΠΑ – όπως άλλωστε και από τη Δύση γενικότερα˙ με την δοκιμαζόμενη οικονομία της να μην αντέχει τη ρήξη με τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους της˙ και, ίσως ακόμη πιο βαρύνον, με την τουρκική ηγεσία να τρέφει κατά πάσαν βεβαιότητα έντονη καχυποψία για τις προθέσεις των κατ’ ευφημισμόν, όπως ήδη επισημάνθηκε, εταίρων της,  Ρωσίας, Ιράν, και Κίνας. Σύμφωνα, άλλωστε, με τον ίδιο τον Τούρκο πρόεδρο, «μολονότι από καιρού εις καιρόν έχουμε διαφοροποιηθεί από τις ΗΠΑ ως προς διάφορα ζητήματα, έχουμε αποδώσει μεγάλη σημασία στο να μην υπονομευθεί η μεταξύ μας στρατηγική  εταιρική σχέση [strategic partnership]». 


Γ.  ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑ 

Σε αντίθεση με την αμυντική συμμαχία κυρίαρχων κρατών που είναι το ΝΑΤΟ, η Κοινοτική Ευρώπη δρομολογήθηκε ευθύς εξ αρχής ως εγχείρημα σταδιακής συσσωμάτωσης, αρχικά οικονομικής και εν συνεχεία πολιτικο-στρατιωτικής, κρατών-εθνών με κοινό πολιτισμικό και αξιακό υπόστρωμα. Και συνεπώς, στο μεν νατοϊκό πλαίσιο, η τουρκική συμμετοχή θεωρήθηκε μείζονος σημασίας συμβολή, ενώ η ένταξη της Άγκυρας στις διαδοχικές εκφάνσεις του κοινοτικού εγχειρήματος προσέκρουσε, πέραν σοβαρών, πλην όμως όχι ανεπίλυτων, τεχνικών προβλημάτων, σε προσχηματικά εμπόδια πηγάζοντα από τη θεμελιώδη πολιτισμική και αξιακή ασυμβατότητα των δύο μερών και τη συνακόλουθη πεποίθηση των ευρωπαϊστών ότι θα ισοδυναμούσε με την οριστική εγκατάλειψη στην πράξη του στόχου μιας «όλο και στενότερης Ένωσης» [ever closer Union]. 

Γενικότερα δε, οι απόψεις των κρατών-μελών για την ευρωπαϊκή συσσωμάτωση τείνουν να επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό, και ενίοτε αποφασιστικά, και τη στάση τους έναντι της τουρκικής υποψηφιότητας. Διότι ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι οι ευνοϊκότερα διακείμενες έναντι του τουρκικού ενταξιακού αιτήματος κοινοτικές κυβερνήσεις,  και πρωτίστως η ουγγρική και η πολωνική, ρέπουν προς τον ευρωσκεπτικισμό. Και, από την άλλη, ότι  ο ένθερμος θιασώτης της ευρωπαϊκής συσσωμάτωσης Γάλλος πρόεδρος, αλλά και η αδιαμφισβήτητου ευρωπαϊσμού Γερμανίδα καγκελάριος, έχουν ευθέως αποκλείσει την ένταξη της Τουρκίας˙ με τον κ. Μακρόν να αντιπροτείνει τη σύναψη μιας, επί του παρόντος ασαφούς περιεχομένου, ευρω-τουρκικής εταιρικής σχέσης.  

Την οποία, σημειωτέον, ο πρόεδρος Ερντογάν απορρίπτει ως ασύμβατη με την εθνική αξιοπρέπεια της Τουρκίας, επιμένοντας στην πλήρη ένταξη˙ πλην όμως, επιδιώκοντας συγχρόνως, εκτός  από την αναβάθμιση της ευρω-τουρκικής Τελωνειακής Ένωσης του 1995, ειδικές συμφωνίες αφορώσες, μεταξύ άλλων, στην ενέργεια, στην απελευθέρωση των θεωρήσεων, και στο μεταναστευτικό – δηλαδή ρυθμίσεις οι οποίες, εν απουσία ενταξιακής λύσης, θα ισοδυναμούσαν συνολικώς  με ένα κατ’ εξοχήν «εταιρικό» καθεστώς. 


Ωστόσο την πολιτική των κοινοτικών κυβερνήσεων έναντι της Τουρκίας φυσικό είναι να διαμορφώνουν και τα πέραν του ενταξιακού διλήμματος ιδιαίτερα εθνικά τους συμφέροντα. Το Παρίσι, επί παραδείγματι, εισπράττει τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες του κ. Ερντογάν ως ανταγωνιστικές των γαλλικών μεσανατολικών και μεσογειακών βλέψεων – και αντιδρά αναλόγως.  Ενώ το Βερολίνο προσεγγίζει τα ευρωτουρκικά εν πολλοίς υπό το πρίσμα της οικονομίας, του ενεργειακού, των μεταναστευτικών ροών, και της παρουσίας στο έδαφός του ευμεγέθους τουρκικού στοιχείου˙ και συνεπώς με μεγαλύτερη διάθεση συνδιαλλαγής.  

Με τη σύνθεση των επιμέρους αυτών στοχεύσεων και επιλογών των κοινοτικών εταίρων  σε ενιαία στρατηγική έναντι της Άγκυρας να προσκρούει στις δομικές αδυναμίες της «Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας» [ΚΕΠΠΑ] – και πρωτίστως στον κανόνα της ομοφωνίας. 

Δ. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ 

Αναπόφευκτα δε, οι διεργασίες στο γεωπολιτικό τρίγωνο Άγκυρα-Ουάσιγκτον-Βρυξέλλες έχουν αντίκτυπο και στις δικές μας διμερείς σχέσεις με τη γείτονα – και δη καθοριστικό.

Συνοπτικά: Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες επανειλημμένως στηλίτευσαν στο παρελθόν την απειλητική συμπεριφορά της Άγκυρας έναντι του  ελλαδικού και του κυπριακού ελληνισμού, το πιθανότερο είναι να συνεχίσουν να την επικρίνουν και στο ορατό μέλλον. Οι πιθανότητες όμως να προχωρήσουν στη λήψη μέτρων ικανών να επηρεάσουν αποφασιστικά την εν προκειμένω τουρκική στάση είναι ελάχιστες. Χαρακτηριστικά, η – στοχεύουσα σημειωτέον στην ψήφο της ομογένειας – προεκλογική φιλελληνική τοποθέτηση του κ. Μπάιντεν επί των ελληνοτουρκικών, είναι μεν πλούσια σε διακήρυξη αρχών, πλην όμως πτωχότατη σε μέσα υλοποίησής τους.  Η δε ΕΕ, ενώ επισείει κυρώσεις κατά της Άγκυρας – ανεπαρκείς άλλωστε για να καμφθεί η τουρκική ηγεσία –  αδυνατεί μέχρι στιγμής να προχωρήσει στην επιβολή τους.  

Ενδεικτική της λίαν προσεκτικής προσέγγισης των ελληνοτουρκικών από τους κυβερνώντες Αμερικανούς είναι και η επισήμανση, σε πρόσφατη έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προς το Κογκρέσο, της απόκλισης των αμερικανικών απόψεων για την έκταση του εναέριου χώρου μας από τις ελληνικές θέσεις.  Κατά τα λοιπά δε, δεδομένης και της προεκλογικής δέσμευσης του κ. Μπάιντεν – συμπίπτουσας άλλωστε με αντίστοιχη του προέδρου Τραμπ –  “να θέσει τέρμα στους ‘ατέλειωτους πολέμους’» των ΗΠΑ, το τελευταίο πράγμα που κατά πάσαν βεβαιότητα θα ήθελε ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου, αρχομένης της προεδρικής του θητείας, θα ήταν μια στρατιωτική εμπλοκή της Ουάσιγκτον στην Ανατολική Μεσόγειο – και δη κατά συμμάχου χώρας. 

Ειρήσθω δε εν παρόδω, ότι η δημόσια αποδοκιμασία, τόσο από τον πρόεδρο Τραμπ, όσο και από τον κ. Μπάιντεν, της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε μουσουλμανικό τέμενος πρέπει να αποδοθεί, πέραν από τις εκλογικές σκοπιμότητες των δύο ανδρών, στην κοινή τους πρόθεση να στηρίξουν, όχι τόσο την Αθήνα έναντι της Άγκυρας, όσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο έναντι της γεωπολιτικής εργαλιοποίησης της Ορθοδοξίας από τη Μόσχα. 

Στο ευρωενωσιακό πλαίσιο, από την άλλη, με δεδομένες τις δομικές αδυναμίες της ΚΕΠΠΑ,  τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό τελούν πολύ συχνά υπό την ομηρία εθνικών σκοπιμοτήτων επί μέρους κοινοτικών εταίρων. Με την κοινοτική αποδοκιμασία των τουρκικών προκλήσεων έναντι δύο κρατών-μελών της ΕΕ να συνοδεύεται από συμβολικές, μέχρι στιγμής, κυρώσεις – καθώς και από την, δίκην επωδού, έκκληση για την εξεύρεση λύσεων μέσω διαπραγματεύσεων με την Άγκυρα. Και με τον πρόεδρο Ερντογάν να επιχειρεί να επιδείξει «φιλοευρωπαϊκό πνεύμα», χωρίς ποσώς, ωστόσο, να εγκαταλείπει τις πάγιες θέσεις του.  

Υπό τις υφιστάμενες, επομένως, γεωπολιτικές συνθήκες, μπορούμε μεν να υπολογίζουμε βασίμως στην πολύτιμη διπλωματική συμπαράσταση, και ενδεχομένως και στη διαμεσολάβηση, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κοινοτικής Ευρώπης προκειμένου να διαπραγματευθούμε με την Άγκυρα, όχι όμως και στην ενεργό στρατιωτική τους υποστήριξη στην απευκταία περίπτωση μιας ελληνοτουρκικής πολεμικής σύγκρουσης. Ως προς δε τη στάση τού κατά τα λοιπά χρησιμότατου ενεργειακού εταίρου μας Ισραήλ, ο εν Αθήναις πρέσβης του υπήρξε αφοπλιστικά ειλικρινής, δηλώνοντας επ’ ευκαιρία τηλεοπτικής του συνέντευξης  ότι, «δεν παίρνουμε το μέρος κανενός και δεν τοποθετούμαστε κατά της Τουρκίας»˙ και ότι, «ο καλύτερος τρόπος να ξεπεραστούν οι διαφορές είναι μέσω του διαλόγου χωρίς προϋποθέσεις».     

ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ

Το διαχρονικά ασθενές σημείο της αντιμετώπισης των Ελληνοτουρκικών από τη χώρα μας είναι ο αντανακλαστικός χαρακτήρας των χειρισμών μας – λόγω φόβου «πολιτικού κόστους», στρατηγικής νωθρότητας, ή συνδυασμού των δύο. Ως εκ τούτου δε, η πρωτοβουλία των στρατηγικών κινήσεων έχει κατά κανόνα εκχωρηθεί στη γείτονα. Προκειμένου, επομένως, η Ελλάδα να ανακτήσει  το μερίδιο της πρωτοβουλίας αυτής που της αναλογεί, οι ηγέτες μας καλούνται: να χαράξουν ολοκληρωμένη στρατηγική εμπνεόμενη από εθνικό ρεαλισμό – ήτοι θέτουσα στόχους αντίστοιχους προς τη διπλωματική, οικονομική, πολιτισμική, και στρατιωτική ισχύ μας και άρα επιτεύξιμους˙ και, παράλληλα, να εξασφαλίσουν την κρίσιμη στήριξη των επιλογών τους από τον ελληνικό λαό, με μια πολυεπίπεδη ενημερωτική προσπάθεια. Δύσκολα πράγματα, βέβαια. Αλλά αναγκαία.