Saturday, April 13, 2024

ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΠΑΪΝΤΕΝ: ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

 Προδημοσίευση άρθρου από το τεύχος 147 των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ). 

Εισαγωγή                        

Ευθύς ως ανέλαβε τα ηνία της αμερικανικής υπερδύναμης, ο πρόεδρος Μπάιντεν εξήγγειλε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα εξωτερικής πολιτικής, η τύχη του οποίου ενδιαφέρει όχι μόνο λόγω του κομβικού ρόλου των Ηνωμένων Πολιτειών στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, αλλά και σε συνάρτηση με τις προεδρικές εκλογές του προσεχούς Νοεμβρίου. Τις οποίες ο κ. Μπάιντεν παρουσιάζει ως σύγκρουση της δημοκρατίας με τον αυταρχισμό, εντός και εκτός αμερικανικών συνόρων.[1]

Α' Τα αρχικά βήματα

Οι κεκηρυγμένοι διεθνοπολιτικοί στόχοι του κ. Μπάιντεν αρχομένης της προεδρικής θητείας του περιελάμβαναν, κατά κύριο λόγο: την υπεράσπιση της διεθνούς δικαιακής τάξης, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών αξιών˙ το προβάδισμα της διπλωματίας έναντι της προσφυγής σε στρατιωτικά μέσα˙ τον τερματισμό των «αέναων πολέμων»˙ και την αναβάθμιση των αμερικανικών συμμαχιών. Παρά δε τα ολισθήματα, με πλέον οδυνηρό την άτακτη αποχώρηση από το Αφγανιστάν, και αποτυχίες όπως η αδυναμία αναζωογόνησης της συμφωνίας αποπυρηνικοποίησης του Ιράν, στο ενεργητικό της πρώτης φάσης της διακυβέρνησης Μπάιντεν καταγράφονται, μεταξύ άλλων: η ενίσχυση των αμερικανικών συμμαχιών, τόσο στον ευρωπαϊκό χώρο, όσο και στην Ασία-Ειρηνικό˙ η επιστροφή των ΗΠΑ στη Διεθνή Συνθήκη του  Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή, στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, και στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ ˙ και ο ηγετικός ρόλος της  Ουάσιγκτον στην αντιμετώπιση παγκόσμιων διακρατικών προκλήσεων στον τομέα της υγείας, με ιδιαίτερη έμφαση στην καταπολέμηση του Κορονοϊού, της ελονοσίας και της πείνας. [2]

Σημαντικό, ωστόσο, μέρος των προεδρικών στοχεύσεων προσέκρουσε στις αντίξοες διεθνείς συνθήκες - περί ων περισσότερα κατωτέρω - αλλά και στην εσωστρέφεια μιας αμερικανικής κοινής γνώμης απορροφημένης από την πορεία της οικονομίας και τις οξύτατες κομματικές αντιπαραθέσεις. Με επακόλουθο η  διάσταση μεταξύ κυβερνητικών διεθνοπολιτικών εξαγγελιών και πράξης συνεχώς να διευρύνεται.

Πιο συγκεκριμένα: Χωρίς να εγκαταλείπει την αξιακή του ατζέντα – πηγή άλλωστε «ήπιας ισχύος» – ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει εστιάσει όλο και εμφανέστερα την εξωτερική πολιτική του στην ασφάλεια και στα οικονομικά συμφέροντα της χώρας του. Με θεαματικότερη ίσως περίπτωση, αν και ασφαλώς όχι τη μόνη ή και τη σημαντικότερη, την αναθέρμανση, τόσο με γεωστρατηγικά, όσο και με οικονομικά κίνητρα, των σχέσεων της Ουάσιγκτον με το Ριάντ - μετά την ψύχρανσή τους συνεπεία, μεταξύ άλλων, της δολοφονίας του δημοσιογράφου της Ουάσιγκτον Ποστ Τζαλάλ Χασόγκτζι από όργανα του σαουδαραβικού καθεστώτος.[3] Ενώ ιδιαίτερης μνείας αξίζει και η απροσχημάτιστη στροφή της Ουάσιγκτον προς έναν εμπορικό προστατευτισμό - εκτός των άλλων και εις βάρος συμμαχικών της κρατών - ανταποκρινόμενο μεν στις τάσεις της αμερικανικής κοινής γνώμης, πλην όμως εκ διαμέτρου  αντίθετο προς το υπέρ του ελευθέρου εμπορίου διαχρονικό κήρυγμα των αμερικανικών ηγεσιών, με μόνη εξαίρεση τον πρόεδρο Τραμπ.[4]

Βέβαια, ο κ. Μπάιντεν συνεχίζει εν προκειμένω μια διαχρονική αμερικανική διεθνοπολιτική παράδοση. Καθώς, τόσο παλαιότερα το δόγμα Μονρόε και η «διεύρυνσή» του από τον Θεόδωρο Ρούζβελτ, όσο και οι χρονικώς και πολιτικώς πλησιέστερα στην εποχή μας οι δημόσιες τοποθετήσεις των προέδρων Τρούμαν, Αϊζενχαουερ, Κένεντυ, Τζόνσον, Νίξον, Ρέιγκαν, Κλίντον, Μπους, και Ομπάμα, παρά τη γενικώς ιδεαλιστική ρητορική τους επένδυση, στο στάδιο της υλοποίησής τους προσαρμόσθηκαν κατά κανόνα στα αμερικανικά συμφέροντα της στιγμής.

Β’ Το παγκόσμιο διεθνοπολιτικό τοπίο και οι δύο πόλεμοι

Και μετά την «μονοπολική στιγμή» τους, οι ΗΠΑ παραμένουν αναμφίβολα η πρώτη τη τάξει παγκόσμια δύναμη ως προς όλες τις μορφές ισχύος: στρατιωτική, οικονομική και  ήπια.[5] Με την  ικανότητά τους όμως να επιβάλλουν τη βούλησή  τους στον διεθνή χώρο περιεσταλμένη και πιθανότατα φθίνουσα. Τούτο δε, όχι λόγω της υποτιθέμενης «παρακμής» τους – οι σχετικές ιερεμιάδες είναι τουλάχιστον πρόωρες – αλλά συνεπεία της προϊούσης ισχυροποίησης και σύμπραξης των ανά την υφήλιο αμφισβητιών της ηγεμονίας τους: των δύο μεγάλων δυνάμεων Κίνας και Ρωσίας˙ των εν δυνάμει μελών της «Λέσχης των μεγάλων», και είναι κατ’ εξοχήν η περίπτωση της Ινδίας˙ ή και απλώς κρατών μέσου διεθνοπολιτικού μεγέθους με σημαντική περιφερειακή επιρροή, όπως το Ιράν, αρκετά αραβικά, αφρικανικά, και λατινοαμερικανικά – και η γείτων Τουρκία. Και ενώ ορισμένες από τις περιφερειακές δυνάμεις διαπνέονται από ιδεολογικό αντιαμερικανισμό, οι περισσότερες αντιμετωπίζουν την Ουάσιγκτον με κριτήρια ωφελιμιστικά και συναλλακτικά˙ και άρα, ανεξαρτήτως ιδεολογικού τους προσανατολισμού, δεν αποκλείουν τη συμμετοχή τους σε αντιαμερικανικές ομαδοποιήσεις και συμπράξεις όταν την κρίνουν συμφέρουσα. [6]

Στο μεταλλασσόμενο δε αυτό διεθνές περιβάλλον, η Ουάσιγκτον εκλήθη να διαχειρισθεί δύο άμεσες, μείζονες διεθνοπολιτικές προκλήσεις: τους πολέμους στην Ουκρανία και στη Γάζα. Με τον αναδυόμενο σινικό γίγαντα να αποτελεί τον «ελέφαντα στο δωμάτιο».

Ο πόλεμος στην Ουκρανία

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ανεξαρτήτως κινήτρων και προφάσεων του εισβολέα, ή και στρατηγικώς εσφαλμένων χειρισμών του ρωσικού παράγοντα από τη Δύση,[7] έθεσε την αμερικανική ηγεσία προ βασανιστικών διλημμάτων. Αφενός, η αξιοπιστία των ΗΠΑ έναντι των αμφισβητιών της αμερικανοκρατούμενης τάξης πραγμάτων, και ειδικότερα ως συμμάχου, τόσο στον ατλαντικό χώρο, όσο και στην Ασία-Ειρηνικό, επέβαλλε  την άμεση συμπαράσταση στο αμυνόμενο Κίεβο. Αφετέρου όμως, η παρασχεθείσα πολύπλευρη στήριξη προς τους Ουκρανούς εγκυμονούσε τον κίνδυνο της διεύρυνσης του πολέμου, με άμεση εμπλοκή του ΝΑΤΟ  και των Αμερικανών, και μάλιστα χωρίς να μπορεί να αποκλεισθεί η, προ του φάσματος  της ήττας και της κατάρρευσης, προσφυγή του ρωσικού καθεστώτος σε πυρηνικά όπλα.

Κατά τη σύνταξη του παρόντος, η διαγραφόμενη αποτελμάτωση των πολεμικών επιχειρήσεων μάλλον απομακρύνει τους ακραίους αυτούς κινδύνους. Μένει ωστόσο να φανεί κατά πόσον το πολεμικό αδιέξοδο - εφ’ όσον βέβαια επιβεβαιωθεί, διότι δεν αποκλείεται πλέον μια διεμβόληση τοου ουκρανικού μετώπου ανατρέπουσα τους υφιστάμενους συσχετισμούς υπέρ της ρωσικής πλευράς - θα οδηγήσει σε κάποιου είδους συμπεφωνημένη διακοπή των εχθροπραξιών. Η παράταση των οποίων,  πέραν των αρνητικών της επιπτώσεων στον ενεργειακό εφοδιασμό της Κοινοτικής Ευρώπης με τις συνακόλουθες ενδοσυμμαχικές δυσαρέσκειες, ωθεί τη Μόσχα να συσφίγξει περαιτέρω τις σχέσεις της με το Πεκίνο, αλλά και να τις αναπτύξει με αντιαμερικανικές περιφερειακές δυνάμεις, όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα - δύο κράτη, τα οποία σημειωτέον συμβάλλουν όλο και περισσότερο στο ρωσικό πολεμικό εγχείρημα με την προμήθεια στρατιωτικού υλικού. [8]

Πέραν όμως των διεθνοπολιτικών επιπτώσεων, στους υπολογισμούς της αμερικανικής κυβέρνησης υπεισέρχεται, ιδίως όσο πλησιάζουν οι εκλογές, η αύξουσα αντίθεση προς τη χρηματοδότηση του Κιέβου μιας αποστασιοποιούμενης από τον πόλεμο στην Ουκρανία αμερικανικής κοινής γνώμης. Με χαρακτηριστική την επισημανθείσα στα διεθνή ΜΜΕ αλλαγή της φρασεολογίας του Αμερικανού προέδρου ως προς τη διάρκεια της παρεχόμενης στους Ουκρανούς βοήθειας από το κατηγορηματικό αρχικό «για όσο διάστημα θα χρειασθεί» [as long as it takes], στο επιφυλακτικότερο «για όσο διάστημα θα μπορούμε» [as long as we can].[9] Σημειωτέον δε, ότι ο αναπροσανατολισμός της προσοχής και συνακόλουθα και των διπλωματικών, στρατιωτικών, και οικονομικών πόρων της Ουάσιγκτον προς τη Γάζα λειτουργεί εκ των πραγμάτων εις βάρος του Κιέβου - και καθιστά τη διευθέτηση του Ουκρανικού επιτακτικότερη.

Σύμφωνα μάλιστα με σοβαρές δημοσιογραφικές πηγές, ο πρόεδρος Μπάιντεν επιχειρεί ήδη παρασκηνιακά να προετοιμάσει το έδαφος - ει δυνατόν μάλιστα και μέσω διαπραγματεύσεων με τη Μόσχα - για τον τερματισμό των εχθροπραξιών με παγίωση του πολεμικού μετώπου, προσκρούει, όμως, στον Ουκρανό πρόεδρο˙  προφανώς φοβούμενο, και όχι αδίκως, ότι η θυσία ουκρανικών εδαφών, που εκ των πραγμάτων συνεπάγεται η αμερικανική αυτή πρωτοβουλία, θα σημάνει ενδεχομένως και το πολιτικό του τέλος.[10] Ο πρόεδρος Πούτιν, αντιθέτως, αναμετρώντας ενδεχομένως το πολλαπλό κόστος της επ’ αόριστον παράτασης του πολέμου για τη Ρωσία και το καθεστώς του, και πάντως επωφελούμενος του διαφαινόμενου  πολεμικού αδιεξόδου και των δυτικών προβληματισμών, φέρεται να διαμηνύει, παρασκηνιακά και αυτός, ότι δεν αποκλείει μια συμπεφωνημένη κατάπαυση του πυρός - υπό την αυτονόητηα πλέον προϋπόθεση, ότι θα διατηρήσει τον κύριοι όγκο των εδαφικών κεκτημένων.[11] Προσβλέποντας, πιθανότατα, και σε μια καθεστωτική αλλαγή στο Κίεβο ευνοούσα τις γενικότερες βλέψεις του για τη μεταπολεμική Ουκρανία. Κατά μία μάλιστα άποψη, προτιμά να αναβάλει μια οποιαδήποτε συμφωνία εν αναμονή ενδεχόμενης επιστροφής στην αμερικανική προεδρία του έχοντος δημοσία υποσχεθεί να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία «σε μία ημέρα» κ. Τραμπ.[12] Είναι ωστόσο αμφίβολο κατά πόσον ο πολύπειρος πλέον Ρώσος πρόεδρος τρέφει μεγάλες εν προκειμένω προσδοκίες.

Ο  πόλεμος στη Γάζα

Παράλληλα όμως με τις εχθροπραξίες στην Ουκρανία, η προεδρία Μπάιντεν καλείται να αντιμετωπίσει και τις ένοπλες συγκρούσεις στη Γάζα.[13] Η διαχείριση δε των δύο αυτών πολέμων και,  ειδικότερα, τόσο οι ομοιότητες όσο και οι διαφορές του τρόπου προσέγγισής τους από την αμερικανική ηγεσία, είναι, εκτός των άλλων, αποκαλυπτικές του βάρους της κοινής γνώμης στη διαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Εν πρώτοις οι ομοιότητες: Και στις δύο περιπτώσεις η αμερικανική υπερδύναμη κηδόμενη της διεθνούς αξιοπιστίας της, έσπευσε να στηρίξει εμπράκτως το θύμα μιας παράνομης επίθεσης και συνεπώς και την ίδια τη διεθνή έννομη τάξη - ειδικότερα δε στην περίπτωση του Ισραήλ, ήλθε επί πλέον αρωγός ενός στενού, έστω και άτυπου, συμμάχου, και, παρά τις ατέλειές της, της μόνης γνήσιας δημοκρατίας στον μεσανατολικό χώρο. Ενώ, και στις δύο και πάλι περιπτώσεις, η αμερικανική ηγεσία καταβάλλει μέριμνα για να αποτραπεί ένας ευρύτερος πόλεμος - στην περίπτωση της Γάζας με εμπλοκή του Ιράν και του υπό την επιρροή του «Άξονα Αντίστασης» [Axis of Resistance], εκτεινόμενου από τον Λίβανο στη Συρία, το Ιράκ, και την Υεμένη.[14] Ωστόσο, στις κατ’ αρχήν θετικές αυτές ομοιότητες της πορείας των δύο κρίσεων πρέπει να προστεθεί και μία  αρνητική από αμερικανικής σκοπιάς,  στον βαθμό που ο πρωθυπουργός Νετανιάχου, όπως και ο πρόεδρος Ζελένσκι, εξαρτά την πολιτική του επιβίωση από την τήρηση μιας άκαμπτης και εν δυνάμει αποσταθεροποιητικής γραμμής.

Κατά τα άλλα - και είναι ίσως η κύρια διαφορά μεταξύ των δύο κρίσεων υπό αμερικανικό, πάντοτε, πρίσμα - κατά τη διαχείριση του παλαιστινιακού ο πρόεδρος Μπάιντεν υπόκειται σε περιορισμούς από τους οποίους είναι ως επί το πολύ απαλλαγμένος προκειμένου για το ουκρανικό. Ενώ δηλαδή η ρωσο-ουκρανική σύρραξη αφήνει την πλειονότητα των Αμερικανών κατά το μάλλον ή ήττον αδιάφορους - εξαιρουμένων βέβαια των οικονομικών της επιπτώσεων - η επίθεση της Χαμάς κατά του Ισραήλ και τα ισραηλινά αντίποινα έχουν προκαλέσει στους κόλπους της αμερικανικής κοινής γνώμης μια οξύτατη, συναισθηματικά φορτισμένη διαμάχη, αντανακλώσα σε μεγάλο βαθμό τις εθνικο-θρησκευτικές ρίζες σημαντικού μέρους του πληθυσμού των ΗΠΑ. Με επακόλουθο, ο χειρισμός από τον Αμερικανό πρόεδρο των επιλογών του Ισραηλινού πρωθυπουργού με ορθολογικά διεθνοπολιτικά κριτήρια - με την αποφασιστική, επί παραδείγματι, προώθηση της απορριπτόμενης από τον κ. Νετανιάχου και τα μετέχοντα της κυβέρνησής του ακραία κόμματα «λύσης των δύο κρατών» - να δυσχεραίνεται εις το έπακρον.[15]

Γ’ Στο βάθος Κίνα - και Παγκόσμιος Νότος

Με τις ΗΠΑ απορροφημένες από δύο μεγάλους πολέμους, η Κίνα διευρύνει  συστηματικά την επιρροή της, τόσο σε περιφερειακή, όσο και σε παγκόσμια κλίμακα. Και όχι μόνο ενισχύει τον στρατιωτικό της βραχίονα, περιλαμβανομένου και του πυρηνικού της οπλοστασίου, αλλά επίσης - και ίσως πρωτίστως - επεκτείνει την οικονομική, και, σε στενή με αυτή συνάρτηση, και τη γεωπολιτική της, εμβέλεια˙ χωρίς, μάλιστα, η επιβράδυνση των ρυθμών οικονομικής της ανάπτυξης και η δημογραφική της γήρανση να έχουν  άμεσες επιπτώσεις στη διεθνή της θέση. [16]

Το Πεκίνο επωφελείται ειδικότερα, του μεν πολέμου στην Ουκρανία για να αναβαθμίσει ως ιθύνων εκ των πραγμάτων εταίρος τις σινο-ρωσικές σχέσεις, της δε αναζωπύρωσης του Παλαιστινιακού για να διευρύνει τα ερείσματά του στον Παγκόσμιο Νότο εις βάρος της αμερικανικής επιρροής˙ εκμεταλλευόμενο και τη διάχυτη εκεί αντίθεση προς την εικαζόμενη σύμπλευση της Ουάσιγκτον με τον ισραηλινό της προστατευόμενο. Ενδεικτικός εν προκειμένω ο διαμεσολαβητικός ρόλος της κινεζικής διπλωματίας στην αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων και στη γενικότερη στην προσέγγιση της Σαουδικής Αραβίας με το ανταγωνιστικό της  για την ηγεσία του μουσουλμανικού κόσμου Ιράν. [17]

Σύμφωνα με την αμερικανική «Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας» του 2023 -  την και πιο πρόσφατη -  «η ΛΔΚ αντιπροσωπεύει την πλέον σημαντική γεωπολιτική πρόκληση της Αμερικής», «τον μόνο ανταγωνιστή έχοντα τόσο την πρόθεση, όσο και, όλο και περισσότερο, την…ικανότητα να αναδιαμορφώσει τη διεθνή τάξη». Και συνακόλουθα, το φέρον την υπογραφή του προέδρου Μπάιντεν αυτό κείμενο θέτει «τη διατήρηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος έναντι της ΛΚΔ» ως εθνική προτεραιότητα˙ προσθέτοντας, όμως, ότι «[ο]ι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν προσηλωμένες [committed] στην υπεύθυνη διαχείριση του ανταγωνισμού» με την Κίνα.[18] Στο πνεύμα δε αυτό, ο Αμερικανός πρόεδρος έχει επιχειρήσει να συνδυάσει έναντι του Πεκίνου την αντιπαράθεση με τη συνεννόηση˙ προτάσσοντας πότε τη μία και πότε την άλλη.

Σε ό,τι αφορά στην πρώτη: Αντιμετωπίζοντας με αυστηρά προστατευτικά-αποτρεπτικά μέτρα τον κινεζικό εμπορικό και τεχνολογικό ανταγωνισμό, και στηλιτεύοντας την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στο Σιντζιάνγκ, στο Θιβέτ, και στο Χονγκ Κονγκ, ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει βαδίσει εν πολλοίς στα βήματα του προκατόχου του. Από τον οποίο, ωστόσο, διαφοροποιείται, όχι μόνο ως προς το πολύ  ηπιότερο επί σημερινής προεδρίας επικοινωνιακό ύφος, αλλά επίσης και κυρίως με τις προσπάθειες που έχει καταβάλει για την προώθηση διεθνών συμπράξεων αντισταθμιστικών της κινεζικής επιρροής - στη γραμμή και της γενικότερης τοποθέτησής του υπέρ των διεθνών συνεργασιών και συμμαχιών της χώρας του.

Οι προσπάθειες όμως αυτές της αμερικανικής προεδρίας σημειώνουν μερική μόνο επιτυχία. Διότι, ναι μεν οι χώρες του Ινδο-Ειρηνικού οι εκτεθειμένες στην οικονομική, γεωπολιτική και στρατιωτική πίεση της ΛΔΚ - το Βιετνάμ, οι Φιλιππίνες, η Ιαπωνία, η Νότιος Κορέα, η Μαλαισία, η Αυστραλία, και ακόμη και η κατά τα άλλα σεμνυνομένη για τη στρατηγική της αυτονομία Ινδία - προσφέρονται υπό διάφορα οργανωτικά σχήματα ως εταίροι των ΗΠΑ, η επιδίωξη όμως της Ουάσιγκτον να εξασφαλίσει επιπροσθέτως τη σύμπραξη των Ευρωπαίων συμμάχων της έχει ουσιαστικό αντίκρισμα μόνο στην περίπτωση της Βρετανίας. Καθώς οι μεγάλοι Κοινοτικοί Ευρωπαίοι, με γνώμονα τα οικονομικά ή/και τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα, αποφεύγουν επιμελώς την ευθεία αντιπαράθεση με τον σινικό γίγαντα - κάτι που άλλωστε προκύπτει και από την ασαφή απεραντολογία των σχετικών με την Κίνα συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιουνίου 2023. [19]

Από την άλλη, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν παραλείπει - ιδίως όταν οι σχέσεις της με την Κίνα οξύνονται  υπερμέτρως - να αναζητεί  έδαφος προσέγγισης και ει δυνατόν συνεργασίας με το Πεκίνο˙ επικεντρώνοντας τις σχετικές πρωτοβουλίες της κατά κύριο λόγο στην από κοινού αντιμετώπιση παγκόσμιας εμβέλειας προκλήσεων, όπως οι μακροοικονομικές, η κλιματική αλλαγή, οι πανδημίες, η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, η πείνα, και η διασπορά των ΟΜΚ - ο αποτελεσματικός χειρισμός των οποίων είναι ανέφικτος χωρίς τη σύμπραξη των δύο προεξαρχόντων μελών της «διεθνούς κοινότητας».

Ενώ δις κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, ο πρόεδρος Μπάιντεν επεδίωξε να αποφορτίσει τις ανησυχητικά επιδεινούμενες σινο-αμερικανικές σχέσεις συναντώμενος και κατ’ ιδίαν με τον Κινέζο ομόλογό του: την πρώτη φορά στο περιθώριο της Συνόδου των G20 στην Ινδονησία τον Νοέμβριο 2022, και τη δεύτερη, ένα χρόνο αργότερα, στον Άγιο Φραγκίσκο, επ’ ευκαιρία της Συνόδου Κορυφής της ΟΣΑΕ [Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού]. Με χρήσιμα, αλλά περιορισμένα αποτελέσματα. 

Κατά τα λοιπά, ο σινοαμερικανικός ορίζοντας σκιάζεται διαχρονικώς από το πρόβλημα του καθεστώτος της Ταϊβάν. Πρόκειται για την αμεσότερη εν δυνάμει πηγή στρατιωτικής σύγκρουσης των ΗΠΑ με την ΛΔΚ, δοθέντος ότι η κινεζική ηγεσία θεωρεί ότι η συνομολογηθείσα ήδη από το 1972 μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον αρχή της Μίας Κίνας εξυπηρετεί κορυφαία, ζωτικά εθνικά και κομματικά της συμφέροντα - και συνεπώς το πιθανότερο είναι να την στηρίξει εν ανάγκη και δια των όπλων.

Σύμφωνα βέβαια με την επίσημη ιστοσελίδα του Λευκού Οίκου, κατά τη συνάντηση του με τον Κινέζο πρόεδρο στον Άγιο Φραγκίσκο, «ο πρόεδρος Μπάιντεν επανέλαβε σε σχέση με την ΤαΪβάν ότι η πολιτική μας της μίας Κίνας δεν έχει αλλάξει».[20] Συγχρόνως, όμως, η Ουάσιγκτον, στο πλαίσιο της «στρατηγικής ασάφειας» που όλα δείχνουν ότι έχει υιοθετήσει, όχι μόνο παρέχει στην Ταϊβάν οικονομική και διπλωματική στήριξη και στρατιωτικό υλικό, αλλά αφήνει να αιωρείται - μεταξύ άλλων με δηλώσεις του ιδίου του  κ. Μπάιντεν - η πρόθεσή της να την υπερασπιστεί με στρατιωτικά μέσα, εάν υποστεί επίθεση από την ΛΔΚ.[21]

Επί του παρόντος, πάντως, ούτε η κινεζική, ούτε η αμερικανική πλευρά φαίνεται διατεθειμένη να ωθήσει τα πράγματα προς μια πιθανότατα καταστροφική για αμφότερους τους αντιπάλους  πολεμική σύγκρουση.

Δ’ Αμερικανοτουρκικές Σχέσεις

Η στάση της Ουάσιγκτον έναντι της Άγκυρας φέρει και αυτή τη σφραγίδα των παγκόσμιων γεωπολιτικών συσχετισμών. Αποκλείοντας την Τουρκία από τη Σύνοδο Κορυφής για τη Δημοκρατία του Δεκεμβρίου 2021, ο Αμερικανός πρόεδρος εγκαινίασε τη θητεία του ασκώντας  έμμεση πλην σαφή κριτική στον αυταρχισμό του προέδρου Ερντογάν. Ενώ και εν συνεχεία, η Ουάσιγκτον, εξ αφορμής της αγοράς από την Τουρκία των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων S400, απέκλεισε την Άγκυρα από το πρόγραμμα παραγωγής των αεροσκαφών F35 και  φάνηκε να παραπέμπει στις καλένδες την ικανοποίηση του τουρκικού αιτήματος για τα F16.

Η αναβάθμιση ωστόσο του τουρκικού παράγοντα χάρις στις εξελίξεις περί το Ουκρανικό και, εν συνεχεία, το Παλαιστινιακό οδήγησε στη βαθμιαία  ενίσχυση της θέσης της Τουρκίας στα αμερικανικά κέντρα εξουσίας. Το τουρκικό δε βέτο στην ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και η άρση του προσφέρθηκαν - τόσο στην Άγκυρα, όσο και στην κυβέρνηση Μπάιντεν - ως μοχλός για την ικανοποίηση των τουρκικών εξοπλιστικών αιτημάτων, αλλά και για την εξομάλυνση των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων γενικότερα. Με την ηθικο-πολιτική απαξίωση του κυριότερου επικριτή της Τουρκίας στο Κογκρέσο, του γερουσιαστή Μενέντεζ, απλώς να διευκολύνει τη σχετική δυναμική. 

Εν κατακλείδι

Εν κατακλείδι

Μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπάιντεν πρέπει φυσικά να αναμείνει τη συμπλήρωση της τετραετούς θητείας του Αμερικανού προέδρου. Ωρισμένες ωστόσο σταθερές της πολιτικής αυτής είναι ήδη ορατές΄ με χαρακτηριστικότερη ίσως τις ασκήσεις ισορροπίας για την αντιμετώπιση των μεγάλων διεθνοπολιτικών και γεωοικονομικών προκλήσεων.

Και ως προς μεν το Ουκρανικό, εμφανής είναι η προσπάθεια να διασφαλισθεί η αξιοπιστία της Ουάσιγκτον και να αποτραπεί μια ολοκληρωτική νίκη της Mόσχας χωρίς ωστόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες να ολισθήσουν προς πόλεμο με τη Ρωσία.

Προκειμένου για το Παλαιστινιακό, ο πρόεδρος Μπάιντεν, από τη μια στοχεύει στη λύση των δύο κρατών και επιχειρεί να απομακρύνει τον κίνδυνο μιας ευρύτερης περιφερειακής σύρραξης, από την άλλη όμως προσπαθεί να αποφύγει, κυρίως με τις προσεχείς γενικές εκλογές κατά νουν, την αποξένωση  δυναμικών μειοψηφιών στον χώρο του Δημοκρατικού Κόμματος που αμφισβητούν τις επιλογές του αυτές.

Και, σε ό,τι αφορά στο σινικό μέτωπο, το και πιθανώς κρισιμότερο, ο Αμερικανός πρόεδρος αναζητεί το σημείο ισορροπίας μεταξύ της ανάσχεσης του κύριου αμφισβητία της αμερικανικής τάξης πραγμάτων και της αποφυγής μιας απρόβλεπτων προεκτάσεων στρατιωτικής σύγκρουσης με το εντατικά εξοπλιζόμενο Πεκίνο.

Ενώ δε – όπως σαφώς προκύπτει και από την εφετινή ομιλία του για την Κατάσταση του Έθνους    [22]δεν παύει να θέτει στο επίκεντρο του διεθνοπολιτικού προτάγματος της κυβέρνησής του την προαγωγή μιας παγκόσμιας δικαιακής και δημοκρατικής τάξης, στην πράξη, βαδίζοντας κατά τούτο επί τα ίχνη μακράς σειράς προκατόχων του, εν ανάγκη θυσιάζει τις διακηρύξεις αρχών στο βωμό των αμερικανικών γεωπολιτικών, στρατηγικών, και οικονομικών συμφερόντων – ου μην αλλά και προσωπικών του πολιτικο-κομματικών σκοπιμοτήτων.

Κατά τα λοιπά, όπως είναι φυσικό, η εκλογική αναμέτρηση του Νοεμβρίου συγκρατεί ήδη το παγκόσμιο ενδιαφέρον΄ γεννώντας ειδικότερα, εντός και, ιδίως ίσως, εκτός ΗΠΑ, φόβους, αλλά και προσδοκίες εν σχέσει προς τους μετεκλογικούς διεθνείς προσανατολισμούς και επιλογές της αμερικανικής υπερδύναμης. Όμως, παρά τις προεκλογικές ρητορικές εξάρσεις των δύο κύριων μονομάχων, τόσο οι φόβοι αυτοί, όσο και οι προσδοκίες ενδέχεται να εμπερικλείουν ικανό στοιχείο υπερβολής.



[1] Biden Condemns Trump as Dire Threat to Democracy in a Blistering Speech, The New   York Times, 05-01-2024.

[2] Για μια αρκετά εξωραϊσμένη εικόνα των συναφών επιτευγμάτων της διακυβέρνησης Μπάιντεν από τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου, βλ. Jake Sullivan, The Sources of American Power, Foreign Affairs, November/December 2023. Για μια εξήγηση  από έναν επικριτή του κ. Τραμπ της συνεχιζόμενης ισχυρής λαϊκής υποστήριξης  προς τον τελευταίο, βλ. Bret Stephens, The Case for Trump … by Someone Who Wants Him to Lose, The New York Times, 11-01-2024.

[3] U.S. officially points the finger at Saudi Crown Prince Mohammed bin Salman for Khashoggi killing, NBC NEWS, 26-02-2021˙ και How Biden Came Around to MBS’ Plan for a New U.S.-Saudi Partnership, POLITICO, 15-06-2022.

[4] Για μια επιδοκιμαστική της στροφής αυτής άποψη, βλ. Robert Reich, Biden is turning away from free trade – and that’s a great thing, The Guardian, 29-08-2023˙ για μια επικριτική, βλ. Edward Alden, Biden’s Turn Against Trade Makes It Hard to Win Friends, Council on Foreign Relations, 29-06-2023.

[5] Fareed Zakaria, The Self-Doubting Superpower, Foreign Affairs, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2023.  Επίσης, Joseph Nye, American Greatness and Decline, Project Syndicate, 01-02-2024.

[6] Oliver Turner, How Middle Powers Are Redefining Global Politics, Real Clear World.

[7] Γ. Ε. Σέκερης, H Δυναμική Επανεμφάνιση του Ρωσικού Εθνικισμού στα Παγκόσμια Δρώμενα, Εθνικές Επάλξεις, τεύχος Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2023. Επί τη ευκαιρία  επισημαίνεται ότι στην υποσημείωση 13 του εν λόγω κειμένου αναφέρεται εσφαλμένως ως ημερομηνία απόπειρας πραξικοπήματος κατά του προέδρου  Ερντογάν ο Ιούλιος 2015 αντί του ορθού Iούλιος 2016.

[8] Για τα διλήμματα της προεδρίας Μπάιντεν αναφορικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, βλ. George Beebe και Anatol Lieven, Russia's upper hand puts US-Ukraine at a crossroads, Responsible Statecraft, 11-01-2024.

[9] Brian Bennett, Biden Asserts to Zelensky and the World That U.S. Will Back Ukraine ‘As Long As it Takes’, TIME, 21-12-2022˙ και ένα χρόνο αργότερα, James Politi, Joe Biden says US will back Ukraine ‘as long as we can’, Financial Times, 13-12-2023. Για μια σοβαρή, «ευρωκεντρική» πρόταση αντιμετώπισης του Ουκρανικού και των σχέσεων με τη Ρωσία, βλ. Anatol Lieven, The war in Ukraine holds two lessons: Russia isn’t an imminent threat, and Europe must rearm regardless, The Guardian, 23-02-2023.

[10] Michael Hirsh, The Biden Administration Is Quietly Shifting Its Strategy in Ukraine, POLITICO Magazine, 12-27-2023.

[11] Putin Quietly Signals He Is Open to a Cease-Fire in Ukraine, The New York Times, 23-12-2023.

[12] Graham Allison, Trump Is Already Reshaping Geopolitics. How U.S. Allies and Adversaries Are Responding to the Chance of His Return, Foreign Affairs, 16-01-2024. Ο συντάκτης, καθηγητής στο Χάρβαρντ, παραπέμπει επί πλέον στη δήλωση του πρώην προέδρου ότι «[θ]α έλεγα στον Ζελένσκι, όχι άλλη [βοήθεια]. Πρέπει να  τα βρεις [you have to make a deal]».

[13] Βλ. εμπεριστατωμένη κάλυψη θέματος στο υπ’ αριθ. 146 τεύχος των Εθνικών Επάλξεων.

[14] Narges Bajoghli και Vali Nasr, How the War in Gaza Revived the Axis of Resistance, Foreign Affairs, 17-01-2024. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, η Τεχεράνη, παρά τις περιφερειακές φιλοδοξίες της, δείχνει απρόθυμη να συμβάλει στην επέκταση του πολέμου κατά του Ισραήλ και των ΗΠΑ. Βλ. Ali Zaez, Why the War in Gaza Makes a Nuclear Iran More Likely, Foreign Affairs, 25-91-2024.

[15] Κατά τον Διευθυντή του European Council on Foreign Relations, Mark Leonard, «[Μ]ετά την κτηνώδη επίθεση της Χαμάς η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει  προσπαθήσει να συμβιβάσει τη δημόσια υποστήριξη προς το Ισραήλ με κατ’ ιδίαν πίεση προκειμένου το τελευταίο αυτό να στοχοποιεί προσεκτικότερα τις επιθέσεις του στη Γάζα και να είναι πιο ανοικτό σε μια πολιτική διευθέτηση με τους Παλαιστινίους.» Βλ. China’s Game in Gaza, Foreign Affairs, 08-01-2024. Βλ. επίσης, David Pierson, China’s Role in Iran-Saudi Arabia Deal Shows Xi’s Global Goals, The New York Times, 11-03-2023.

[16] Για τα οικονομικά και δημογραφικά προβλήματα του Πεκίνου, βλ. Howard French, The Reason China Can’t Stop Its Decline, Foreign Policy, 23-01-2024, και Paul Krugman, China’s Economy Is in Serious Trouble, The New York Times, 18-01- 2024. Για το ίδιο θέμα, αλλά και για μια ευρύτερη, διαφωτιστική παρουσίαση των σινο-αμερικανικών σχέσεων από τον καθηγητή στο Χάρβαρντ Graham Allison, βλ. Benjamin Hart, The ‘Thucydides’s Trap’ Author on the Risk of China-Bashing (msn.com), Intelligencer, 29-01-2024

[17] Χαρακτηριστικά, Σιτικές και Σουνιτικές δυνάμεις υπερβαίνουν τις  θρησκευτικές διαφορές τους προκειμένου για τη στήριξη των Παλαιστινίων στην παρούσα συγκυρία. Βλ. Toby Matthiesen, How Gaza Reunited the Middle East, Foreign Affairs, 09-02-2024.

[19] European Council conclusions on China, 30-06-2023, https://www.consilium.europa.eu/en/press/press-releases/2023/06/30/european-council-conclusions-on-china-30-june-2023/ Συναφές ενδιαφέρον παρουσιάζει και η από 19-02-2024 ανταπόκριση του Reuters, In unusual move, China offers to back Hungary in security matters.

[22]   Full Transcript of Biden’s State of the Union Speech, The New York Times, 08-04-2024.  https://www.nytimes.com/2024/03/08/us/politics/state-of-the-union-transcript-biden.html