Wednesday, May 31, 2017

ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ Η ΑΝΑΓΚΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ

Η διαχείριση των διεθνών μας σχέσεων πάσχει από έλλειμμα στρατηγικού σχεδιασμού, συντονισμού, και  ελέγχου περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλο τομέα της κρατικής πολιτικής. Είτε πρόκειται για το Κυπριακό, το Αιγαίο, και τα Ελληνοτουρκικά γενικότερα, είτε για τα Βαλκάνια, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, την Ανατολική Ευρώπη, ή την ευρύτερη Μέση Ανατολή, οι ελληνικές κυβερνήσεις περιορίζονται διαχρονικά σε ανακλαστικές, αποσπασματικές αντιδράσεις. Με τους διάφορους κρατικούς φορείς να ενεργούν μεμονωμένως και χωρίς κοινή στρατηγική πυξίδα· και με τη στρατηγική αυτή αβελτηρία να συνεπάγεται αυξημένους κινδύνους στην περίπτωση μειζόνων κρίσεων, τύπου Ιμίων ή Οτσαλάν, ο χαώδης χειρισμός των οποίων καταρρακώνει το ελληνικό γόητρο και υπονομεύει την εξωτερική θέση της χώρας. 
Η χάραξη, επομένως, μιας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής, η εκάστοτε υπό το φως των εξελίξεων αναπροσαρμογή της, και η συστηματική  παρακολούθηση της υλοποίησής της προβάλλουν ως επιτακτική εθνική ανάγκη. Χωρίς ωστόσο για την επίτευξη των στόχων αυτών να υπάρχει μαγική φόρμουλα. H γνώση, η διαίσθηση, η ευθυκρισία, η εμπειρία, και γενικότερα οι ικανότητες του κυβερνήτη - πρωθυπουργού ή προέδρου της δημοκρατίας, ανάλογα με τη μορφή του πολιτεύματος – είναι, εν προκειμένω, ένας καίριας σημασίας παράγοντας, τον οποίο κανένα οργανωτικό σχήμα δεν μπορεί να υποκαταστήσει. Εν τούτοις, σε μια ιδίως εποχή που οι ποικίλες συνιστώσες της υπό ευρεία έννοια εξωτερικής πολιτικής – η οικονομική, η  στρατιωτική, η διπλωματική, η πολιτισμική, η ομογενειακή, η μεταναστευτική – αλληλεξαρτώνται και αλληλεπιδρούν όσο ποτέ άλλοτε, προφανής είναι η σκοπιμότητα ο επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας να συνεπικουρείται από ένα επιτελικό, διυπηρεσιακό όργανο, ικανό να τον τηρεί συνεχώς ενήμερο των εξελίξεων και να του υποβάλλει σταθμισμένες εισηγήσεις για το πρακτέο.
Το έργο αυτό υποτίθεται ότι, το 1986, ανατέθηκε – μερικώς - στο νεοσύστατο τότε Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας, το γνωστό ΚΥΣΕΑ. Το οποίο όμως τάχιστα εκφυλίσθηκε σε απλό μέσο νομιμοποίησης εκ των προτέρων ειλημμένων αποφάσεων για τη σύνθεση της ηγεσίας και τις προμήθειες των ενόπλων δυνάμεων. Ενώ, για ευνόητους λόγους, ακόμη ακαταλληλότερο για ένα τέτοιον ρόλο έχει αποδειχθεί το υπουργικό συμβούλιο σε πλήρη σύνθεση. Με επακόλουθο τη διαιώνιση ενός επικίνδυνου κενού περί την εθνική στρατηγική  - ιδιαίτερα μάλιστα ανησυχητικού όταν ο λαμβάνων τις καθοριστικές αποφάσεις στην κορυφή στερείται της σχετικής προπαιδείας. 
Υπό το φως και της πρακτικής πολλών, πιθανώς των περισσότερων, σοβαρών κρατών ανά την υφήλιο, ως αρίστη λύση για την κάλυψη του κενού αυτού προκύπτει η συγκρότηση, υπό τον πρωθυπουργό – ή τον πρόεδρο της δημοκρατίας οψέποτε ο τελευταίος αυτός αποκτήσει ουσιώδεις εκτελεστικές αρμοδιότητες  – ενός Συμβουλίου Εθνικής Στρατηγικής· αποτελούμενου από τους πολιτικούς και υπηρεσιακούς προϊσταμένους βασικών υπουργείων, όπως το Εξωτερικών, το Αμύνης, και το Εθνικής Οικονομίας, και από τον διευθυντή της ΕΥΠ· διαθέτοντος κατάλληλη γραμματειακή και επιστημονική υποδομή· και λειτουργούντος επί διαρκούς βάσεως, προκειμένου να βρίσκεται ανά πάσαν στιγμή στη διάθεση του προέδρου του.
Σημειωτέον ότι ο προτεινόμενος νέος αυτός θεσμός δεν πρέπει να συγχέεται με υφιστάμενους φορείς, όπως οι επιτροπές της Βουλής, ή το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής (Ε.Σ.Ε.Π.), οι οποίοι στην ουσία έχουν ως αποστολή την ανταλλαγή πληροφοριών και απόψεων μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης και, στο μέτρο του δυνατού, την εξασφάλιση της στήριξης  από την τελευταία των επιλογών της πρώτης. Διότι την ευθύνη για τη χάραξη και την υλοποίηση της εθνικής στρατηγικής φέρουν ακέραιη οι εκάστοτε κυβερνώντες. Και η μεν ενημέρωση της αντιπολίτευσης είναι επιβεβλημένη. Δοθέντος όμως του επικρατούντος κομματικού λαϊκισμού, η επίτευξη της επιθυμητής εθνικής συναίνεσης αποδεικνύεται κατά κανόνα προβληματική· σε ακραίες δε περιπτώσεις, όπως κατ’ εξοχήν εκείνη του Κομμουνιστικού Κόμματος, είναι εξ ορισμού ανέφικτη.
Κατά τα λοιπά, η εκπλήρωση των προαπαιτουμένων για μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική εξαρτάται από την ποιότητα των ταγών μας. Όσο το φθαρμένο πολιτικό προσωπικό παραμένει στην εξουσία – αδιάφορο αν ως κυβέρνηση ή ως αντιπολίτευση – και οι πιο εύστοχες εισηγήσεις ειδικών θα μένουν στα αζήτητα· ή, υιοθετούμενες, θα διαστρέφονται. Ως εκ τούτου, και η συγκεκριμένη – μείζονος, όντως, σημασίας – μεταρρύθμιση, μόνο ως μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής ανανέωσης είναι πραγματοποιήσιμη.

Sunday, May 21, 2017

Ο ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΣΤΗΝ ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ

Παρά τις δυσοίωνες δημοσιογραφικές προβλέψεις, η συνάντηση Ερντογάν-Τραμπ της 16ης Μαΐου στον Λευκό Οίκο σηματοδότησε μια σχετικώς επιτυχή προσπάθεια των δύο προέδρων να ελέγξουν τις στρατηγικές τους διαφορές χάριν των συμμαχικών τους,  διμερών και νατοϊκών, δεσμών. Οι οποίοι δεσμοί, ενώ κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου είχαν ως κύριο – και σχεδόν αποκλειστικό - αντικείμενο την ανάσχεση της Σοβιετικής Ένωσης, στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον εστιάζονται πρωτίστως στα μεσανατολικά δρώμενα.   
Κεκηρυγμένος κεντρικός στόχος της αμερικανικής πολιτικής στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και ειδικότερα στην Συρία και στο Ιράκ είναι αυτή τη στιγμή η εξόντωση του Ισλαμικού Κράτους. Δοθέντος δε ότι τον στόχο αυτόν συμμερίζονται, τόσο το Ιράν, όσο και η Ρωσία, υπό κάποια έννοια και οι δύο αυτές δυνάμεις λειτουργούν εξ αντικειμένου ως σύμμαχοι των Αμερικανών στον αγώνα κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας. Κατά τα λοιπά όμως, Μόσχα και Τεχεράνη προωθούν δικές τους πολιτικές εν πολλοίς αντίθετες προς τις ευρύτερες αμερικανικές επιδιώξεις στην περιοχή. Στηρίζοντας αμφότερες αναφανδόν το καθεστώς Ασάντ παρά τις αμερικανικές ενστάσεις· και, οι Ιρανοί ειδικότερα, επιδιώκοντας την δημιουργία ενός σιιτικού τόξου εχθρικού προς τις στενά συνδεδεμένες με την Ουάσιγκτον σουνιτικές δυνάμεις της Σαουδικής Αραβίας, του Περσικού Κόλπου, της Ιορδανίας και της Αιγύπτου, καθώς και προς τον κύριο μεσανατολικό σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών  Ισραήλ.  
Στο πολύπλοκο δε αυτό γεωπολιτικό περιβάλλον η Τουρκία, λόγω γεωγραφικής θέσης, στρατιωτικής ισχύος, και σουνιτικής θρησκευτικής ταυτότητας, προσφέρεται ως πολλαπλώς χρήσιμος από αμερικανικής σκοπιάς εταίρος: ως σύμμαχος κατά του Ισλαμικού Κράτους – εναντίον του οποίου η Άγκυρα έχει πλέον στραφεί αποφασιστικά μετά μια αρχική περίοδο αμφιταλάντευσης και έως και υπόθαλψης των δραστηριοτήτων του· ως αντίβαρο στις ρωσικές και ιρανικές ηγεμονικές βλέψεις – παρά τα οικονομικά και ενεργειακά συμφέροντα που συνδέουν σε κάποιο βαθμό την Άγκυρα με την Μόσχα και την Τεχεράνη· και ως βαρύνον μέλος ενός άτυπου, υπό αμερικανική αιγίδα, σουνιτικού συνασπισμού, δυναμένου να συμβάλει στην επιτυχή αντιμετώπιση του τρομοκρατικού Ισλάμ και του ρωσικού και του ιρανικού παράγοντα, αλλά και στην επίλυση του Παλαιστινιακού υπό όρους αποδεκτούς από το εβραϊκό κράτος. Με ενδεικτική της σημασίας που η αμερικανική πλευρά αποδίδει στην αξιοποίηση του μετριοπαθούς σουνιτικού στοιχείου την (εν εξελίξει κατά την σύνταξη του παρόντος κειμένου)  επίσκεψη του προέδρου Τραμπ στην Σαουδική Αραβία.
Στην φυσική όμως αυτή τουρκο-αμερικανική σύμπλευση παρεμβάλλεται εδώ και καιρό το μείζον πρόσκομμα του Κουρδικού. Καθώς η Ουάσιγκτον θεωρεί τους ντε φάκτο αυτονομημένους επ’ ευκαιρία της συριακής κρίσης Κούρδους της Συρίας υπό το Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) βασική συνιστώσα των στρατιωτικών δυνάμεων που αντιπαρατάσσονται στο Ισλαμικό Κράτος και τους ενισχύει με πολεμικό υλικό, ενώ η Άγκυρα τους αντιμετωπίζει ως συμπαραστάτες και συνεργούς του εν Τουρκία εκτός νόμου αποσχιστικού Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (ΡΚΚ) - το οποίο σημειωτέον και οι ίδιοι οι Αμερικανοί κατατάσσουν επισήμως στις τρομοκρατικές οργανώσεις.
Την σοβούσα αυτή κρίση στις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις η συνάντηση στον Λευκό Οίκο παρέσχε στους δύο προέδρους την ευκαιρία να θέσουν υπό μερικό, τουλάχιστον, έλεγχο. Με τον κ. Τραμπ να διαβεβαιώνει στο πλαίσιο της καθιερωμένης συνέντευξης τύπου ότι “υποστηρίζουμε την Τουρκία στον αγώνα κατά …τρομοκρατικών ομάδων όπως …το ΡΚΚ, και θα διασφαλίσουμε ότι δεν θα εύρουν ασφαλές καταφύγιο». Και με τον κ. Ερντογάν να εξαίρει τις συνομιλίες του με τον Αμερικανό πρόεδρο ως «ιστορική αναστροφή κλίματος» στις σχέσεις των δύο χωρών. Ενώ, σύμφωνα με την έγκυρη Wall Street Journal, «οι ΗΠΑ αναβαθμίζουν τις κοινές προσπάθειες με την Τουρκία στον τομέα των πληροφοριών» προκειμένου «οι Τούρκοι αξιωματούχοι να μπορούν αποτελεσματικότερα να εντοπίζουν και διώκουν…το ΡΚΚ».
Σημειωτέον ότι αυτή καθαυτή η επίσκεψη Ερντογάν και οι τιμές που επιδαψιλεύθηκαν στον Τούρκο πρόεδρο αποτελούν πρόσθετο ευπρόσδεκτο κέρδος για τον τελευταίο αυτόν, στο μέτρο που συνιστά την πανηγυρική αναγνώριση από την Ουάσιγκτον της νέας τάξης πραγμάτων στην Τουρκία μετά την ευρέως επικριθείσα, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στις ίδιες τις ΗΠΑ, καθεστωτική αλλαγή της 16ης Απριλίου.  Κάτι που δεν πρέπει να εκπλήσσει υπό το φως, τόσο των εγκωμιαστικών για το πρόσωπο του Τούρκου προέδρου προεκλογικών δηλώσεων του κ. Τραμπ, όσο, κυρίως, του «νέου» δόγματος εξωτερικής πολιτικής που προσφάτως εξέθεσε δημοσία ο υπουργός εξωτερικών κ. Ρεξ Τίλερσον· σύμφωνα με το οποίο "υπό ορισμένες συνθήκες, εάν εξαρτήσουμε τις προσπάθειές μας στον τομέα της εθνικής ασφάλειας από την υιοθέτηση από κάποιον των αξιών μας, το πιθανόν είναι ότι δεν θα μπορέσουμε να επιτύχουμε τους στόχους ή τα συμφέροντά μας στον τομέα της εθνικής ασφάλειας». (Βλ. Tillerson Points to Shift in U.S. Foreign Policy Priorities, Wall Street Journal, 4-5-2017.)
Αναμφίβολα το Κουρδικό θα παραμείνει οδυνηρό αγκάθι στο πλευρό των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων. Εξ ίσου προφανές όμως είναι – και η επίσκεψη Ερντογάν στον Λευκό Οίκο το επιβεβαίωσε - ότι αμφότερες οι πλευρές έχουν ισχυρούς λόγους και πρόθεση να ελέγξουν τις διαφορές τους και να συνεργασθούν.  Πρόκειται για μια γεωπολιτική παράμετρο που η ελληνική ηγεσία καλά θα κάνει να συνυπολογίσει στους στρατηγικούς της σχεδιασμούς. Και να μην παρασυρθεί από τις κυκλοφορούσες φαντασιώσεις περί επικείμενης ρήξης μεταξύ της υπερδύναμης και της γείτονος.

Monday, May 15, 2017

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ

Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πτυχή των πρόσφατων εκλογικών αναμετρήσεων στην Γαλλία, Ολλανδία και Αυστρία είναι η ανάδειξη της αμφίσημης σχέσης μεταξύ του ενωσιακού εγχειρήματος και της εθνικής ταυτότητας των ευρωπαϊκών λαών. Με την αμφισημία αυτή να δίνει λαβή σε διαφορετικές και εν πολλοίς αντιθετικές θεωρήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η κατά τα άλλα ευρείας αποδοχής ευρωπαϊκή ιδέα – μόνη ουσιαστική εν προκειμένω εξαίρεση απετέλεσαν, επί Ψυχρού Πολέμου, τα υπό σοβιετικό έλεγχο ή επιρροή κομμουνιστικά κόμματα  - έθετε ευθύς εξ αρχής τους θιασώτες της προ διλήμματος, στο μέτρο που η εμβάθυνση της σύμπραξης των ευρωπαϊκών κρατών εξηρτάτο εκ των πραγμάτων από θυσία εθνικής τους κυριαρχίας. (Κατά την γνωστή λαϊκή ρήση, ομελέτα χωρίς να σπάσεις αυγά δεν γίνεται.) Ως εκ τούτου δε, οι τοποθετήσεις των πολιτικών δυνάμεων των κοινοτικών εταίρων έναντι της ευρωπαϊκής οικοδόμησης – από το προωθημένο ομοσπονδιακό όραμα του Ζαν Μονέ έως την χαλαρή «Ευρώπη των εθνικών κρατών» του στρατηγού ντε Γκολ - παρουσίαζαν ανέκαθεν κρίσιμες διαφορές.
***
Στο υπό διαμόρφωση νέο παγκόσμιο περιβάλλον, και ειδικότερα υπό την διπλή πίεση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και των μεταναστευτικών ροών, το αρχικό ευρωκοινοτικό δίλημμα – η δοσολογία, τρόπον τινά, μεταξύ ευρωπαϊκής ενοποίησης και κρατικής κυριαρχίας – έχει οξυνθεί. Και μάλιστα τείνει να υποκαταστήσει τις παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ Δεξιάς, Αριστεράς, και Κέντρου. Όπως προκύπτει, τόσο από τις γαλλικές, ολλανδικές και αυστριακές εκλογές, όσο και από τον δημόσιο διάλογο στο σύνολο των κοινοτικών χωρών γενικότερα.
Παράλληλα με τις προφανείς θετικές πλευρές της  - ειδικότερα την ανάπτυξη του εμπορίου και την κυκλοφορία κεφαλαίων και τεχνογνωσίας - η οικονομική παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται την διεύρυνση της γεωγραφικής εμβέλειας των χρηματοπιστωτικών κρίσεων και την αύξηση της τοξικότητάς τους· και συνακόλουθα πυροδοτεί ανά την υφήλιο προστατευτικές αντιδράσεις των πληττομένων. Με τους Ευρωπαίους ειδικότερα, ιδίως μετά την εκδήλωση της κρίσης του 2009, να αναζητούν τρόπους προστασίας των οικονομιών τους από τις συχνά αθέμιτες εμπορικές και χρηματοπιστωτικές πρακτικές των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων της Βόρειας Αμερικής και της Ανατολικής Ασίας. Αλλά συγχρόνως να διαφωνούν ως προς το θεσμικό πλαίσιο των σχετικών μέτρων. Καθώς, άλλοι μεν ευνοούν την κάλυψη των κοινοτικών οικονομιών ως ενιαίου συνόλου, με αντίστοιχη ενίσχυση του ρόλου και αρμοδιοτήτων των Βρυξελλών έναντι των εθνικών πρωτευουσών· και άλλοι, αντιθέτως, τάσσονται υπέρ ενός προστατευτισμού με στενά εθνικό πρόσημο - ήτοι επικεντρωμένου στα εθνικά σύνορα και υπό τον αποκλειστικό έλεγχο των εθνικών αρχών.
Η αντιπαράθεση δε αυτή μεταξύ της στενά εθνοκεντρικής και της ευρύτερα ευρωπαϊκής αντίληψης επεκτείνεται και στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στο εσωτερικό των κοινοτικών κρατών - και όλως ιδιαίτερα σε σχέση με την σκοπιμότητα της διατήρησης του ευρώ και της στήριξής του μέσω μιας κοινής δημοσιονομικής πολιτικής.
Ενώ ανάλογη δυσαρμονία σημειώνεται και ως προς την άλλη κρίσιμη πρόκληση που η Κοινοτική Ευρώπη καλείται να αντιμετωπίσει στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα: το μεταναστευτικό. Το οποίο, πέραν από τις μεικτές, θετικές και αρνητικές, οικονομικές επιπτώσεις του στις χώρες υποδοχής,  συνεπάγεται για τις τελευταίες αυτές μια μείζονα πολιτισμική δοκιμασία.
Σύμφωνα με σφυγμομέτρηση που διενήργησε προσφάτως το αξιόπιστο Κέντρο Ερευνών Pew (http://www.pewglobal.org/2017/02/01/methodology-37/), οι Ευρωπαίοι γενικώς θεωρούν την γλώσσα «θεμελιώδες συστατικό της εθνικής τους ταυτότητας»· αποδίδουν επίσης ιδιαίτερη εν προκειμένω βαρύτητα «στα εθνικά ήθη και έθιμα» - πολλοί δε, ιδίως στην Ελλάδα, και στην θρησκεία·  και για τους περισσότερους «είναι σημαντικό για να θεωρηθεί κάποιος συμπατριώτης τους να έχει γεννηθεί στην χώρα τους».
Ωστόσο, η διάχυτη αυτή συναντίληψη περί εθνικής ταυτότητας δεν σημαίνει και σύμπτωση απόψεων ως προς τα μέσα προστασίας της. Και η μεν πολιτισμική αφομοίωση των ήδη εγκατεστημένων σε κοινοτικές χώρες μεταναστών τυγχάνει γενικής σχεδόν υποστήριξης – μεταξύ άλλων ως μέσο καταπολέμησης της ισλαμογενούς τρομοκρατίας. Ως προς την συνέχιση όμως των μεταναστευτικών εισροών οι πολιτικές δυνάμεις διχάζονται. Με άλλες να τάσσονται υπέρ της ελεγχόμενης, περιορισμένης και επιλεκτικής εισδοχής προσφύγων και μεταναστών και της ακριβοδίκαιης κατανομής των εισερχομένων μεταξύ των κοινοτικών εταίρων· και με άλλες, αντιθέτως, να πιέζουν για το σφράγισμα των εθνικών τους, τουλάχιστον, συνόρων.
Η πρόσφατη εκλογική μονομαχία Μακρόν-Λε Πεν προσωποποίησε θεαματικά τις αποκλίνουσες αυτές αντιλήψεις. Χωρίς ωστόσο η νίκη του πρώτου να προεξοφλεί την τελική έκβαση του κρίσιμου μπρα-ντε-φερ που διεξάγεται ανά την ΕΕ με αντικείμενο τον κοινοτικό ρόλο - και, κατ’ ουσίαν, το μέλλον του ευρωενωσιακού εγχειρήματος. Σημειωτέον δε ότι η τοποθέτηση έναντι της ευρωπαϊκής ενοποίησης και ειδικότερα του τρόπου αντιμετώπισης των επιπτώσεων της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και του μεταναστευτικού φαινομένου αποτελεί αυτή τη στιγμή τον κυριότερο, ίσως, παράγοντα διαφοροποίησης των ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων. Ενδεικτικό το ότι σχεδόν παντού στην Ευρωπαϊκή Ένωση η κυβερνητική συνεργασία αποδεικνύεται ευκολότερη μεταξύ «δεξιών» και «αριστερών» κομμάτων παρά μεταξύ φιλοευρωπαϊκών και ευρωσκεπτικών.
***
Ως σχετικώς μικρή και πολλαπλώς ευπρόσβλητη χώρα, η Ελλάδα φυσικό είναι να υπολογίζει στην ευρωενωσιακή αλληλεγγύη - και άρα να θέλει μια όσο το δυνατόν συνεκτικότερη Ευρώπη. Οι τύχες μας όμως εξαρτώνται πρωτίστως από την ποιότητα της διακυβέρνησής μας. Η οποία, δυστυχώς, εδώ και καιρό υστερεί τραγικά. Και επομένως για το κατάντημά μας τους εαυτούς μας πρέπει να μεμφόμεθα και όχι τους όποιους «ξένους».