Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση άρθρου στο επόμενο τεύχος των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικού οργάνου του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).
Οι σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση
είναι διαχρονικά αμφίσημες: Μετά την αρχική βυζαντινή τους μαθητεία, οι Ρώσοι αναζήτησαν
εκσυγχρονιστικά πρότυπα στον ευρωπαϊκό χώρο και, εν συνεχεία, στον
βορειοαμερικανικό – εμμένοντας όμως στη διακριτή πολιτισμική τους ταυτότητα˙
και θέτοντας τη δυτική τεχνολογική και οργανωτική εμπειρία στην υπηρεσία
μεγαλεπήβολων εθνικών τους εγχειρημάτων, ανάλογων προς τα εδαφικά και δημογραφικά μεγέθη τους. Και, από
την πλευρά τους, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, αναγκάσθηκαν εκ των πραγμάτων να
αντιμετωπίσουν τον ρωσικό γίγαντα, υπό τις εκάστοτε πολιτειακές μεταμορφώσεις
του, ως μείζονα συνιστώσα του γεωπολιτικού γίγνεσθαι, και, κατά περίπτωση, ως
σύμμαχο ή αντίπαλο˙ χωρίς ωστόσο να τον θεωρούν μέρος του δυτικού κόσμου.
Η αμφισημία δε αυτή χαρακτηρίζει
και τις σχέσεις της Δύσης με τη μετασοβιετική Ρωσία. Καθώς, μετά μια αρχική
παρένθεση φαινομενικής ηρεμίας, οφειλόμενη κυρίως στην εντός της Ρωσικής
Ομοσπονδίας μεταβατική σύγχυση, οι δυτικές πρωτεύουσες και η Μόσχα, αφ’ ενός, αναμοχλεύουν
τις μεταξύ τους αντιθέσεις, και, αφ’ ετέρου, υπό την πίεση κοινών συμφερόντων,
οδηγούνται σε προσπάθειες προσέγγισης, ου μην αλλά και σύμπραξης.
Με την
μεταψυχροπολεμική αναζωπύρωση των εντάσεων να βαρύνει και τις δύο πλευρές –
ενδεχομένως δε περισσότερο την ισχυρότερη, και θα υπέθετε κανείς νηφαλιότερη,
δυτική. Οι Αμερικανοί ειδικότερα, παραβλέποντας τη ρωσική ψυχοσύνθεση και
κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, προώθησαν αμέσως μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ
μια οικονομική και πολιτική «φιλελευθεροποίηση» ευνοούσα στην πράξη μια ομάδα
αδίστακτων «ολιγαρχών», και αντικειμενικά υπονομευτική της συνοχής του ρωσικού
Κράτους. Και προκάλεσαν έτσι στους κόλπους του ρωσικού πληθυσμού έντονη
αγανάκτηση και αύξοντα αντιδυτικά σύνδρομα. Ενώ ΝΑΤΟ και ΕΕ υιοθέτησαν – το πρώτο
παρά τις αρχικές περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις ηγετών του – πολιτική
ταχύρρυθμης διεύρυνσης προς τα ρωσικά σύνορα, και αγνόησαν τα ρωσικά συμφέροντα
κατά τη διαχείριση της γιουγκοσλαβικής κρίσης. Με επακόλουθο τη διέγερση του
διαχρονικού αισθήματος ανασφάλειας των Ρώσων, ιδιαίτερα έντονου σε σχέση με το
«εγγύς εξωτερικό» τους. Και συνεπώς δεν πρέπει να εκπλήσσει, ούτε το ότι ο ρωσικός
λαός αναζήτησε – και βρήκε στο πρόσωπο του σημερινού προέδρου – ισχυρό ηγέτη
παραδοσιακής, αυταρχικής κοπής, ούτε το ότι επί διακυβέρνησης Πούτιν, με
δεδομένη και την ελλειμματική ήπια ισχύ της Μόσχας, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη
στρατιωτική συνιστώσα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. [i]
Χαρακτηριστικές του χάσματος που
χωρίζει την πρόσληψη των εν προκειμένω εξελίξεων από δυτικής και ρωσικής
σκοπιάς είναι οι εκ διαμέτρου αντίθετες εκατέρωθεν αναγνώσεις των κρίσεων της Γεωργίας και της Ουκρανίας. Τις
οποίες, οι μεν Δυτικοί εξέλαβαν ως μέρος μιας προσπάθειας της ρωσικής πλευράς
να ανακτήσει τα απολεσθέντα αυτοκρατορικά της εδάφη, οι δε Ρώσοι ως εκδηλώσεις
μιας δυτικής πολιτικής αποσκοπούσης στην εξασθένιση και ταπείνωση της χώρας
τους. Δεδομένων δε των άκρως αποσταθεροποιητικών επιπτώσεων των δύο αυτών
κρίσεων επί των ρωσο-δυτικών σχέσεων κατά την τελευταία δεκαετία, αξίζει να
παρατεθούν σε κάποια έκταση οι σχετικές, διαφωτιστικές κατά τον γράφοντα, απόψεις
δύο διάσημων Αμερικανών διεθνολόγων.
Σε παλαιότερο άρθρο του πρώην
υπουργού εξωτερικών και συμβούλου πλειόνων προέδρων Χένρι Κίσινγκερ – συνυπογραφέν
από τον επίσης διατελέσαντα υπουργό εξωτερικών Τζορτζ Σουλτς – περιλαμβάνονται
και οι ακόλουθες επισημάνσεις αναφορικά με το εν πλήρει τότε εξάρσει Γεωργιανό:
«Όπως οι περισσότεροι πόλεμοι, η
γεωργιανή κρίση προήλθε από μια σειρά λανθασμένων υπολογισμών. Η Τιφλίδα
υπολόγισε κακώς τα περιθώρια στρατιωτικής δράσης που διέθετε και την έκταση της
ρωσικής απόκρισης. Και η Μόσχα από την πλευρά της ενδέχεται να εξεπλάγη από την
αντίδραση της Δύσης στην…επέμβασή της.»
Ενώ για την ουκρανική κρίση στο
ίδιο αυτό κείμενο διαπιστώνεται ότι «[π]άρα πολύ συχνά το ουκρανικό ζήτημα
παρουσιάζεται ως αναμέτρηση [showdown]:
κατά πόσον η Ουκρανία θα προσχωρήσει στην Ανατολή ή τη Δύση. Για να επιβιώσει,
όμως, και να ευημερήσει, η Ουκρανία δεν πρέπει να είναι προφυλακή της μιας
πλευράς κατά της άλλης – πρέπει να λειτουργήσει ως γέφυρα μεταξύ τους…Η
Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αναγνωρίσει ότι η γραφειοκρατική της νωθρότητα και η
υποταγή του στρατηγικού στοιχείου στην εσωτερική πολιτική ενώ διαπραγματευόταν
τη σχέση της Ουκρανίας με την Ευρώπη συνέβαλε στη μετατροπή μιας
διαπραγμάτευσης σε κρίση…Η αντιμετώπιση της Ουκρανίας ως μέρους μιας
αναμέτρησης Ανατολής-Δύσης θα ματαίωνε για δεκαετίες κάθε προοπτική διαμόρφωσης
μεταξύ Ρωσίας και Δύσης – και ιδίως Ρωσίας και Ευρώπης – ενός συστήματος
διεθνούς συνεργασίας…Αυτό που [οι Ρώσοι ηγέτες] έχουν επιδιώξει, ενίοτε αδέξια, είναι η αποδοχή ως ισοτίμων σε ένα νέο
διεθνές σύστημα, και όχι ως ηττημένων ενός Ψυχρού Πολέμου, στους οποίους είναι
δυνατόν να υπαγορεύονται όροι.» [ii]
Ανάλογες δε επιφυλάξεις για τους
δυτικούς χειρισμούς περί το Ουκρανικό διατυπώνει και ο διεθνώς αναγνωρισμένος καθηγητής
του Πανεπιστημίου του Σικάγου John J. Mearsheimer˙ κατά τον
οποίο, «[τ]ις μεγαλύτερες ευθύνες για την κρίση φέρουν ο ι Ηνωμένες Πολιτείες και
οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους. Η ρίζα των δεινών έγκειται στη νατοϊκή διεύρυνση,
κεντρικό στοιχείο μιας ευρύτερης στρατηγικής για την απομάκρυνση της Ουκρανίας
από την τροχιά της Ρωσίας και την ενσωμάτωσή της στη Δύση. Συγχρόνως δε η
διεύρυνση της ΕΕ προς ανατολάς και η στήριξη του κινήματος υπέρ της δημοκρατίας
στην Ουκρανία – ξεκινώντας με την Πορτοκαλί Επανάσταση το 2004 – υπήρξαν επίσης
κρίσιμοι συντελεστές….Για τον Πούτιν η παράνομη ανατροπή του δημοκρατικά
εκλεγέντος και φιλο-Ρώσου προέδρου – την οποία ορθώς αποκάλεσε πραξικόπημα –
ήταν το ‘ως εδώ και μη παρέκει’ [the last straw]. Αντέδρασε προσαρτώντας την Κριμαία,
φοβούμενος ότι η χερσόνησος αυτή θα φιλοξενούσε νατοϊκή βάση, και
αποσταθεροποιώντας την Ουκρανία έως ότου εγκαταλείψει τις προσπάθειες ένταξής
της στη Δύση.» [iii]
***
Ασχέτως όμως εκατέρωθεν ευθυνών,
γεγονός είναι ότι οι δύο αυτές κρίσεις – η γεωργιανή και η ουκρανική, ιδίως δε
δεύτερη – πυροδότησαν μια αύξουσα ένταση μεταξύ Μόσχας και δυτικών πρωτευουσών,
τόσο σε διμερές, όσο και σε συλλογικό – νατοϊκό και ευρωενωσιακό – επίπεδο. Με τους
Δυτικούς – ΗΠΑ, Καναδά, και ΕΕ – να επιβάλλουν οικονομικές κυρώσεις κατά της
Μόσχας και να ενισχύουν τη στρατιωτική παρουσία τους στην ανατολική πτέρυγα της
Ατλαντικής Συμμαχίας. Και με τους Ρώσους να προβάλλουν επικοινωνιακά τη
στρατιωτική τους ισχύ˙ να στηρίζουν τους ομόγλωσσούς των αντικαθεστωτικούς στην
Ανατολική Ουκρανία˙ να εισάγουν ανταποδοτικούς περιορισμούς στην εισαγωγή
γεωργικών κυρίως προϊόντων από τη Δύση˙ να καταβάλλουν προσπάθειες δημιουργίας
προγεφυρωμάτων στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή, εν μέρει ως έμμεση απάντηση
στην, όπως εκτιμούν, δυτική επιδίωξη απομόνωσής τους˙ και να επιχειρούν να διεμβολίσουν
τον δυτικό συνασπισμό, με όπλο, μεταξύ άλλων, το ενεργειακό. Στο κλίμα δε αυτό,
ουκ ολίγοι διεθνείς – δυτικοί ιδίως – παρατηρητές μιλούν για ένα νέο ψυχρό
πόλεμο, και ακόμη και για το ενδεχόμενο θερμής σύγκρουσης. Μια τέτοια όμως
ακραία ανάγνωση των ρωσο-δυτικών σχέσεων αγνοεί την εκ των πραγμάτων σύγκλιση
καίριας σημασίας εκατέρωθεν συμφερόντων.
Κλειδί για μια ρεαλιστική
αποτίμηση του ρωσικού παράγοντα από δυτικής σκοπιάς είναι η διττή ιδιότητα της
Ρωσίας ως μεγάλης περιφερειακής δύναμης, και συγχρόνως ως πυρηνικής
υπερδύναμης. Πιο συγκεκριμένα:
· Ως κάτοχος
πυρηνικού οπλοστασίου εφάμιλλου του αμερικανικού, η Μόσχα διαθέτει έναντι της
Ουάσιγκτον και της Ατλαντικής Συμμαχίας γενικότερα την ικανότητα της «αμοιβαίως
εξασφαλισμένης καταστροφής». Ανεξάρτητα επομένως από κάθε άλλη παράμετρο, ο
αμοιβαίος έλεγχος των πυρηνικών εξοπλισμών αποτελεί μείζονα για Δύση
προτεραιότητα.
· Το
Κρεμλίνο ασκεί επιρροή σε ολόκληρο τον εκτεταμένο γεωπολιτικό περίγυρο της
Ρωσικής Ομοσπονδίας, και συνεπώς η αντιμετώπιση των εκεί δυτικού ενδιαφέροντος
περιφερειακών κρίσεων καθιστά τη συνεργασία του, κατά περίπτωση, από χρήσιμη
έως απαραίτητη.
· Ενώ ο
σχετικά φθίνων ρωσικός γίγας λειτουργεί, εξ αντικειμένου, ως αντίβαρο στον
ανερχόμενο κινεζικό. Ο οποίος, όπως και
πάλι ο Κίσινγκερ αποφαίνεται σε πρόσφατη συνέντευξή του, « θέλει να αποκαταστήσει τον ιστορικό της ρόλο ως το Βασίλειο του Μέσου
και να γίνει ‘ο κύριος σύμβουλος ολόκληρης της ανθρωπότητας’». [iv]
Σημειωτέον δε ότι, σε αντίθεση με την ευεξηγήτως προσεκτική αυτή τοποθέτηση του
αρχιτέκτονος της επί προεδρίας Νίξον σινο-αμερικανικής προσέγγισης, πολλοί
σοβαροί διεθνείς παρατηρητές χαρακτηρίζουν ευθέως τον διαφαινόμενο ηγεμονισμό
του Πεκίνου ως την πλέον επίφοβη σήμερα εν δυνάμει απειλή κατά των δυτικών
συμφερόντων.
Αλλά και η Μόσχα, από την πλευρά
της, έχει επιτακτικούς λόγους, όχι μόνο να απεύχεται τη ρήξη με τον Δυτικό
Κόσμο, αλλά και να αναζητεί τρόπους προσέγγισής του. Ειδικότερα:
· Η ρωσική
οικονομία είναι σχετικά ασθενής και στενότατα συνδεδεμένη με τη Δύση, και
ειδικότερα με την Ευρωπαϊκή Ένωση – τον κύριο εμπορικό της εταίρο και επενδυτή. [v]
· Το
Κρεμλίνο είναι φυσικό να απεύχεται μια κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών με την
Ουάσιγκτον, την οποία η ρωσική οικονομία δεν αντέχει. Πέραν τούτου, μολονότι καθοριστικής
σημασίας ως ύστατο μέσο απόκρουσης μειζόνων απειλών κατά της εθνικής της
υπόστασης, το ρωσικό πυρηνικό οπλοστάσιο, δεν προσφέρεται για τη διεξαγωγή
περιορισμένων πολιτικο-στρατιωτικών επεμβάσεων και συγκρούσεων. Ενώ οι ρωσικές συμβατικές
δυνάμεις υπολείπονται κατά πολύ των δυτικών. [vi]
· Οι
κίνδυνοι από το ακραίο Ισλάμ είναι οξύτεροι για τους Ρώσους παρά για τους Δυτικούς, με τους Μουσουλμάνους
να αποτελούν το 15% περίπου του πληθυσμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας και σε επτά
δημοκρατίες της την πλειοψηφία. [vii]
· Και,
παρά τις ευκαιριακές σινο-ρωσικές λυκοφιλίες, η θεαματική ενδυνάμωση και οι
διαφαινόμενες ηγεμονικές προθέσεις του Πεκίνου ανησυχούν τους Ρώσους τουλάχιστον
όσο και τους Δυτικούς.
Συμβολική αναγνώριση από την
Ουάσιγκτον του διεθνούς βάρους της Μόσχας αποτέλεσε η επί προεδρίας Ομπάμα
απόπειρα «επανεκκίνησης» [reset] των αποτελματωμένων σχέσεων μεταξύ των δύο πρωτευουσών.
Ωστόσο, η αρχικά ελπιδοφόρος εκείνη πρωτοβουλία
ταχέως ακυρώθηκε από τις εντάσεις μεταξύ των δύο πρωτευουσών περί την Ουκρανία
και τη Μέση Ανατολή, σε συνδυασμό με το αντιρωσικό σύνδρομο ισχυρών πολιτικών,
διοικητικών, και στρατιωτικών αμερικανικών κύκλων – μεταξύ άλλων, προσκείμενων
στον Ρεπουμπλικανικό κόμμα ή και με ενεργό παρουσία στη σημερινή κυβέρνηση. Των
οποίων η επιρροή – καθοριστική και για
την επιβολή πρόσθετων κυρώσεων κατά της Ρωσίας επί παρούσης προεδρίας – παρεμβάλλει δυσυπέρβλητα εμπόδια στη
διαφαινόμενη επιδίωξη του προέδρου να εξομαλύνει τις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις. Τόσω μάλλον που ο πρόεδρος Τραμπ
εγκαλείται από τους αντιπάλους του έως και για συμπαιγνία [collusion] με τους Ρώσους
διαρκούσης της προεκλογικής του εκστρατείας προς επηρεασμό των ψηφοφόρων υπέρ
της υποψηφιότητάς του – χωρίς σημειωτέον η μομφή αυτή να έχει μέχρι τώρα στοιχειοθετηθεί
από τη σχετική νομική έρευνα.
Είναι πολύ πιθανό, βέβαια, ότι ο κ.
Πούτιν προτιμούσε πράγματι να εκλεγεί ο κ. Τραμπ μάλλον παρά η κυρία Κλίντον. Κάτι,
άλλωστε, που ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος έχει παραδεχθεί δημοσία – αποκρούοντας φυσικά
συγχρόνως την κατηγορία της ανάμειξης των υπηρεσιών του στην αμερικανική
εκλογική διαδικασία. [viii]
Από την άλλη, όμως, είναι λίαν απίθανο οι
ρωσικές αυτές υπηρεσίες να ήταν σε θέση να επηρεάσουν ουσιαστικά, πόσω μάλλον
καθοριστικά, το αμερικανικό εκλογικό αποτέλεσμα. [ix]
Και πάντως, όπως προθύμως αναγνωρίζει και παλαιό υψηλόβαθμο στέλεχος της CIA αρμόδιο για τη
Ρωσία, «επιχειρήσεις επηρεασμού εκλογών» διεξάγουν «ιστορικά» και οι ίδιες οι
Ηνωμένες Πολιτείες. [x]
***
Όπως και να έχει το πράγμα, ο κ.
Τραμπ, αφού επανειλημμένως, τόσο ως υποψήφιος όσο και μετά την εγκατάστασή του
στον Λευκό Οίκο, ετάχθη δημοσία υπέρ της συνεργασίας με τη Ρωσία προς αντιμετώπιση
περιφερειακών κρίσεων και καταπολέμηση της τρομοκρατίας,[xi]
προχώρησε σε τρεις, μέχρι στιγμής, συναντήσεις με τον Ρώσο ομόλογό του. Σε δύο
προκαταρκτικές, τρόπον τινά: τον Ιούλιο
2017 στο Αμβούργο, στο περιθώριο της συνόδου κορυφής των G20, και, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους στο Βιετνάμ, επ’
ευκαιρία της συνόδου του οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού [APEC]. Και, την 16η Ιουλίου του
τρέχοντος έτους, στην πολυσυζητημένη συνάντηση κορυφής του Ελσίνκι. Τούτο δε παρά
τις σφοδρές ενστάσεις, θυελλώδεις προκειμένου για την συνάντηση στη φινλανδική
πρωτεύουσα, όχι μόνο των Δημοκρατικών αντιπάλων του, αλλά και στους κόλπους του
ίδιου του Ρεπουμπλικανικού κόμματος – με επίκεντρο πάντοτε τις υποτιθέμενες
σκοτεινές συναλλαγές του κ. Τραμπ με τη ρωσική ηγεσία. Ωστόσο, εις πείσμα των
αντιδράσεων αυτών, και οι τρεις συναντήσεις αποδείχθηκαν παραγωγικές.
Και στις δύο πρώτες μεν, κατεγράφη
αξιοσημείωτη πρόοδος σε σχέση με το Συριακό. [xii]
Ενώ η συνάντηση του Ελσίνκι, μολονότι δεν φαίνεται να απέδωσε δεσμευτικές συγκλίσεις,
ενδέχεται, χάρις στον ισχυρό συμβολισμό της, να άνοιξε, ή μισάνοιξε έστω, τον
δρόμο για μια γενικότερη ρωσο-αμερικανική προσέγγιση. Ένα δρόμο μετ’ εμποδίων, ασφαλώς,
όπως προκύπτει και από τα προσκόμματα στα οποία προσκρούει η πρόσκληση του κ.
Τραμπ προς τον Ρώσο πρόεδρο να επισκεφθεί την Ουάσιγκτον. [xiii]
Ο οποίος πρόεδρος Πούτιν, από την
πλευρά του, ναι μεν ανταποκρίνεται ασμένως στα αμερικανικά ανοίγματα, πλην όμως
εμμένει συγχρόνως στην πάγια ρωσική στρατηγική επιδίωξη του διεμβολισμού της
ενότητας της Δύσης. Και συνακόλουθα επιχειρεί να εκμεταλλευθεί προς τούτο, τόσο
τις ευρωπαϊκές δυσαρέσκειες για μια σειρά πρωτοβουλιών του προέδρου Τραμπ, όσο
και τις ενδοευρωπαϊκές διαιρέσεις. Σε αντίθεση
όμως με τις ιδεολογικές αγκυλώσεις της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής, το
ιδεολογικά απροσδιόριστης απόχρωσης σημερινό Κρεμλίνο ρυθμίζει τη στάση του
έναντι των Ευρωπαίων με κυρίαρχο κριτήριο τα ρωσικά εθνικά συμφέροντα. Στηρίζοντας,
εν κρυπτώ ή ευθέως κατά περίπτωση, αντισυστημικές ευρωσκεπτικές δυνάμεις,
κομματικές ή και κυβερνητικές, και των δύο άκρων – του «δεξιού» και του «αριστερού»
- του παραδοσιακού ιδεολογικού φάσματος.[xiv]
Αλλά και καλλιεργώντας συγχρόνως τις διακρατικές του σχέσεις στον ευρύτερο
δυτικό χώρο.
Ωστόσο, οι διασπαστικές ρωσικές προσπάθειες
δεν έχουν στεφθεί με ιδιαίτερη επιτυχία: οι περισσότερες κοινοτικές κυβερνήσεις,
μεταξύ των οποίων και οι ιθύνουσες, έχουν μέχρι στιγμής κατορθώσει να
αντιτάξουν, τόσο σε διμερές όσο και σε ευρωενωσιακό επίπεδο ένα στοιχειωδώς
ενιαίο μέτωπο˙ ενώ ανάλογος δυτικός συντονισμός σημειώνεται και στο νατοϊκό
πλαίσιο. [xv]
Ειδικότερα, οι δύο συνιστώσες του
γαλλογερμανικού άξονα – κινητήριας δύναμης της ΕΕ, όταν λειτουργεί – συμπίπτουν
σήμερα σε μια πολιτική έναντι της Μόσχας συνδυάζουσα τον καλοπροαίρετο διάλογο
με τη διατήρηση της πίεσης των οικονομικών, κυρίως, κυρώσεων έως ότου η
διαπραγματευτική προσπάθεια αποδώσει καρπούς. Ενώ, όμως, ο Γάλλος πρόεδρος
υιοθετεί μια πρωτίστως γεωπολιτική λογική, εναρμονισμένη με τη διεθνοπολιτική
παράδοση και την παρούσα στρατιωτική ισχύ της χώρας του, η Γερμανίδα καγκελάριος
αποκλίνει προς μια περισσότερο οικονομική προσέγγιση, αντανακλώσα το
στρατιωτικό έλλειμμα του Βερολίνου και τον ευρέως διαδεδομένο στον γερμανικό
λαό αντιμιλιταρισμό.[xvi]
Από την άλλη, αδιάλλακτη γραμμή
ακολουθεί από μακρού έναντι της Μόσχας η τρίτη μεγάλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα: το
Λονδίνο˙ επικαλούμενο τώρα και τη δολοφονική δράση ρωσικών μυστικών υπηρεσιών
σε βρετανικό έδαφος. Ωστόσο, παρά τις χειρονομίες αλληλεγγύης εκ μέρους των περισσότερων λοιπών Δυτικών προς τους
Βρετανούς συμμάχους, η περιπέτεια του μπρέξιτ περιστέλλει δραστικά τη βρετανική
επιρροή επί των στρατηγικών επιλογών, όχι μόνο στον κοινοτικό χώρο, αλλά και
στην Ουάσιγκτον.[xvii]
***
Υπό τις κρατούσες συνθήκες, προβλέψεις
για την περαιτέρω πορεία των σχέσεων της Δύσης με τη Ρωσία είναι τουλάχιστον παρακινδυνευμένες.
Βέβαιο αντιθέτως είναι ότι μια συγκρουσιακή ρήξη των σχέσεων αυτών θα
αποδειχθεί καταστροφική και για τις δύο πλευρές. Ενώ ορατό είναι και το πλαίσιο
μιας δυνητικής προσέγγισης Ρωσίας-Δύσης. Στο οποίο κατ’ ανάγκην συμπεριλαμβάνονται:
· Η επανάληψη
των ρωσο-αμερικανικών διαπραγματεύσεων για τον έλεγχο των πυρηνικών οπλοστασίων.
· Ο συντονισμός
του χειρισμού μειζόνων προβλημάτων και κρίσεων κοινού ενδιαφέροντος στην Άπω
και Μέση Ανατολή, όπως το Βορειοκορεατικό, το Συριακό, και το Ιρανικό.
· Η συνεργασία
για την καταπολέμηση της ισλαμογενούς τρομοκρατίας.
· Και,
πρωτίστως, η σταθεροποίηση του χώρου κατά μήκος των ευρωπαϊκών συνόρων της
Ρωσίας, με επίκεντρο την Ουκρανία.
Ωστόσο, η μεθόδευση του
νευραλγικής σημασίας Ουκρανικού προσκρούει, καθοριστικά εκ πρώτης όψεως, στο
αδιέξοδο περί το καθεστώς της Κριμαίας. Καθώς η επιστροφή της τελευταίας αυτής στην
ουκρανική επικράτεια είναι για τη ρωσική πλευρά αδιανόητη˙ και, από την άλλη, η
αναγνώριση της προσάρτησής της στη Ρωσική Ομοσπονδία συνεπάγεται για τους
Δυτικούς απαράδεκτη απώλεια γοήτρου.
Ενδεχόμενη, όμως, έξοδος από το διπλωματικό
αυτό αδιέξοδο διαφάνηκε ήδη στο Ελσίνκι. Όπου – σύμφωνα με προσωπική δήλωση του
προέδρου Πούτιν μετά το πέρας των συνομιλιών – ο μεν Αμερικανός πρόεδρος
εξέφρασε την πάγια νατοϊκή θέση ότι η
προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία ήταν παράνομη, ο ίδιος δε ο Ρώσος
πρόεδρος κατέστησε σαφές στον κ. Τραμπ ότι διαφωνεί˙ και παρά ταύτα το θετικό
κλίμα της συνάντησης κορυφής παρέμεινε αδιατάρακτο. [xviii]
Εν προκειμένω, άλλωστε, υπάρχει το ιστορικό προηγούμενο της διαχρονικής άρνησης
των ΗΠΑ να αναγνωρίσουν τη βίαιη προσάρτηση των βαλτικών χωρών στη Σοβιετική
Ένωση, χωρίς εξ αυτού του λόγου να εμποδισθεί η προσέγγιση, και ακόμη και η
συμμαχία της Ουάσιγκτον με τη Μόσχα, όταν τούτο κρίθηκε αναγκαίο.
Πέραν όμως των επί μέρους, ποικίλλουσας έκτασης και σημασίας
διαφορών, την εξομάλυνση των σχέσεων των δυτικών χωρών και όλως ιδιαίτερα των
Ηνωμένων Πολιτειών με τη Ρωσία δυσχεραίνει η τάση πολλών με επιρροή στη Δύση να
την συναρτούν με τον «εκδημοκρατισμό» του ρωσικού πολιτικού συστήματος. Πρόκειται
για μια προσέγγιση που, όταν βέβαια δεν υιοθετείται προσχηματικά, στερείται γεωπολιτικής
λογικής - και από την οποία ορθότατα ο
Αμερικανός πρόεδρος έχει αποστασιοποιηθεί. Όπως στο παρελθόν, έτσι και σήμερα οι
δυτικές κυβερνήσεις, εξυπηρετώντας, συχνά μείζονα, εθνικά τους συμφέροντα, καλλιεργούν
στενότατες σχέσεις με καθεστώτα ασυγκρίτως πιο αυταρχικά, ανελεύθερα, και
ασύμβατα με τις δυτικές αξίες και ευαισθησίες από το ρωσικό – όπως είναι κατ’
εξοχήν ορισμένα μεσανατολικά. Δοθέντος
δε του μάλλον θλιβερού απολογισμού των μέχρι τούδε δυτικών αποπειρών
«καθεστωτικής αλλαγής», η πρόταξη από τις δυτικές πρωτεύουσες κατά τη
διαμόρφωση των διακρατικών τους σχέσεων του κριτηρίου της δημοκρατικής
διακυβέρνησης έχει νόημα μόνο έναντι
χωρών που, είτε ανήκουν, είτε επιδιώκουν να ενταχθούν στον ευρωενωσιακό ή στον νατοϊκό
πυρήνα. Όπερ, βέβαια, ουδόλως αποκλείει την – ιδιαίτερα δυσχερή – προσπάθεια
προαγωγής των δυτικών θεσμών και αξιών και στον ευρύτερο διεθνή χώρο˙ διά της πειθούς,
όμως, και – ιδίως – δια του παραδείγματος.
***
Λίγες σκέψεις εν κατακλείδι για
τις γενικές αρχές που ενδείκνυται να διέπουν την πολιτική της χώρας μας έναντι
της Ρωσικής Ομοσπονδίας:
Εν πρώτοις, το «ανήκομεν εις την
Δύσιν», έστω και αν μπορούσε να διατυπωθεί επιτυχέστερα, αποδίδει την ουσία διαχρονικών
– και, όπως απεδείχθη στην πράξη, ορθών στις γενικές τους γραμμές – επιλογών
του νεοελληνικού κράτους από ιδρύσεώς του. Η συμμετοχή μας όμως στο δυτικό
σύστημα – στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ κατά κύριο λόγο – εκτός
από οφέλη, συνεπάγεται δεσμεύσεις και υποχρεώσεις. Τις οποίες έχουμε κάθε
συμφέρον να τηρούμε. Διότι θα ήταν αφροσύνη να λειτουργήσουμε ως αδύνατος
κρίκος του Δυτικού Κόσμου, προσφερόμενοι στη ρωσική προσπάθεια διεμβολισμού του.
Από την άλλη, όπως άλλωστε και οι
λοιποί δυτικοί σύμμαχοι και εταίροι, στις σχέσεις μας με τη Μόσχα διαθέτουμε ευρέα
περιθώρια για την προαγωγή των ιδιαίτερων εθνικών μας συμφερόντων –
γεωπολιτικών, οικονομικών, ενεργειακών, πολιτισμικών. Με τη ρωσική πολιτική στα
Βαλκάνια, έναντι της Τουρκίας, και επί του Κυπριακού να επηρεάζει αμεσότερα τα
συμφέροντα αυτά. Και με τον δεσμό μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων που συνιστά η
Ορθοδοξία να προσφέρεται ως χρήσιμος παράγοντας προσέγγισης των δύο χωρών μας –
υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η άλλη πλευρά δεν επιχειρεί να τον
εκμεταλλευθεί εις βάρος μας.
Τέλος, δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε ότι έχουμε απέναντί
μας μια μεγάλη δύναμη. Η οποία διαθέτει περιορισμένες ίσως δυνατότητες να μας
ωφελήσει, πολύ όμως μεγαλύτερες να μας βλάψει. Και, συνεπώς, οι χειρισμοί μας
έναντι της Ρωσίας πρέπει, όλως ιδιαιτέρως, να φέρουν τη σφραγίδα του μέτρου και
της αυτοσυγκράτησης.
[i] Για μια πρόσφατη, λίαν διεξοδική
παρουσίαση του όλου θέματος της νατοϊκής διεύρυνσης, των δυτικών διαβεβαιώσεων,
και των ρωσικών αντιδράσεων, βλ. NATO expansion. What Gorbachev heard, National Security Archive, Washington
University, 16-3-2018
[ii]
Βλ. Henry A. Kissinger
and George P. Shultz, Building on Common
Ground with Russia, 8-10-2008. Στο
ίδιο πνεύμα δυτικής αυτοσυγκράτησης κινούνται και οι προτάσεις του Κίσινγκερ
για την επίλυση του εν τω μεταξύ οξυμένου Ουκρανικού σε άρθρο του υπό τον τίτλο
How the Ukraine crisis ends, στην Washington Post της
6ης Μαρτίου 2014.
[iii]
Βλ. John J. Mearsheimer, Why the Ukraine
Crisis Is the West’s Fault, Foreign Affairs, τεύχος Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου
2014.
[iv]
Βλ. συνέντευξη παραχωρηθείσα στον Edward Luce, Lunch with the Henry Kissinger, Financial Times, 20-7-2018
[vi] Βλ. Alasdair Sandford, NATO military spending continues to dwarf
that of Russia, Εuronews, 2/05/2018
[vii] Βλ. επί παραδείγματι: Ιslamic State Claims Multiple Attacks in
Chechnya Violence returns to region of Russia where authorities have cracked
down on Muslim extremism, Wall Steet Journal, 20-8-2018,
[viii]
Βλ. ενδιαφέρουσα σχετική ανταπόκριση του Tom
Powell, υπό το τίτλο Trump-Putin meeting: Vladimir Putin admits
he wanted Donald Trump to win election as US president praises Russian
counterpart, στο φύλο της 16ης Ιουλίου 2018 της Evening Standard του Λονδίνου.
[ix]
Βλ. Edward Luce, Liberal America’s unhealthy fixation on
Russia, Financial Times, 6-12-2017. Κατά τον ανταποκριτή της έγκυρης βρετανικής εφημερίδας στην Ουάσιγκτον, «η φιλελεύθερη Αμερική» (πρόκειται κυρίως
για τους Δημοκρατικούς αντιπάλους του σημερινού προέδρου) διακατέχεται από μια
«αρρωστημένη μονομανία με τη Ρωσία»,
αποδίδοντας αναποδείκτως και την εκλογική νίκη του κ. Τραμπ στις – πράγματι
επιχειρηθείσες – ρωσικές παρεμβάσεις στην αμερικανική εκλογική διαδικασία.
[x] Βλ. Scott Shane Russia Isn’t the Only One Meddling in
Elections. We Do It, Too, The New York Times, 17-2-2018
[xi] Βλ. σχετικώς: Γ. Ε. Σέκερης, Ένας χρόνος εξωτερικής πολιτικής Τραμπ,
Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 122, σελ. 18-19, «Οι
αμφίσημες σχέσεις με τη Ρωσία» και σχετικές παραπομπές.
[xii] Και οι δύο αυτές συναντήσεις επικεντρώθηκαν
κατά κύριο λόγο στη Συρία. Στο Αμβούργο, ειδικότερα, συμφωνήθηκε κατάπαυση
πυρός στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας˙ και ένα μήνα μετά τη συνάντηση στο
Βιετνάμ εξαγγέλθηκε η μερική αποχώρηση των εκεί ρωσικών δυνάμεων.
[xiii]Βλ. Donald Trump postpones summit with Vladimir Putin until new year, The
Guardian, 25-7-2018.
[xiv] Ακραία περίπτωση ήταν η αδέξια
ρωσική παρέμβαση στις γαλλικές προεδρικές εκλογές υπέρ της κυρίας Λεπέν. Όπερ
δεν εμπόδισε την εν συνεχεία ανάπτυξη εποικοδομητικών σχέσεων με τον
θριαμβεύσαντα ρεαλιστή πρόεδρο Μακρόν.
[xv] Για μια αναλυτική παρουσίαση μερικών
εκ των διλημμάτων που αντιμετωπίζει το ΝΑΤΟ στο ανατολικό του πλευρό, βλ. Ulrich
Kühn, Preventing Escalation in the
Baltics: A NATO Playbook, Carnegie Endowment for International Peace,
28-3-2018
[xvi] Xαρακτηριστική εκδήλωση της γερμανικής αυτής προσέγγισης είναι η προώθηση
από το Βερολίνο του ρωσο-γερμανικού πετρελαιαγωγού Nord Stream II – παρά την έντονη αντίθεση, μεταξύ άλλων των
Αμερικανών, οι οποίοι αντιτάσσουν σοβαρά γεωπολιτικά επιχειρήματα, αλλά πιθανότατα
έχουν επίσης κατά νουν και συγκεκριμένα ανταγωνιστικά αμερικανικά ενεργειακά συμφέροντα.
Βλ. Why Nord Stream 2 is the
world’s most controversial energy project. Critics say that the natural-gas
pipeline will strengthen Russia’s hand in Europe and isolate Ukraine, The
Economist, 7-8-2018. Για μια θετική παρουσίαση του αμφισβητούμενου εγχειρήματος,
βλ. Eugene Rumer, Opposition to Nord Stream 2 makes no sense
for America or Europe. Fears of Russian domination through gas sales ignore
earlier pipeline projects, Financial Times, 12-8-2018.
[xvii]
Βλ. Για τις βρετανικές και συμμαχικές αντιδράσεις στην αποδιδόμενη στις ρωσικές υπηρεσίες δηλητηρίαση πρώην Ρώσου πράκτορα και της κόρης του στην Αγγλία, βλ. μεταξύ άλλων: Western allies expel
scores of Russian diplomats over Skripal attack. US orders expulsion of 60
officials as succession of EU states announce similar moves, Guardian,
27-3-2018˙ και Mary
Dejevsky, The UK’s obsession with the
Russian bogeyman doesn’t stack up, The Guardian, 14-5-2018. Για τις επιπτώσεις του Μπρέξιτ στη διεθνή επιρροή του
Λονδίνου, βλ. Tunku Varadarajan, Move
over Britain, France is America’s ‘special’ friend. With Brexit, the UK has
lost its global heft and its usefulness to Washington, Politico, 30-4-2018.
[xviii]
Βλ. Trump and Putin Pledge Cooperation on Global Affairs, But Offer Few
Details, Wall Street Journal, 16-7-2018.
No comments:
Post a Comment