Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση από το 126ο τεύχος των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικού οργάνου του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).
Όλο και συχνότερα θρηνείται η
κατάλυση μιας θεσμοθετημένης φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης [rules-based liberal order] που ουσιαστικώς ουδέποτε υπήρξε.[i]
H ψυχροπολεμική περίοδος κυριαρχήθηκε από την
ανταγωνιστική, πολιτικοστρατιωτική ισορροπία ισχύος μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Με
τους Αμερικανούς, πάντως, να διαθέτουν, χάρις στην οικονομική και πολιτισμική
τους υπεροχή, το προβάδισμα˙ και να διαμορφώνουν, με τη στήριξη των συμμάχων
τους, ένα πλέγμα διεθνών οργανισμών και κανονισμών που ευνοούσε τα γεωπολιτικά,
οικονομικά, και άλλα συμφέροντά τους και διευκόλυνε την άσκηση πίεσης επί των
αντιπάλων τους.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής
Ένωσης έθεσε τέλος στον αμερικανοσοβιετικό αυτόν διπολισμό. Σε πολύκροτο άρθρο
του αρχομένης της δεκαετίας των ’90, ο διάσημος δημοσιογράφος και συγγραφέας
Τσαρλς Κράουτχαμερ [Charles Krauthammer], εκφράζοντας
το πνεύμα των καιρών, εξήγγειλε την έλευση της «μονοπολικής στιγμής» [unipolar moment]. Δηλαδή την ανάδειξη των Ηνωμένων Πολιτειών σε κυρίαρχο
πλέον πόλο της διεθνούς ζωής, δεσπόζοντα έναντι των περιστρεφόμενων γύρω του «δευτεροκλασάτων» δυνάμεων. Προσθέτοντας
ωστόσο, ότι «εν καιρώ, σε καμιά ίσως
γενεά, ο πολυπολισμός [multipolarity] αναμφίβολα
θα έλθει». [ii]
Ένας ιδιότυπος πολυπολισμός
Όλα δε δείχνουν ότι η
προαναγγελθείσα αυτή μετάλλαξη των παγκόσμιων συσχετισμών συντελείται ήδη.
Συγκρινόμενος όμως με τον μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων πολυπολισμό, ο
σημερινός παρουσιάζει – τουλάχιστον επί του παρόντος – μια κρίσιμη ιδιοτυπία:
Παρά την συν τω χρόνω συρρίκνωση των περιθωρίων υπεροχής τους έναντι των λοιπών
παικτών στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να συγκεντρώνουν
την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία και ως προς τις τρεις μορφές ισχύος – τόσο τη
στρατιωτική και την οικονομική, όσο και τη λεγόμενη «ήπια», ήτοι την
πολιτισμική, αξιακή, και θεσμική ακτινοβολία˙ [iii]
διατηρώντας έτσι καθοριστικό ρόλο στα παγκόσμια δρώμενα.
Και σε ό,τι αφορά στη στρατιωτική
ισχύ, είναι ενδεικτικό ότι οι αμερικανικές αμυντικές δαπάνες υπερέβησαν το 2017 το άθροισμα των επτά
επόμενων σε μέγεθος στρατιωτικών προϋπολογισμών – με αυξητική προοπτική για το
2019.[iv] Μολονότι δε το ρωσικό πυρηνικό οπλοστάσιο
είναι πάντοτε συγκρίσιμο με το αμερικανικό, οι συμβατικές δυνάμεις των ΗΠΑ
υπερέχουν πλέον κατά πολύ όλων των λοιπών ανά τον πλανήτη˙ παρέχοντας έτσι στην
Ουάσιγκτον καθοριστικό πλεονέκτημα προκειμένου για περιορισμένες στρατιωτικές
επεμβάσεις, για τη διεξαγωγή των οποίων η προσφυγή σε πυρηνικά όπλα συνεπάγεται
υπέρμετρη διακινδύνευση - και έως τώρα έχει επιμελώς αποφευχθεί. Σημειωτέον,
ωστόσο, ότι μια πρόσφατη έκθεση του Κογκρέσου κρούει τον κώδωνα του κινδύνου οι
ΗΠΑ να απωλέσουν τη στρατιωτική τους υπεροχή, εάν δεν καταβάλουν ακόμη
μεγαλύτερες προσπάθειες. [v]
Κατά τα λοιπά, η στρατιωτική
ισχύς, καθώς και γενικότερα το διεθνοπολιτικό βάρος ενός κράτους συναρτώνται
στενά με την οικονομική του ευρωστία. Υπό το πρίσμα δε αυτό, πολύς λόγος έγινε
προς στιγμήν για την εξισορρόπηση της αμερικανικής οικονομικής και συνακόλουθα
και της στρατιωτικής και γεωπολιτικής ισχύος από ένα υποτιθέμενο συνασπισμό
οικονομικώς αναδυόμενων χωρών – Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας, Κίνας, και Νότιας
Αφρικής – γνωστό υπό την ευρηματική βραχυλογία BRICS. Το αφήγημα όμως αυτό έχει ήδη
απομυθοποιηθεί.
Κατ’ αρχάς, οι αντιθέσεις μεταξύ
των εν λόγω κρατών υπεραντισταθμίζουν τις όποιες διαφωνίες τους με την
Ουάσιγκτον. Πέραν όμως τούτου, η Βραζιλία και η Νότια Αφρική, παρά τους
εκτεταμένους ανθρώπινους και φυσικούς πόρους των, μαστίζονται από μια χρόνια
κρίση διακυβέρνησης που εξασθενίζει τις οικονομικές τους επιδόσεις και
αποδυναμώνει τη διεθνή τους παρουσία. Ενώ, η όντως αναδυόμενη οικονομικά και
γεωπολιτικά Ινδία, αντιμέτωπη με επικίνδυνες προκλήσεις επί των βόρειων και
ανατολικών συνόρων της, όχι μόνο δεν αμφισβητεί – πλέον – την παγκόσμια ηγετική
παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά αντιθέτως επιδιώκει τη στρατηγική
αναβάθμιση των ινδο-αμερικανικών σχέσεων.
Οι κύριοι αμφισβητίες της
αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας
Από την άλλη, ισχυρούς, εκ πρώτης
όψεως, τίτλους για να διεκδικήσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο μεταλλασσόμενο
διεθνές περιβάλλον δείχνουν να διαθέτουν οι δύο μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις
Ρωσία και Κίνα. Οι οποίες, όχι μόνο καταφανώς δυσανασχετούν με την αμερικανική
πρωτοκαθεδρία, αλλά και συχνά αντιτίθενται ενεργώς στις γεωπολιτικές επιλογές
της Ουάσιγκτον.
Οι κατανοητές όμως, υπό το φως
εδαφικών και δημογραφικών μεγεθών, γεωγραφίας, και ιστορίας, γεωπολιτικές
φιλοδοξίες της ρωσικής ηγεσίας προσκρούουν σε μια οικονομία προβληματική, όμηρο
της τιμής του πετρελαίου, και της οποίας το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν ανέρχεται
μόλις στο δέκα τοις εκατό του αμερικανικού -
με επακόλουθο και οι ρωσικές στρατιωτικές δαπάνες να μην υπερβαίνουν το
ένα δέκατο εκείνων των ΗΠΑ. Και ναι μεν η Ρωσία παραμένει πυρηνική υπερδύναμη
και συνεπώς διαθέτει το ύστατο αμυντικό όπλο της αμοιβαίας εξασφαλισμένης
καταστροφής, πλην όμως το περιορισμένο συμβατικό στρατιωτικό της δυναμικό θέτει
στενά όρια στις επεμβατικές της δυνατότητες εκτός εθνικών της συνόρων. Όπερ
εξηγεί μερικώς και την προφανή αμφιθυμία τής έναντι της Ουάσιγκτον ρωσικής
στάσης˙ η οποία συνδυάζει τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό με την αποφυγή ρήξης και
στρατιωτικής, ιδίως, σύγκρουσης.[vi]
Ισχυρότερη, εν προκειμένω,
εμφανίζεται η θέση του Πεκίνου. Βέβαια, ο Κράουτχαμερ μετά βίας είχε στέρξει να
συμπεριλάβει την οικονομικώς ασθενή και πολιτικώς δοκιμαζόμενη τότε Κίνα ακόμη και
στις «δευτεροκλασάτες» μεταψυχροπολεμικές δυνάμεις. Ωστόσο η έκτοτε εντυπωσιακή
οικονομική ανάπτυξη της ΛΔΚ, η συνεχής ενίσχυση του στρατιωτικού της δυναμικού,
και η διεύρυνση της διεθνούς οικονομικής, διπλωματικής, και στρατιωτικής
παρουσίας και επιρροής της την καθιστούν σήμερα, κατά πολλούς, την ευνοϊκότερα
τοποθετημένη δύναμη για να διεκδικήσει εν καιρώ την ισοτιμία με τις Ηνωμένες
Πολιτείες – αν όχι ακόμη και να εκτοπίσει τους Αμερικανούς από την κορυφή της
παγκόσμιας ιεραρχίας ισχύος. [vii]
Μια προοπτική, όμως, που ουκ
ολίγοι αμφισβητούν, επικαλούμενοι, μεταξύ άλλων: τη δυσυπέρβατη απόσταση που
χωρίζει το εξ $ 9.5 τρις κινεζικό ΑΕΠ από τα $17 τρις του αμερικανικού,
δεδομένης μάλιστα της πιθανότητας οι ρυθμοί ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας
να επιβραδυνθούν˙ την ως εκ τούτου δυσχέρανση της εξοπλιστικής προσπάθειας του
Πεκίνου, οι στρατιωτικές δαπάνες του οποίου – οι πραγματικές, όχι οι ακόμη
χαμηλότερες επίσημες – μόλις ανέρχονται αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με το έγκυρο
Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης, στο ένα τρίτο των
αμερικανικών˙ τη διάχυτη κρατική διαφθορά, το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ
πλουσίων και πτωχών, και τις συνακόλουθες κοινωνικές εντάσεις εντός της
κινεζικής επικράτειας, καθώς και τις μειονοτικές αναταραχές στο Σινγιάνγκ και
στο Θιβέτ˙ και, κρίσιμο για την ανάδειξη
μιας χώρας σε πραγματική υπερδύναμη, το έλλειμα ήπιας ισχύος. Με το κινεζικό
καθεστώς, ένα συνδυασμό κομματικού απολυταρχισμού και ενός μίγματος κρατικού
και άγριου ιδιωτικού καπιταλισμού, να στερείται, σε αντίθεση με την πάλαι ποτέ
ΕΣΣΔ, εξαγώγιμου ιδεολογήματος. Και με τις προσπάθειες που καταβάλλει για τη
διεύρυνση της διεθνούς επιρροής του μέσω οικονομικών σχέσεων και διπλωματίας να
δυσχεραίνονται από τις απροκάλυπτες ηγεμονικές του κινήσεις στον γεωπολιτικό
του περίγυρο.[viii]
Ήπια ισχύς και διεθνείς επιλογές
των ΗΠΑ
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες,
αντιθέτως, η ήπια ισχύς αποτελεί μείζονα πηγή διεθνούς επιρροής. Προκύπτει δε
κατά κύριο λόγο από τις πολιτικές αξίες και θεσμούς της αμερικανικής συμπολιτείας˙
την παγκόσμια ακτινοβολία των αμερικανικών εκπαιδευτικών και ερευνητικών
ιδρυμάτων˙ την ευρύτατη διάδοση της αμερικανικής κουλτούρας μέσω των σύγχρονων
επικοινωνιακών μέσων˙ και την πολυμερή διπλωματική επιρροή που ασκεί η
Ουάσιγκτον στο πλαίσιο των συμμαχιών και εταιρικών της σχέσεων και των διεθνών
οργανισμών. Ενώ, μετά την κατάρρευση της Μέκκας του κομμουνισμού, οι μόνοι
υπολογίσιμοι ιδεολογικοί – σε
αντιδιαστολή με τους γεωστρατιωτικούς και γεωοικονομικούς - αντίπαλοι των
Ηνωμένων Πολιτειών, όπως άλλωστε και της Δύσης γενικότερα, είναι οι θρησκευτικοί και εθνοφυλετικοί
φανατισμοί.
Ευρέως υποστηρίζεται βέβαια ότι
το εντυπωσιακό αυτό αμερικανικό κεφάλαιο ήπιας ισχύος διασπαθίζεται από τη
στενά εθνοκεντρική προσέγγιση και το επικοινωνιακό ύφος του πρόεδρου Τραμπ.
Δύσκολα δε μπορεί να αμφισβητηθεί ότι επίμαχες
μονομερείς επί προεδρίας Τραμπ ενέργειες της Ουάσιγκτον, όπως, επί
παραδείγματι, η απόσυρση από τη διεθνή συμφωνία για την κλιματική αλλαγή,[ix]
ή ακόμη και από εκείνη για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, αλλά και τα
απαξιωτικά σχόλια του Αμερικανού προέδρου για διεθνείς θεσμούς αμερικανικής
κυρίως επινόησης όπως ο ΟΗΕ, ή και προσωπικώς για προσκείμενους στις ΗΠΑ
Ευρωπαίους και άλλους ξένους ηγέτες, έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη διεθνή
εικόνα των ΗΠΑ – όλως ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Ωστόσο, η ιστορική εμπειρία
καταδεικνύει ότι και οι ατυχέστερες δηλώσεις ή επιλογές των εκάστοτε προέδρων
αδυνατούν να κλονίσουν τους βασικούς πυλώνες της αμερικανικής ήπιας ισχύος.
Ενώ, η τάση – ενίοτε υπό την επήρεια μιας κατανοητής ηθικής φόρτισης - προς
συνολική καταδίκη των διεθνοπολιτικών πεπραγμένων της προεδρίας Τραμπ
παρουσιάζει τα μειονεκτήματα κάθε υπερβολής. Χαρακτηριστική η ομολογία, τρόπον
τινά, ενός συντάκτη έγκυρης βρετανικής εφημερίδας και αυστηρού επικριτή του
Αμερικανού προέδρου, ότι «κοιτάζοντας
ενδεχομένως τη φωτεινή πλευρά της προεδρίας Τραμπ, θα έβλεπα μια φρέσκια
προσέγγιση της Βόρειας Κορέας και της Ρωσίας, μια επανεκκίνηση [reset] του παγκόσμιου εμπορίου, μια ρεαλιστική
επανεξέταση [reality check] του ΝΑΤΟ». [x] Και πράγματι ο πρόεδρος Τραμπ αποδεικνύεται,
μέχρι στιγμής τουλάχιστον, αρκετά αποτελεσματικός στον χειρισμό του
Βορειοκορεατικού˙ επιδιώκει, παρά τις οξείες εσωτερικές αντιδράσεις, να
βελτιώσει - από θέση ισχύος, σημειωτέον - τις σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία˙ προσπαθεί
να τοποθετήσει τις οικονομικές σχέσεις της χώρας του σε περισσότερο
ανταποδοτική βάση – με περιορισμένη είναι αλήθεια μέχρι στιγμής επιτυχία, και
ενίοτε υποτάσσοντας σημαντικές γεωπολιτικές παραμέτρους των σχέσεων αυτών σε
στενά εμπορικές και εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες˙[xi]
και φαίνεται να επιτυγχάνει την αυξημένη συμβολή των ευρωπαϊκών μελών του ΝΑΤΟ
στην κοινή άμυνα. [xii]
Ενώ προς τη σωστή, κατ’ αρχήν, κατεύθυνση
δείχνουν να κινούνται και ορισμένες άλλες, μεγάλης σημασίας, αμερικανικές
διεθνοπολιτικές επιλογές της τελευταίας διετίας. Πιο συγκεκριμένα: η Ουάσιγκτον
συνεχίζει και επιτείνει την προς αντιμετώπιση του κινεζικού ηγεμονισμού στροφή της
προεδρίας Ομπάμα προς Ασία [pivot to Asia], ενισχύοντας,
μεταξύ άλλων, τη μείζονος σημασίας στρατηγική της συνεργασία με την Ινδία και
την Ιαπωνία – και τούτο παρά τις διαχρονικές εμπορικές προστριβές της με το
Τόκιο.[xiii]
Στον μεσανατολικό κυκεώνα καταβάλλει επίπονες προσπάθειες για την αναχαίτιση
της ιρανικής περιφερειακής επεμβατικότητας,
την εξουδετέρωση της ισλαμικής τρομοκρατίας, και, ει δυνατόν, την επίλυση του Παλαιστινιακού
– κατ’ ανάγκη όμως προσφεύγοντας και στην αβέβαιη σύμπραξη προβληματικών
περιφερειακών συμμάχων της, όπως η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία, αλλά και της γεωπολιτικής
της αντιπάλου Ρωσίας.[xiv]
Και παρά τις κατά καιρούς φραστικές
εκρήξεις του προέδρου Τραμπ, η αμερικανική στάση έναντι των δύο κύριων θεσμικών
συνιστωσών του Δυτικού Κόσμου που είναι το ΝΑΤΟ και η ΕΕ παραμένει, ως προς τα
μείζονα, σταθερή. [xv]
Ευρωπαϊκές αβεβαιότητες
Τούτου λεχθέντος, η έστω περιορισμένη
και ενδεχομένως απλώς συγκυριακή διατάραξη των ευρωαμερικανικών σχέσεων πρέπει
λογικώς να προβληματίζει και τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, στο μέτρο που η σύμπραξή
τους, το μεν προσφέρει στην αμερικανική υπερδύναμη σημαντική προσαύξηση οικονομικής,
στρατιωτικής, και, κυρίως ίσως – δεδομένης της ελκυστικής εικόνας του
ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους – ήπιας ισχύος, το δε συμβάλλει στη διαμόρφωση
παγκόσμιων συσχετισμών ευνοϊκών για την ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια και για τα
ευρωπαϊκά συμφέροντα γενικότερα.
Από την άλλη, όμως, κρίσιμες
αβεβαιότητες με ευρύτερες, ευρωατλαντικές μεταξύ άλλων, προεκτάσεις περιβάλλουν
την πορεία της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταρασσόμενης, ειδικότερα, από την
αντιπαράθεση μεταξύ των θιασωτών της περαιτέρω ευρωπαϊκής συσσωμάτωσης – με
ευγλωττότερο και συνεπέστερο εκφραστή της τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν [xvi]
- και των πάσης απόχρωσης ευρωσκεπτικιστών. Πρόκειται για μια σκληρή,
πολιτικο-ιδεολογική αναμέτρηση, διακύβευμα της οποίας είναι η συγκρότηση μιας
συνεκτικής Ευρώπης ικανής να διαδραματίσει ηγετικό διεθνή ρόλο - μεταξύ άλλων
ως ισχυρός εταίρος των ΗΠΑ με ουσιαστικό λόγο στις διεθνείς επιλογές της
εκάστοτε αμερικανικής ηγεσίας. Με την τυχόν επικράτηση των φυγόκεντρων τάσεων
να σημαίνει, στην καλύτερη περίπτωση, τη διαιώνιση του υφιστάμενου χαλαρού
συστήματος εριζόντων ευρωκοινοτικών
κρατών, ουδέν εκ των οποίων διαθέτει πλέον τις δημογραφικές και στρατιωτικές
προδιαγραφές μεγάλης δύναμης˙ και συνακόλουθα την καταδίκη των Ευρωπαίων σε μια
υποτονική και φθίνουσα διεθνή παρουσία υπό τη σκιά των κυρίαρχων ηπειρωτικών
γιγάντων.
Επίμετρο
Οι διεθνείς συνθήκες και οι
πολυεθνικοί οργανισμοί με προεξάρχοντα τα Ηνωμένα Έθνη προσφέρονται ως ένα πολύτιμο
μέσο διακρατικής επικοινωνίας, συνεννόησης, και σύμπραξης, το οποίο οι εμπνευστές
του Δυτικοί έχουν κάθε λόγο να αξιοποιούν και προάγουν – πλην όμως δεν υποκαθιστούν
τους διακρατικούς συσχετισμούς ισχύος. Όταν οι θεσμοί αυτοί αντιστρατεύονται
μείζονα συμφέροντά τους, ο ισχυροί ευσχήμως τους παρακάμπτουν – ή και
απροσχημάτιστα τους αγνοούν.[xvii]
Τούτο δε ισχύει ακόμη και για τις ίδιες τις δυτικές δυνάμεις και δη τις
ιθύνουσες. Αρκεί, διά του λόγου το αληθές, να υπομνησθούν, αφ’ ενός, οι
διαχρονικές μονομερείς στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ στην ίδια την
αμερικανική ήπειρο και η εισβολή τους στο Ιράκ, και, αφ’ ετέρου, οι πολεμικές
επιχειρήσεις των Ευρωπαίων κατά της Γιουγκοσλαβίας και της Λιβύης. Ενώ τα εκτός
δυτικού χώρου ισχυρά κράτη, εξ ορισμού ξένα προς το πνεύμα ενός δυτικής προέλευσης
δικαιικού συστήματος, επικαλούνται ή παρορούν τους διεθνείς θεσμούς κατά το
δοκούν.
Υπό τις συνθήκες δε αυτές, καθοριστικής σημασίας για
την αποφυγή εφιαλτικών, δεδομένης της καταστρεπτικότητας των διαθέσιμων πολεμικών
μέσων, συρράξεων μεταξύ μεγάλων δυνάμεων είναι η διατήρηση του ευρωατλαντικού
προβαδίσματος ισχύος έναντι της ανασυγκροτούμενης Ρωσίας και, ιδίως, της
ανερχόμενης Κίνας – και συνακόλουθα η διασφάλιση της ενότητας του δυτικού
κόσμου και η πολιτικοστρατιωτική ισχυροποίηση της πολυπληθέστερης, οικονομικά
εύρωστης ευρωπαϊκής συνιστώσας του. Αλλά, συγχρόνως, και η αντιμετώπιση από τη
Δύση των αναδυόμενων παγκόσμιων κέντρων ισχύος με μέτρο και διάθεση ειρηνικής
συνύπαρξης και συνεργασίας – και συνεπώς και με κατανόηση για τα ζωτικά τους
συμφέροντα. [xviii]
[i] Βλ. ενδιαφέρουσα ανάλυση του
καθηγητού του Χάρβαρντ Graham Allison, υπό τον τίτλο The Myth of the Liberal Order,
στο τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου
2018 του Foreign Affairs.
[ii]
Charles Krauthammer, The Unipolar Moment,
Foreign Affairs, 9-11-1990.
[iii] Τον όρο εισήγαγε στη διεθνή
βιβλιογραφία και διάλογο ο καθηγητής του Χάρβαρντ Joseph S. Nye Jr. Βλ. σχετικώς το βιβλίο του Soft Power, Public Affairs, New York, 2004.
[iv] Το 2017 οι αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ
ανήλθαν σε $610 δις έναντι των 578 δις των κινεζικών, ρωσικών, σαουδαραβικών,
ινδικών, γαλλικών, βρετανικών και ιαπωνικών αθροιστικώς. Για το 2019 το
Κογκρέσο έχει ήδη εγκρίνει κονδύλια αυξημένα κατά $ 82 δις έναντι εκείνων του
2017. Βλ. U.S. Defense spending
compared to other countries, Peter G. Peterson Foundation, 7-5-2018˙ και
Jeff Stein, U.S. military budget inches
closer to $1 trillion-mark, Washington Post, 19-6-2018.
[v] Βλ. U.S. military edge has eroded to ‘a dangerous degree,’ study for
Congress finds, The Washington Post, 14-11-2018.
[vi] Για τη ρωσική προσέγγιση των ρωσο-αμερικανικών
σχέσεων, βλ. What Does the Kremlin
Want Out of Putin and Trump’s Meeting?, Carnegie Moscow Center - Carnegie
Endowment for International Peace, 27-11-2018. Για μια γενικότερη θεώρηση των σχέσεων αυτών, βλ. Γ. Ε. Σέκερης, Ρωσία και Δύση: Μια Αμφίσημη Σχέση,
Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 125 Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2018.
[vii] Για μια συνοπτική παρουσίαση της
εντυπωσιακής ανόδου της Κίνας και της ιδιομορφίας του κινεζικού καθεστώτος, βλ.
The Land That Failed to Fail,
New York Times, 18-11-2018.
[viii]
Βλ. Derek Watkins, K.K.
Rebecca LaiI και Keith Bradsher,
The World Built by China, New York
Times, 18-11-2018. Κατά τους συντάκτες του άρθρου, «Η Κίνα προσβλέπει σε ένα τεράστιο παγκόσμιο
πλέγμα εμπορίου, επενδύσεων και υποδομών που θα αναμορφώσει τους οικονομικούς
και γεωπολιτικούς δεσμούς – και θα φέρει τον κόσμο πλησιέστερα προς το Πεκίνο.
Πρόκειται για μια σύγχρονη εκδοχή του Σχεδίου
Μάρσαλ.»
[ix] Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόσφατη έκθεση
των αμερικανικών κρατικών υπηρεσιών τονίζει τους μεγάλους κινδύνους που η κλιματική αλλαγή συνεπάγεται για την
αμερικανική οικονομία. Βλ.
Clashing with Trump, U.S. government
report says climate change will batter economy, Reuters, 23-11-2018.
[x] Simon
Jenkins, We now know it’s folly to rage against
Trump, The Guardian, 9-11-2018.
[xi] Για μια κριτική θεώρηση της
προσέγγισης αυτής του εξωτερικού εμπορίου, βλ. Trump's Trade War Escalates, Foreign Affairs,
25-11-2018.
[xii]
Βλ. μεταξύ άλλων, France and Germany to increase defence
spending amid fears Donald Trump may pull US troops from Europe, The
Telegraph, 8-7-2018 και Germany plans to increase
size of armed forces, Financial Times,30-11-2018
[xiii]
Pence Calls for an Indo-Pacific Region
Free of Chinese ‘Aggression’. U.S. vice president criticizes China during his
Asia tour, signaling a tougher stance against Beijing, Wall Street Journal,
15-11-2018
[xiv] Οι στενές σχέσεις της Ουάσιγκτον με
τη Σαουδική Αραβία δοκιμάζονται τελευταία από τη βάρβαρη δολοφονία του
αντικαθεστωτικού δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στο σαουδαραβικό Γενικό Προξενείο
στην Κωνσταντινούπολη. Βλ. σχετικώς μεταξύ πολλών άλλων: Trump affirms Saudi
alliance despite Khashoggi case, Financial Times, 21-11-2018˙ For Trump, the bottom line on Saudi Arabia
takes precedence over human rights, The Washington Post, 20-11-2018˙ Mattis says U.S. must balance rights
concerns with ‘strategic’ Saudi ties, The Washington Post,21-11-2018. Χαρακτηριστική του αμερικανικού διλήμματος
είναι η επισήμανση του Αμερικανού υπουργού άμυνας ότι «οι (Αμερικανοί) Πρόεδροι δεν
έχουν συχνά τη δυνατότητα να συνεργασθούν με άσπιλους εταίρους».
[xv]
Βλ. Rebecca Ballhaus and
Laurence Norman, Trump Reaffirms
Commitment to NATO After Strained Emergency Meeting, Wall Street Journal,
12-7-2018. Βλ. και Γ. Ε. Σέκερης, Ένας χρόνος εξωτερικής πολιτικής Τραμπ,
Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 122 Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2018.
[xvi] Κατευθυντήρια ιδέα του προέδρου Μακρόν
είναι η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων, ή, κατ’ άλλη διατύπωση, η Ευρώπη των
προθύμων. Με την, εν πάση περιπτώσει ιδιαίτερα δυσχερή, προώθηση των
ρηξικέλευθων προτάσεων του Γάλλου προέδρου για την ευρωζώνη (υιοθέτηση ειδικού
προϋπολογισμού) και για την άμυνα (δημιουργία «ευρωπαϊκού στρατού») να προϋποθέτει
τη γερμανική υποστήριξη˙ την οποία, μετά αρχικούς, υπό την πίεση των πιο
συντηρητικών κύκλων της χώρας της, δισταγμούς, η καγκελάριος Μέρκελ, σε φάση, όπως
όλα δείχνουν, βαθμιαίας εξόδου της από την εξουσία, φαίνεται τώρα να παρέχει.
Βλ. μεταξύ πολλών άλλων : Eric
Maurice, Macron revives multi-speed
Europe idea, EUobserver, 30-8-2017˙ Franco-German
eurozone budget plan wins support, Financial Times, 20-11-2018˙ και Merkel joins Macron in calling for EU army
to complement NATO, Politico, 13-11-2018. Εξ άλλου, για μια καλή συνοπτική παρουσίαση των προαπαιτουμένων για τη
συγκρότηση ενός «ευρωπαϊκού στρατού», βλ. Et si l’armée européenne
n’était pas un projet si loufoque, Bruxelles 2, 13-11-2018.
[xvii] Ενδιαφέρον σχετικώς παρουσιάζουν οι
ακόλουθες επισημάνσεις του καθηγητού Graham Allison στο προμνησθέν
άρθρο του (υποσημείωση i): «Όμως πολλοί λησμονούν ότι ακόμη και ο Χάρτης
των ΗΕ…ευνοεί τους ισχυρούς έναντι των αδυνάτων. Η επιβολή των απαγορεύσεων του
χάρτη ανήκει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ,
στο οποίο εκάστη των πέντε μεγάλων δυνάμεων διαθέτει μόνιμη έδρα – και βέτο. Όπως παρατηρεί ο Ινδός στρατηγιστής C. Raja Mohan,
οι υπερδυνάμεις είναι «εξαιρετικές»˙ δηλαδή εξαιρούν εαυτές, όταν αποφασίζουν
ότι αυτό εξυπηρετεί τις επιδιώξεις τους. »
[xviii] Για την επικίνδυνη αγνόηση από τη
Δύση ζωτικών ρωσικών συμφερόντων, βλ. Simon Jenkins, Forget Brexit, war in Ukraine is the biggest
threat to Europe. History may compare the handling of a defeated and depressed
Russia in the 1990s to that of Germany after 1918, The Guardian,
26-11-2018. Επίσης, το προμνησθέν
(υποσημείωση vi) άρθρο μου στις Εθνικές Επάλξεις.
No comments:
Post a Comment