Sunday, June 10, 2018

ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ, ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ, ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΩΝ ΔΙΑΤΛΑΝΤΙΚΩΝ ΔΕΣΜΩΝ



Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση άρθρου στο επόμενο τεύχος των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικού οργάνου του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).
Δύο χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ο Αμερικανός διεθνολόγος Samuel P. Huntington, σε πολύκροτο άρθρο του, διευρυνθέν αργότερα σε ευπώλητο  βιβλίο, [i] διαπίστωνε ότι η επί Ψυχρού Πολέμου τριχοτόμηση του πλανήτη σε σοβιετικό συνασπισμό, ελεύθερο κόσμο, και αδεσμεύτους έδινε τη θέση της στις διαχωριστικές γραμμές και τους ανταγωνισμούς μεταξύ έξι ή επτά «πολιτισμών»· με τον κάποτε κυρίαρχο δυτικό, ειδικότερα, να αντιμετωπίζει αύξουσες προκλήσεις εκ μέρους των ανερχόμενων ασιατικών και του Ισλάμ. Μολονότι δε πάσχουσα από τις εγγενείς υπερβολές κάθε δογματισμού, η πολιτισμική αυτή θεώρηση του διεθνούς γίγνεσθαι εμπερικλείει ασφαλώς πυρήνα αληθείας· στο μέτρο ιδίως που αναδεικνύει την κοινότητα αξιών και, σε ποικίλλοντα βαθμό, γεωπολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών - και, συνακόλουθα, την εκ των πραγμάτων αλληλεξάρτηση και  ανάγκη αλληλεγγύης των δύο πλευρών του Ατλαντικού.
Και οι μεν κοινές αξίες παραμένουν λίγο-πολύ αυτονόητες, εμπεδωμένες στην ελληνορωμαϊκή παράδοση, στον χριστιανισμό, στον διαφωτισμό, και στα εν συνεχεία δυτικά πολιτισμικά επιτεύγματα πολιτισμική πρόοδο. Με πολιτική προέκταση τη «δυτικού τύπου» δημοκρατία, όπως αποτυπώνεται στο αμερικανικό σύνταγμα και στις δύο ιδρυτικές συνθήκες της Κοινοτικής Ευρώπης – της Ρώμης του 1957 και του Μάαστριχτ του 1992· σε αντιδιαστολή προς τα ετερόκλιτων ιδεολογικών ή θρησκευτικών προσήμων αυταρχικά ή και ολοκληρωτικά καθεστώτα, αλλά και προς τις κακέκτυπες απομιμήσεις του δυτικού προτύπου. [ii] Ενόσω δε υφίστατο ο εκ Σοβιετίας κίνδυνος, εξ ίσου δεδομένη ήταν και η υπό τη σκέπη της αμερικανικής ισχύος πολύπλευρη σύμπραξη των δυτικών εθνών.
Η απουσία, ωστόσο, εμφανούς υπαρξιακής απειλής στο μεταψυχροπολεμικό διεθνές περιβάλλον έχει ενθαρρύνει στους κόλπους της Δύσης τάσεις προς αποσυσπείρωση: Οι Ευρωπαίοι έχουν επικεντρωθεί πρωτίστως στην προώθηση των επί μέρους εθνικών τους συμφερόντων και του κοινού ενοποιητικού τους εγχειρήματος· και, μολονότι δεν έπαυσαν να επαφίενται κατά κύριο λόγο στη Ουάσιγκτον για τη διασφάλιση των παγκόσμιων ισορροπιών και τη διαχείριση και ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος διεθνών κρίσεων, επικρίνουν συχνά τις εκάστοτε αμερικανικές επιλογές αφ’ υψηλού. Και οι Αμερικανοί τείνουν να ενεργήσουν χωρίς επαρκή προηγούμενη διαβούλευση με τους υπερατλαντικούς συμμάχους των, ή και δίνοντας ενίοτε την εντύπωση ότι δεν λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν τις ευρωπαϊκής απόψεις και ευαισθησίες.
Άμα δε τη αναλήψει της προεδρίας από τον κ. Τραμπ, οι υφέρπουσες, ως επί το πολύ, ευρωαμερικανικές αυτές εντάσεις ήλθαν αποτόμως στην επιφάνεια. Καθώς δηλώσεις του νέου Αμερικανού προέδρου, προεκλογικές και αρχικές μετεκλογικές, μάλλον απαξιωτικές για ΕΕ και ΝΑΤΟ,[iii] και κυρίως μια σειρά από αποφάσεις του αντίθετες προς τις θέσεις, τις εισηγήσεις, και τα συμφέροντα των Ευρωπαίων, πλην αρεστές στην εκλογική του βάση - απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή, έμπρακτη αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ με την εκεί μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας, καταγγελία της πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν, επιβολή δασμών σε μείζονος σημασίας ευρωπαϊκά προϊόντα - αλλά και  η  ανορθόδοξη, ιδιοσυγκρασιακή προσέγγιση της διεθνούς διπλωματίας από τον κ. Τραμπ, έχουν επανειλημμένως προκαλέσει τις ευεξήγητες, αλλά όχι πάντοτε τελεσφόρες, αντιδράσεις της ευρωπαϊκής πλευράς. [iv]
Μείζονες, ωστόσο, κοινές προκλήσεις και στο νέο διεθνές περιβάλλον συνηγορούν υπέρ της διατήρησης της συνοχής και της συνέχισης της σύμπραξης των δύο κύριων συνιστωσών του δυτικού κόσμου: Η ανερχόμενη Κίνα, πέραν των περιφερειακών ηγεμονικών επιδιώξεών της, συνεπεία των οποίων τίθεται σε κίνδυνο, εκτός των άλλων, η ελευθερία των θαλασσών, αναπτύσσει ένα παγκόσμιο οικονομικό, εμπορικό, και τεχνολογικό δίκτυο εν δυνάμει απειλητικό για τα ευρωαμερικανικά συμφέροντα.[v] Η ανασυγκροτούμενη Ρωσία ασκεί πιέσεις στον ευρωπαϊκό της περίγυρο διεγείρουσες τους φόβους των ανατολικών, κυρίως, μελών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ· [vi] και επεμβαίνει πολιτικοστρατιωτικά στον μεσανατολικό χώρο προς κατεύθυνση συχνά ασύμβατη με τις δυτικές στοχεύσεις – ιδίως στο μέτρο που έχει στηρίξει ακραίες ενέργειες του συριακού καθεστώτος, και, εξ αντικειμένου τουλάχιστον, παρέχει χώρο στις φιλοδοξίες της Τεχεράνης. Και ο ισλαμικός εξτρεμισμός πλήττει, τόσο τους Αμερικανούς, όσο και τους Ευρωπαίους  – τους τελευταίους ειδικότερα με τις μεταναστευτικές ροές που προκαλεί η αποσταθεροποιητική δράση του στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
***
Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προκλήσεων της νέας εποχής οι ευρωπαϊκές δυνατότητες από μόνες τους τυγχάνουν καταφανώς ανεπαρκείς. Εν πρώτοις, παρά τις καταβαλλόμενες από τον Γάλλο πρόεδρο και άλλους συσπειρωτικές προσπάθειες, η Ευρώπη αδυνατεί αυτή τη στιγμή να ενεργήσει πειστικά στον διεθνή χώρο ως ενιαία δύναμη. Και, μολονότι οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες των ευρωπαϊκών κρατών-μελών του ΝΑΤΟ είναι πενταπλάσιες των ρωσικών και, άρα, έστω και αν υπολείπονται του ημίσεος των αμερικανικών, μόνο ευκαταφρόνητες δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν, η απουσία μιας πράγματι κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας - παρά το θετικό βήμα που αποτελεί η πρόσφατη ενεργοποίηση της «Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας» (γνωστής με το αγγλικό ακρωνύμιο PESCO) – καθιστά την ορθολογική, σε ευρωπαϊκή κλίμακα, αξιοποίηση των οικονομικών αυτών πόρων ανέφικτη. [vii] Ως εκ τούτου δε η μέσω του ΝΑΤΟ αμερικανική εγγύηση της άμυνας και ασφάλειας των ευρωπαϊκών εθνών είναι αναντικατάστατη.
Ενώ και στον οικονομικό τομέα η Ευρώπη συνεχίζει να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις αμερικανικές επιλογές. Σύμφωνα με τον γνωστό αρθρογράφο της «Financial Times» Gideon Rachman, «ο κεντρικός ρόλος της Αμερικής στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα προσφέρει στην αμερικανική κυβέρνηση ένα τεράστιας ισχύος οικονομικό όπλο»· και «το δολάριο, εξ ίσου με την αμερικανική στρατιωτική ισχύ, επιτρέπει στις ΗΠΑ να καταναγκάζουν, τόσο τους συμμάχους, όσο και τους αντιπάλους των».[viii]
Παρά ταύτα, όμως, η αμερικανική υπερδύναμη δεν έχει την ευχέρεια να αγνοεί τον ευρωπαϊκό παράγοντα. Κατά τον Rachman και πάλι, «οι Ηνωμένες Πολιτείες, ξεχωρίζουν από τις χώρες τις οποίες έχουν χαρακτηρίσει στρατηγικούς των ανταγωνιστές - τη Ρωσία και την Κίνα - χάρις στο δίκτυο των συμμαχιών τους»· αντλώντας από τους συμμάχους των «πραγματικά» οφέλη, όπως οι «υπερπόντιες στρατιωτικές βάσεις», «θεμέλιο της αμερικανικής παγκόσμιας εμβέλειας», και η «ανταλλαγή πληροφοριών» «για την αντιμετώπιση της τρομοκρατικής απειλής». Και επειδή «δεν έχουν τη δυνατότητα να απαντούν σε όλες τις προκλήσεις με προσφυγή στη στρατιωτική ισχύ ή σε οικονομικές κυρώσεις, στηρίζονται, υπό ομαλές συνθήκες, …σε ένα δίκτυο νόμων και θεσμών που, δια μέσου των δεκαετιών, οι ίδιες και οι σύμμαχοί τους έχουν σε μεγάλο βαθμό διαμορφώσει». Στην ευρωπαϊκή δε στήριξη προς την Ουάσιγκτον πρέπει να συμπεριληφθούν η διπλωματική σύμπραξη - ιδιαίτατα στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών – και η, έστω και περιορισμένης έκτασης, ενεργός στρατιωτική.  Με την τελευταία αυτή να εξυπηρετεί, πέραν των επιχειρησιακών αναγκών, και επικοινωνιακές σκοπιμότητες. Όπως προκύπτει, επί παραδείγματι, από την ευρωπαϊκή συμβολή στην ενίσχυση του ανατολικού πλευρού του ΝΑΤΟ και από τη γαλλική και βρετανική συμμετοχή στην αεροπορική επίθεση του περασμένου Απριλίου κατά των χημικών εγκαταστάσεων του συριακού καθεστώτος.
Συνακόλουθα, οι ευρωαμερικανικές τριβές λειτουργούν, σε κάποιο βαθμό - και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, αλλά ιδίως στην ευρωπαϊκή - ως κίνητρο για τη διασφάλιση της διατλαντικής συνεργασίας. Χαρακτηριστικές οι επισκέψεις στον Λευκό Οίκο των ηγετών του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας, και της Γαλλίας, και η μεγαλοπρεπής υποδοχή του Αμερικανού Προέδρου στο Παρίσι επ’ ευκαιρία της Ημέρας της Βαστίλης· αλλά και η επικείμενη, παρά τις βρετανικές λαϊκές και πολιτικές αντιδράσεις, «επίσκεψη εργασίας» του κ.Τραμπ στο Λονδίνο. [ix] Ιδιαίτερα δε σημαντικές εν προκειμένω αποδεικνύονται οι τρόπον τινά γεφυροποιητικές προσπάθειες του ρεαλιστή Γάλλου προέδρου Μακρόν. Ο οποίος, ενώ δεν διστάζει να προβάλλει και δημοσία τις συχνά κρίσιμες διαφοροποιήσεις του από τις αμερικανικές θέσεις και ενέργειες, επιδεικνύει συνάμα κατανόηση για τις εσωτερικές, κυρίως, σκοπιμότητες του Αμερικανού ομολόγου του, και αναζητεί τρόπους γεφύρωσης των ενδοσυμμαχικών διαφορών. [x]
Και στον μεν απωανατολικό χώρο, δεδομένης της ασθενούς ευρωπαϊκής πολιτικο-στρατιωτικής παρουσίας, τα κύρια βάρη για την αντιμετώπιση μειζόνων προκλήσεων, όπως το Κορεατικό και ο διαφαινόμενος κινεζικός ηγεμονισμός, φέρουν κατ’ ανάγκη οι ισχυρότεροι αμερικανικοί ώμοι. Με τους Ευρωπαίους - ουσιαστικά τους Βρετανούς και τους Γάλλους, μόνους διαθέτοντες τις σχετικές δυνατότητες – να παρέχουν στις ΗΠΑ συμβολική στρατιωτική στήριξη υπό μορφή συμμετοχής σε γυμνάσια αποτροπής της βορειοκορεατικής επιθετικότητας, και όντως κρίσιμης σημασίας διπλωματική στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. [xi] Και με, μόνους κατ’ ουσίαν εκ των Δυτικών, τους Αμερικανούς να επωμίζονται τη στρατιωτική αντιμετώπιση των επεκτατικών τάσεων του Πεκίνου στον Ινδο-Ειρηνικό [xii]– σε σύμπραξη, κατά περίπτωση, με τοπικές συμμαχικές τους και άλλες δυνάμεις. Ενώ, έναντι των κινεζικών οικονομικών και εμπορικών βλέψεων, τόσο οι ευρωπαϊκές χώρες – παρά την αναζήτηση στο κοινοτικό πλαίσιο μορφών συλλογικής αντίδρασης - όσο και η Ουάσιγκτον, δείχνουν να υιοθετούν στην πράξη στενά εθνοκεντρικές ατζέντες. Πρωτοστατούσης μάλιστα της κυβέρνησης Τραμπ. [xiii]
***
Από την άλλη, ιδιαίτερη βαρύτητα προσλαμβάνουν οι επιλογές των Ευρωπαίων σε σχέση με το εγγύς γεωπολιτικό τους περιβάλλον: τη Ρωσική Ομοσπονδία και τη Μέση Ανατολή. Όπου όμως, σε αρκετές περιπτώσεις, η σύμπλευσή τους με την Ουάσιγκτον αποδεικνύεται συχνά προβληματική. Συγκεκριμένα:
Σε αντίθεση με την αδυσώπητα συγκρουσιακή σχέση της με τη Σοβιετική Ένωση, η Δύση προσεγγίζει τη σημερινή Ρωσία υπό πολλαπλό και εν πολλοίς αντιφατικό πρίσμα· ταλαντευόμενη, ειδικότερα, μεταξύ, αφ’ ενός, της απόκρουσης των προσπαθειών της Μόσχας να ανακτήσει την επιρροή της στο ευρωπαϊκό «εγγύς εξωτερικό» της και τα ερείσματά της στον μεσανατολικό χώρο, και, αφ’ ετέρου, της αξιοποίησης του ρωσικού παράγοντα για την αντιμετώπιση κοινών απειλών, όπως η ισλαμική τρομοκρατία, αλλά και για την εξισορρόπηση της ανερχόμενης Κίνας. Η αναζήτηση δε της χρυσής στρατηγικής τομής περιπλέκεται περαιτέρω από εσωτερικές διαφωνίες εκατέρωθεν του Ατλαντικού. Τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου τα αντιρωσικά ανακλαστικά μέρους των στρατιωτικών και των υπηρεσιών πληροφοριών, και, κυρίως, οι αναπόδεικτες – τουλάχιστον μέχρι στιγμής - καταγγελίες της αντιπολίτευσης κατά του κατ’ αρχήν αποκλίνοντος υπέρ της συνεννόησης με τη Μόσχα προέδρου Τραμπ για «συμπαιγνία» με τη ρωσική ηγεσία, δυσχεραίνουν μεγάλως τις σχετικές αποφάσεις.[xiv] Όσο και στην ευρωενωσιακή Ευρώπη, στην οποία, οι μεν Βρετανοί και περισσότεροι Ανατολικοευρωπαίοι δίνουν την εντύπωση ότι διακατέχονται από ένα είδος ρωσοφοβίας, ενώ άλλοι, μεταξύ των οποίων οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, και, όπως φαίνεται και η νέα ιταλική κυβέρνηση, υιοθετούν μια πιο ευέλικτη στάση - αντανακλώσα αναμφιβόλως και εθνικά τους οικονομικά και, κατά περίπτωση και ενεργειακά,  συμφέροντα. [xv] Εν πάση, όμως, περιπτώσει, η Δύση, κυρίως μέσω του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, διατηρεί έως τώρα έναντι της Ρωσίας ένα κατά βάση ενιαίο μέτωπο – ματαιώνοντας έτσι τη διαχρονική επιδίωξη του Κρεμλίνου να τη διασπάσει .
Αλλά και  ως προς το Συριακό, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι έχουν ως επί το πολύ συμπλεύσει – αν και όχι πάντοτε προς την ορθή κατεύθυνση. Αφού, δηλαδή, ενθάρρυναν παντοιοτρόπως, εν ονόματι της δημοκρατίας, τις κινήσεις κατά του καθεστώτος Άσαντ, συμβάλλοντας έτσι στο επακολουθήσαν χάος, εν συνεχεία φάνηκαν άκρως απρόθυμοι να παρέμβουν αποφασιστικά προς διαμόρφωση μιας σταθερής εναλλακτικής τάξης πραγμάτων. Και δια της αδράνειάς τους διευκόλυναν την ισχυροποίηση των ακραίων σουνιτών ισλαμιστών – υποθαλπόμενων, αρχικά τουλάχιστον, και από τους ομοθρήσκους των Σαουδάραβες και Τούρκους.
Και άνοιξαν έτσι τον δρόμο για τη δυναμική ανάμειξη του σιιτικού Ιράν υπέρ των θρησκευτικώς συγγενών του κυβερνώντων Αλεβιτών. Αλλά και για την εντυπωσιακή επιστροφή της Ρωσίας στον μεσανατολικό χώρο, μέσω της παροχής στην - από τη σοβιετική ήδη εποχή προσκείμενη στη Μόσχα - Δαμασκό καθοριστικής σημασίας στρατιωτικής αρωγής.
Είναι, πιθανώς, πολύ αργά πλέον για να αποκατασταθεί πλήρως η ενότητα της συριακής επικράτειας υπό όρους αποδεκτούς από τη Δύση. Ρεαλιστικότερος δε δυτικός στόχος αυτή τη στιγμή φαίνεται να είναι μια αποκεντρωμένη Συρία, απαλλαγμένη από το τζιχαδικό καρκίνωμα, στεγανοποιημένη υπό έποψη εξαγωγής προσφύγων και μεταναστών, και με δραστικά περικομμένη την υπέρμετρη εκεί ιρανική επιρροή – έτσι ώστε, μεταξύ άλλων, να παύσει η χρησιμοποίηση του συριακού εδάφους ως εφαλτηρίου για ιρανικές ή ιρανικής υποκίνησης επιθέσεις κατά του Ισραήλ.
Κατά τα λοιπά, το Ιρανικό θέτει υπό σοβαρή δοκιμασία τις ευρωαμερικανικές σχέσεις. [xvi] Η απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης (διεθνώς γνωστή επισήμως ως Joint Comprehensive Plan of Action [JCPOA]), αλλά και τα επαπειλούμενα από την Ουάσιγκτον μέτρα κατά των μη συμμορφούμενων με τις συναφείς αμερικανικές κυρώσεις εταιριών, θέτουν προ οδυνηρών διλημμάτων την ευρωπαϊκή πλευρά και ειδικότερα τους συνυπογράψαντες Βρετανούς, Γάλλους και Γερμανούς. Οι οποίοι, επιδιώκουν μεν την, έστω και ερήμην των Αμερικανών, τήρηση των συμπεφωνημένων και διερευνούν τις σχετικές δυνατότητες διαβουλευόμενοι με τα επίσης συμβαλλόμενα μέρη Ρωσία και Κίνα και με το ίδιο το Ιράν, πλην όμως δεν είναι διατεθειμένοι να αντιπαρατεθούν ευθέως στην αμερικανική υπερδύναμη. Και ως εκ τούτου, με πρωτοστατούντα και εδώ τον Γάλλο πρόεδρο, αναζητούν τρόπους μερικής τουλάχιστον ικανοποίησης των θέσεων της Ουάσιγκτον. [xvii]
Μένει βέβαια να φανεί κατά πόσον οι ευρωπαϊκές αυτές προσπάθειες θα τύχουν ανταπόκρισης, τόσο στην Τεχεράνη – η οποία τηρεί επί του παρόντος στάση αδιάλλακτη -– όσο, κυρίως, και στην Ουάσιγκτον. Οι στοχεύσεις της οποίας, όπως προσφάτως τις εξέθεσε ο Αμερικανός υπουργός εξωτερικών, εξικνούνται πολύ πέραν της διασφάλισης της οριστικής αποπυρηνικοποίησης του Ιράν, συμπεριλαμβανομένων και των μη καλυπτόμενων από τη συμφωνία του 2015 πυραυλικών μέσων μεταφοράς πυρηνικών κεφαλών, και κατατείνουν στη δραστική περιστολή της ιρανικής περιφερειακής στρατιωτικής παρουσίας και επιρροής. Με τον κ. Πομπέο να απαιτεί, μεταξύ άλλων, από τους Ιρανούς να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από το συριακό έδαφος και τη στήριξή τους από τη Χεζμπολάχ, τη Χαμάς, την Ισλαμική Τζιχάντ, και τους επαναστάτες Χούθι στην Υεμένη, και να παύσουν να απειλούν με εξόντωση το Ισραήλ· και να προειδοποιεί ότι θα επιβληθούν στην Τεχεράνη «οι αυστηρότερες κυρώσεις στην ιστορία …εάν το καθεστώς δεν αλλάξει πορεία».[xviii] Όπως δε όλα δείχνουν, οι οιονεί τελεσιγραφικές αυτές απαιτήσεις  εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σχέδιο ενεργείας, προβλέπον τη συγκρότηση, υπό αμερικανική αιγίδα, ενός αντιϊρανικού μετώπου, με συμμετοχή του Ισραήλ και των συντηρητικών σουνιτικών καθεστώτων - κατά κύριο λόγο της Σαουδικής Αραβίας και της Αιγύπτου· διατηρουμένης συγχρόνως της Βαγδάτης εκτός ιρανικής επιρροής μετά την πρόσφατη εκλογική επικράτηση στο Ιράκ της εθνοκεντρικής πτέρυγας των πλειοψηφούντων στη χώρα Σιϊτών.
Παρά το γεγονός, όμως, ότι ορισμένοι εκ του στενού περιβάλλοντος του Αμερικανού προέδρου έχουν εκδηλωθεί υπέρ μιας καθεστωτικής αλλαγής στο Ιράν, οι ελπίδες δεν εξέλιπαν, ότι, χάρις και στην ευρωπαϊκή διαμεσολάβηση, αλλά ίσως και στην υποβοηθητική εν προκειμένω διάθεση της Μόσχας,[xix] η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης της Ουάσιγκτον με την Τεχεράνη θα αποτραπεί. Και συνακόλουθα και ο κίνδυνος το γεωπολιτικό ιρανο-αμερικανικό μπρα-ντε-φερ να μετατραπεί σε θερμή αναμέτρηση - εμπλεκομένου ενδεχομένως και του Ισραήλ. Με απρόβλεπτες συνέπειες, πέραν των άλλων, και για τις ευρωαμερικανικές σχέσεις· τις οποίες, δεν πρέπει να λησμονείται, η εισβολή στο Ιράκ το 2003 είχε θέσει υπό δεινή δοκιμασία.

Σημειωτέον ότι πρόσθετα εμπόδια στη μεσανατολική συνεργασία Αμερικανών και Ευρωπαίων φάνηκε, προς στιγμήν, να παρεμβάλλονται από τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ και τις επακολουθήσασες βίαιες αντιδράσεις της Χαμάς και τραγική απώλεια ανθρώπινων ζωών στη Λωρίδα της Γάζας. Υπό το φως, ωστόσο, των πρακτικώς μηδενικών, ακόμη και προ της  τελευταίας κρίσης, προοπτικών επίλυσης του Παλαιστινιακού, αλλά και της αδιατάρακτα και σήμερα συνεχιζόμενης συνεργασίας του Ισραήλ με τα συντηρητικά αραβικά καθεστώτα, οι – σε αρκετές περιπτώσεις έντονες - ευρωπαϊκές επικρίσεις της αμερικανικής διπλωματικής ενέργειας προσλαμβάνουν συμβολική απλώς σημασία και δεν αναμένεται να έχουν πρακτικές επιπτώσεις στις ευρωαμερικανικές σχέσεις.
Λίγες λέξεις, τέλος, για τη δυτική προσέγγιση της γεωπολιτικής μας γειτονιάς. 
Στον δυτικοβαλκανικό χώρο κοινός στόχος των Δυτικών είναι η σταθερότητα· και ακριβέστερα η υπό το φως της οδυνηρής εμπειρίας των «γιουγκοσλαβικών πολέμων» αποτροπή νέων περιπετειών στη Χερσόνησο του Αίμου. Με κύριες επιδιώξεις από αμερικανικής πλευράς τη ματαίωση της εικαζόμενης προσπάθειας διείσδυσης στην περιοχή, αφ’ ενός της Ρωσίας, και αφ’ ετέρου του ακραίου Ισλάμ, μέσω εθνολογικά και θρησκευτικά συγγενών τους τοπικών συμμάχων· και τη διασφάλιση ή και μελλοντική διεύρυνση της εκεί αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας -  με το βλέμμα πάντοτε στραμμένο προς τη Μέση Ανατολή και τη Μόσχα. Ενώ και οι κοινοτικοί Ευρωπαίοι έχουν ισχυρούς δικούς των λόγους να ανησυχούν για τις βαλκανικές εξελίξεις, δοθέντος ότι τυχόν περιφερειακή αποσταθεροποίηση θα έπληττε σημαντικά οικονομικά, ενεργειακά, και τουριστικά τους συμφέροντα· και, κυριότατα, θα συνεπαγόταν τον κίνδυνο προσφυγικών ροών και εξαγωγής τρομοκρατίας προς τις χώρες τους.
Ως τον αποτελεσματικότερο δε σταθεροποιητικό μοχλό εν προκειμένω, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι βλέπουν την ταχύρρυθμη ενσωμάτωση των Δυτικών Βαλκανίων στην Ατλαντική Συμμαχία – και, σύμφωνα με τις επίσημες κοινοτικές διακηρύξεις, και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με τους υπερμάχους, ωστόσο, μιας συνεκτικότερης ΕΕ, προεξάρχοντος του προέδρου Μακρόν, να μην αποκρύπτουν την αντίθεσή τους σε μια πρόωρη κοινοτική διεύρυνση, εν δυνάμει εμπόδιο στην εμβάθυνση της ΕΕ. Ως εκ τούτου δε, το πιθανότερο είναι ότι η νατοϊκή ένταξη των δυτικών Βαλκανίων θα αποδειχθεί ευχερέστερη από την κοινοτική – εφόσον βέβαια επιλυθεί εγκαίρως το ονοματολογικό των Σκοπίων.
Αλλά και σε ό,τι αφορά στην Τουρκία, οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές στοχεύσεις εν πολλοίς συμπίπτουν – ειδικότερα δε ως προς την ανάγκη διατήρησης της γείτονος εντός του δυτικού γεωπολιτικού πλέγματος. Ωστόσο τα κίνητρα των Ευρωπαίων και της Ουάσιγκτον εν μέρει διαφέρουν. Καθώς τους πρώτους απασχολούν κυρίως το προσφυγικό-μεταναστευτικό· ο χειρισμός των εγκατεστημένων στις χώρες τους Τούρκων· η μεθόδευση των – εικονικών ομολογουμένως - ευρωτουρκικών ενταξιακών διαπραγματεύσεων· και η εμπορική και ενεργειακή παράμετρος. Ενώ, όπως και στην περίπτωση της Βαλκανικής, το αμερικανικό σκεπτικό κυριαρχείται από στρατηγικούς υπολογισμούς· και ειδικότερα από προβληματισμούς περί τις ρευστές σχέσεις του Τούρκου νατοϊκού συμμάχου με τη Ρωσία, τη Συρία, το Ιράν, το Ιράκ, τους Κούρδους, και, βεβαίως, το Ισραήλ. Συνακόλουθα δε, η εν πολλοίς επικοινωνιακή στηλίτευση του αυταρχισμού του τουρκικού καθεστώτος εκατέρωθεν του Ατλαντικού – εντονότερη γενικώς στη ευρωπαϊκή πλευρά  – βαίνει φθίνουσα. [xx]
***
Εν κατακλείδι: Και στο νέο διεθνές περιβάλλον, παρά τις αναπόφευκτες διαφωνίες και εντάσεις μεταξύ Αμερικανών και Ευρωπαίων, κοινά ζωτικά συμφέροντα καθιστούν τη συμπόρευσή τους μονόδρομο.



[i] Βλ. The Clash of Civilizations, Foreign Affairs, 1993, Volume 72, Number 3, Summer Issue. H ελληνική μετάφραση του βιβλίου κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκης, τον Μάιο 2017, υπό τον τίτλο «Η Σύγκρουση των Πολιτισμών και ο Ανασχηματισμός της Παγκόσμιας Τάξης».
[ii] Είναι τρόπον τινα της μόδας να αυτοαποκαλούνται «δημοκρατίες», όχι μόνο αυταρχικά καθεστώτα, όπως το ρωσικό και το τουρκικό, αλλά και απροκαλύπτως ολοκληρωτικά, όπως τα μαρξιστικού προσήμου της Κίνας και της Βόρειας Κορέας, ή οι θεοκρατίες του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας.
[iii] Σε αντίθεση με τις προεκλογικές αυτές δηλώσεις, μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον κ. Τραμπ, τόσο ο ίδιος, όσο και βασικοί συνεργάτες του έχουν επανειλημμένως επιβεβαιώσει δημοσία την παραδοσιακή γραμμή της Ουάσιγκτον υπέρ του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. (Βλ. Γ. Ε. Σέκερης, Ένας χρόνος εξωτερικής πολιτικής Τραμπ, Εθνικές Επάλξεις, Τεύχος 122, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2017.) Σημειωτέον δε ότι, επί Τραμπ, οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, όχι μόνο δεν μειώθηκαν, αλλά αντιθέτως αυξήθηκαν.
[iv] Επί παραδείγματι: την επομένη της εκλογής του Αμερικανού προέδρου, ο τότε Γερμανός αντι-καγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ δήλωνε ότι «ο Τραμπ είναι πρωτοπόρος μιας νέας αυταρχικής και σοβινιστικής διεθνούς κίνησης», και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ ότι «η εκλογή του Τραμπ συνεπάγεται το ρίσκο της ανατροπής των διηπειρωτικών σχέσεων στις βάσεις και διάρθρωσή τους», Reuters, 11-11-2016. Επί πλέον, ο κ. Γιούνκερ χαρακτήρισε ενδεχόμενη επιβολή από τον κ. Τραμπ δασμών  στην ΕΕ «βλακώδη». Trump’s trade war splits the EU; Germany upset with Juncker’s “we can be stupid too” ». Dionysios Kefalakos, LinkedIn, 19-3-2018.   Ο δε πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, αναφερόμενος στην πολιτική Τραμπ, αποφάνθηκε ότι «με τέτοιους φίλους δεν χρειάζεται κανείς εχθρούς». EU's Tusk asks: 'With friends like Trump, who needs enemies?', Reuters, 16-5-2017.
[v] Βλ. για τη στρατιωτική πτυχή των προβληματισμών από την άνοδο της Κίνας: Seth Cropsey, America Can’t Afford to Cede the Seas, Does the U.S. want to continue as a great power? China’s navy is set to surpass our fleet by 2030, Wall Street Journal, 14-5-2018· για την οικονομική/εμπορική/τεχνολογική πτυχή: Nathan Gardels, How the U.S. and China can avoid a technology battle, The Washington Post, 18-5-2018.
[vi] Βλ. Russia and the West, International Institute of Strategic Studies (IISS), Volume 24, Μάιος 2018, Strategic Comment 14, όπου επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι, σύμφωνα με την εφετινή έκθεση του αμερικανικού υπουργείου άμυνας για το πυρηνικό δόγμα των ΗΠΑ [2018 US Nuclear Posture Review], προς επικράτηση σε συμβατική πολεμική σύγκρουση, το ρωσικό πυρηνικό δόγμα προβλέπει την προσφυγή σε τακτικά πυρηνικά όπλα. Κάτι όμως που η έγκυρη βρετανική δεξαμενή σκέψης αμφισβητεί, τονίζοντας ότι το εν λόγω ρωσικό δόγμα περιορίζει τη χρήση πυρηνικών στην απόκρουση «επίθεσης με μέσα μαζικής καταστροφής και συμβατικής επίθεσης απειλούσης την ύπαρξη του ρωσικού κράτους». Σημειωτέον πάντως ότι με την εκδοχή του αμερικανικού υπουργείου άμυνας για το μείζονος σημασίας αυτό θέμα συντάσσεται και η  Katarzyna Zysk σε άρθρο της υπό τον τίτλο Nonstrategic nuclear weapons in Russias evolving military doctrine, στο Bulletin of the Atomic Scientists, Volume 73, 2017 - Issue 5, How dangerous is hybrid war?
[vii] Βλ. π.χ, It’s Time for Europe’s Militaries to Grow Up,  The continent can't blame Trump for its long-running inability to take care of its own security, Stephen M. Walt, Foreign Policy, 23-2-2017. Παρά την εμφανέστατη γενικότερη αντιπολιτευτική του διάθεση έναντι του σημερινού Αμερικανού προέδρου, ο συντάκτης του άρθρου και γνωστός καθηγητής του Χάρβαρντ αναδεικνύει με ενάργεια την εγγενή αμυντική αδυναμία της ΕΕ.
[viii] Gideon Rachman, The New World Order: Donald Trump goes it alone, Financial Times, 12-5-2018.
[ix] Ημερομηνίες κλπ.
[x] Βλ. Γ. Ε. Σέκερης, Ευρωπαϊκές προοπτικές και το γαλλικό παράδειγμα, Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 123 Ιανουαρίου-Μαρτίου 2018.
[xi] Βλ. σχετικώς Γ. Ε. Σέκερης, Τεκτονικές Γεωπολιτικές μετατοπίσεις προς Ανατολική Ασία/Ειρηνικό, Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 121 Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2017, σελίδα 20, καθώς και υποσημείωση 20.
[xii] Ο όρος αυτός, ο οποίος καλύπτει, πέραν του Ειρηνικού Ωκεανού και τον Ινδικό, υιοθετήθηκε πρόσφατα από τους Αμερικανούς σε σχέση με τη διευρυνόμενη απωανατολική στρατιωτική τους παρουσία – και κυρίως με το Πεκίνο κατά νουν. Βλ. Tara Copp INDOPACOM, it is: US Pacific Command gets renamed, Military Times, 30-5-2018. Επίσης, US rebrands Pacific command amid tensions with China, CNN, 30-5-2018.
[xiii] Για την ευρωπαϊκή στάση, βλ.επί παραδείγματι: Is the EU trying to derail China’s European ambitions with its new connectivity plan for Asia? South China Morning Post [keegan.elmer@scmp.com], 8-5-2018. Για την αμερικανική πολιτική:  Thomas Wright and Thorsten Benner, China’s relations with U.S. allies and partners in Europe, Brookings, 5-4-2018. Επίσης, Shawn Donnan Trump defends his intervention over China’s ZTE, Wall Street Journal, 15-5-2018
[xiv] Βλ. σχετικώς λίαν ενδιαφέρον άρθρο στην Wall Street Journal της 1ης Ιουνίου 2018: Brett Forrest και Peter Nicholas, U.S. in Early Talks for Potential Summit Between Trump and Putin. Meeting would bring to the international stage one of the world’s most enigmatic political relationships.
[xv] Σχετικά με τη βρετανική στάση έναντι της Μόσχας, βλ. επί παραδείγματι Mary Dejevsky, The UK’s obsession with the Russian bogeyman doesn’t stack up, The Guardian, 14-5-2018.  Σε σχέση με τη ρωσική πολιτική του Γάλλου προέδρου Μακρόν, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει άρθρο υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο Le pari russe dEmmanuel Macron στην έγκυρη Le Monde της 25-5-2018, όπου διαπιστώνεται ότι «στην Αγία Πετρούπολη [κατά την εκεί συνάντησή του με τον πρόεδρο Πούτιν στις 24-5-2018] ο Γάλλος πρόεδρος εξέφρασε την ικανοποίησή του για την προσέγγιση θέσεων με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στα δύο μείζονα θέματα της Συρίας και της πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν» . Βλ. συμπληρωματικώς, Macron en Russie pour poursuivre un dialogue difficile avec Poutine, Le Monde, 23-5-2028· και Anatoly Kurmanaev, Macrons Outreach to Putin Tests U.S. Relations French president talks up oil major Totals investment in Russia in St. Petersburg, Wall Street Journal, 25-5-2018.
[xvi] Karen DeYoung, Αllies fume over Trumps withdrawal from Iran deal but have few options to respond, Washington Post, 14-5-2018· Bruno Tertrais Trump is wrong over Iran, but Europe cant afford to divorce the US, The Guardian, 16-5-2018· καθώς και ένα λίαν ενδιαφέρον άρθρο του γνωστού Αμερικανού διεθνολόγου Walter Russell Mead επί των κινήτρων της αμερικανικής ιρανικής πολιτικής: Trump, Iran and American Power, Wall Street Journal, 14-5-2018.
[xvii] Στο προαναφερθέν άρθρο της Le Monde  Le pari russe dEmmanuel Macron [υποσημείωση xv], διαπιστώνεται ότι, παράλληλα με τη διατήρηση της πυρηνικής συμφωνίας, «ο κ. Μακρόν εκτιμά επίσης ότι είναι αναγκαίο η συμφωνία αυτή να συμπληρωθεί μέσω διαπραγματεύσεων με το Ιράν επί του πυρηνικού του προγράμματος μετά το 2015, επί του βαλλιστικού του προγράμματος, και επί  του ρόλου του στη Μέση Ανατολή».  
[xviii] Για το πλήρες κείμενο της ομιλίας του κ. Πόμπεο στη συντηρητική αμερικανική δεξαμενή σκέψης Heritage Foundation, βλ. After the Deal: A New Iran Strategy, State Department [https://www.state.gov/secretary/remarks/2018/05/282301.htm], 21-5-2018. Για μια σύνοψη των κυριότερων σημείων, Mike Pompeo speech: What are the 12 demands given to Iran? Al Jazeera, 26-5-2018.
[xix] Κατά την προμνησθείσα ομιλία του [υποσημ xviii] ο κ. Πομπέο υπογράμμισε τη σημασία που αποδίδει στις διαβουλεύσεις με τους Ευρωπαίους  επί του Ιρανικού. Για τη ρωσική στάση, βλ. Putin welcomes European efforts to save Iran nuclear deal, Reuters, 25-5-2018, όπου καταγράφεται και η ακόλουθη δημόσια δήλωση του προέδρου Πούτιν επ’ ευκαιρία των διαβουλεύσεών του με τον Γάλλο ομόλογό του Μακρόν: “Ασφαλώς μπορούμε να συζητήσουμε για τους βαλλιστικούς πυραύλους του Ιράν. Και να συζητήσουμε για την πολιτική του Ιράν στη Μέση Ανατολή και τις πυρηνικές του δραστηριότητές του μετά το 2025.»
[xx] Δεν στερείται ενδιαφέροντος το ότι, στο πλαίσιο των προσπαθειών του να εξασφαλίσει διεθνή ερείσματα στην μετά το Μπρέξιτ εποχή, το Λονδίνο συσφίγγει τις σχέσεις του και με την Άγκυρα, υποβαθμίζοντας την πτυχή ανθρώπινα δικαιώματα. Βλ. χαρακτηριστικό άρθρο της έγκυρης Financial Times της 11-5-2018 υπό τον εύγλωττο τίτλο UK prepares to roll out the red carpet for Erdogan. Relations with Turkey have improved in the past two years despite concerns about human rights.

No comments:

Post a Comment