Η νεότερη ελληνική Πολιτεία συγκροτήθηκε στον αστερισμό της Ευρώπης.
Φιλοδοξία των θεμελιωτών της προγόνων μας ήταν να συμπεριληφθεί στη χορεία των
προηγμένων κρατών της εποχής, που ήσαν
τα ευρωπαϊκά. Όπως άλλωστε, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με μόνη εξαίρεση
το εθνοκτόνο ΚΚΕ, οι Έλληνες επέλεξαν ως κύριο χώρο ανάπτυξης της εθνικής τους
ζωής τον ευρύτερο Δυτικό. Ενώ μετά τη δρομολόγηση της Κοινοτικής Ευρώπης, στη
Δυτική αυτή διάσταση της ελληνικής εθνικής πολιτικής προστέθηκε, με κίνητρα,
τόσο οικονομικά, όσο και γεωπολιτικά, η ευρωκοινοτική. Ορθότατα δε, όπως και η
πλέον στοιχειώδης ανάλυση ευχερώς καταδεικνύει.
Ωστόσο, οι εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο θέτουν εδώ και μερικά χρόνια τη
χώρα μας προ σοβαρότατων διλημμάτων. Καθώς το ευρωκοινοτικό εγχείρημα έχει
υποστεί καθοριστικές μεταλλάξεις - τις
οποίες οι πολιτικοί μας αδυνατούν να παρακολουθήσουν, ή, πονηρότερα, αρνούνται,
για λόγους κομματικής σκοπιμότητας, να αναγνωρίσουν· επιμένοντας να εκπέμπουν μια
συνθηματολογία ξένη προς την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, αλλά και επικίνδυνα αποπροσανατολιστική
και διχαστική της ελληνικής κοινής γνώμης.
Διότι, μετά μια πολύ σύντομη αρχική
φεντεραλιστική αναζήτηση, η Κοινοτική Ευρώπη απομακρύνθηκε σταθερά από το
ομοσπονδιακό όραμα των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» και μετεξελίχθηκε,
σύμφωνα με την αντίληψη και ορολογία του στρατηγού Ντε Γκολ, στην «Ευρώπη των
εθνικών κρατών». Σε ένα στίβο δηλαδή, στον οποίο τα κράτη μέλη αναζητούν
συγκλίσεις και συνεργασίες, αλλά και αντιπαρατίθενται· με κύριο πάντοτε γνώμονα
τα εθνικά τους συμφέροντα. Στο ιδιάζον, δε, πολυεθνικό αυτό περιβάλλον, η
Ελλάδα καλείται να προασπίσει τα δικά της σε πνεύμα εθνικού ρεαλισμού και επί
τη βάσει μιας ολοκληρωμένης – πλην δυστυχώς ανύπαρκτης μέχρι στιγμής - εθνικής
στρατηγικής. Με τους προβαλλόμενους παρ’ ημίν «ευρωπαϊσμούς» και
«αντιευρωπαϊσμούς» να μαρτυρούν στρατηγική ένδεια – ή, χειρότερο, ροπή προς
κενή δημαγωγία.
Εν πρώτοις, καίριοι τομείς, όπως η άμυνα, η εξωτερική πολιτική, η εσωτερική
ασφάλεια, η παιδεία, η υγεία, παραμένουν ως προς τα ουσιώδη εθνική ευθύνη. Επί
παραδείγματι, «Ευρωπαϊκός στρατός», ούτε υπάρχει, ούτε πρόκειται, όπως όλα
δείχνουν, να συγκροτηθεί στο δυνάμενο να προβλεφθεί μέλλον. Η δε
διατυμπανιζόμενη «Κοινή Ευρωπαϊκή Εξωτερική Πολιτική» περιορίζεται στον
ελάχιστο κοινό παρανομαστή των εκάστοτε επιλογών των κρατών μελών - και συνεπώς
ο βαρύγδουπος αυτός τίτλος ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματικότητα. Επικαλούμενοι
επομένως κοινοτικές υποδείξεις για να δικαιολογήσουν τους σχετικούς χειρισμούς
των, οι κυβερνώντες μας απλώς επιχειρούν να μεταφέρουν τις δικές τους ευθύνες
σε ξένους ώμους – να εφεύρουν άλλοθι για τις αμαρτίες τους.
Από την άλλη, η επιτυχής αντιμετώπιση ορισμένων ιδιαίτερης εθνικής σημασίας
θεμάτων συναρτάται πράγματι με τη στάση του κοινοτικού παράγοντα. Ειδικότερα: Η
ενεργός σύμπραξη των κοινοτικών εταίρων μας είναι απαραίτητη προκειμένου να αντιμετωπισθεί
αποτελεσματικά η εισροή των προσφύγων και μεταναστών που χρησιμοποιούν το
έδαφός μας ως ενδιάμεσο σταθμό προς άλλα κοινοτικά κράτη - και να αποτραπεί έτσι
ο κίνδυνος εγκλωβισμού των δυστυχών αυτών ανθρώπων στην πολλαπλώς αδυνατούσα να
τους ενσωματώσει χώρα μας. Και, βέβαια, λόγω δικών μας εσφαλμένων, έως και καταστροφικών,
χειρισμών, η οικονομία μας έχει περιέλθει στο έλεος των ξένων πιστωτών μας·
έναντι των οποίων καλούμεθα τώρα να διαμορφώσουμε μια ρεαλιστική εθνική
στρατηγική, απαλλαγμένη από συναισθηματισμούς και συμπλέγματα, είτε
κατωτερότητας, είτε αλαζονείας – που άλλωστε δεν είναι παρά οι δύο όψεις της
ίδιας παθογένειας.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα στην παρουσία μας στην ευρωζώνη, έχει πλέον ευρέως
συνειδητοποιηθεί ότι η υιοθέτηση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος χωρίς προηγουμένως
να έχουν εξασφαλισθεί οι εσωτερικές προϋποθέσεις για την επιτυχία του
εγχειρήματος, υπήρξε καταστροφική για την ελληνική οικονομία. Ωστόσο, προφανές
επίσης είναι ότι τυχόν επιστροφή στη δραχμή υπό τις υφιστάμενες εσωτερικές
πολιτικές, διοικητικές, και οικονομικές συνθήκες θα εξέθετε τη χώρα μας σε λίαν
επικίνδυνους κλυδωνισμούς – και όχι μόνον οικονομικούς. Βέβαια, πλείονα κράτη
μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης – και δη εκ των πλέον ευημερούντων – έχουν επιλέξει να
παραμείνουν εκτός ευρωζώνης.
Ως έχουν όμως σήμερα τα πράγματα, η διατήρηση του ευρώ αποτελεί για την Ελλάδα τη λιγότερο οδυνηρή λύση.
Ως έχουν όμως σήμερα τα πράγματα, η διατήρηση του ευρώ αποτελεί για την Ελλάδα τη λιγότερο οδυνηρή λύση.
Αρκεί η σχετική διαπραγμάτευση με τους δανειστές μας να διεξαχθεί αποφασιστικά,
με πλήρη αξιοποίηση της ισχυρής γεωπολιτικής μας θέσης και των σημαντικών
οικονομικών μας δυνατοτήτων, και με άμεσους στόχους τη βαθμιαία ανάκαμψη της
ελληνικής οικονομίας και την προστασία των οικονομικά ασθενέστερων συμπολιτών
μας. Οι υπό το κράτος του πανικού αντιφατικοί χειρισμοί των κυβερνώντων μας κατά
την τελευταία εξαετία, με αποκορύφωμα τους αυτόχρημα τραγελαφικούς της «πρώτη
φορά αριστερά», ασφαλώς δεν ανταποκρίνονται στη διαπραγματευτική αυτή δεοντολογία.
Η αναξιοπιστία και συναφής ανασφάλεια του ελληνικού πολιτικού προσωπικού, σε
συνδυασμό με την εγγενή αστάθεια του πολιτειακού μας συστήματος, έχουν καταστήσει
τις ελληνικές κυβερνήσεις ιδιαίτερα ευάλωτες στις ενίοτε παράλογες αξιώσεις των
συνομιλητών τους - «τροϊκανών, «θεσμών», και πάει λέγοντας - και ανίκανες να
χαράξουν αυτόνομη εθνική γραμμή πλεύσης. Ούτε δε πρέπει να αναμένεται αλλαγή
επί τα βελτίω της αποκαρδιωτικής αυτής πραγματικότητας, όσο την εξουσία νέμονται
αυτοί που μας έφεραν ως εδώ.
Κυρίως ζητούμενο αυτή τη στιγμή είναι η ανάληψη του εθνικού πηδαλίου από μια
άφθαρτη ηγεσία, αποφασισμένη και ικανή να αναμορφώσει τους ασύμβατους με την
ομαλή και παραγωγική διακυβέρνηση της
χώρας πολιτειακούς μας θεσμούς και τις τριτοκοσμικής εν πολλοίς υφής κρατικές μας
υπηρεσίες, προκειμένου η Ελλάδα να θωρακισθεί έναντι των πολλαπλών προκλήσεων που
αντιμετωπίζει εντός και εκτός συνόρων -
ενισχύοντας έτσι καθοριστικά και τη διαπραγματευτική της θέση έναντι των
πιστωτών της. Με την οικονομική μας ανασύνταξη και ανάπτυξη να αποτελούν
ζωτικής σημασίας εθνικό στόχο - εφικτό όμως μόνο επί τη βάσει ενός γνησίως
εθνικού σχεδιασμού, ανεπηρέαστου ως προς τα βασικά από τις όποιες ξένες
υποδείξεις.
Υπό το φως των διαπιστώσεων αυτών η δημαγωγική
προσπάθεια των κομματανθρώπων να διαιρέσουν τον ελληνικό λαό σε ευρωπαϊστές και
αντιευρωπαϊστές είναι, όχι απλώς εκ του πονηρού, αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνη.
Η ευρωπαϊκή μας ταυτότητα αποτελεί μια εν δυνάμει πολύτιμη συνιστώσα του
διπλωματικού μας οπλοστασίου· η πρακτική όμως σημασία της οποίας εξαρτάται από
την ικανότητα των εκάστοτε διαχειριστών της εξουσίας να την αξιοποιούν.
No comments:
Post a Comment