Εξήντα χρόνια μετά την υπογραφή
της Συνθήκης της Ρώμης, η Κοινοτική Ευρώπη διέρχεται μια ακόμη υπαρξιακή
δοκιμασία - με τις Κασσάνδρες να προεξοφλούν την επικείμενη διάλυσή της· και με
ορισμένους από τους θιασώτες της να αισιοδοξούν ότι η κρίση θα αποδειχθεί
εφαλτήριο για μια θεαματική αναβάθμισή της. Το πιθανότερο ωστόσο είναι ότι και
οι δύο αυτές εκδοχές του ευρωενωσιακού μέλλοντος θα διαψευσθούν εκ των
πραγμάτων. Διότι ενώ, από τη μια, το επικρατούν στον ευρωπαϊκό χώρο πολιτικό
κλίμα καθιστά ουτοπική τυχόν απόπειρα επιστροφής στις ομοσπονδιάζουσες ρίζες
του κοινοτικού εγχειρήματος, από την άλλη, η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, με όλες
της τις αδυναμίες, παρουσιάζει ήδη αρκετό ενδιαφέρον για αρκετούς εντός και
εκτός των κόλπων της, ώστε να μην αφεθεί να καταρρεύσει.
Προς στιγμήν το Μπρέξιτ έδωσε την
εντύπωση ότι αποτελεί την απαρχή της
ραγδαίας αποδόμησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η ανάγνωση όμως αυτή δεν
επαληθεύθηκε από τις έκτοτε εξελίξεις. Οι αντιευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις
στην Αυστρία και Ολλανδία, παρά την αύξηση της εκλογικής τους επιρροής τους, επέτυχαν
τελικώς να κατακτήσουν την κυβερνητική εξουσία. Ενώ το πιθανότερο είναι ότι και
στη Γαλλία την μεθεπόμενη Κυριακή πρόεδρος της δημοκρατίας θα αναδειχθεί ο
ευρωπαϊστής Μακρόν. (Στην απίθανη περίπτωση της επικράτησης της κυρίας Λεπέν, η
ΕΕ θα υποστεί αναμφίβολα μείζονα δοκιμασία· χωρίς ωστόσο να μπορεί να
αποκλεισθεί το ενδεχόμενο η ηγέτης του Εθνικού Μετώπου, κατά το προηγούμενο του
κ. Τραμπ, ως πρόεδρος να απομακρυνθεί στην πράξη από ορισμένες, εν πολλοίς
ανεδαφικές, αντιευρωπαϊκές προεκλογικές της θέσεις.) Και πάντως, στην
καθοριστικής σημασίας Γερμανία και τα δύο μεγάλα κόμματα παραμένουν προσηλωμένα
στη φιλοευρωπαϊκή τους ιδεολογία.
Από την άλλη, ορισμένοι ένθερμοι
ευρωπαϊστές – ανήκοντες κυρίως στους ηγετικούς κύκλους της κοινοτικής
γραφειοκρατίας – θεώρησαν ότι η αποχώρηση των ανέκαθεν ευρωσκεπτικιστών Βρετανών από την Ευρωπαϊκή
Ένωση προσφέρει ευπρόσδεκτη ευκαιρία για την επανενεργοποίηση της διαδικασίας
ευρωπαϊκής ενοποίησης. Δοθέντος δε ότι η κραυγαλέα ανομοιογένεια των
παραμενόντων είκοσι επτά εταίρων αποκλείει, στο ορατό τουλάχιστον μέλλον, τη
συσσωμάτωσή τους σε συνεκτικό ενιαίο σύνολο, προβάλλουν ως λύση την Ευρώπη των
«πολλαπλών ταχυτήτων» – ήτοι την αποφασιστική προώθηση της ενοποιητικής
διαδικασίας σε επί μέρους τομείς από τα κράτη μέλη τα διατεθειμένα και ικανά
κατά περίπτωση να συμπράξουν. Με τη «Λευκή Βίβλο για το Μέλλον της Ευρώπης» που
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε την 1η Μαρτίου 2017 στη Σύνοδο Κορυφής της
Ρώμης και τις προτάσεις της Υπάτης Εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για
θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας κυρίας Μογκερίνι, μεταξύ
άλλων, να κινούνται στο πνεύμα αυτό.
Πρόκειται ωστόσο για ευσεβείς
μάλλον πόθους παρά για ρεαλιστική προοπτική. Όπως όλα δείχνουν, οι ενισχυμένες
συνεργασίες θα περιορισθούν στις κατ’ ουσίαν δύο ήδη από καιρού υφιστάμενες – την
Ευρωζώνη και στη Συνθήκη Σένγκεν - με μια περιορισμένη, στην καλύτερη
περίπτωση, εντατικοποίηση των σχετικών προσπαθειών. Ενώ, στον τομέα της άμυνας,
όχι μόνο οι παλαιότερες φιλοδοξίες του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Γιούνκερ
για συγκρότηση «ευρωπαϊκού στρατού» φαντάζουν υπέρποτε άλλοτε εξωπραγματικές,
αλλά και οι λιγότερο φιλόδοξες στοχεύσεις της κυρίας Μογκερίνι θα αποδειχθούν
κατά πάσαν πιθανότητα εν πολλοίς ανέφικτες. Τοσούτω μάλλον, καθόσον η έξοδος
από την ΕΕ του Ηνωμένου Βασιλείου, ήτοι
της στρατιωτικά ισχυρότερης κοινοτικής χώρας και μιας εκ των δύο πυρηνικών
δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – η άλλη είναι ως γνωστόν η Γαλλία – δυσχεραίνει
ακόμη και τη συνέχιση της μέχρι τούδε λίαν περιορισμένης, επιλεκτικής
κοινοτικής στρατιωτικής συνεργασίας. Ενώ η Γερμανία, ο μόνος κοινοτικός εταίρος
ικανός να συγκροτήσει ένοπλες δυνάμεις υπερκαλύπτουσες το κενό που δημιουργεί
το Μπρέξιτ, δείχνει άκρως απρόθυμη να το πράξει. Με τη κοινή της γνώμη να
διατελεί ακόμη υπό την επήρεια των τραυματικών εμπειριών του χιτλερικού
παρελθόντος. Αλλά κυρίως, ίσως, δια τον φόβον των διεθνών αντιδράσεων εντός και
εκτός Κοινοτικής Ευρώπης.
***
Κατά τα λοιπά, μια ψύχραιμη
θεώρηση πείθει ότι έστω και υπό την παρούσα ατελή της μορφή η Ευρωπαϊκή Ένωση εξυπηρετεί
σημαντικότατα συμφέροντα των κρατών μελών της· είτε πρόκειται για την ενιαία
αγορά, είτε για το κοινό νόμισμα, είτε για τη συντονισμένη αντιμετώπιση της
λαθρομετανάστευσης και της τρομοκρατίας, είτε για την εναρμόνιση των νομοθεσιών
και τη συνεργασία στην καταπολέμηση του κοινού εγκλήματος και στην προστασία
περιβάλλοντος. Ενώ τουλάχιστον ίσης σημασίας είναι και η γεωπολιτική της διάσταση:
Στο ταραχώδες και συχνά απρόβλεπτο
παγκόσμιο γίγνεσθαι, η παρουσία της ΕΕ αποτελεί καθοριστική συμβολή, αφ’ ενός,
στη διατήρηση της ευστάθειας και συνοχής ενός εκ των δύο πυλώνων του
ευρω-ατλαντικού κόσμου, και, αφ’ ετέρου, στη σύμπραξη των δύο ακτών του
Ατλαντικού.
Είναι δε ευτύχημα ότι, παρά κάποιες
προβληματίζουσες αντιευρωπαϊκές, ου μην αλλά και αντινατοϊκές, προεκλογικές
κυρίως, τοποθετήσεις του, ο πρόεδρος Τραμπ, ακολουθούμενος από τους κυριότερους
συνεργάτες του, ευθέως αναγνωρίζει πλέον τη ζωτική σημασία των
ευρω-αμερικανικών σχέσεων, τόσο σε διμερές επίπεδο, όσο και στο πλαίσιο του
ΝΑΤΟ. Ενώ καθησυχαστικό είναι και το ότι οι σχέσεις αυτές δεν έχουν ποσώς τραυματισθεί
από τις ανεπίτρεπτα ανοίκειες φραστικές επιθέσεις ορισμένων Ευρωπαίων
αξιωματούχων κατά του προσώπου του νέου Αμερικανού προέδρου. (Κάτι που, εκτός
των άλλων, μάλλον πιστοποιεί το ελλιπές διεθνές βάρος των εν λόγω
αξιωματούχων…)
Βέβαια, το γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό
εκτόπισμα της χαλαρής και στρατιωτικά ασθενούς σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης υπολείπεται
μεγάλως του δυνητικού – δηλαδή του εφικτού υπό την προϋπόθεση μιας συνεκτικής κοινοτικής
συσσωμάτωσης – δυναμικού της. Ωστόσο,
χάρις κυρίως στην «ήπια ισχύ» του – διπλωματική, οικονομική, και αξιακή – ο
ευρωπαϊκός παράγων καλείται να επωμισθεί τον κύριο σταθεροποιητικό ρόλο στον
πάντοτε ανήσυχο βαλκανικό χώρο· και να συμπράξει με την αμερικανική ισχύ, συνηγορώντας
συγχρόνως υπέρ της σώφρονος, λελογισμένης χρησιμοποίησής της, στο ευρύ φάσμα
των κοινών συμφερόντων και ανησυχιών Ευρωπαίων και Αμερικανών: στην Ανατολική
Ευρώπη, στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, στην Κεντρική Ασία, και στην περιοχή της Άπω
Ανατολής και του Ειρηνικού. Με ιδιαίτερη έμφαση αυτή τη στιγμή στη διαμόρφωση
κοινής γραμμής με την Ουάσιγκτον στο Ουκρανικό - προκειμένου μεταξύ άλλων να ματαιωθεί η πάγια,
από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, επιδίωξη της Μόσχας να διασπάσει τη Δύση - και
στην αντιμετώπιση της βαρβαρότητας του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και το Ιράκ.
***
Τα ευρωενωσιακά δρώμενα
παρουσιάζουν αυτονόητο ενδιαφέρον και για τη χώρα μας. Η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πέραν της συνήθως αναδεικνυόμενης
στον τρέχοντα πολιτικό διάλογο οικονομικής της πτυχής, προσφέρεται και ως σημαντικό
μέσο ενίσχυσης της διεθνούς θέσης της χώρας. Ειδικότερα, η Ελλάδα οφείλει να
συμμετέχει δυναμικά στις όποιες παρούσες και μέλλουσες ενδοκοινοτικές συσπειρώσεις
– στον «σκληρό πυρήνα» μιας Ευρώπης «μεταβλητής γεωμετρίας» - προκειμένου, πέραν
του να συνδιαμορφώνει τις κοινοτικές αποφάσεις, με την παρουσία της και μόνο να
ισχυροποιεί τη θέση της στους διεθνείς συσχετισμούς.
Διαπράττουμε όμως επικίνδυνο σφάλμα όταν προσβλέπουμε σε
οφέλη που εκ των πραγμάτων η Κοινοτική Ευρώπη αδυνατεί να παράσχει. Η
ευρωενωσιακή μας ιδιότητα δεν είναι πανάκεια. Η ΕΕ δεν είναι υποκατάστατο του
εθνικού μας κράτους. Υπό την παρούσα μορφή της - εν απουσία δηλαδή της
συγκολλητικής ουσίας ενός ευρωπαϊκού πατριωτισμού - ούτε την εθνική μας άμυνα και
ασφάλεια κατοχυρώνει, ούτε γενικότερα προσφέρει τη γενναία εκείνη αλληλεγγύη,
οικονομική και άλλη, που απορρέει από τη συνείδηση κοινής μοίρας και
πεπρωμένων. Αποτελεί ένα σημαντικό πυλώνα μιας ολοκληρωμένης ελληνικής εθνικής
στρατηγικής – ασφαλώς όμως όχι τον μόνο.
No comments:
Post a Comment