Όσοι έκαναν το λάθος να θεωρήσουν δεσμευτικές τις προεκλογικές διακηρύξεις του κ. Τραμπ σε σχέση με τις διεθνείς επιλογές του – στις οποίες ευνοήτως επικεντρώνεται το παγκόσμιο ενδιαφέρον - φυσικό είναι να αισθάνονται αμηχανία ενώπιον των πεπραγμένων «των πρώτων εκατό ημερών» του ως προέδρου. Καθώς, ούτε οι εκπεφρασμένοι φόβοι των αντιπάλων του, ούτε οι προσδοκίες του σκληρού πυρήνα των οπαδών του επιβεβαιώνονται. Αντιθέτως, οσημέραι καθίσταται σαφέστερο ότι, όπως μάλλον έπρεπε να αναμένεται, ο πρόεδρος Τραμπ – κατά το προηγούμενο πολλών άλλων πολιτικών ηγετών ανά την υφήλιο, παρελθόντων και νυν - αφού κατέκτησε την εξουσία μέσω επικοινωνιακά αποτελεσματικής, πλην συχνά ανεδαφικής συνθηματολογίας, υιοθετεί τώρα τη σκληρή λογική του κυβερνητικού ρεαλισμού. Χωρίς καν να επιχειρεί να συγκαλύψει τις αντιφάσεις μεταξύ προγενέστερων λόγων του και κυβερνητικών του πράξεων.
Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα των – κατά τα λοιπά ευπρόσδεκτων – αυτών κυβιστήσεων του Αμερικανού προέδρου: Παίρνοντας αποστάσεις από τις απαξιωτικές προεκλογικές τοποθετήσεις του έναντι του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, ο κ. Τραμπ εξαίρει τώρα τη σημασία των δύο αυτών θεσμών. Από την άλλη, παρά τις προεκλογικές φιλορωσικές δηλώσεις του – και τους ισχυρισμούς των επικριτών του ότι στηρίζεται, έως και εκβιάζεται, από τον Ρώσο πρόεδρο - ουδόλως μέχρι στιγμής έχει αποστεί από την επιφυλακτική γραμμή των προκατόχων του έναντι της Μόσχας. Ενώ, απεριφράστως ανακαλώντας τον βαρύ εκ μέρους του προεκλογικό χαρακτηρισμό του Πεκίνου ως «χειραγωγού νομίσματος» και τις συναφείς απειλές του περί αντιποίνων, αποκαλεί τώρα τον Κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ «καλόν άνθρωπο, πολύ καλόν άνθρωπο, τον οποίο έχω γνωρίσει πολύ καλά» και επιδιώκει ενεργώς τη συνεργασία με την Κίνα – όλως ιδιαίτερα επί του εκρηκτικού Κορεατικού. Ως προς δε το Συριακό, αφού πριν και αμέσως μετά την προεδρική εκλογή είχε αφήσει να εννοηθεί ότι δεν αποκλείει την παραμονή του προέδρου Ασάντ στην εξουσία, εν συνεχεία, μετά τη χρήση χημικών όπλων από το συριακό καθεστώς κατά των αντιπάλων του και την τιμωρητική αμερικανική πυραυλική επίθεση κατά συριακού αεροδρομίου, δείχνει να επανέρχεται στην προτέρα γραμμή της Ουάσιγκτον υπέρ καθεστωτικής αλλαγής.
Είναι βέβαια πάρα πολύ νωρίς για τη συναγωγή ασφαλών συμπερασμάτων ως προς την αποτελεσματικότητα της εξωτερικής πολιτικής της προεδρίας Τραμπ. Αν κρίνει όμως κανείς, όχι μόνο από την ευχέρεια προσαρμογής του Αμερικανού προέδρου στις διεθνείς πραγματικότητες, αλλά - όπερ επίσης λίαν ενδεικτικό - και από την υψηλή ποιότητα των βασικών συνεργατών του, και κατά κύριο λόγο των υπουργών εξωτερικών και άμυνας και των βασικών συντελεστών του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, το πιθανότερο είναι ότι η Ουάσιγκτον, παρά τους, αναπόφευκτους άλλωστε, εκάστοτε ατυχείς χειρισμούς της, θα συνεχίσει να πληροί με επάρκεια τον ρόλο της ασφαλιστικής δικλίδας του διεθνούς συστήματος.
Ο ΤΡΑΜΠ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΠΟΛΑΙΟΤΗΤΑ
Κατά τη διάρκεια της αμερικανικής προεκλογικής εκστρατείας, αυτοτιτλοφορούμενοι «προοδευτικοί» εντός και εκτός ελληνικής κυβερνήσεως έσπευσαν να ταχθούν θορυβωδώς παρά το πλευρό της κυρίας Κλίντον – λες και η Ελλάδα είναι αμερικανική επαρχία και υπεχρεούντο να δώσουν την ψήφο τους. Και με παρεμφερή λογική οι επικριτές της «νέας τάξης» και της «παγκοσμιοποίησης» θεώρησαν καλό να «υπερψηφίσουν» φραστικώς τον υποτιθέμενο ομόφρονά τους Τραμπ. Με τους μεν και τους δε να επιδεικνύουν προβληματίζουσα επιπολαιότητα. Και άγνοια των βασικών αρχών που το καλώς νοούμενο εθνικό συμφέρον επιβάλλει να τηρούμαι στις σχέσεις μας με την αμερικανική υπερδύναμη.
Η αμερικανική συμμαχία είναι αυταπόδεικτα ζωτικής σημασίας για τη χώρα μας. Και, από την άλλη, είναι προφανές ότι στερούμεθα παντελώς της δυνατότητας να επηρεάσουμε την έκβαση των αγώνων για την εξουσία στις ΗΠΑ. Στόχος μας επομένως πρέπει να είναι η διασφάλιση των στενών μας σχέσεων με την Ουάσιγκτον ανεξάρτητα από την κομματική ή ιδεολογική φυσιογνωμία της εκάστοτε αμερικανικής κυβέρνησης.
Προς τούτο δε διαθέτουμε δύο σημαντικούς μοχλούς: Εν πρώτοις, τη γεωπολιτική θέση της χώρας μας. Και, κατά δεύτερο, λόγο το ελληνοαμερικανικό στοιχείο. Το οποίο, κατ’ ευτυχή συγκυρία, είναι δυναμικά παρόν στους κόλπους και των δύο μεγάλων αμερικανικών κομμάτων, όπως άλλωστε και στο προσωπικό περιβάλλον πολλών προβεβλημένων Αμερικανών πολιτικών, του σημερινού προέδρου συμπεριλαμβανομένου. Και επομένως η στάση μας κατά τη διάρκεια των αμερικανικών εκλογικών αναμετρήσεων πρέπει να είναι τέτοια, ώστε, μετά τη λήξη τους, να είμαστε σε θέση να προσεγγίζουμε με άνεση τον εκάστοτε νικητή - και να αξιοποιούμε στο έπακρο τους μοχλούς αυτούς.