Saturday, March 29, 2025

ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ ΕΠΙ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΡΑΜΠ

 Προδημοσίευση άρθρου από το τεύχος 151 των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).

Εισαγωγή

Επιβεβαιώνοντας τη θουκυδίδειο διάγνωση, τα κέντρα  εξουσίας του πολυπολικού πλέον πλανήτη αναμορφώνουν απροσχημάτιστα το παγκόσμιο γεωπολιτικό τοπίο, με διττό κριτήριο τα στενά τους συμφέροντα και τους συσχετισμούς στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος. Και, συνακόλουθα, ή έννοια της «διεθνούς έννομης τάξης» – η οποία, μολονότι έχει χρησιμοποιηθεί από τους εκάστοτε ισχυρούς και ιδιαίτατα  από την  Ουάσιγκτον μετά τον Β’ Παγκόσμιοι Πόλεμο ως φύλλο γεωπολιτικής συκής, δεν παύει να προσφέρεται ως πλαίσιο διεθνούς σύμπραξης προς αντιμετώπιση κοινών προκλήσεων της νέας εποχής – παρακάμπτεται ή και αγνοείται παντελώς.

Φυσικώ τω λόγω, η κυριότερη ώθηση στη μετεξέλιξη του παγκόσμιου περιβάλλοντος προέρχεται από την – κατά γενική παραδοχή και ασχέτως μελλοντολογικών εκτιμήσεων – πρώτη πάντοτε τη τάξει ως προς του κύριους συντελεστές ισχύος αμερικανική υπερδύναμη. Με τις προσπάθειες του νέου ενοίκου του Λευκού Οίκου να δικαιώσει το προεκλογικό του σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» αναδιατάσσοντας τους άξονες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής να επηρεάζουν καθοριστικά το διεθνές γίγνεσθαι συνολικώς.

Από τη μέχρι τούδε δε διαδρομή του προκύπτει ότι ο Αμερικανός πρόεδρος εμφορείται από μια αντίληψη των διεθνών σχέσεων συχνά αποκαλούμενη «ανταποδοτική» (transactional). Η οποία βέβαια στην πράξη ασκείται αθορύβως από όλους τους σημαντικούς  διεθνείς παίκτες. Πλην όμως την οποία μόνον ο κ. Τραμπ προβάλλει δημοσία ως τη διεθνοπολιτική πυξίδα του.[1] Υιοθετώντας αποφασιστικά, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες και διακυβεύματα – και ανεξάρτητα  από το συχνά προβληματίζον επικοινωνιακό επικάλυμμα – από κλασικές γεωπολιτικές και οικονομικές στοχεύσεις έως και λίαν ανορθόδοξες εμπορικές και επιχειρηματικές πρακτικές.

Οι ρωσο-αμερικανικές σχέσεις

Άμα τη ενάρξει της δεύτερης  τετραετίας του στον Λευκό Οίκο, ο πρόεδρος Τραμπ αναστάτωσε την παγκόσμια σκακιέρα αντιστρέφοντας θεαματικά τις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις  σε συνάρτηση με τη δρομολόγηση της επίλυσης του Ουκρανικού. Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι βέβαια μια γεωπολιτική και, πρωτίστως, ανθρώπινη τραγωδία διάστικτη από εσφαλμένες εκτιμήσεις και ενέργειες όλων των πρωταγωνιστών της – του προέδρου Πούτιν ασφαλώς κατά πρώτιστο  λόγο. Η  αρχική όμως εμμονή των Δυτικών στην στρατιωτική επικράτηση του Κιέβου, με ορισμένους μάλιστα μεταξύ τους να έχουν επιδιώξει και την μέσω της σύρραξης ανατροπή του ρωσικού καθεστώτος, έχει από μακρού αποδειχθεί αδιέξοδη – συνεπαγόμενη ειδικώς για τους Ευρωπαίους  δυσβάστακτο οικονομικό, πολιτικό, αλλά και γεωπολιτικό κόστος.

Τοσούτω μάλλον καθόσον, παρά τις δικαιικά καταδικαστέες ενέργειες της ηγεσίας της στην Ουκρανία, η Ρωσία δεν συνιστά κίνδυνο για τη δυτική ασφάλεια, καθώς, ούτε ορατό συμφέρον έχει να «εισβάλει στην Ευρώπη», αλλ’ ούτε, το και καθοριστικό, διαθέτει τα  προς τούτο αναγκαιούντα στρατιωτικά και οικονομικά μέσα. Υπό τη θεμελιώδη όμως προϋπόθεση ότι ο ευρωατλαντικός κόσμος διατηρεί τη συνοχή του· και ειδικότερα ότι η αμερικανική υπερδύναμη θα εξακολουθήσει να εγγυάται την ασφάλεια των νατοϊκών συμμάχων της. Και ναι μεν ο πρόεδρος Τραμπ έχει ασκήσει πιέσεις επί των τελευταίων αυτών σε σχέση  με την κατανομή των συμμαχικών βαρών κραδαίνοντας κατά καιρούς την απειλή της περιστολής των αμερικανικών αμυντικών δεσμεύσεων ή ακόμη και της εξόδου των ΗΠΑ από την Ατλαντική Συμμαχία, το κατά πολύ πιθανότερο, αν όχι το βέβαιο όμως είναι ότι πρόκειται κυρίως για μια χαρακτηριστική διαπραγματευτική τακτική του – η οποία άλλωστε φαίνεται να αποδίδει – και ότι ουδόλως προτίθεται να αυτοτραυματισθεί περνώντας στην πράξη.[2]

Εν πάση όμως περιπτώσει, κατά τη σύνταξη του παρόντος οι ειρηνευτικές προσπάθειες της Ουάσιγκτον δείχνουν να αποφέρουν καρπούς. Η πολυεπίπεδη και δυναμική, έως και εκβιαστική, αμερικανική διαμεσολάβηση έχει δρομολογήσει μια διαπραγματευτική διαδικασία στενά συναρτημένη με τους πραγματικούς συσχετισμούς ισχύος μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών, και ικανή, δικαιούται κανείς να ελπίσει, να θέσει, σε ένα ορατό μέλλον – τα προς υπέρβαση εμπόδια παραμένουν μεγάλα – τέρμα στη σφαγή. Αλλά και να διαμορφώσει τις εδαφικές, στρατηγικές, και οικονομικές προϋποθέσεις, ώστε το Ουκρανικό να παύσει να αποτελεί εν δυνάμει εστία μιας ευρύτερης, ενδεχομένως παγκόσμιας, όπως έχει προειδοποιήσει και ο ίδιος ο κ. Τραμπ, σύρραξης.

Σημειωτέον ότι μεταξύ των κινήτρων που συνήθως αποδίδονται στον πρόεδρο Τραμπ για την απόφασή του να προβεί στη ριζική αναμόρφωση των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων συμπεριλαμβάνονται, πέραν από το υψηλό δημοσιονομικό κόστος της στήριξης του Κιέβου: η αύξουσα αντίθεση στη στήριξη αυτή μεγάλου μέρους της αρχικά αδιάφορης για το Ουκρανικό αμερικανικής κοινής γνώμης· η διασφάλιση του εντός και εκτός ΗΠΑ προσωπικού κύρους του Αμερικανού προέδρου – πριν ακόμη αναλάβει την προεδρία είχε προαναγγείλει ότι θα τερματίσει τον πόλεμο «σε 24 ώρες» ·[3] και το ενδιαφέρον του για την αξιοποίηση των ουκρανικών φυσικών πόρων. Στο εικαζόμενο όμως αυτό προεδρικό σκεπτικό, θα πρέπει να προστεθεί και μία παράμετρος – ενδεχομένως η κρισιμότερη του Ουκρανικού – που ασφαλώς ο κ. Τραμπ δεν αγνόησε κατά την λήψη των αποφάσεών του: η υψηλή πιθανότητα η ειρήνευση να επηρεάσει υπέρ των αμερικανικών, αλλά και των ευρύτερων δυτικών συμφερόντων τους συσχετισμούς εντός του γεωπολιτικού τριγώνου ΗΠΑ-Ρωσία-Κίνα – του κορυφαίου αναμφίβολα αυτή τη στιγμή διεθνοπολιτικού συμπλέγματος.  [4]

Οι σινο-αμερικανικές σχέσεις

‘Ήδη η πρώτη προεδρία Τραμπ είχε επισήμως αποκαλέσει την Κίνα «δύναμη αναθεωρητική» «ενεργώς ανταγωνιζόμενη  τις  ΗΠΑ και επιδιώκουσα να «υποκαταστήσει τις Ηνωμένες στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού».[5] Εν συνεχεία δε η κυβέρνηση Μπάιντεν την χαρακτήρισε ως «την πλέον σημαντική γεωπολιτική πρόκληση της Αμερικής», και επιχείρησε – προσεκτικά – να αντικρούσει τις βλέψεις της.[6] Ωστόσο, η εξ αφορμής του πολέμου στην Ουκρανία κατολίσθηση των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων προσέφερε στο Πεκίνο ανέλπιστη ευκαιρία να ενισχύσει τη θέση του στο πλαίσιο της αναμέτρησής του αυτής με την Ουάσιγκτον προσεταιριζόμενο την υπό δεινή πίεση Μόσχα ως ελάσσονα εταίρο. Τούτο δε παρά τη δυσαρέσκεια και τις ανησυχίες που προκαλεί στους Ρώσους η εις βάρος των συμφερόντων τους κινεζική διείσδυση από την Ανατολική και Κεντρική Ασία έως την Αρκτική. [7]

Και συνεπώς δεν εκπλήσσει το ότι η κινεζική ηγεσία εμφανίζεται ανήσυχη για τον αντίκτυπο της διαγραφόμενης ρωσο-αμερικανικής προσέγγισης στα κινεζικά συμφέροντα. Και το ότι αντιδρά, όχι μόνο παρέχοντας στη Μόσχα διαβεβαιώσεις «ειλικρινούς φιλίας», αλλά και προσπαθώντας να δυσχεράνει την επίλυση του Ουκρανικού – και, σε περίπτωση επίτευξής της, να αποτρέψει τον αποκλειστικό και  πάντως τον  πρωταγωνιστικό ρόλο της ρωσο-αμερικανικής σύμπραξης στις σχετικές διαδικασίες. Προτείνοντας προς τούτο τη συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις και της Ευρωπαϊκής Ένωσης – οι συγκεχυμένες και μερικώς εξωπραγματικές θέσεις της οποίας επί του Ουκρανικού εξυπηρετούν εξ αντικειμένου τις κινεζικές στοχεύσεις. [8]

Κατά τα λοιπά, η σινο-αμερικανική αντιπαράθεση συνεχίζεται αδιάπτωτη, με ιδιαίτερη έμφαση αυτή τη στιγμή, αφ’ ενός στους τομείς του εμπορίου και της τεχνολογίας, και αφ’ ετέρου στον Ινδο-Ειρηνικό και στον Παγκόσμιο Νότο.[9] Παρά δε το σαφές αμερικανικό προβάδισμα στους κύριους συντελεστές ισχύος[10] – με την ψαλίδα, ωστόσο βαθμιαία να κλείνει – προμηνύεται μακρά και πείσμων· και με δεδομένα εκρηκτικά εν δυνάμει διεθνοπολιτικά προβλήματα, όπως το Ταϊβανικό,  συνεπάγεται σοβαρούς κινδύνους ακόμη και για την παγκόσμια ειρήνη.   

Ευρω-ατλαντικές ζυμώσεις και αντιπαραθέσεις

Η επιχειρούμενη, ωστόσο, από τον πρόεδρο Τραμπ αναγκαία αναθεώρηση των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων έχει συναντήσει αντιστάσεις και στον ίδιο τον ευρωατλαντικό χώρο. Όπου, υπό το φως των αρνητικών για την ουκρανική πλευρά εξελίξεων επί του πεδίου και της διαπίστωσης ότι χωρίς ευθεία στρατιωτική εμπλοκή των Δυτικών δυνάμεων και πρωτίστως των ΗΠΑ η επικράτηση των ουκρανικών όπλων είναι  ανέφικτη, η  πάνδημη, «απεριόριστη» αρχική υποστήριξη προς το Κίεβο έχει δώσει προοδευτικά τη θέση της σε προβληματισμούς και διαφωνίες, τόσο ως προς τη σκοπιμότητα μιας διαπραγμάτευσης, όσο, κυρίως, και ως προς τους όρους μιας συμφωνίας με τη Μόσχα προς τερματισμό του πολέμου. Και στους κόλπους μεν του ΝΑΤΟ, η αμερικανική ηγετική παρουσία διασφαλίζει τη στήριξη των επιλογών του προέδρου Τραμπ παρά τις σοβούσες διαφοροποιήσεις. Στους ευρωπαϊκούς όμως κύκλους σημειώνεται αντιθέτως πολιτική σύγχυση και γεωπολιτική αμηχανία.

Η Κοινοτική Ευρώπη ειδικότερα αδυνατεί να χαράξει κοινή γραμμή. Η δε απόπειρα παρέμβασης στα ουκρανικά δρώμενα της αυτοαποκαλούμενης «συμμαχίας των προθύμων», απλώς επιβεβαιώνει τις διαιρέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, εκ των οποίων λιγότερα από τα μισά συμμετέχουν στις υπό τον Βρετανό πρωθυπουργό και τον Γάλλο πρόεδρο σχετικές διαβουλεύσεις. Με τις τελευταίες αυτές να καταδεικνύουν συγχρόνως ότι, εν απουσία των ΗΠΑ, οι όποιες «δυναμικές» διακηρύξεις έναντι της πυρηνικής υπερδύναμης Ρωσίας δεν είναι παρά έπεα πτερόεντα – στερούνται πειστικότητας. Διό άλλωστε, σε τελευταία ανάλυση, οι πρωτεργάτες τους, προκειμένου να αποφύγουν τη περιθωριοποίηση, τείνουν να ευθυγραμμισθούν ευσχήμως με τις αμερικανικές αποφάσεις.[11]

Η ουκρανική κρίση έχει συνεπώς φέρει εις φως, μεταξύ άλλων, και τις δομικές αδυναμίες της υποτίθεται «Κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ)» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καθώς η αρχή της ομοφωνίας – φυσικό επακόλουθο της  διατήρησης αλώβητης της εθνικής κυριαρχίας των κρατών-μελών – παρεμβάλλει ανυπέρβλητα κατά κανόνα εμπόδια στην επίτευξη ενιαίων  θέσεων, και ακόμη περισσότερο στην ανάληψη κοινής δράσης για μείζονα, επίμαχα θέματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, όπως είναι κατ’ εξοχήν οι σχέσεις με τη Μόσχα – αλλά και με την Ουάσιγκτον. Χωρίς μάλιστα να υπάρχει στις τάξεις της ΕΕ εταίρος με επαρκές εκτόπισμα για να συμπαρασύρει τα λοιπά κράτη-μέλη, κατά το αμερικανικό προηγούμενο στο ΝΑΤΟ. Ενώ τα περί συγκρότησης  «γαλλο-γερμανικού άξονα» ικανού να καλύψει έστω και μερικώς το ηγετικό κενό ουδόλως πείθουν, δεδομένου ότι και οι δύο συνιστώσες του υποθετικού αυτού άξονα δοκιμάζονται από οξείες εσωτερικές αμφισβητήσεις πλήττουσες καίρια  την εκτός συνόρων επιρροή τους. Τα δε επιμελώς σταθμισμένα ευχολόγια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μάλλον αναδεικνύουν, παρά αποκρύπτουν, την υποβάθμιση του κοινοτικού παράγοντα στη διαχείριση μιας κρίσης ζωτικού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος.

Τέλος, είναι ανάγκη να γίνει κατανοητό ότι, εν απουσία ενιαίου πολιτικού κέντρου με αποφασιστικές αρμοδιότητες, οι διατυμπανιζόμενες από τις Βρυξέλλες αυξήσεις των στρατιωτικών δαπανών των εταίρων, αναμφίβολα επιβεβλημένες κατά περίπτωση σε εθνικό πλαίσιο και χρήσιμες  στο νατοϊκό – μεταξύ άλλων ως ανταπόκριση στο όχι παράλογο αίτημα της Ουάσιγκτον –, μακράν απέχουν του να συμβάλλουν στη συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού στρατιωτικού βραχίονα· κατά τους πλέον ευφαντάστους, ενός «ευρωστρατού». Υπό το ίδιο δε αυτό πρίσμα πρέπει να αξιολογηθούν και οι αφορώσες στην ευρωπαϊκή άμυνα εξαγγελίες του Εκτάκτου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 6ης Μαρτίου. [12]

Προς νέο δόγμα Μονρόε;

Εκτός των ορίων τού υπό στενή οπτική γωνία ρωσο-σινο-αμερικανικού γεωπολιτικού πλέγματος – όπου, λόγω της φύσης και του μεγέθους των διακυβευμάτων, οι χειρισμοί των τριών παγκόσμιων πυρηνικών δυνάμεων υπόκεινται σε αυτονόητους  περιορισμούς –,[13] οι διεθνείς επιλογές και μεθοδεύσεις του προέδρου Τραμπ φέρουν πολύ ευκρινέστερη τη σφραγίδα της αμερικανοκεντρικής «ανταποδοτικότητας» της εξωτερικής του πολιτικής. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι η απροκάλυπτη επίκληση της αμερικανικής ισχύος για την επιβολή της βούλησης της Ουάσιγκτον· και η προς τούτο άσκηση οικονομικών πιέσεων με συστηματική μεταξύ άλλων προσφυγή στο δασμολογικό όπλο.

Και στο μεν Δυτικό Ημισφαίριο οι  στοχεύσεις του Αμερικανού προέδρου – συνοριακές, μεταναστευτικές, οικονομικές, εμπορικές, στρατηγικές , και ακόμη υπό κάποια έννοια και εδαφικές σε σχέση με τον Παναμά και τη  Γροιλανδία – έχουν λάβει τέτοια έκταση και στηρίζονται τόσο αποφασιστικά έναντι εξωαμερικανικών επιρροών – με ιδιαίτερη, πρέπει να σημειωθεί, έμφαση στην κινεζική –   ώστε να έχει γίνει λόγος ακόμη και για «αναβίωση του Δόγματος Μονρόε»· ήτοι για επιδίωξη υπαγωγής της αμερικανικής ηπείρου σε σφαίρα αποκλειστικής επιρροής της Ουάσιγκτον. [14]

Οι BRICS

Ενώ στον ευρύτερο διεθνή χώρο, την προσοχή της προεδρίας Τραμπ συγκρατεί όλως ιδιαίτερα η εμφάνιση των BRICS. Ενός συνασπισμού γνωστού υπό τα αρχικά των ιδρυτικών μελών του, τα  συγκροτούντα τον οποίο κράτη – κατά τα άλλα άκρως ανομοιογενή και με αποκλίνοντα και σε πολλές περιπτώσεις αλληλοσυγκρουόμενα στρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα, όπως, επί παραδείγματι, προκειμένου για τις ινδο-σινικές σχέσεις – έχουν ως κύριο, αν όχι μόνο, ουσιαστικό συνδετικό κρίκο την αμφισβήτηση του κομβικού αμερικανικού ρόλου στη διεθνή οικονομική ζωή, και αμεσότερα την κατάλυση της διεθνούς κυριαρχίας του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος και νομίσματος των συναλλαγών. Η διαφαινόμενη δε πρόθεσή τους να επιδιώξουν τη δημιουργία ενός εναλλακτικού διεθνούς νομίσματος – ένα, κατά τα λοιπά, λίαν δυσχερές, αν όχι εκ των προτέρων καταδικασμένο εγχείρημα – έχει επισύρει την οργίλη, απειλητική προειδοποίηση του Αμερικανού προέδρου, ότι ως αντίποινα θα επιβάλει ασφυκτικούς δασμούς.[15] Το διακύβευμα δε της αντιπαράθεσης αυτής περί το αμερικανικό νόμισμα είναι κάθε άλλο παρά αμελητέο, δοθέντος ότι, χάρις στη διεθνή του εμβέλεια, το δολάριο, πέραν του στενά οικονομικού του ρόλου, προσφέρεται στην αμερικανική ηγεσία ως ισχυρό γεωπολιτικό όπλο – όπως κατέδειξαν και οι κυρώσεις που η Ουάσιγκτον επέβαλε στη Μόσχα μετά τη  ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Αβεβαιότητες

Η ως άνω επισκόπηση του διεθνούς περιβάλλοντος  υπό το πρίσμα  κυρίως των αμερικανικών προσανατολισμών, πέραν του λίαν συνοπτική, είναι βέβαια και ατελέστατη. Ειδικότερα, παραλείπεται μια έστω βραχεία αναφορά στα κρίσιμης σημασίας διαδραματιζόμενα στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Έναντι των οποίων, όμως, τη στιγμή που συντάσσεται το παρόν κείμενο, η δεύτερη προεδρία Τραμπ δεν έχει ακόμη διασαφηνίσει τη στάση της.

Κατά την πρώτη προεδρική θητεία του, ο κ. Τραμπ είχε ταχθεί αναφανδόν υπέρ των θέσεων και των συμφερόντων του Ισραήλ, μεταξύ άλλων αναγνωρίζοντας την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσά του· προτείνοντας λύση του παλαιστινιακού σαφώς ευνοούσα την ισραηλινή πλευρά· και διαμεσολαβώντας για την ομαλοποίηση των σχέσεων του εβραϊκού κράτους με σημαντικά αραβικά κράτη μέσω των   γνωστών ως Abraham Accords συμφωνιών. Και παραλλήλως είχε σκληρύνει τη στάση της Ουάσιγκτον έναντι του Ιράν,  αποσύροντας τις ΗΠΑ από τη συμφωνία για τα πυρηνικά (το JCPOA ή Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης), και ασκώντας έναντι της Τεχεράνης πολιτική «μεγίστης πίεσης» (maximum pressure), συνεπαγόμενη επιβολή κυρώσεων κατά της ιδίας και στρατιωτικά πλήγματα κατά των περιφερειακών συμμάχων-οργάνων της. Ασφαλώς δε τα προηγούμενα αυτά προϊδεάζουν  σε ικανό βαθμό και για τους μελλοντικούς χειρισμούς του Αμερικανού προέδρου. Χωρίς όμως κατ’ ανάγκην και να τους προδικάζουν, δεδομένων των ραγδαία μεταβαλλόμενων περιφερειακών και γενικότερων γεωπολιτικών συνθηκών – αλλά και της προσωπικής ροπής του κ. Τραμπ προς αιφνιδιασμό. [16]

Υστερόγραφο

Μολονότι η «διεθνής έννομη τάξη» δοκιμάζεται από την επικράτηση των «πολιτικών ισχύος», η εκρηκτική ανάπτυξη της τεχνολογίας, τα ογκούμενα περιβαλλοντικά   προβλήματα,  οι φονικές πανδημίες, η στενότητα των φυσικών πόρων, οι εντεινόμενες μεταναστευτικές ροές και η πάντοτε ενεργός διεθνής τρομοκρατία – με την απαρίθμηση αυτή μακράν να απέχει του να είναι εξαντλητική  – καθιστούν τη σύμπραξη κρατών και λοιπών συναφών φορέων στους κόλπους του ΟΗΕ και των άλλων παγκόσμιας εμβέλειας διεθνών οργανισμών ανάγκη επιτακτική. Με τους ανήκοντες στον Δυτικό Κόσμο, από την πλευρά τους, να καλούνται, όπου και όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, να προάγουν τις αξίες του Δυτικού Πολιτισμού των πολιτικών συμπεριλαμβανομένων, αποφεύγοντας όμως επιμελώς να επιχειρούν να τις επιβάλουν – οι τραγικά ατυχείς σχετικές εμπειρίες τους αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγήν – ή και να καθιστούν την αποδοχή των αξιών αυτών  προϋπόθεση για την αναγκαία συνεργασία με τα λοιπά μέλη της διεθνούς κοινότητας.



[1] Χαρακτηριστική η αποστροφή του προς τον Ουκρανό πρόεδρο κατά την επεισοδιακή συνάντησή τους της 28η2 Φεβρουαρίου:“You’re not in a good position. You don’t have the cards right now.Βλ. Adriana Gomez Licon, Associated Press, What Trump and Zelenskyy said during their heated argument in the Oval Office, PBS, 28-02-2025.

[2] Βλ. επί παραδείγματι, Trump casts doubt on willingness to defend Nato allies ‘if they don’t pay’. The remarks could trigger alarm bells in capitals from Europe to Asia, where leaders were already worried about a withdrawal of US security support, Guardian, 07-03-2025.

[3] Trump says he can end the Russia-Ukraine war in one day, ΑΡ, 02-Ο7-024.

[4] Βλ. ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ανταπόκριση του ρωσικού πρακτορείου TASS, Ukraine crisis, Trump wants to settle Ukrainian conflict to switch to China — source,  04-03-2025. Βλ. επίσης Γ. Ε. Σέκερης, Η δύσκολη, αλλά επιτακτικά αναγκαία ευρωαμερικανική στρατηγική σύμπραξη, Εθνικές Επάλξεις τεύχος 149, όπου επισημαίνεται ότι «η εντεινόμενη ..σινορωσική σύμπραξη ..συνηγορεί υπέρ της αναζήτησης από τη Δύση ενός modus vivendi με τη Ρωσία, ανέφικτου κατά πάσαν βεβαιότητα εφόσον συνεχίζονται οι εχθροπραξίες στην Ουκρανία.».

[5]  T. R. Heath, America’s New Security Strategy reflects the intensifying strategic competition with China, Rand, 27-12-2017

[6] Βλ. National Security Strategy, October 2022, The White House.

[7] Για μια εμπεριστατωμένη παρουσίαση του μείζονος αυτού θέματος βλ. Simone McCarthy, What China fears most about Trump’s turn toward Russia, CNN, 20-02-2025.

 

 

[8] Για τις επίσημες ευρωπαϊκές θέσεις επί του Ουκρανικού, βλ. Έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 6ης Μαρτίου 2025, https://www.consilium.eurtopoa.eu/el/. Βλ. επίσης: China anxious about Trump and Putin, tells Russia it is a ‘true friend’, Washington Post. 25-02-2025· Dang Yuan, Why China wants EU to be involved in Ukraine peace talks, Deutche Welle, 22-02-2025· Reid Standish, China ‘Nervous’ Over U.S- Russia  Reset, Despite Beijing’s Public Support, Radio Free Europe Radio Liberty, 21-02-2025· και για τις ευρω-αμερικανικές διαφωνίες, Richard Gowan, U.S. Volte-Face on Ukraine  Exposes e in the UN, Crisis Group, 26-02-2025.

[9] Για την κινεζική στρατηγική και τακτική έναντι της Ουάσιγκτον στον εμπορικό τομέα, βλ Lili Pike,Why Isnt China Playing Trumps Game?, Foreign Policy, 07 -03-2025.

[10] Για μια σοβαρή σύγκριση των κύριων συντελεστών ισχύος των ΗΠΑ και της Κίνας, βλ. Lowy Institute, https://power.lowyinstitute.org/compare/?countries=china,united-states  

[11] Β.  μεταξύ άλλων, Vicky Wong, Starmer announces 'coalition of the willing' to guarantee Ukraine peace, BBC, 03-03-2025.

 

[12] Βλ.. Έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 6ης  Μαρτίου 2025, https://www.consilium.europa.eu/el/ .

[13] Χαρακτηριστική η προειδοποίηση  του Αμερικανού προέδρου προς τον  Ουκρανό ομόλογό του ότι,  εμμένοντας ο κ. Ζελένσκι στις άκαμπτες θέσεις του, “παίζει χαρτιά με τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο”. Βλ. Ukraine ‘gambling with world war three’, Trump tells Zelenskyy in fiery meeting, Guardian, 01-03-2025.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[14] Βλ. Trump revives Monroe Doctrine in U.S. relations with Western Hemisphere, Washington Post, 28-02-2025· και Trump vows to reclaim Panama Canal, extends invitation to Greenland to join the United States, The Economic Times, 05-03-2025.

 

 

[15] Βλ. Ismail Shakil, Trump repeats tariffs threat to dissuade BRICS nations from replacing US dollar, Reuters, 31-01-2025.

[16] Βλ. π.χ. Doina Chiacu, Trump says he sent letter to Iran leader to negotiate nuclear deal, Reuters, 07-03-2025. Από  την άλλη, ο Αμερικανός πρόεδρος καταβάλλει ήδη ισχυρά πλήγματα κατά των συμμάχων της Τεχεράνης Χούθι. Βλ. Trump says ‘decisive’ military action against Houthis in Yemen is underway, CNN, 16-03-2025.

 

No comments:

Post a Comment