Πάλαι ποτέ ηγεμονεύουσα ως «Μέσο
Βασίλειο» και αφού εν συνεχεία υπέστη τραυματική αποικιακή διαρπαγή εκ μέρους
Ευρωπαίων, Αμερικανών και Ιαπώνων, από τα μέσα του εικοστού αιώνα η Κίνα, υπό το
δικής της κοπής κομμουνιστικό καθεστώς και με τεράστιο ανθρώπινο κόστος, ανασυγκροτείται
θεαματικά. Ήδη δε πειστικά διεκδικεί ιθύνουσα θέση στο ρευστό διεθνές περιβάλλον,
κλονίζοντας έτσι τις γεωπολιτικές και γεωοικονομικές ισορροπίες της
αμερικανικής μονοπολικής στιγμής. Ειδικότερα δε, ανασυντάσσει τις σχέσεις της, τόσο
με την Ουάσιγκτον, όσο και με την Κοινοτική Ευρώπη, τη Μόσχα και τον Παγκόσμιο
Νότο˙ και συνακόλουθα επιδρά εμμέσως, πλην ουσιαστικά και κατά περίπτωση καθοριστικά,
και στον επί μέρους ρόλο των μειζόνων συνιστωσών του διεθνούς συστήματος.
Α' Η Κίνα υπό
τον Σι.
Αντίθετα προς τη συντηρητική
διεθνοπολιτική πλοήγηση της μετα-μαοϊκής Κίνας υπό τον Ντενγκ Σιαοπίνγκ – χαρακτηριστική
της μεθοδολογίας του οποίου είναι η εμβληματική προτροπή του «κρύβε τη
δύναμή σου, κέρδιζε χρόνο» – ο νυν κινέζος ηγέτης Σι Τζινπινγκ, πρόεδρος της
ΛΔΚ και συγχρόνως και του κυβερνώντος ΚΚΚ, αμφισβητεί ενεργώς την
αμερικανοκρατούμενη παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Μη αποκρύπτοντας τη φιλοδοξία του
να εξασφαλίσει για τη χώρα του κυρίαρχη παρουσία
στο εγγύς γεωπολιτικό της περιβάλλον και τουλάχιστον ισότιμη θέση στην κορυφή
της διεθνούς ιεραρχίας ισχύος˙ και
δημιουργώντας συγχρόνως τις αναγκαίες προς τούτο οικονομικές, στρατιωτικές και
διπλωματικές προϋποθέσεις. Πιο συγκεκριμένα:
Η κινεζική οικονομία, παρά,
μεταξύ άλλων, τις αρνητικές επιπτώσεις της σινοαμερικανικής αντιπαράθεσης, του
υψηλού κινεζικού δημόσιου χρέους, και δυσμενών δημογραφικών και περιβαλλοντικών
συνθηκών, συνεχίζει, αν και με χαλαρότερους ρυθμούς, μια ανάπτυξη που την έχει ήδη
φέρει στη δεύτερη, ως προς το μέγεθος, θέση παγκοσμίως. Χάρις
δε στην Πρωτοβουλία Μιας Ζώνης και ενός Δρόμου (Belt
and Road Initiative) και την επακόλουθη ανάληψη έργων υποδομής σε δεκάδες χώρες
– ασιατικές, αφρικανικές, λατινοαμερικανικές, αλλά και ευρωπαϊκές –, το Πεκίνο
εξασφαλίζει αγορές πρώτων υλών και εξαγωγών, και συγχρόνως αποκτά ένα
αποτελεσματικό όργανο άσκησης γεωπολιτικής και στρατηγικής επιρροής.
Παράλληλα η Κίνα αναβαθμίζει ταχύρρυθμα
τη στρατιωτική ισχύ της. Καταλαμβάνοντας και ως προς τις αμυντικές δαπάνες τη
δεύτερη παγκοσμίως θέση: εκσυγχρονίζει τις
συμβατικές της δυνάμεις˙ αναπτύσσει το μέχρι τούδε περιορισμένο, σε σύγκριση με
το αμερικανικό και το ρωσικό, πυρηνικό της οπλοστάσιο˙ και εγκαθιστά στρατιωτικές βάσεις σε ιδιαίτερου ενδιαφέροντός
της γεωστρατηγικούς χώρους – κυρίως στη Νότια Σινική Θάλασσα.
Αξιοποιώντας δε τους αυξανόμενους
αυτούς οικονομικούς και στρατιωτικούς πόρους, η κινεζική διπλωματία:
· Αναπτύσσει
ένα συνεχώς διευρυνόμενο δίκτυο διμερών και πολυμερών διεθνών σχέσεων, στο
πλαίσιο του οποίου, παράλληλα και συμπληρωματικά προς την Πρωτοβουλία Μιας
Ζώνης και ενός Δρόμου, έχει δρομολογήσει δύο πρόσθετα εγχειρήματα – την Πρωτοβουλία
της Παγκόσμιας Ανάπτυξης [Global Development Initiative (GDI)] και την
Πρωτοβουλία Παγκόσμιας Ασφάλειας [Global Security Initiative (GSI)] – τα οποία η Ουάσιγκτον εισπράττει ως έμπρακτη αμφισβήτηση
της αμερικανο-κεντρικής διεθνούς τάξης πραγμάτων.
· Μεθοδεύει
την πρωτοκαθεδρία της Κίνας στις όμορές της περιοχές, προβάλλοντας και εδαφικές
βλέψεις.
· Και εμμένει
ανυποχώρητα στην τήρηση διεθνώς της αρχής της Μιας Κίνας έναντι της Ταϊβάν –
δοθέντος ότι η αποτροπή της ανεξαρτοποίησης της Ταϊπέι είναι ζωτικής σημασίας για
την ίδια την ευστάθεια του κινεζικού καθεστώτος. Ενώ, αντιθέτως, αβεβαιότητα
περιβάλλει το εάν και πότε το Πεκίνο θα επιχειρήσει να ανακτήσει δια των όπλων τη
σήμερα αυτοκυβέρνητη νήσο.
Β’ Ο
σινοαμερικανικός ανταγωνισμός.
Επί μακρόν, οι Αμερικανοί
θεωρούσαν την Κίνα ελέγξιμη. Επί Ψυχρού, μάλιστα, Πολέμου, τη χρησιμοποίησαν ευκαιριακώς
ως αντίβαρο στη Σοβιετική Ένωση. Σήμερα,
ωστόσο, την αντιμετωπίζουν ως τον μείζονα αντίπαλό τους. Σημειωτέον δε ότι οι ως
προς αυτό οι θέσεις των κυβερνήσεων Τραμπ και Μπάιντεν εν πολλοίς συμπίπτουν. Με
την φέρουσα την υπογραφή του προέδρου Τραμπ «Εθνική Αμυντική Στρατηγική» να εκτιμά
ότι «καθώς η Κίνα συνεχίζει την οικονομική και στρατιωτική άνοδό της…θα συνεχίσει
να προωθεί ένα πρόγραμμα στρατιωτικού εκσυγχρονισμού αποσκοπούν, μεσοπρόθεσμα μεν
στην περιφερειακή ηγεμονία στον Ινδο-Ειρηνικό, μελλοντικώς δε στην παγκόσμια
πρωτοκαθεδρία». Και με την αντίστοιχη «Ενδιάμεση Στρατηγική Οδηγία Εθνικής Ασφαλείας»
του προέδρου Μπάιντεν και τη συναφή «Στρατηγική Εθνικής Άμυνας» του αρμόδιου υπουργού
του να διαπιστώνουν ότι η Κίνα «φιλοδοξεί να δημιουργήσει μια διευρυμένη
σφαίρα επιρροής στον Ινδο-Ειρηνικό και να αναδειχθεί στην παγκόσμια ηγέτιδα
δύναμη», και ότι είναι «ο μόνος ανταγωνιστής [των ΗΠΑ] ο οποίος έχει,
τόσο την πρόθεση να αναδιατάξει τη διεθνή τάξη, όσο, όλο και περισσότερο, την οικονομική,
διπλωματική, στρατιωτική, και τεχνολογική ισχύ για να το πράξει».
Ενώ όμως και οι δύο πρόεδροι
έθεσαν ως κορυφαία προτεραιότητα την ανάσχεση του Κινέζου αντιπάλου, η
διαχείριση των σινοαμερικανικών σχέσεων υπό τον παρόντα δείχνει πιο ευέλικτη.
Χαρακτηριστική εν προκειμένω η διαβεβαίωση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του
προέδρου Μπάιντεν, Τζέικ Σάλιβαν, ότι «ανταγωνιζόμαστε την Κίνα…αλλά δεν
επιδιώκουμε αντιπαράθεση ή σύγκρουση»˙ και ότι «ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει
καταστήσει σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα μπορούν και πρέπει να
συνεργασθούν ως προς παγκόσμιες προκλήσεις όπως το κλίμα, η μακροοικονομική
σταθερότητα, η υγειονομική ασφάλεια, και η επισιτιστική ασφάλεια.» Και στο ίδιο
πνεύμα, η Αμερικανίδα υπουργός οικονομικών δηλώνει ότι, μολονότι για ζωτικούς λόγους
εθνικής ασφαλείας η Ουάσιγκτον «περικόπτει ορισμένους οικονομικούς δεσμούς»,
«η πλήρης αποσύνδεση των οικονομιών των δύο χωρών θα ήταν καταστροφική για
αμφότερες».
Ενδεικτική δε της – όλως
σχετικής, βέβαια – ευελιξίας αυτής είναι και η επαμφοτερίζουσα στάση της
κυβέρνησης Μπάιντεν έναντι της κινεζικής πρότασης για την ειρήνευση στην Ουκρανία. Με τον
Αμερικανό υπουργό εξωτερικών να την καλωσορίζει μεν κατ’ αρχήν, πλην όμως με
έκδηλη επιφυλακτικότητα ως προς τα καθέκαστα – και ίσως διαβλέποντας, σύμφωνα
με έναν πεπειραμένο διεθνή αναλυτή, και ευκαιρία διατάραξης της σύμπλευσης του Πεκίνου με μια ρωσική
ηγεσία την οποία ορισμένες πτυχές της κινεζικής ειρηνευτικής πρωτοβουλίας φαίνεται
να προβληματίζουν.
Αλλά και γενικότερα, η προεδρία
Μπάιντεν δεν φείδεται προσπαθειών για να αναχαιτίσει την ανερχόμενη Κίνα, τόσο
στο οικονομικό και διπλωματικό, όσο και στο στρατιωτικό πεδίο. Προς τούτο δε,
σε συνδυασμό με τις μονομερείς της ενέργειες, επιδιώκει να εξασφαλίσει τη σύμπραξη
των συμμάχων των ΗΠΑ – πρωτίστως των ευρισκόμενων στον χώρο του Ινδο-Ειρηνικού,
αλλά, στο μέτρο που προσφέρονται, και των Ευρωπαίων. Και στους πρώτους μεν
συμπεριλαμβάνονται κατά κύριο λόγο η Ιαπωνία, η Αυστραλία, η Ν. Κορέα, και οι
Φιλιππίνες – ήτοι χώρες πληττόμενες ευθέως από κινεζικές βλέψεις και ενέργειες και
συνεπώς προθύμως συντασσόμενες με την αμερικανική γραμμή.
Οι προσπάθειες όμως της Ουάσιγκτον να εμπλέξει στην αντιπαράθεσή της με το
Πεκίνο και τους Ευρωπαίους συμμάχους της μερική μόνο ανταπόκριση βρίσκουν –
όπως και εν συνεχεία επισημαίνεται.
Κατά τα λοιπά, αν και όχι πλέον πλανητάρχης,
οι ΗΠΑ διατηρούν καθοριστικό προβάδισμα έναντι της αμέσως επόμενης στην
παγκόσμια ιεραρχία ισχύος Κίνας.
Οι στρατιωτικές τους δαπάνες, ειδικότερα, ανέρχονται στο τριπλάσιο περίπου των
κινεζικών˙ το παγκόσμιο δίκτυο στρατιωτικών βάσεων που διαθέτουν εκτός εθνικού
εδάφους – 750 βάσεις σε 80 χώρες – υπερέχει συντριπτικά του ανάλογου κινεζικού˙
το ΑΕΠ τους εξακολουθεί να υπερβαίνει εκείνο της Κίνας˙ το δολάριο παραμένει το
κυρίαρχο αποθεματικό νόμισμα και νόμισμα διεθνών συναλλαγών – παρά τις εντεινόμενες
προσπάθειες, ιδιαίτατα των BRICS, να «αποδολαροποιηθεί» το διεθνές νομισματικό
σύστημα και ειδικότερα της Κίνας να «παγκοσμιοποιήσει» το γουάν˙
και η αμερικανική ήπια ισχύ είναι πάντοτε ασυναγώνιστη.
Δεδομένου δε αυτού του
συσχετισμού δυνάμεων, το μόνο ρεαλιστικό σενάριο κλιμάκωσης της
σινο-αμερικανικής αντιπαράθεσης σε θερμή στρατιωτική αναμέτρηση στο ορατό
μέλλον αφορά στο Ταϊβανικό. Οι περί το οποίο εξελίξεις πράγματι δικαιολογούν σοβαρές
ανησυχίες για ενδεχόμενη διασάλευση της ειρήνης – και όχι μόνο της
περιφερειακής. Καθώς, ο πρόεδρος Σι, με την ενθουσιώδη στήριξη της κινεζικής ελίτ
και κοινής γνώμης, χαρακτηρίζει την επανένωση «αναπόφευκτη προϋπόθεση του Κινεζικού
Οράματος Εθνικής Ανανέωσης» – το οποίο έχει δεσμευθεί να πραγματώσει έως το
2049, εκατονταετηρίδα της ίδρυσης της ΛΔΚ. Με τον Κινέζο υπουργό άμυνας να
προειδοποιεί απερίφραστα ότι «εάν οποιοσδήποτε τολμήσει να αποσπάσει την
ΤαΪβάν από την Κϊνα, οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις δεν θα διστάσουν ούτε μια
στιγμή….θα υπερασπισθούμε αποφασιστικά την εθνική μας κυριαρχία και εδαφική
κυριότητα ανεξαρτήτως κόστους».
Η δε Ουάσιγκτον, μολονότι επισήμως αποδέχεται την αρχή της Μιας Κίνας, αντιμετωπίζει
το ενδεχόμενο στρατιωτικής σύγκρουσης Πεκίνου-Ταϊπέι με «στρατηγική ασάφεια» (strategic ambiguity) – μη αποκλείοντας
άρα τη στρατιωτική της εμπλοκή. Ενώ ιθύνοντες παράγοντες της αμερικανικής
πολιτικής ζωής δεν παύουν να ενθαρρύνουν τις αποσχιστικές δυνάμεις στην Ταϊβάν.
Γ’ H σινο-ρωσική
λυκοφιλία.
Καθ’ όλη την ιστορική τους
διαδρομή των τεσσάρων και πλέον αιώνων, οι σινο-ρωσικές σχέσεις κυριαρχούντο από
συγκρούσεις και συμπράξεις αντανακλώσες τον εκάστοτε συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ
των δύο γιγάντων της Ευρασίας και το μεταβαλλόμενο
παγκόσμιο περιβάλλον. Ειδικότερα δε κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οι σχέσεις
αυτές διαμορφώνονται υπό το κράτος, αφ’ ενός, της αύξουσας ανισορροπίας ισχύος μεταξύ
μιας ανερχόμενης, φιλόδοξης Κίνας και μιας εξασθενημένης Ρωσίας, και, αφ’
ετέρου, της κοινής τους αντιπαλότητας με
τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Επί μακρόν σαφώς ασθενέστερη της Ρωσίας,
η Κίνα σήμερα την υποσκελίζει ως προς όλους σχεδόν τους δείκτες ισχύος. Με τον
πληθυσμό της να ανέρχεται στο οκταπλάσιο του ρωσικού και το ΑΕΠ της στο δεκαπλάσιο.
Με τις στρατιωτικές της δαπάνες να υπερβαίνουν ήδη τις ρωσικές. Και, σε αντιστροφή
των εμπορικών δεδομένων του παρελθόντος, με τις ρωσικές εξαγωγές προς την Κίνα να
συνίστανται κυρίως σε ενεργειακές πρώτες ύλες και όλο και λιγότερο σε βιομηχανικά
προϊόντα, τις δε κινεζικές προς τη Ρωσία να αποτελούνται πρωτίστως από προϊόντα
προηγμένης τεχνολογίας, μεταξύ άλλων και στρατιωτικής.
Την ανισορροπία δε αυτή αναδεικνύει
θεαματικά ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η τροπή του οποίου αναγκάζει τη ρωσική
ηγεσία να στραφεί προς την κινεζική σε αναζήτηση οικονομικής, διπλωματικής, και
στρατιωτικής υπό τη μορφή πολεμικού υλικού, συνδρομής. Και παρέχει έτσι στο
Πεκίνο την ευκαιρία να εντάξει τη Μόσχα ως «ήσσονα εταίρο» στο ευρύτερο μέτωπο
που απεργάζεται κατά της αμερικανικής ηγεμονίας. Όπως προκύπτει και από τις επανειλημμένες
συναντήσεις των προέδρων Σι και Πούτιν πριν και μετά την ρωσική εισβολή του
Φεβρουαρίου 2023 και τις μεγαλόστομες διακηρύξεις σινο-ρωσικής αλληλεγγύης που κατά
κανόνα τις συνόδευσαν.
Συγχρόνως όμως το Πεκίνο φροντίζει
να αποφύγει τις ανεπιθύμητες παρενέργειες της σύμπλευσης αυτής: Αρνείται να αναγνωρίσει
την προσάρτηση στη Ρωσία ουκρανικών εδαφών – το 2014 της Κριμαίας και τώρα τεσσάρων
πρόσθετων ουκρανικών περιοχών – ανήσυχο προφανώς και για ενδεχόμενες επιπτώσεις
της παραβίασης της αρχής της κρατικής κυριαρχίας στις περιπτώσεις της Ταϊβάν, των
Ουιγούρων, και του Θιβέτ. Καταβάλλει προσπάθειες για να αποσοβήσει αμερικανικές
κυρώσεις κατά κινεζικών εταιριών που καταστρατηγούν τα οικονομικά μέτρα των ΗΠΑ
και 30 περίπου συντασσόμενων με αυτές χωρών κατά της Ρωσίας.
Καθιστά σαφή την αντίθεσή του στην προσφυγή των Ρώσων σε πυρηνικά.
Και ναι μεν, δεδομένης της γενικότερης γεωπολιτικής τους αντίληψης, οι Κινέζοι
ιθύνοντες πρέπει να απεύχονται την νίκη του
υπό δυτική προστασία Κιέβου κατά της Μόσχας, από την άλλη όμως, δοθέντος και του
πάντοτε υποβόσκοντος ανταγωνισμού μεταξύ Κίνας και Ρωσίας κατά μήκος των κοινών
συνόρων τους και της συνακόλουθης εκατέρωθεν καχυποψίας, είναι λίαν απίθανο να θεωρούν
συμφέρουσα και την κατά κράτος επικράτηση των Ρώσων επί των Ουκρανών.
Όπερ εξηγεί, εν μέρει, την
κατατείνουσα σε πάγωμα του Ουκρανικού, χωρίς τρόπον τινά νικητές και ηττημένους,
διαμεσολαβητική πρωτοβουλία του Πεκίνου. Η οποία, βέβαια, δεν είναι ξένη και
προς την επιδίωξη της κινεζικής ηγεσίας να προβληθεί παγκοσμίως ως ειρηνοποιός
– σε αντιδιαστολή προς τους «πολεμοκάπηλους» Αμερικανούς.
Οπωσδήποτε όμως, όλα δείχνουν ότι
η ιδιάζουσα αυτή σινο-ρωσική λυκοφιλία θα παραμείνει στο προβλεπτό μέλλον μείζων
παράμετρος του διεθνούς γίγνεσθαι.
Δ’ Τα
ευρωενωσιακά διλήμματα και ο Παγκόσμιος Νότος.
Στο πλαίσιο ωστόσο των
προσπαθειών της να κλονίσει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, η κινεζική ηγεσία, πέραν της αξιοποίησης του
ρωσικού παράγοντα, φαίνεται να θέτει ως διττή στόχευση τη διεμβόλιση του
Δυτικού μετώπου και τη διείσδυση στον Παγκόσμιο Νότο.
Κίνα και
Ευρωπαίοι
Οι σινο-ευρωπαϊκές σχέσεις,
ειδικότερα, κυριαρχούνται πλέον από τις προσπάθειες του Πεκίνου να αποτρέψει τη
συμμετοχή των Ευρωπαίων σε έναν εχθρικό προς την Κίνα αμερικανοκρατούμενο συνασπισμό,
και, παράλληλα και συμπληρωματικά, να ενισχύσει τους οικονομικούς του δεσμούς με
τα ευρωπαϊκά κράτη στη σύνθετη – οικονομική και γεωπολιτική – λογική του «Ενός Δρόμου». Με τις κινεζικές
αυτές προσπάθειες να σημειώνουν μικτά μέχρι στιγμής αποτελέσματα.
Και ο μεν Βρετανός πρωθυπουργός Ρίσι
Σούνακ, συμπλέων ανεπιφύλακτα με την αμερικανική πολιτική ανάσχεσης της Κίνας, χαρακτηρίζει
την τελευταία αυτή ως «τη μεγαλύτερη αναμφίβολα κρατική απειλή κατά των
οικονομικών μας συμφερόντων και συστημική πρόκληση κατά της παγκόσμιας τάξης
»˙ και στηρίζει ενεργώς τη, συναφθείσα τον Σεπτέμβριο 2021 και στρεφόμενη
ευθέως κατά του Πεκίνου, στρατιωτική συμφωνία μεταξύ Βρετανίας, ΗΠΑ, και
Αυστραλίας – γνωστή και με το ακρωνύμιο AUKUS.
Ο Γάλλος πρόεδρος, αντιθέτως, κηδόμενος
και των ιδιαίτερων συμφερόντων της χώρας του στον Ινδο-Ειρηνικό – όπου η Γαλλία
έχει σημαντική εδαφική, στρατιωτική, και οικονομική παρουσία –, έχει διαχωρίσει
τη θέση του από τη μετωπική αγγλο-αμερικανική αντιμετώπιση της Κίνας. Και με
ιδιαίτερη αναφορά στο Ταϊβανικό, έχει προειδοποιήσει ότι η Ευρώπη διατρέχει τον
κίνδυνο «να εμπλακεί σε κρίσεις που δεν είναι δικές μας», και ως εκ
τούτου, αντί να επιτύχει την – προσφιλή στον κ. Μακρόν – «στρατηγική
αυτονομία» της, να καταστεί «υποτελής» των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι δε οικονομικά και δημογραφικά
πρώτοι τη τάξει Γερμανοί, όπως άλλωστε και ουκ ολίγοι άλλοι κοινοτικοί εταίροι,
ταλαντεύονται μεταξύ: των οικονομικών συμφερόντων τους – η Κίνα είναι πλέον ο κορυφαίος
εμπορικός εταίρος της ΕΕ˙ γεωπολιτικών προβληματισμών σχετικών κυρίως προς το
Ουκρανικό˙ και ιδεολογικών αντιδράσεων στην ολοκληρωτική φύση του κινεζικού
καθεστώτος και την καταπίεση των Ουιγούρων και άλλων εθνοθρησκευτικών ομάδων.
Ενώ διαφοροποιήσεις ως
προς την τηρητέα γραμμή έναντι του Πεκίνου σημειώνονται και στο επίπεδο των
κεντρικών κοινοτικών θεσμών˙ και, ειδικότερα, μεταξύ του μετριοπαθούς προέδρου του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ και της σκληρότερης προέδρου της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν.
Κατά τα λοιπά, σύμφωνα με τον Ύπατο
Εκπρόσωπο της Ένωσης Ζοζέπ Μπορέλ, επίσημη κοινοτική πολιτική της ΕΕ έναντι της
Κίνας παραμένει η υιοθετηθείσα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το 2020˙ ήτοι το τρίπτυχο:
εταίρος, ανταγωνιστής και συστημικός αντίπαλος.
Κίνα και
Παγκόσμιος Νότος
Μια όλο και εμφανέστερη, τέλος,
διάσταση των εξωτερικών προσανατολισμών της Κίνας είναι η στροφή προς τον λεγόμενο
«Παγκόσμιο Νότο» – ο όρος καλύπτει τις υπό ανάπτυξη χώρες του πλανήτη, κυρίως του
νοτίου ημισφαιρίου, αλλά όχι μόνο – με μη αποκρυπτόμενο κίνητρο τη συγκρότηση αντιβάρου
στην ευάλωτη πλέον, κατά τις κινεζικές εκτιμήσεις, αμερικανική γεωοικονομική
και γεωστρατηγική ηγεμονία. Με την ουκρανική κρίση να λειτουργεί και εδώ, σε
κάποιο βαθμό, ως καταλύτης των υπό διαμόρφωση παγκόσμιων συσχετισμών – στο
μέτρο που προσφέρει στο Πεκίνο τη δυνατότητα να αποσπάσει από το πλέγμα των κυρώσεων
κατά της Ρωσίας, διαταράσσοντας έτσι και τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ, πλείονα κράτη
του χώρου αυτού, περιλαμβανομένων και αρκετών υπό αμερικανική μέχρι τούδε επιρροή.
Στον σινο-αμερικανικό δε ανταγωνισμό
για την προσέλκυση του Παγκόσμιου Νότου, το Πεκίνο διαθέτει το συγκριτικό πλεονέκτημα
της αδιαφορίας για τη φύση των καθεστώτων με τα οποία συναλλάσσεται – όταν δεν αξιοποιεί
τον αυταρχισμό και τη διαφθορά τους. Σε αντίθεση με τους Αμερικανούς ιθύνοντες,
οι οποίοι, ανεξάρτητα από τις εκτιμήσεις τους για το εκάστοτε αμερικανικό διακύβευμα
και τις ενδεικνυόμενες επιλογές, υπόκεινται σε συχνά καθοριστικές ιδεολογικές
και αξιακές πιέσεις εκ μέρους ισχυρών παραγόντων του δημόσιου βίου. Χαρακτηριστική
η περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας: μιας παραδοσιακής συμμάχου των ΗΠΑ, οι
σχέσεις της οποίας με την Ουάσιγκτον δοκιμάζονται επ’ ωφελεία της κινεζικής
επιρροής, λόγω αμερικανικών αντιδράσεων στις ανελεύθερες και απωθητικές υπό
ανθρωπιστικό πρίσμα πρακτικές του σαουδαραβικού καθεστώτος.
Κατά τα άλλα, το Πεκίνο
προσεγγίζει τον Παγκόσμιο Νότο με τρόπο που ποικίλλει κατά περιοχή και χώρα.
Και στις περισσότερες μεν περιπτώσεις, ιδίως στον υπό ανάπτυξη αφρικανικό χώρο,
επιδιώκει κυρίως, κατά την παρούσα τουλάχιστον φάση, την οικονομική του διείσδυση
υπό τη μορφή επενδυτικού κεφαλαίου και παροχής τεχνογνωσίας. (Η Κίνα είναι
σήμερα ο κυριότερος εμπορικός εταίρος 120 κρατών ανά την υφήλιο.)
Ενώ, προκειμένου για χώρες ιδιαίτερου στρατηγικού του ενδιαφέροντος, ευρισκόμενες
ως επί το πολύ στον γεωπολιτικό περίγυρο της Κίνας, αποδίδει αυξημένη σημασία στη
διεύρυνση του διεθνοπολιτικού του αποτυπώματος˙ προσφεύγοντας, κατά περίπτωση, σε
όλο το φάσμα των όπλων στη διάθεσή του, από την ευθεία άσκηση πιέσεων έως την προσφορά
των ειρηνευτικών του υπηρεσιών για την επίλυση περιφερειακών διενέξεων. (Σημειωτέον
ότι, πέραν των προτάσεών της για την ειρήνευση στην Ουκρανία, η κινεζική ηγεσία
έχει μεσολαβήσει επιτυχώς για την ανασύνδεση των σχέσεων του Ιράν με τη Σαουδική
Αραβία.)
Ειδικής δε εν προκειμένω μνείας, λόγω
δημογραφικού, εδαφικού, οικονομικού και γεωπολιτικού μεγέθους, χρήζει η Ινδία. Η
οποία, παρά το συγκρουσιακό ιστορικό των σχέσεών της με την Κίνα, τη συνεχιζόμενη
ένταση επί των κοινών συνόρων των δύο χωρών και τον στρατηγικό ανταγωνισμό τους στον ινδο-ειρηνικό
χώρο, αλλά και την αύξουσα και πολυσχιδή υποστήριξή της από την Ουάσιγκτον, αποφεύγει
επιμελώς να μετάσχει στο υπό αμερικανική ηγεσία αντι-σινικό μέτωπο.
Ενώ, από ελληνικής ειδικότερα
σκοπιάς, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πορεία των σχέσεων της Κίνας με την
Τουρκία. Πορεία ανοδική, τόσο στον οικονομικό, όσο και στην γεωπολιτικό τομέα –
εις πείσμα των συνεχιζόμενων εθνοθρησκευτικών διαφορών των δύο χωρών. Τούτο δε χάρις,
εν πολλοίς, στην πολιτική ισορροπιών μεταξύ
Δύσης και Ευρασίας που η Άγκυρα συστηματικά ασκεί – και πιθανότατα θα
συνεχίσει να ασκεί μετά την εκλογική επικράτηση του κύριου εμπνευστή της προέδρου
Ερντογάν.
Συμπερασματικώς.
Η θεαματική άνοδος της Κίνας στην
παγκόσμια ιεραρχία ισχύος – μέχρι και προ ολίγων ετών μάλλον απροσδόκητη, ως προς τον βαθμό τουλάχιστον – αποτελεί, κατά
γενική αναγνώριση, γεγονός ιστορικής εμβέλειας. Ωστόσο η ακριβής σημασία της για
το διεθνές γίγνεσθαι θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από το εάν:
· διασφαλισθεί
η συστημική σταθερότητα στη χώρα˙
· η
κινεζική οικονομία συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμούς ικανούς να στηρίξουν
τις διεθνοπολιτικές φιλοδοξίες του Πεκίνου˙
· ο
εντεινόμενος σινο-αμερικανικός ανταγωνισμός τεθεί υπό έλεγχο – και αποτραπεί έτσι
μια στρατιωτική σύγκρουση, με ολέθριες και πιθανότατα πλανητικές επιπτώσεις˙
και
·
η Ευρωπαϊκή Ένωση ενηλικιωθεί
στρατηγικά, και, αξιοποιώντας τους δεσμούς
της με την Ουάσιγκτον, συμβάλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση των σχέσεων της Δύσης
με τη ΛΔΚ.