Προδημοσίευση άρθρου από το τεύχος 140 των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).
Εισαγωγή
Η ουκρανική κρίση σηματοδοτεί τη μετάβαση από τη μεταψυχροπολεμική πλανηταρχία των Ηνωμένων Πολιτειών σε έναν πολυπολικό κόσμο, συγκροτούμενο από πλείονα κέντρα ισχύος. Και ενώ επιβεβαιώνει την αμερικανική πρωτοκαθεδρία στην ευρύτερη Δύση – με τις ΗΠΑ να παραμένουν άλλωστε και η πρώτη τη τάξει παγκόσμια δύναμη – και αναζωογονεί το ΝΑΤΟ, συμβάλλει συγχρόνως στη διαμόρφωση ενός αντιδυτικού σινορωσικού συνασπισμού˙ αλλά και ευνοεί την αυξημένη διεθνοπολιτική αυτονόμηση ορισμένων περιφερειακών δυνάμεων – μεταξύ των οποίων η γείτων μας Τουρκία. Με τις κομβικές αυτές εξελίξεις να έχουν, κατά τα άλλα, επαναφέρει στο ακαδημαϊκό και επικοινωνιακό προσκήνιο παλαιότερες θεωρητικές διαφωνίες μεταξύ των οπαδών της «θεσμικής», της «πολιτισμικής», και της «ρεαλιστικής» ανάγνωσης του διεθνούς γίγνεσθαι.
Α΄ Η Ατλαντική Συμμαχία ανακάμπτει
Κατά πρώτο λόγο, το Ουκρανικό κατέδειξε την ανεπάρκεια της ευρωπαϊκής κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και την οικονομική και κυρίως την ενεργειακή τρωτότητα της Κοινοτικής Ευρώπης. Και συνακόλουθα οδήγησε, αφ’ ενός, στη σύσφιγξη των μέχρι πρότινος υπό σοβαρή δοκιμασία διατλαντικών δεσμών και στην εδραίωση της αμερικανικής ηγετικής παρουσίας στο ΝΑΤΟ, και, αφ’ ετέρου, στην ανάληψη στους κόλπους της ΕΕ πρωτοβουλιών για την ενίσχυση της ΚΕΠΠΑ και για την απεξάρτηση από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες.[1]
Στον καθοριστικό δε βαθμό που υπαγορεύεται από την Ουάσιγκτον, η νατοϊκή στρατηγική επί του Ουκρανικού δείχνει να έχει διέλθει δύο κύριες φάσεις. Και κατά μεν την πρώτη, υψηλόβαθμοι Αμερικανοί αξιωματούχοι, του προέδρου συμπεριλαμβανομένου, φάνηκε να θέτουν ως στρατηγικό στόχο της Δύσης, πέραν της απόκρουσης της ρωσικής εισβολής, την δια της φθοράς επίτευξη καθεστωτικής αλλαγής στην ίδια τη Ρωσία.[2] Τέσσερες όμως περίπου μήνες μετά την έναρξη του πολέμου, η αμερικανική στάση σημείωσε μια, εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, σημαντική μεταστροφή. Με τον Αμερικανό πρόεδρο, σε πολύκροτο ενυπόγραφο άρθρο του, να διαβεβαιώνει: ότι παρά την προσωπική αποστροφή του για τις «εξωφρενικές» ενέργειες του Ρώσου προέδρου, «οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα επιχειρήσουν να προκαλέσουν την ανατροπή του στη Μόσχα»˙ ότι, «εφ’ όσον οι Ηνωμένες Πολιτείες ή οι σύμμαχοί μας δεν υποστούν επίθεση, δεν θα εμπλακούμε ευθέως» στην ρωσο-ουκρανική σύγκρουση˙ ότι «δεν ενθαρρύνουμε, ούτε καθιστούμε ικανή την Ουκρανία να επεκτείνει τις εχθροπραξίες πέραν των συνόρων της»˙ και – διαβεβαίωση κλειδί – ότι οι ΗΠΑ ενισχύουν την Ουκρανία για να είναι «σε κατά το δυνατόν ισχυρότερη θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων»˙ [3]
Η μερική δε αυτή αναδίπλωση – σε διακηρυκτικό τουλάχιστον επίπεδο – της αμερικανικής ηγεσίας αντανακλά ενδεχομένως: την πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων – με την ουκρανική πλευρά, μετά την αρχική απροσδόκητη αποτελεσματικότητά της έναντι μιας εξ ίσου απρόβλεπτης ρωσικής στρατιωτικής αναποτελεσματικότητας, να υφίσταται τώρα τις συνέπειες της πιθανότατα καθοριστικής ποσοτικής υπεροχής του αντιπάλου˙ [4] την ανθεκτικότητα της ρωσικής οικονομίας στις δυτικές κυρώσεις˙ [5] τη συνειδητοποίηση των κινδύνων από τις αντιδράσεις μιας παγιδευμένης ρωσικής ηγεσίας, περιλαμβανομένου και εκείνου της προσφυγής της στη χρήση χημικών ή και πυρηνικών [6] και τις επιφυλάξεις ιθυνόντων Ευρωπαίων νατοϊκών εταίρων, ιδιαίτατα της Γαλλίας και σε ικανό βαθμό και της Γερμανίας και Ιταλίας, έναντι μιας υπερβολικής δυτικής αδιαλλαξίας – εν μέρει δια τον φόβον των προμνησθέντων κινδύνων, αλλά και με οικονομικό και ενεργειακό σκεπτικό.
Β΄ Η κοινοτική Ευρώπη αναζητεί τον δρόμο της
Παράλληλα όμως και σε συνάρτηση με τις ζυμώσεις στον νατοϊκό χώρο, υπό το κράτος του Ουκρανικού συντελούνται κρίσιμες διεργασίες και στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης – διεργασίες καθοριστικές ίσως για το ίδιο το μέλλον του κοινοτικού ενοποιητικού εγχειρήματος. Με ορισμένους μεν κοινοτικούς εταίρους, ιδίως τους πλέον εκτεθειμένους στη ρωσική στρατιωτική πίεση, να αντιλαμβάνονται τον ρόλο της ΕΕ ως απλώς επικουρικό εκείνου του ΝΑΤΟ και των Ηνωμένων Πολιτειών˙ αλλά με άλλους να διαβλέπουν αντιθέτως στην ουκρανική κρίση ευκαιρία γεωπολιτικής και στρατηγικής αναβάθμισης της ΕΕ, με αντίστοιχη ενίσχυση και του συναφούς κοινοτικού θεσμικού πλαισίου. Μεταξύ των τελευταίων δε αυτών πρωταγωνιστεί ο Γάλλος πρόεδρος. [7] Ο οποίος, άμα τη αναλήψει της προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ επαναπροσδιόρισε τους από μακρού γνωστούς υπό τους όρους «ευρωπαϊκή κυριαρχία» και «ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία» στόχους του ως το «πέρασμα από μια Ευρώπη της συνεργασίας εντός των συνόρων μας σε μια Ευρώπη ισχυρή ανά τον κόσμο, πλήρως κυρίαρχη, ελεύθερη στις επιλογές της και κυρία του πεπρωμένου της».[8]
Υπό το πρίσμα, ωστόσο, των ρηξικέλευθων αυτών στοχεύσεων, ο απολογισμός της γαλλικής κοινοτικής προεδρίας εμφανίζεται ομολογουμένως πενιχρός. Χαρακτηριστικά, η υιοθετηθείσα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 21ης Μαρτίου Στρατηγική Πυξίδα «για την ενίσχυση της [κοινοτικής] πολιτικής ασφάλειας και άμυνας έως το 2030», περιλαμβάνει μεν σωρεία φιλόδοξων προτάσεων, μεταξύ άλλων και για τον περαιτέρω εμπλουτισμό μιας ήδη αρκετά πλούσιας κοινοτικής στρατηγικής εργαλειοθήκης, αποφεύγει όμως να αναδείξει, πολλώ μάλλον να αντιμετωπίσει, τα βαθύτερα αίτια της κοινοτικής διεθνοπολιτικής καχεξίας˙ και κατά πρώτιστο λόγο την αδυναμία υπέρβασης των εκάστοτε μεταξύ εταίρων διαφωνιών περί του πρακτέου.[9] Καθώς ο διέπων τις σχετικές αποφάσεις κανόνας της ομοφωνίας οδηγεί στην υιοθέτηση του ελάχιστου κοινού παρανομαστή – που συχνά ισοδυναμεί με στρατηγική παράλυση. Και ναι μεν ο πρόεδρος Μακρόν έχει από μακρού ταχθεί υπέρ της κατάργησης του εν λόγω κανόνος, και μάλιστα σε συνδυασμό με μια γενικότερη αναβάθμιση της ΚΕΠΠΑ, πλην όμως έως τις γαλλικές προεδρικές εκλογές είχε αποφύγει να επωφεληθεί της ευρωπαϊκής προεδρίας του για να θέσει τις προτάσεις αυτές επί κοινοτικού τάπητος˙ πιθανότατα φοβούμενος την εκλογική αντίδραση της υπολογίσιμης ευρωσκεπτικής μερίδας της γαλλικής κοινής γνώμης.
Ήδη όμως, έχοντας εξασφαλίσει κατά τις προεδρικές εκλογές του Απριλίου μια δεύτερη – και τελευταία, σημαντικό κίνητρο και αυτό – πενταετή θητεία στην κορυφή του γαλλικού κράτους, ο Γάλλος πρόεδρος προωθεί εκ νέου την ευρωπαϊκή του ατζέντα. Εισηγούμενος τη γενίκευση της χρήσης της ειδικής πλειοψηφίας προκειμένου για μείζονος σημασίας κοινοτικές αποφάσεις. Και τασσόμενος υπέρ της περαιτέρω οικοδόμησης της – ήδη υπαρκτής, όπως τόνισε, υπό την μορφή της Ευρωζώνης και της Συμφωνίας Σένγκεν – «Ευρώπης των πολλαπλών ταχυτήτων». Στο πνεύμα της οποίας προτείνει τη θεσμοθέτηση μιας «Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας», συγκροτούμενης, εκτός από τον υφιστάμενο κοινοτικό πυρήνα, και από χώρες μετέχουσες μεν των ευρωπαϊκών πολιτικών αξιών, μη πληρούσες όμως, «πιθανότατα για δεκαετίες» ορισμένες, τις προϋποθέσεις για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση – κατονομάζοντας συναφώς την Ουκρανία και τα Δυτικά Βαλκάνια˙ [10] «χωρίς» πάντως, όπως προσέθεσε, έχοντας προφανώς τη Βρετανία κατά νουν, το νέο πανευρωπαϊκό αυτό σχήμα «να είναι κλειστό» και «σε πρώην μέλη της ΕΕ». Προς υλοποίηση δε των πρωτοποριακών αυτών προτάσεών του, προτίθεται να συμβάλει στη σύγκληση μιας «Συνέλευσης για την αναθεώρηση των [κοινοτικών] συνθηκών». [11]
Μολονότι δε οι εκτεταμένες αρμοδιότητες που ο πρόεδρος Μακρόν διαθέτει εκ του συντάγματος στους τομείς της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής διευκολύνουν την προώθηση του φιλόδοξου κοινοτικού εγχειρήματός του, μένει να φανεί σε ποιο βαθμό η απώλεια από το κόμμα του της απόλυτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας κατά τις εκλογές του Ιουνίου θα δυσχεράνει τις σχετικές προσπάθειές του.[12] Βασική άλλωστε προϋπόθεση για την ευόδωση των οποίων παραμένει η ουσιαστική σύμπραξη της Γερμανίας.[13] Η οποία αυτή τη στιγμή παραμένει ζητούμενο, δοθέντος ότι η πολυκομματική γερμανική κυβέρνηση, παρά την – αόριστη, άλλωστε – προγραμματική της δέσμευση υπέρ της δημιουργίας ενός «ομοσπονδιακού ευρωπαϊκού κράτους» και την απροσδόκητη λήψη τολμηρών – χαρακτηρίσθηκαν «ιστορικό σημείο καμπής» – μέτρων στον αμυντικό τομέα, δίνει την εντύπωση ότι εξακολουθεί να ταλαντεύεται μεταξύ εθνικής ενδοστρέφειας και γεωπολιτικής τόλμης.
Κατά τα λοιπά, το Βερολίνο γίνεται συχνά στόχος επικρίσεων για τους λάθους λόγους. Ήτοι για απροθυμία να ευθυγραμμισθεί με τις πλέον ακραίες πτυχές της πολιτικής της Ουάσιγκτον έναντι της Μόσχας. Πράγματι δε, ο καγκελάριος Σολτς έχει αναφερθεί, όχι μόνο στις αρνητικές έως καταστροφικές επιπτώσεις στις ευρωπαϊκές οικονομίες, της γερμανικής συμπεριλαμβανομένης, ορισμένων εκ των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, αλλά επίσης και κυρίως στην επιτακτική ανάγκη «να πράξουμε παν το δυνατόν για να αποφευχθεί μια απ’ ευθείας στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ του ΝΑΤΟ και μιας πάνοπλης υπερδύναμης και πυρηνικής δύναμης ως η Ρωσία».[14] Τις γερμανικές όμως αυτές ανησυχίες συμμερίζονται και ουκ ολίγοι άλλοι κοινοτικοί ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου Μακρόν. Ο οποίος τονίζει ότι «[δ]εν είμαστε σε πόλεμο με τη Ρωσία»˙ και ότι για να διεξαχθεί επιτυχώς μια διαπραγμάτευση μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών είναι ανάγκη να αποφευχθεί η «ταπείνωση» ενός εκ των μερών. [15]
Εν πάση δε περιπτώσει είναι προφανές ότι η ΕΕ δεν πρόκειται να επιτύχει την «κυριαρχία» και «στρατηγική αυτονομία» της υιοθετώντας αβασάνιστα πολιτικές υποδεικνυόμενες από εξωευρωπαϊκά κέντρα οσονδήποτε φιλικά και καλοπροαίρετα. Εάν μάλιστα δεν εξοπλισθεί με θεσμούς που θα την καταστήσουν ικανή να θέτει και να πραγματώνει – συνεργαζόμενη αυτονοήτως κατά το δυνατόν στενότερα με ΝΑΤΟ και ΗΠΑ – στόχους εξυπηρετικούς των συλλογικών συμφερόντων των μελών της, ορατός είναι ο κίνδυνος, αντί να συνεργάζεται ως ισότιμος εταίρος με την Ουάσιγκτον σε θέματα ζωτικής σημασίας για τους ευρωπαϊκούς λαούς όπως το Ουκρανικό, να αυτοπεριορίζεται σε ρόλο ακολούθου.
Γ΄ Η σινορωσική σύμπραξη
Μεταξύ των μειζόνων γεωπολιτικών προεκτάσεων της ουκρανικής κρίσης συμπεριλαμβάνεται αναμφίβολα η επιτάχυνση της – δρομολογημένης ήδη προ του πολέμου – προσέγγισης Ρωσίας και Κίνας. Με τους αμερικανικούς χειρισμούς του Ουκρανικού να εισπράττονται από το Πεκίνο ως απειλητική εκδήλωση ηγεμονικών βλέψεων, αλλά συγχρόνως και ως ευκαιρία για τη συγκρότηση ενός υπό κινεζική αιγίδα σινο-ρωσικού συνασπισμού ικανού να αντισταθμίσει τη γεωπολιτική και γεωοικονομική επιρροή των ΗΠΑ.[16] Και με την υπό δεινή πίεση Μόσχα να συμπράττει ασμένως. Ειδικότερα:
Ο κινεζικός γίγας κατέχει τη δεύτερη παγκοσμίως θέση ως προς το μέγεθος της οικονομίας, και διαθέτει τις μεγαλύτερες σε αριθμό ενεργού προσωπικού ένοπλες δυνάμεις και ένα όχι ευκαταφρόνητο και τώρα εντατικά ενισχυόμενο θερμοπυρηνικό οπλοστάσιο. Ενώ εδώ και καιρό καταβάλλει συστηματικές προσπάθειες προβολής οικονομικής, διεθνοπολιτικής και στρατιωτικής ισχύος, όλως ιδιαίτερα σε όμορές του θαλάσσιες και χερσαίες περιοχές.[17] Ήδη δε από την εποχή της προεδρίας Ομπάμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δρομολογήσει μια στρατηγική «στροφή [pivot] προς Ινδικό-Ειρηνικό», έχουσα ως μη αποκρυπτόμενο κίνητρο την ανάσχεση του εικαζόμενου κινεζικού επεκτατισμού και ως κύρια μέσα την ενίσχυση των εκεί αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων και την προώθηση στρατιωτικών και οικονομικών συμπράξεων με φίλια τοπικά κράτη, πρωτίστως την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, καθώς και με τη Βρετανία και τη Γαλλία – τις δύο ευρωπαϊκές δυνάμεις με σημαντική παρουσία στον Ειρηνικό. Με το Παρίσι όμως, σε αντίθεση με το Λονδίνο, να διαφοροποιείται από την, κατά τις γαλλικές εκτιμήσεις, αμερικανική ακαμψία έναντι της Κίνας. [18]
Ως εκ τούτου δε, οι εξελίξεις περί το Ουκρανικό εξυπηρετούν διττώς την κινεζική ηγεσία: αποσπώντας εν μέρει τη στρατηγική προσοχή των Αμερικανών από τον απωανατολικό χώρο, προς τον οποίο έδειχναν έτοιμοι να στραφούν αποφασιστικά αμέσως μετά την περιπετειώδη αποχώρησή τους από το Αφγανιστάν˙ και εξαναγκάζοντας το Κρεμλίνο να επιζητήσει τη στήριξη του Πεκίνου – παρά τη χρόνια αντιπαράθεση Κινέζων και Ρώσων κατά μήκος των εκτεταμένων κοινών συνόρων τους, και ειδικότερα την καχυποψία της Μόσχας έναντι της ισχυρής οικονομικής και κατ’ επέκταση και γεωπολιτικής ευρωασιατικής παρουσίας της ΛΔΚ μέσω της εμβληματικής «πρωτοβουλίας μιας ζώνης και ενός δρόμου» [Belt and Road Initiative], της σύγχρονης αυτής εκδοχής του Δρόμου του Μεταξιού.
Η Ρωσία, από την άλλη, συγκαταλέγεται στις παγκόσμιες δυνάμεις κυρίως αν όχι αποκλειστικά χάρις στο εφάμιλλο του αμερικανικού πυρηνικό της δυναμικό˙ υπολειπόμενη, ως προς τις λοιπές μορφές ισχύος, τόσο των ΗΠΑ, όσο και της ΕΕ ως συνόλου, ειδικότερα δε στον οικονομικό τομέα και αρκετών επί μέρους κοινοτικών χωρών. Με δεδομένη δε τη δυσμενή τροπή της ουκρανικής της περιπέτειας, στον διαγραφόμενο σινο-ρωσικό γεωπολιτικό συνεταιρισμό ο πρώτος ρόλος περιέρχεται εκ των πραγμάτων στο Πεκίνο.[19]
Το οποίο, αφού τις παραμονές της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία παρέσχε στη Μόσχα τη διαβεβαίωση ότι «η φιλία μεταξύ των δύο κρατών είναι απεριόριστη» και υιοθέτησε τις ρωσικές ενστάσεις κατά της νατοϊκής επέκτασης, [20] έχει έκτοτε ευθέως αντιταχθεί στις δυτικές αντιρωσικές κυρώσεις˙ και εις πείσμα των αμερικανικών αποτρεπτικών πιέσεων προσφέρει στους Ρώσους, προσεκτικά είναι αλήθεια, και σε συνάρτηση αναμφίβολα και με την πορεία του Ουκρανικού, τη διπλωματική και εμπορική του υποστήριξη. [21]
Το αναδυόμενο δε αυτό σινορωσικό αντιαμερικανικό μέτωπο τείνει να αποτελέσει σημείο αναφοράς για εχθρικά προς τις ΗΠΑ κράτη της Ευρασίας, όπως η Βόρεια Κορέα και το Ιράν.
Δ΄ Οι επιτήδειοι ουδέτεροι και η επιτήδεια νατοϊκή σύμμαχος Τουρκία
Το νέο, τέλος, διεθνές κλίμα ευνοεί τη γεωπολιτική αυτονόμηση ορισμένων περιφερειακών δυνάμεων, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι: η προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ Δύσης και σινο-ρωσικού συνασπισμού – με απόκλιση προς τη μία ή την άλλη πλευρά υπό την επήρεια των παλαιότερων προσανατολισμών τους και των τρεχόντων συμφερόντων τους˙ η αποφυγή κατηγορηματικής επίσημης τοποθέτησης έναντι των εμπολέμων στην Ουκρανία˙ και, κρισίμως, η άρνηση συμμετοχής στις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Στις οποίες κυρώσεις άλλωστε μετέχουν ελάχιστες χώρες πέραν των μελών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και των προσκείμενων στις ΗΠΑ κρατών του Ειρηνικού - κάπου τριάντα συνολικώς από τα 193 μέλη του ΟΗΕ. [22]
Μεταξύ δε των ισορροπιστών συγκαταλέγονται μεσανατολικά κράτη, όπως η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και σε κάποιο βαθμό ακόμη και το Ισραήλ, αλλά και πλείονες χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Ενώ ιδιαίτερης εν προκειμένω μνείας, λόγω του δημογραφικού, οικονομικού και στρατιωτικού της δυναμικού και της γεωστρατηγικής της θέσης, χρήζει η Ινδία. Η οποία, εκ των πρωταγωνιστών κατά τον Ψυχρό Πόλεμο του κινήματος των αδεσμεύτων, αφού κατά την τελευταία εικοσαετία και ιδίως μετά το 2005 ανταποκρίθηκε προθύμως στα αμερικανικά οικονομικά και γεωστρατηγικά ανοίγματα, τείνει τώρα κατά κάποιο τρόπο να υιοθετήσει εκ νέου μια πολιτική διεθνοπολιτικών ισορροπιών.[23]
Σε αντιδιαστολή, ωστόσο, προς τις παθητικές τρόπον τινά ισορροπίες που οι εν λόγω «επιτήδειοι ουδέτεροι» επιχειρούν να τηρήσουν έναντι των συνιστωσών του αναδυόμενου νέου παγκόσμιου διπόλου, η «επιτήδεια νατοϊκή σύμμαχος» Τουρκία θέτει ενεργώς την ουκρανική κρίση στην υπηρεσία των γεωπολιτικών της συμφερόντων και βλέψεων. Μεταξύ άλλων, εργαλειοποιώντας πολυσχιδώς τον έλεγχο των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων που της παραχωρεί η Σύμβαση του Μοντρέ. Και προσφέροντας στους εμπολέμους τις καλές της υπηρεσίες. Μολονότι δε οι συναφείς ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις έχουν αποτελματωθεί, η τουρκική ηγεσία χρησιμοποιεί τον διαμεσολαβητικό της ρόλο ως άλλοθι και για εθνικές της επιλογές ασύμβατες με θέσεις της δυτικής ή της ρωσικής πλευράς ή και των δύο ταυτοχρόνως. Αρνούμενη μεν, επί παραδείγματι, να συμμετάσχει στις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, καταδικάζοντας όμως την εισβολή της στην Ουκρανία και πωλώντας στους Ουκρανούς προηγμένης τεχνολογίας πολεμικό υλικό. Αλλά και προαναγγέλλοντας δια στόματος του προέδρου της «αντιτρομοκρατικές» επιχειρήσεις στην Βόρεια Συρία, στις οποίες αντιτίθεται τόσο οι Αμερικανοί, όσο και οι Ρώσοι – αν και για διαφορετικούς λόγους.
Μέσω δε της της ενεργού αυτής άσκησης ισορροπιών οι Τούρκοι αποσκοπούν πρωτίστως: Στη συνέχιση της επωφελούς συνεργασίας τους με τη Μόσχα στους τομείς του εμπορίου, του τουρισμού και της προμήθειας στρατιωτικού υλικού, και στη διαχείριση των ανέκαθεν δύσκολων, πλην ιδιαίτερης σημασίας για τα συμφέροντά τους ρωσο-τουρκικών γεωπολιτικών σχέσεων – από την Υπερκαυκασία και την Κεντρική Ασία έως τη Συρία και τη Λιβύη. Και στη, μερική τουλάχιστον, αποκατάσταση των κλονισμένων, αλλά πάντοτε καίριας γι’ αυτούς σημασίας, δεσμών τους με τη Δύση – ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ.
Και ως προς μεν τις Ηνωμένες Πολιτείες ειδικότερα, κορυφαία τουρκική προτεραιότητα φαίνεται να είναι αυτή στιγμή η αγορά πρόσθετων πολεμικών αεροσκαφών F16 και ο εκσυγχρονισμός των ήδη εντεταγμένων στην τουρκική αεροπορική δύναμη – υπό αναστολή επί του παρόντος λόγω της γνωστής διένεξης περί το ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα S-400. Ενώ πιθανολογείται ότι και η εκβιαστική τουρκική αντιμετώπιση της νατοϊκής υποψηφιότητας της Σουηδίας και τη Φινλανδίας, πέραν των αιτιάσεων περί υπόθαλψης τρομοκρατών και ενδεχομένως και άλλων γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων, συνδέεται και με την προσπάθεια ικανοποίησης του τουρκικού αυτού εξοπλιστικού αιτήματος – υποστηριζόμενου μεν από την αμερικανική κυβέρνηση, αλλά προσκρούοντος στην πλειοψηφία του Κογκρέσου˙ με τη συναίνεση του τελευταίου αυτού, αν και όχι απαραίτητη υπό στενό νομικό πρίσμα, να είναι πολιτικώς αναγκαία για τον Λευκό Οίκο .[24]
Έναντι δε της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο για λόγους εθνικού γοήτρου όσο πιθανότατα και εσωτερικής εκλογικής σκοπιμότητας, η Άγκυρα προτάσσει την άρση των, συμβολικής κυρίως σημασίας, εις βάρος της κοινοτικών κυρώσεων. Δεν αποκλείεται ωστόσο, συνειδητοποιώντας το ανέφικτο της πλήρους κοινοτικής της ένταξης, να έχει κατά νουν και τη σύναψη με τις Βρυξέλλες χαλαρότερων, στοχευμένων σχέσεων – ενδεχομένως στο πλαίσιο του προταθέντος από τον Γάλλο πρόεδρο και αυτή τη στιγμή υπό διαβούλευση πανευρωπαϊκού σχήματος. Ενώ βέβαιο είναι ότι προσβλέπει στη συνδρομή της Δύσης για να αναδειχθεί σε ενεργειακό κόμβο μεταξύ Υπερκαυκασίας και Ανατολικής Μεσογείου, αφ’ ενός, και Ευρώπης, αφ’ ετέρου. Με τη φιλόδοξη αυτή στρατηγική της επιλογή να βρίσκει γόνιμο έδαφος στις δυτικές προσπάθειες απεξάρτησης της Ευρώπης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Αλλά και να εξηγεί μερικώς τα θεαματικά της ανοίγματα προς χώρες της περιοχής, του Ισραήλ συμπεριλαμβανομένου, παρουσιάζουσες μεν ζωηρό συναφές ενδιαφέρον, οι σχέσεις της όμως με τις οποίες παρέμεναν μέχρι προσφάτως τεταμένες.
Αντί επιλόγου: Θεωρητικές προσεγγίσεις των παγκόσμιων δρωμένων
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έδωσε αρχικά λαβή σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προβλέψεις για τη μεταψυχροπολεμική πορεία της ανθρωπότητας. Κατά τον καθηγητή πανεπιστημίου Χάντιγκτον (Samuel P. Huntington), εφεξής, «η βασική πηγή συγκρούσεων» μεταξύ κρατών «δεν θα είναι πρωτίστως ιδεολογική ή οικονομική» αλλά «πολιτισμική». Αντιθέτως ο επίσης πανεπιστημιακός και μαθητής του Χάντιγκτον, Φουκουγιάμα (Yoshihiro Francis Fukuyama) προέβλεψε ότι η δυτικού τύπου φιλελεύθερη δημοκρατία, ως το άριστο των πολιτευμάτων, νομοτελειακά θα επικρατήσει σε παγκόσμια κλίμακα. [25]
Κατά κάποιο δε τρόπο, και οι δύο αυτές προσεγγίσεις φάνηκαν να επιβεβαιώνονται μερικώς από τις εξελίξεις. Η πρώτη, επί παραδείγματι, από την επέλαση του ισλαμικού ολοκληρωτισμού, και γενικότερα από την όλο και συχνότερη επίκληση παραδοσιακών θρησκευτικών συμβόλων από όλο και περισσότερους κυβερνώντες˙ η δε άλλη από τον επιφανειακό εκδημοκρατισμό ουκ ολίγων αυταρχικών καθεστώτων ανά την υδρόγειο.
Μια προσεκτικότερη ωστόσο ανάγνωση των διεθνών δρωμένων δικαιώνει μάλλον τον σκεπτικισμό των θιασωτών του γεωπολιτικού ρεαλισμού.[26] Καθώς η αναφορά πολλών εκ των ασκούντων την εξουσία σε δημοκρατικές ή θρησκευτικές αξίες συχνότατα τυγχάνει διαφανώς προσχηματική. Σιδηρούς δε κανόνας συμπεριφοράς των κρατών παραμένει η επιβίωσή τους και η διασφάλιση των ζωτικών εθνικών τους συμφερόντων.
Οι γνήσιοι δημοκρατικοί θεσμοί αποτελούν βέβαια μια ανεκτίμητη κατάκτηση της υπό ευρεία έννοια Δύσης. Μολονότι, όμως, τόσο για ηθικούς, όσο και για γεωπολιτικούς λόγους η διάδοσή τους είναι επιθυμητή, είναι δυσεπίτευκτοι. Πικρή δε πείρα διδάσκει ότι, όχι μόνο δεν προσφέρονται σε βίαιη μεταφύτευση, αλλά και ότι οι, ανεξαρτήτως κινήτρων, απόπειρες να επιβληθούν διά της βίας έχουν ως επί το πολύ προκαλέσει γεωπολιτική αποσταθεροποίηση και ανθρώπινες τραγωδίες.
Και συνεπώς, η κατά το δυνατόν ασφαλέστερη συνύπαρξη των δυτικών δημοκρατιών με τα μη μετέχοντα των πολιτικών θεσμών και αξιών τους κράτη – ήτοι με τους κρατικούς φορείς της μεγάλης πλειοψηφίας της ανθρωπότητας – προϋποθέτει την τήρηση των δοκιμασμένων συνταγών της ειρηνικής διακρατικής επικοινωνίας˙ μεταξύ των οποίων, σύμφωνα με τον εκ των πατέρων του σύγχρονου διεθνοπολιτικού ρεαλισμού Χανς Μόργκενταου, συγκαταλέγεται και «η αποσύνδεση της διπλωματίας από τον σταυροφορικό ζήλο». [27]
[1] Για τις δύσκολες προσπάθειες ενεργειακής απεξάρτησης της ΕΕ από τη Ρωσία, βλ Russia’s war on Ukraine: EU adopts sixth package of sanctions against Russia, European Commission, 03-06-2022˙ και The EU Has Finally Approved Its Ban on Russian Oil. What Now? Stratfor, 31-05-2022.
[2] Για σχετικές δηλώσεις προέδρων και υπουργών εξωτερικών ΗΠΑ και Ρωσίας, βλ Michael Hirsh, Biden’s Dangerous New Ukraine Endgame: No Endgame, Foreign Policy,29-04-2022.
[3] Βλ. άρθρο του προέδρου Μπάιντεν υπό τον τίτλο President Biden: What America Will and Will Not Do in Ukraine, στους New York Times της 31ης Μαΐου 2022. Για μια ισχυρή συνηγορία υπέρ των έγκαιρων διαπραγματεύσεων, βλ. Charles A. Kupchan, Negotiating to End the Ukraine War Isn’t Appeasement. It’s time for Biden to set the table for talks, Politico, 17-06-2022.
[4] Daniel Davis, There Is No Military Path For Ukraine To ‘Defeat’ Russia, 1945, https://www.19fortyfive.com/blog/
[5] Βλ. Russia’s Economy Proves More Resilient Than Expected, New York Times, 11-06-2022.
[6] Bλ. Thomas L. Friedman, The War Is Getting More Dangerous for America, and Biden Knows It, New York Times, 06-05-2022.
[7] Βλ. Gesine Weber, French foreign and security policy under Macron: all in for European sovereignty, https://ukandeu.ac.uk/french-foreign-and-security-policy-under-macron-all-in-for-european-sovereignty/
[8]Βλ. https://www.touteleurope.eu/presidence-du-conseil-de-l-union-europeenne/emmanuel-macron-devoile-les-priorites-de-la-presidence-francaise-du-conseil-de-l-ue-pfue/
[9] Για τη «Στρατηγική Πυξίδα» βλ. https://data.consilium.europa.eu/doc/document/ST-7371-2022-INIT/en/pdf. Για μια σχετικώς αισιόδοξη προσέγγιση του θέματος της ευρωπαϊκής «σκληρής ισχύος» και των κοινοτικών αντιδράσεων στην ουκρανική κρίση, βλ. Andriy Tyushka, Made in Ukraine: The EU’s Emerging Real(ist) Power, Carnegie Europe - Carnegie Endowment for International Peace, 03-05-2022.
[10] Επισκεπτόμενοι την 16η Ιουνίου ε. έ. το Κίεβο προς επίδειξη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης με την Ουκρανία, ο Γάλλος πρόεδρος, ο Γερμανός καγκελάριος και ο Ιταλός πρωθυπουργός ετάχθησαν υπέρ της άμεσης δρομολόγησης της ουκρανικής κοινοτικής υποψηφιότητας˙ η οποία όμως, ασχέτως λοιπών εμποδίων, υπόκειται σε μια ακαθόριστη και πάντως παρατεταμένη χρονική προοπτική. Βλ. David M. Herszenhorn, Rhetoric and reality collide as France, Germany, Italy back Ukraine’s EU bid In Kyiv, Politico, 16-06-2022,
[11] Βλ. Speech by Emmanuel Macron at the closing ceremony of the Conference on the Future of Europe, French Presidency of the Council of the European Union 2022, 10-05-2022. Η Ουκρανία, αντιθέτως, την απορρίπτει, επιμένοντας σε άμεση και πλήρη ένταξη στην ΕΕ.
[12] Σύμφωνα με τον διακεκριμένο Βρετανό ιστορικό Timothy Garton Ash, «ο Μακρόν είναι προς το παρόν ο μόνος εκ των κύριων (major) Ευρωπαίων ηγετών που διαθέτει το όραμα, τη φιλοδοξία και την εμπειρία για να ωθήσει την Ένωση αποφασιστικά» προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής στρατηγικής κυριαρχίας, «αλλά τα εμπόδια είναι τεράστια». Βλ. Macron wants to turn Europe into a global giant. But he can’t do it alone, The Guardian, 25-04-2022.
[13] Βλ. Judy Dempsey, The Franco-German Tandem Needs a Reboot, Carnegie Europe - Carnegie Endowment for International Peace, 05-19-2022.
[14] Βλ. Interview with German Chancellor Olaf Scholz, "There Cannot Be a Nuclear War", 22-04-2022, https://www.spiegel.de/international/germany/interview-with-german-chancellor-olaf-scholz-there-cannot-be-a-nuclear-war-a-d9705006-23c9-4ecc-9268-ded40edf90f9.
[15] Βλ. Georgi Gotev, Emmanuel Macron déclare que l’UE n’est pas en guerre contre la Russie et déconseille « d’humilier » Vladimir Poutine, EURACTIV.com, 10-05-2022.
[16] Για μια προσέγγιση των σινο-αμερικανικών σχέσεων από εξέχοντα εκπρόσωπο της «ρεαλιστικής» σχολής, βλ. John J. Mearshmeimer, The Inevitable Rivalry, Foreign Affairs, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2021. Για την πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν έναντι της Κίνας, βλ. ομιλία υπουργού εξωτερικών Μπλίνκεν, Blinken calls China ‘most serious long-term’ threat to world order, Politico, 30-05-2022.
[17] Για το κινεζικό πυρηνικό πρόγραμμα, βλ. Andrew F. Krepinevich, Jr, The New Nuclear Age. How China’s Growing Nuclear Arsenal Threatens Deterrence, Foreign Affairs, τεύχος Μαΐου – Ιουνίου 2022, και Shannon Bugos, Pentagon Sees Faster Chinese Nuclear Expansion, Arms Control Association, Δεκέμβριος 2021. Για την κινεζική παρουσία στον Ειρηνικό, Βλ. Damien Cave, Why China Is Miles Ahead in a Pacific Race for Influence, New York Times, 31-05- 2022˙ και Charles Edel, A Fault Line in the Pacific, 03-06-2022.
[18]Βλ. Pierre Morcos, France’s Shifting Relations with China, War on the Rocks, 04-01-2022. Επίσης, Liselotte Odgaard,
Will Europe's Emerging Indo-Pacific Presence Last? Hudson Institute, 17-05-2022.
[19] Stuart Lau, China’s new vassal: Vladimir Putin, Politico, 06-06-2022.
[20] Βλ. Joint Statement of the Russian Federation and the People’s Republic of China, http://en.kremlin.ru/supplement/5770
[21] Βλ. Is China Helping Russia? Beijing-Moscow Relations Explained, The Wall Street Journal, 05-04-2022˙ και Simone McCarthy, China and Russia are building bridges. The symbolism is intentional, CNN, 15-06-2022.
[22] Βλ. Βλ. Jonathan Spyer, Non-Western US Allies on Ukraine: It's a Problem, but not Our Problem, Middle Eastern Forum, 11-05-2022.
[23] Για μια σφαιρική παρουσίαση του θέματος, βλ. Βλ. Frédéric Grare, A question of balance: India and Europe after Russia’s invasion of Ukraine, European Council on Foreign Relations, ecfr.eu, 16-05-2022. Επίσης, Mohamed Zeeshan, Biden’s Problem With India, The Diplomat, 19-04-2022.
[24] Βλ. James M. Dorsey, Playing games in NATO, Turkey eyes its role in a new world order, Modern Diplomacy, 27-05-2022˙ και Jared Malsin, Biden Administration Asks Congress to Approve New Weapons Deal With Turkey. Ankara’s role in the Ukraine conflict has helped repair frayed ties with Washington, and could set the stage for sale of F-16 jet fighters, Wall Street Journal, 11-05-2022.
[25] Βλ. Samuel P. Huntington, The Clash of Civilizations, Foreign Affairs, vol.72, no. 3, Summer 1993 σελ. 22-49, και βιβλίο ιδίου συγγραφέα The Clash of Civilizations and the Remaking of World Order. Επίσης: Francis Fukuyama, The End of History and the Last Man, Penguin, 1992.
[26] Μεταξύ των κορυφαίων της μεταψυχροπολεμικής περιόδου συγκαταλέγονται οι Αμερικανοί διεθνολόγοι, John Mearsheimer, Kenneth Waltz, και Stephen Walt.
[27] Βλ. κλασσικό σύγγραμμά του, Politics Among Nations.
No comments:
Post a Comment