Προδημοσίευση άρθρου από το τεύχος 135 των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Διαχρονικά, και εν πολλοίς δικαίως, οι μετέχοντες στον ελληνικό δημόσιο διάλογο συχνά επισημαίνουν έλλειμμα εθνικής στρατηγικής. Χωρίς, όμως, να δείχνουν πάντοτε ότι κατανοούν σε τι ακριβώς συνίσταται η τελευταία αυτή και πως καταστρώνεται.
Κατά μία διαδεδομένη άποψη, για την κάλυψη του διαπιστούμενου στρατηγικού κενού αρκεί οι κύριες πολιτικές δυνάμεις του τόπου να συμφωνήσουν σε ορισμένες γενικές αρχές κρατικής συμπεριφοράς, όπως ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου και των δημοκρατικών αξιών, και, στο μέτρο του δυνατού, και στους βασικούς διεθνοπολιτικούς προσανατολισμούς της χώρας. Mολονότι, όμως, μια τέτοια αδρομερής διακομματική συναίνεση διευκολύνει τη χάραξη εθνικής στρατηγικής, δεν την υποκαθιστά. Καθώς πρόσθετο και εξ ίσου καίριο ζητούμενο εν προκειμένω είναι, το μεν η συνεχής, υπό το φως του διεθνούς περιβάλλοντος, επικαιροποίηση και εξειδίκευση των εθνικών στόχων, το δε η εξασφάλιση των αναγκαίων για την επίτευξή τους μέσων. Ειδικότερα:
Ι. ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, ΕΘΝΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΙΣΧΥΣ
Το διεθνές περιβάλλον
Τόσο το ευρύτερο, όσο και το εγγύς διεθνές μας περιβάλλον διέρχονται φάση αυξημένης ρευστότητας αναπόφευκτα περιπλέκουσας τους στρατηγικούς μας σχεδιασμούς.
Σε ότι αφορά στο πρώτο: Οι βεβαιότητες του επί Ψυχρού Πολέμου διπολισμού και της εν συνεχεία αμερικανικής οιονεί μονοκρατορίας έχουν δώσει τη θέση τους στις αβεβαιότητες ενός αύξοντος πολυκεντρισμού, κυριαρχούμενου από την ανάδυση του κινεζικού κολοσσού ως κύριου αντιπάλου των ΗΠΑ και της Δύσης γενικότερα, και από την αναβάθμιση του ρόλου μεγάλων περιφερειακών δυνάμεων – και πρωτίστως, λόγω του πυρηνικού της οπλοστασίου, της Ρωσίας. Και συγχρόνως δοκιμάζονται οι σχέσεις της Ουάσιγκτον με την Κοινοτική Ευρώπη εντός και εκτός ΝΑΤΟ, αλλά και οι δεσμοί μεταξύ των ίδιων των Ευρωπαίων εταίρων.
Στον στενότερο δε γεωπολιτικό μας περίγυρο, ενώ, υπείκοντες μεταξύ άλλων στην ευρωενωσιακή πίεση, οι προς βορράν γείτονές μας δείχνουν διατεθειμένοι να συμπράξουν στην ομαλοποίηση της περιφερειακής τάξης πραγμάτων – με χαρακτηριστική του κλίματος αυτού την επίλυση του χρονίζοντος «Σκοπιανού» –, στην Ανατολική Λεκάνη της Μεσογείου, και όλως ιδιαίτερα στον αιγαιακό και κυπριακό χώρο, οι αύξουσες, υπέρμετρες ηγετικές φιλοδοξίες της Άγκυρας θέτουν τη σταθερότητα, και ακόμη και την ειρήνη, σε κίνδυνο.
Το εθνικό συμφέρον
Πρόκειται περί πραγματικοτήτων προφανούς σημασίας για τη χάραξη μιας αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής. Βάθρο, κατά τα λοιπά, της οποίας είναι αυτονοήτως το εθνικό συμφέρον. Μια έννοια πολυσήμαντη, καλύπτουσα σε ό,τι μας αφορά, φάσμα εκτεινόμενο από τα ζωτικά συμφέροντα του Ελληνισμού, με πυρήνα την ασφάλεια της ελληνικής επικράτειας και της Κυπριακής Δημοκρατίας, έως σειρά άλλων, υψίστης σπουδαιότητας στόχων˙ μεταξύ των οποίων η στήριξη της εθνικής οικονομίας, η συμπαράσταση στους εκτός συνόρων ελληνικούς μειονοτικούς πληθυσμούς, η αξιοποίηση των Αποδήμων, και η ενίσχυση της διεθνούς πολιτικής, οικονομικής, πολιτισμικής και στρατιωτικής παρουσίας της χώρας μας.
Με τους διαμορφωτές της εθνικής μας στρατηγικής να καλούνται, αφ’ ενός, να συγκεκριμενοποιήσουν και ιεραρχήσουν τα επί μέρους αυτά συμφέροντα, και, αφ’ ετέρου, να εξασφαλίσουν τη στήριξή τους με επιλεκτική προσφυγή στην εθνική ισχύ: στην «ήπια» – διπλωματική, οικονομική, πολιτισμική, επικοινωνιακή˙ αλλά εν ανάγκη και στη «σκληρή» – ήτοι στον στρατιωτικό βραχίονα του κράτους.
Η εθνική ισχύς
Και η μεν προσφυγή στη στρατιωτική συνιστώσα της εθνικής ισχύος, απευκταία κατ’ αρχήν, αποδεικνύεται ενίοτε αναπόφευκτη – όταν διακυβεύονται ζωτικής σημασίας εθνικά συμφέροντα, ή στο πλαίσιο υποχρεώσεων που απορρέουν από διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας – από συμμαχίες της, συμμετοχή της σε διεθνείς οργανισμούς, κ.τ.τ.. Κατά τα άλλα, όμως, ο ειρηνικός συμβιβασμός των αντικρουόμενων κρατικών συμφερόντων ανήκει στην καθημερινότητα της διεθνούς ζωής. Και συνακόλουθα τον κεντρικό ρόλο στις διακρατικές σχέσεις επωμίζεται κατά κανόνα η διπλωματία˙ αξιοποιώντας τα πολλαπλά ειρηνικά μέσα στη διάθεση του κράτους – κατά περίπτωση δε και τη στρατιωτική του ισχύ, ως επικουρικό όμως μέσο πίεσης ή αποτροπής.
Σημειωτέον ότι υπό την έποψη της σκληρής ισχύος, η χώρα μας κατέχει προέχουσα θέση μεταξύ των δυτικών μας συμμάχων και εταίρων, τόσο ποιοτικά, όσο, τηρουμένων των δημογραφικών αναλογιών, και ποσοτικά. Υπερέχει δε απολύτως όλων των βόρειων γειτόνων μας. (Παρά ταύτα, αντιμέτωποι με μια εντατικώς εξοπλιζόμενη και διεθνοπολιτικά ανήσυχη και ανησυχητική Τουρκία, είμεθα αναγκασμένοι το ήδη σημαντικό αυτό στρατιωτικό δυναμικό να το ενισχύσουμε περαιτέρω.)
Ενώ, ως προς την ήπια ισχύ, πλεονεκτούμε πολλαπλώς έναντι του συνόλου των χωρών που μας περιστοιχίζουν: Διπλωματικά, χάρις, κυρίως, στην από μακρού ένταξή μας στη Δύση και τους θεσμούς της˙ οικονομικά, μεταξύ άλλων, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μας να υπερβαίνει κατά πολύ εκείνο των γειτόνων μας και με τον ελληνικής ιδιοκτησίας εμπορικό στόλο να κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως˙ και πολιτισμικά, διαθέτοντας το ανεκτίμητο κεφάλαιο της πνευματικής και καλλιτεχνικής παρακαταθήκης του διαχρονικού Ελληνισμού και της αίγλης που τον περιβάλλει, σε συνδυασμό με την όχι ευκαταφρόνητη σύγχρονη ελληνική διανόηση και με το δυναμικό παρών της Ελληνικής Διασποράς.
ΙΙ. ΦΟΡΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΧΑΡΑΞΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ
Ο ρόλος της αντιπολίτευσης
Εκ των ως άνω προκύπτει ότι την κύρια ευθύνη για τη χάραξη της εθνικής στρατηγικής φέρουν κατ’ ανάγκην οι και επιφορτισμένοι με την υλοποίησή της εκάστοτε κυβερνώντες – στο πρωθυπουργοκεντρικό πολιτειακό μας σύστημα, σε τελευταία ανάλυση ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Στο μέτρο όμως που το επιτρέπει η ενίοτε ιδιαίτερα ευαίσθητη φύση των υπό αντιμετώπιση ζητημάτων, είναι σκόπιμο, χάριν της πληρότητας, αλλά και του εντός και εκτός συνόρων κύρους των στρατηγικών μας σχεδιασμών, όπως οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης, όχι μόνο τηρούνται ενήμερες των σχετικών αποφάσεων, αλλά και έχουν τη δυνατότητα να συμβάλουν συμβουλευτικά στη λήψη τους. Επαρκή δε προς τούτο θεσμικό χώρο παρέχουν, εκτός των συνόδων της ολομέλειας της Βουλής, η Διαρκής Επιτροπή Εθνικής 'Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων και το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής [Ε.Σ.Ε.Π.], καθώς και οι υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας συσκέψεις των αρχηγών των εκπροσωπούμενων στη Βουλή κομμάτων – εφ’ όσον, βέβαια, οι θεσμοί αυτοί αξιοποιούνται δεόντως, τόσο από κυβερνητικής, όσο και από αντιπολιτευτικής πλευράς.
Το θεσμικό στρατηγικό κενό
Το ανησυχητικό, ωστόσο, είναι ότι η ίδια η εκτελεστική εξουσία πάσχει από στρατηγική ένδεια, εν απουσία ενός θεσμικού φορέα ικανού να την συνδράμει αποτελεσματικά στην εκπλήρωση ενός κρίσιμου μέρους της αποστολής της˙ αφ’ ενός, καλύπτοντας το κενό μακρόπνοης στρατηγικής σχεδίασης, και, αφ’ ετέρου, παρακολουθώντας και αξιολογώντας τις εξελίξεις στα εξωτερικά μέτωπα της χώρας, προκειμένου να ενημερώνει εγκαίρως τον πρωθυπουργό και να του υποβάλλει, κατά περίπτωση, εισηγήσεις επί του πρακτέου.
Και τύποις μεν, το διττό αυτό έργο έχει εν μέρει ανατεθεί στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας [ΚΥ.Σ.Ε.Α]. Ένα όργανο το οποίο, συνεδριάζοντας υπό την προεδρία του πρωθυπουργού και με τη συμμετοχή των υπουργών εξωτερικών, εθνικής άμυνας, και ναυτιλίας και νησιωτικής πολιτικής, και του Α/ΓΕΕΘΑ, καλείται θεωρητικώς να «διαμορφώνει την στρατηγική εθνικής ασφάλειας, λαμβάνοντας υπόψη την εξωτερική και αμυντική πολιτική, την πολιτική δημόσιας τάξης και πολιτικής προστασίας, την πολιτική κυβερνοασφάλειας, ενεργειακής ασφάλειας και ασφάλειας κρίσιμων εθνικών υποδομών» και να «συντονίζει παράλληλα τους εμπλεκόμενους αρμόδιους φορείς και τους αναγκαίους πόρους για την εφαρμογή της». Αλλά το οποίο στην πράξη, συγκαλούμενο ευκαιριακά και ως επί το πολύ για θέματα στελέχωσης και προμηθειών των ενόπλων δυνάμεων, έχει σαφώς εκτραπεί από την ευρύτερη αποστολή του˙ για την εκτέλεση της οποίας, άλλωστε, λόγω σύνθεσης και κανόνων λειτουργίας δεν διαθέτει την αναγκαία ευελιξία.
Μια πρόταση
Θεσμικό συνεπώς κενό υπάρχει. Το οποίο θα μπορούσε να καλυφθεί με τη σύσταση παρά τω πρωθυπουργώ και υπό τη διεύθυνση προσώπου της επιλογής του ενός αυστηρώς συμβουλευτικού, ολιγομελούς επιτελικού οργάνου – ενός «Συμβουλίου Εθνικής Στρατηγικής», αλλά η ονομασία του είναι τριτεύουσας σημασίας – εν λειτουργία επί 24ώρου βάσεως, και συγκροτούμενου από στελέχη της κρατικής διοίκησης εκπροσωπούντα τα κυρίως εμπλεκόμενα στο έργο του υπουργεία και υπηρεσίες.
Πρέπει δε να τονισθεί ότι, σε όλους τους τομείς που εν προκειμένω ενδιαφέρουν – διπλωματικό, στρατιωτικό, κλπ. – το κράτος διαθέτει άριστο στελεχικό δυναμικό. Η αξιοποίηση του οποίου θα συμβάλει και στη διαχρονικά προβληματική παρ’ ημίν διϋπουργική συνεργασία και συντονισμό. Ενώ ένα επί πλέον πλεονέκτημα μιας τέτοιας στελέχωσης – σε αντιδιαστολή με την προσφυγή σε πρόσωπα εκτός κρατικής υπηρεσίας – θα είναι η ελαχιστοποίηση της επιβάρυνσης του κρατικού προϋπολογισμού. Κατά τα λοιπά, η χρησιμότητα του όποιου συμβουλευτικού οργάνου εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίο ο έχων και τον αποφασιστικό λόγο στα της χάραξης της εθνικής στρατηγικής εκάστοτε πρωθυπουργός επιλέγει να το αξιοποιήσει.
ΙΙΙ. ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΜΑΣ ΕΠΙΛΟΓΩΝ
Η διεθνοπολιτική μας πυξίδα
Μολονότι η ρευστότητα του διεθνούς μας περιβάλλοντος περιπλέκει τους εθνικούς μας χειρισμούς, ορισμένες βασικές διεθνοπολιτικές μας επιλογές παραμένουν σταθερές παρά την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία˙ αποτελώντας τρόπον τινά την πυξίδα της πλοήγησής μας στον διεθνή χώρο.
Α. Εν πρώτοις, αναγνωρίζεται ευρύτατα ότι η παρουσία μας στον ευρωατλαντικό κόσμο και τους θεσμούς του εξακολουθεί να εξυπηρετεί μείζονα εθνικά μας συμφέροντα.
Η συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ, χωρίς να αποτελεί στρατηγική πανάκεια, συμβάλλει, αφ’ ενός, στην πολυσχιδή ενίσχυση των ενόπλων μας δυνάμεων, και, αφ’ ετέρου, στην εμπέδωση και διεύρυνση των δεσμών μας με την αμερικανική υπερδύναμη˙ της οποίας τον συνεχιζόμενο, και ενδεχομένως και διευρυνόμενο υπό τον πρόεδρο Μπάιντεν, ρόλο στην ευρύτερη περιοχή μας – μεσανατολική, μεσογειακή, και βαλκανική – θα ήταν ασύνετο να υποτιμήσουμε.
Ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα έχει προσλάβει συν τω χρόνω η ευρωενωσιακή μας ταυτότητα. Η οποία ήδη μας προσφέρει πολλαπλά οφέλη – οικονομικά, διπλωματικά, θεσμικά, αλλά, καθ’ ό μέτρο αναπτύσσεται η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, και στρατιωτικά˙ και θα αποβεί καθοριστικής σημασίας για το εθνικό μας μέλλον, εάν κάποτε οικοδομηθεί η συμπολιτεία που οραματίζονται οι πλέον ρηξικέλευθοι ευρωπαϊστές.
Δεν πρέπει ωστόσο να μας διαφεύγει ότι η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει μια ιδιότυπη, προωθημένη μορφή σύμπραξης κυρίαρχων εθνικών κρατών, τα περισσότερα εκ των οποίων, και δη τα μεγαλύτερα, εμφανίζονται απρόθυμα να θυσιάσουν κυριαρχικά τους δικαιώματα χάριν μιας αποτελεσματικότερης συλλογικής δράσης – ιδιαίτερα στους κατ’ εξοχήν ενδιαφέροντες την Ελλάδα τομείς της ασφάλειας και άμυνας. Τη διαπίστωση δε αυτή οι διαμορφωτές της ευρωπαϊκής μας στρατηγικής οφείλουν να έχουν μονίμως προ οφθαλμών˙ χωρίς ασφαλώς να παραμελούν την επιτελική προετοιμασία μας για την έγκαιρη αξιοποίηση ενδεχόμενης αναζωογόνησης της ευρωπαϊκής ενοποιητικής δυναμικής.
Β. Η δυναμική επιστροφή της μεταψυχροπολεμικής Ρωσίας και η θεαματική άνοδος της Κίνας στη διεθνή σκηνή θέτουν την Ελλάδα προ νέων στρατηγικών προκλήσεων και διλημμάτων.
Με τη Ρωσία μας συνδέουν παραδοσιακοί πολιτισμικοί δεσμοί. Οι οποίοι όμως δεν μεταφράζονται κατ’ ανάγκην σε εξ ίσου στενές διακρατικές σχέσεις. Ενίοτε μάλιστα, οι ρωσικές γεωπολιτικές επιλογές στην ευρύτερη περιοχή μας συμβαίνει να βρίσκονται σε δυσαρμονία με τα ελληνικά συμφέροντα. Είτε πρόκειται για τις εξελίξεις στα Δυτικά Βαλκάνια˙ είτε για το αιγαιακό νομικό καθεστώς˙ είτε για τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Παρά ταύτα, έχουμε κάθε λόγο να αποφεύγουμε τη δραματοποίηση των όποιων διαφωνιών μας με τη μεγάλη αυτή δύναμη, και να καλλιεργούμε αμοιβαίως επωφελείς σχέσεις σε προσφερόμενους προς τούτο τομείς, όπως ο οικονομικός, ο ενεργειακός, και ο πολιτισμικός˙ με θετικό ενδεχομένως αντίκτυπο και στις λοιπές ελληνικού ενδιαφέροντος εκφάνσεις της ρωσικής πολιτικής. Αυτά όμως, υπό την προϋπόθεση ότι οι όποιες σχετικές ενέργειές μας δεν είναι ασύμβατες με τις αποφάσεις των κρίσιμης για τη χώρα μας σημασίας δυτικών θεσμών.
Η επιφύλαξη δε αυτή ισχύει ακόμη περισσότερο στην περίπτωση των ελληνο-σινικών σχέσεων. Με το ελληνικό ενδιαφέρον για την Κίνα να εστιάζεται κυρίως στον οικονομικό τομέα – μολονότι η κινεζική πολιτική στην Κεντρική Ασία και στη Μέση Ανατολή, στο μέτρο ιδίως που συναρτάται με τον τουρκικό παράγοντα, είναι και γεωπολιτικά σημαντική για την Ελλάδα. Ενώ το πιθανότερο είναι ότι το Πεκίνο προσεγγίζει την Ελλάδα με πρωτίστως γεωπολιτικά κίνητρα˙ βλέποντας τη χώρα μας ως πολιτικο-οικονομική πύλη προς τον ευρωκοινοτικό χώρο – και στοχεύοντας στη διάσπαση της ατλαντικής συνοχής, αν όχι και της ευρωπαϊκής. Δοθέντος δε ότι ο σινο-αμερικανικός ανταγωνισμός αναμένεται να αποτελέσει ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του παγκόσμιου γίγνεσθαι στο προβλεπτό μέλλον, οφείλουμε να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια ώστε η επιθυμητή ανάπτυξη των σχέσεών μας με την Κίνα να μην τραυματίσει τους πολύ σημαντικότερους δεσμούς μας με την αμερικανική υπερδύναμη. Πρόκειται άλλωστε για ένα δίλημμα που αντιμετωπίζουν και άλλες κοινοτικές πρωτεύουσες, με ιδιαίτερα αξιοσημείωτη την περίπτωση του
Βερολίνου.
Γ. Οι σχέσεις μας με τους βόρειους γείτονες διατηρούν ακέραιη τη σημασία τους. Και είναι ευτύχημα ότι για πρώτη φορά στη διαδρομή του νεότερου ελληνικού κράτους, όχι μόνον «η εκ βορρά απειλή» αποτελεί παρελθόν – με τον συσχετισμό στρατιωτικών και διπλωματικών δυνάμεων να κατοχυρώνει την ασφάλεια της ελληνικής επικράτειας˙ αλλά και οι διμερείς σχέσεις μας με τα όμορα αυτά κράτη, είτε ακμάζουν, και είναι η περίπτωση της Βουλγαρίας, είτε κινούνται προς πλήρη εξομάλυνση και αύξουσα πολιτικο-οικονομική συνεργασία, όπως συμβαίνει με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία. Προφανές δε εθνικό μας συμφέρον επιβάλλει τη συνέχιση αυτής της διπλωματικής δυναμικής˙ με πλήρη αξιοποίηση των ευρωατλαντικών θεσμών˙ και προς όφελος και των Βορειοηπειρωτών, αλλά και των λοιπών εγκατεσπαρμένων στην περιοχή ομογενών μας.
Γ. Περιττόν τέλος να τονισθεί η ζωτική σημασία των υπό ευρεία έννοια Ελληνοτουρκικών – με το Κυπριακό σε περίοπτη θέση. Προφανώς αποτελούν υψίστης προτεραιότητας στοιχείο μιας ολοκληρωμένης, κατά τα ως άνω εκτεθέντα, εθνικής στρατηγικής. Περιορίζομαι εδώ σε μερικές θεμελιώδεις διαπιστώσεις, οι οποίες, μολονότι κοινότοπες, καλόν είναι να επαναλαμβάνονται.
Ο διάλογος με τη γείτονα για την εξεύρεση πεδίου συνεννόησης είναι η οδός της σωφροσύνης. Ανεξάρτητα από την έκβασή της, μια πολεμική αναμέτρηση θα αποδειχθεί ανείπωτη τραγωδία και για τις δύο πλευρές.
Δεδομένης, ωστόσο, της εκ συστήματος διπλωματικής εργαλειοποίησης από την Άγκυρα των στρατιωτικών απειλών, επιβάλλεται, παράλληλα με τις διπλωματικές προσπάθειες, να μεριμνούμε για τη διατήρηση αξιόπιστης στρατιωτικής δύναμης αποτροπής.
Ενώ δε, όπως επισημάνθηκε και στο προηγούμενο τεύχος των Εθνικών Επάλξεων, η σύμπραξη με κράτη των οποίων τα συμφέροντα συμπλέουν με τα δικά μας είναι αυτονόητη, δεν πρέπει να τρέφουμε ψευδαισθήσεις για τη στάση των συμμάχων και εταίρων αυτών σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής μας με τη γείτονα. Εσφαλμένες εν προκειμένω εκτιμήσεις συνεπάγονται δυσβάστακτο κόστος.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: ΠΕΡΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω, αντί επιλόγου, σχετικές με την άσκηση της διπλωματίας απόψεις του διάσημου δημοσιολόγου του περασμένου αιώνα και κατ' ουσίαν ιδρυτή της "ρεαλιστικής σχολής" διεθνών σχέσεων Hans Morgenthau.
Τέσσερις βασικοί κανόνες διεξαγωγής της διπλωματίας:
1. Η διπλωματία πρέπει να αποσυνδεθεί από τον σταυροφορικό ζήλο.
2. Οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής πρέπει να καθορίζονται με όρους εθνικού συμφέροντος και να στηρίζονται από επαρκή ισχύ.
3. Η διπλωματία πρέπει να εξετάζει την πολιτική σκηνή και από τη σκοπιά των άλλων εθνών.
4. Τα έθνη πρέπει να είναι διατεθειμένα να συμβιβασθούν εφ’ όλων των ζητημάτων που δεν είναι ζωτικής για αυτά σημασίας.
Πέντε παραινέσεις προς διαπραγματευτές:
1. Θυσιάστε τη σκιά άχρηστων δικαιωμάτων χάριν πραγματικών πλεονεκτημάτων.
2. Ποτέ μην οδηγήσετε εαυτούς σε θέση από την οποία δεν μπορείτε να υποχωρήσετε χωρίς απώλεια γοήτρου και από την οποία δεν μπορείτε να προχωρήσετε χωρίς σοβαρούς κινδύνους.
3. Ποτέ μην επιτρέψετε σε ασθενή σύμμαχο να αποφασίζει για εσάς.
4. Οι ένοπλες δυνάμεις είναι όργανο της εξωτερικής πολιτικής, όχι κύριός της.
5. Η κυβέρνηση είναι ο ηγέτης της κοινής γνώμης, όχι δούλος της.
====================
No comments:
Post a Comment