Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση από το προσεχές τεύχος των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Όχι αδίκως, τα αποτελέσματα της ευρωκάλπης του περασμένου Μαΐου και η εν συνεχεία ανάδειξη των επικεφαλής των ευρωενωσιακών θεσμών διαμόρφωσαν κλίμα αισιοδοξίας για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η οποία, ωστόσο, δεν παύει να τίθεται ενώπιον της καθοριστικής επιλογής μεταξύ της περαιτέρω προώθησης του ενοποιητικού εγχειρήματος και της αποτελμάτωσης και, κατά πάσαν πιθανότητα, και αποδυνάμωσής του. Με τις έμπρακτες απαντήσεις των κοινοτικών κυβερνήσεων στο καίριο αυτό δίλημμα μακράν να απέχουν, μέχρι στιγμής, μιας ενιαίας γραμμής. Καθώς αρκετές χώρες-μέλη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, μεταξύ άλλων υπό το κράτος ακόμη της τραυματικής εμπειρίας της σοβιετικής καταπίεσης, διακατέχονται από εθνικά φοβικά σύνδρομα γενεσιουργά ευρωσκεπτικισμού. Απρόθυμα δε να συμπράξουν σε τολμηρές ενοποιητικές πρωτοβουλίες αποδεικνύονται και τα ανήκοντα στη «Νέα Χανσεατική Ένωση» κράτη του κοινοτικού Βορρά[1]. Ενώ ακόμη και στους κόλπους του ίδιου του αρχικού πυρήνα, ισχυρές αντιπολιτευτικές δυνάμεις – ειδικότερα η Εθνική Συσπείρωση (πρώην Εθνικό Μέτωπο) στη Γαλλία, η Λέγκα του Βορρά στην Ιταλία, και η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) στη Γερμανία – εκδηλώνουν έντονη αμφισημία έναντι της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Από την άλλη, χάρις στο γκωλικής έμπνευσης γαλλικό σύνταγμα, ο μεταρρυθμιστής πρόεδρος Μακρόν έχει εξασφαλισμένο τον έλεγχο της διακυβέρνησης της χώρας του μέχρι συμπλήρωσης της πενταετούς θητείας του το 2022. Με την επίτευξη, ωστόσο, των φιλόδοξων ευρωπαϊκών στόχων που έθεσε κατά την εμβληματική ομιλία του της 6ης Σεπτεμβρίου 2017 στη Σορβόννη να προϋποθέτει: την εδραίωση του προσωπικού του κύρους εκτός των γαλλικών συνόρων με την επιτυχή προώθηση του εντός της χώρας του μεταρρυθμιστικού του προγράμματος˙ [2] και – κυρίως – τη δραστηριοποίηση του γαλλογερμανικού άξονα. Την αποτελεσματικότητα του οποίου δυσχεραίνουν, αφενός, η εξασθένιση του κύρους της αποχωρούσης από την ενεργό πολιτική τον Σεπτέμβριο 2021 καγκελαρίου Μέρκελ, και, αφετέρου, οι αβεβαιότητες περί τη σύνθεση και επιλογές της μελλοντικής γερμανικής ηγεσίας.[3] Πέραν όμως του παράγοντος Μακρόν, ελπίδες για μια στιβαρότερη διαχείριση των κοινοτικών πραγμάτων προς ενοποιητική κατεύθυνση δημιουργεί και ο μεταρρυθμιστικός ζήλος, τόσο των επικεφαλής των ευρωπαϊκών θεσμών και ιδιαίτερα των προέδρων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας, όσο και της πλειοψηφίας του Ευρωκοινοβουλίου.[4]
Α. Υπό το πρίσμα δε αυτό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο χειρισμός το περιώνυμου Μπρέξιτ. Το οποίο από κοινοτικής σκοπιάς προσφέρεται σε διττή ανάγνωση, καθώς, ανάλογα με τις αντιλήψεις τους για το μέλλον της ΕΕ, άλλοι το εισπράττουν ως πλήγμα κατά της ευρωπαϊκής υπόθεσης, και άλλοι – μεταξύ των οποίων πιθανώς και ο Γάλλος πρόεδρος – το βλέπουν ως απαλλαγή του ευρωενωσιακού εγχειρήματος από ένα μεγάλο βαρίδι, θεωρώντας, όχι αναίτια, τους Βρετανούς εκ προοιμίου εμπόδιο στην περαιτέρω συσσωμάτωση.[5] Ενώ ενθαρρυντική από τη σκοπιά των ευρωπαϊστών είναι η διττή διαπίστωση, ότι η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου, όχι μόνο δεν αποτέλεσε παράδειγμα προς μίμηση, αλλά αντιθέτως λειτουργεί ως παράδειγμα προς αποφυγή, και ότι το κοινοτικό μέτωπο έχει παραμείνει αρραγές καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων των Βρυξελλών με το Λονδίνο. Με τη βρετανική πλευρά να αντιμετωπίζει, πέραν από τις σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις μιας αποχώρησης προκληθείσης κυρίως από ένα σύνδρομο αυτοκρατορικής νοσταλγίας, ακόμη και κινδύνους πολιτειακής συνοχής, στο μέτρο που Βόρειος Ιρλανδία και, ιδίως, Σκωτία ανησυχούν για τον αντίκτυπο του Μπρέξιτ στα ιδιαίτερα «εθνικά» τους συμφέροντα.
Εν πάση όμως περιπτώσει, από την 31η Ιανουαρίου τρέχοντος έτους η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου αποτελεί τετελεσμένο γεγονός, κατά τη σύνταξη δε του παρόντος Βρετανοί και Ευρωενωσιακοί λαμβάνουν ήδη «θέσεις μάχης» εν όψει διαπραγματεύσεων για τη μορφή των μετα-μπρέξιτ σχέσεών τους. Διαπραγματεύσεων που προμηνύονται δύσκολες καθ΄ ο μέτρο, ο μεν Βρετανός πρωθυπουργός επιδιώκει να εξασφαλίσει η χώρα του τα οφέλη της ευρωπαϊκής τελωνειακής ένωσης και κοινής αγοράς χωρίς να συμμορφωθεί με τις κοινοτικές ρυθμίσεις, κυριότατα για τον ανταγωνισμό, τις κρατικές ενισχύσεις, την κοινωνική προστασία, και το περιβάλλον, οι δε ιθύνοντες και εκπρόσωποι της ΕΕ, μολονότι επιθυμούν να διατηρήσουν στενούς δεσμούς με το Λονδίνο, όχι μόνο στον τομέα του εμπορίου, αλλά και σε εκείνους της εξωτερικής πολιτικής, της άμυνας, και της ασφάλειας, εμφανίζονται ανυποχώρητοι σε ό,τι αφορά στη διασφάλιση του «θεμιτού ανταγωνισμού». [6] Από την άλλη, όμως, το κόστος της αδυναμίας σύναψης συμφωνίας θα είναι υψηλό και για τις δύο πλευρές – ιδιαίτερα δε για τη βρετανική, το ήμισυ του εξωτερικού εμπορίου της οποίας διεξάγεται με κοινοτικές χώρες.
B. Η χάραξη, άλλωστε, της οικονομικής πολιτικής της αποτελεί μια διαχρονική, αλλά ιδιαίτερα πιεστική σήμερα, πρόκληση για την Κοινοτική Ευρώπη. Διότι μολονότι, εις πείσμα των Κασσανδρών, η «οικονομική Ευρώπη» αντεπεξήλθε με σχετική επιτυχία – ακριβέστερα ίσως, με περιορισμένες απώλειες – στη χρηματο-οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας, αναπάντητο μένει το καίριο ερώτημα αν η ΕE θα αρκεσθεί στην παρούσα οικονομική της συγκρότηση, με κίνδυνο μάλιστα οπισθοδρόμησης, ή θα προχωρήσει στη ριζική αναβάθμιση των οικονομικών της θεσμών, χρησιμοποιώντας τους μάλιστα και ως πρότυπο και μοχλό για ενοποιητικές προσπάθειες σε τομείς πέραν της οικονομίας.
Προφανές δε ενδιαφέρον παρουσιάζει εν προκειμένω η τύχη των προτάσεων Μακρόν για την αναμόρφωση της Ευρωζώνης˙ και ειδικότερα των σχετικών με τη θεσμοθέτηση θέσης υπουργού οικονομικών, και χωριστού ευρωζωνικού προϋπολογισμού και κοινοβουλίου. Οι οποίες προτάσεις παραπέμπουν εκ των πραγμάτων στη μεθόδευση γενικότερα της ευρωπαϊκής ενοποίησης μέσω μιας Ευρώπης πολλαπλών ταχυτήτων. Και, κατά τα άλλα, συνάδουν και με την πρόταξη της εμβάθυνσης έναντι της διεύρυνσης της ΕΕ που ευνοεί ο Γάλλος πρόεδρος. Ο οποίος, ωστόσο, παρά τις αρχικές συναφείς επιφυλάξεις του, δείχνει να συναινεί, υπό προϋποθέσεις, στην άμεση δρομολόγηση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Β. Μακεδονία και την Αλβανία˙ αναγνωρίζοντας έτσι εμπράκτως τους κινδύνους αποσταθεροποίησης των Δυτικών Βαλκανίων εάν τους κλειστεί η ευρωενωσιακή θύρα εισόδου.[7]
Ενώ, χαρακτηριστική των εμποδίων στον δρόμο μιας συνεκτικότερης Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι και η βασανιστική διαδικασία έγκρισης του – ούτως ή άλλως γλίσχρου – κοινοτικού προϋπολογισμού για την περίοδο 2021-2027. Με τα καθαρώς συνεισφέροντα μέλη να αντιπαρατίθενται στους καθαρούς αποδέκτες – στους οποίους συγκαταλέγεται και η χώρα μας.
Γ. Ακόμη οξύτερο όμως και από την πρόκληση της οικονομίας είναι το δίλημμα δραστικές μεταρρυθμίσεις ή περιθωριοποίηση στον παγκόσμιο στίβο που η ΕΕ αντιμετωπίζει σε σχέση με την εξωτερική και αμυντική πολιτική της. Ως προς την οποία τα κράτη-μέλη είναι ιδιαιτέρως απρόθυμα να εκχωρήσουν κυριαρχικά δικαιώματα σε κοινοτικούς θεσμούς.
Και εκ πρώτης μεν όψεως, το υφιστάμενο συναφές ευρωενωσιακό θεσμικό οπλοστάσιο εντυπωσιάζει, καθώς, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει: πρόβλεψη για μια «Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ)[Common Foreign and Security Policy (CFSP)]˙ «Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας»˙ και τη δυνατότητα μιας στενότερης συνεργασίας επί μέρους κρατών-μελών στους τομείς της ασφάλειας και της άμυνας μέσω της «Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας» [Permanent Structured Cooperation (PESCO)]. Με την αξιοποίηση, ωστόσο, των μηχανισμών αυτών να προσκόπτει στον συχνά παραλυτικό κανόνα της ομοφωνίας. Σε ένα μείζον δηλαδή εμπόδιο στη χάραξη ενιαίας κοινοτικής γραμμής και στη διάθεση επαρκών μέσων παρέμβασης, ιδίως στρατιωτικών, προκειμένου η Ευρωπαϊκή Ένωση να ενεργεί στον παγκόσμιο στίβο ως συμπαγής δύναμη. Χωρίς να διαφαίνεται επί του παρόντος προοπτική παράκαμψης του εμποδίου αυτού με τη θεσμοθέτηση - σύμφωνα και με τις εισηγήσεις των ηγετών της Γαλλίας και Γερμανίας, καθώς και της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του προκατόχου της – του κανόνος της «ειδικής πλειοψηφίας». [8] Με επακόλουθο η διεθνής παρουσία της ΕΕ να παραμένει εν πολλοίς σκιώδης, εκείνη δε των επί μέρους κρατών-μελών να διέπεται, όχι σπανίως, από αποκλίνουσες ατζέντες.
Ενώ αβέβαιη αυτή τη στιγμή παραμένει η τύχη των ρηξικέλευθων προτάσεων του προέδρου Μακρόν για τη δημιουργία μιας, συμπληρωματικής μεν του ΝΑΤΟ, πλην όμως αυτόνομης ευρωπαϊκής αμυντικής ικανότητας, περιλαμβάνουσας: τη συγκρότηση μιας κοινής ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης, ενός, κατά την έκφρασή του, «πραγματικού ευρωπαϊκού στρατού», υπέρ του οποίου, σημειωτέον, ετάχθη και η καγκελάριος Μέρκελ επ’ ευκαιρία της σύναψης της Συνθήκης του Άαχεν του Ιανουαρίου 2019˙ τη διαμόρφωση κοινού ευρωπαϊκού αμυντικού δόγματος˙ και τη θεσμοθέτηση συναφούς προϋπολογισμού. Με τον Γάλλο πρόεδρο μάλιστα, επωφελούμενο ενδεχομένως και της αποχώρησης από την ΕΕ του Ηνωμένου Βασιλείου – της μόνης εκτός της Γαλλίας κοινοτικής πυρηνικής δύναμης – να προτείνει επιπλέον «στρατηγικό διάλογο με ενδιαφερόμενους Ευρωπαίους εταίρους για τον ρόλο του γαλλικού πυρηνικού αποτρεπτικού σε σχέση με την συλλογική μας ασφάλεια». Χωρίς ωστόσο να διευκρινίζει πως ακριβώς αντιλαμβάνεται τον ρόλο αυτόν – ευεξήγητα δε, δοθέντος του ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα του όλου θέματος των πυρηνικών όπλων, ιδιαίτατα στη Γερμανία.[9]
Δ. Παρά τις δομικές, όμως, αυτές αδυναμίες της, η ΕΕ καλείται να διαχειρισθεί μια σειρά από διεθνείς προκλήσεις, μερικές εκ των οποίων λίαν συνοπτικά επισημαίνονται ακολούθως:
Μολονότι απαξάπαντες οι κοινοτικοί εταίροι αναγνωρίζουν την καθοριστική σημασία των εντός και εκτός ΝΑΤΟ διατλαντικών δεσμών, [10] πολλούς εξ αυτών, συμπεριλαμβανομένων των πλέον σημαινόντων, προβληματίζει η τάση της Ουάσιγκτον να αντιμετωπίζει τους Ευρωπαίους συμμάχους της και την Ευρωπαϊκή Ένωση με στενά οικονομικά κριτήρια˙ επιζητώντας ετεροβαρείς, όπως τις αντιλαμβάνεται η ευρωπαϊκή πλευρά, εμπορικές ρυθμίσεις˙ και αξιώνοντας – ασφαλώς όχι παραλόγως, αλλά πάντως για πρώτη φορά τόσο πιεστικά – την ανταποδοτική, τρόπον τινά, ευρωπαϊκή συμβολή στις νατοϊκές στρατιωτικές δαπάνες. [11] Επιπροσθέτως δε, τις ευρω-αμερικανικές σχέσεις σκιάζει η πάγια αντίθεση της Ουάσιγκτον στη συγκρότηση μιας αυτόνομης ευρωπαϊκής άμυνας – με την αναφορά μάλιστα σε «ευρωπαϊκό στρατό» να έχει προκαλέσει τα οργίλα προσωπικά σχόλια του Αμερικανού προέδρου. Ενώ πηγή, όχι μόνο ευρω-αμερικανικών, αλλά και ενδο-ευρωπαϊκών τριβών αποτελούν, τόσο οι ευρω-ρωσικές, όσο και οι σινο-ευρωπαϊκές σχέσεις.
Και σε ό,τι μεν αφορά στη Ρωσία, αρκετοί κοινοτικοί, με προεξάρχοντες τους Γάλλους και τους Γερμανούς, μολονότι συμμορφώνονται με τις κυρώσεις που της έχουν επιβληθεί λόγω Ουκρανικού, επιχειρούν συγχρόνως να την προσεγγίσουν – το Βερολίνο, ειδικότερα, με εμπορικά-ενεργειακά πρωτίστως κίνητρα και το Παρίσι κυρίως με γεωπολιτικά. [12] Αγνοώντας έτσι και οι μεν και οι δε τη σκληρή αντιρωσική διακομματική γραμμή των ΗΠΑ – η οποία λίγο δείχνει μέχρι στιγμής να επηρεάζεται από τις κατά καιρούς διαλλακτικότερες προσωπικές τοποθετήσεις του προέδρου Τραμπ. Και προκαλώντας, συγχρόνως, την οργίλη αντίδραση ορισμένων εταίρων της Ανατολικής και Βαλτικής Ευρώπης που θεωρούν τη Μόσχα υπαρξιακή απειλή.
Ενώ εμφανής είναι η διαφοροποίηση της κοινοτικής Ευρώπης από την Ουάσιγκτον και σε σχέση με την Κίνα. Την οποία, μολονότι έχει επισήμως χαρακτηρισθεί από την ΕΕ «συστημικός αντίπαλος», η πλειονότητα των κοινοτικών πρωτευουσών, εις πείσμα αμερικανικών εκκλήσεων και πιέσεων, αντιμετωπίζει στην πράξη με κυρίαρχο γνώμονα το στενό οικονομικό όφελος. [13] Καθ’ ην στιγμήν η κινεζική πλευρά φαίνεται να χρησιμοποιεί το εμπόριο και τις επενδύσεις ως μέσο, όχι μόνο οικονομικής, αλλά και – πιθανότατα πρωτίστως – γεωπολιτικής διεμβόλισης του ευρω-ενωσιακού χώρου˙ αποσκοπώντας, μεταξύ άλλων, στη διάσπαση της ενότητας της Δύσης.
Τόσο δε τη διεθνοπολιτική σύμπλευση στους κόλπους της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και την κοινοτική σύμπραξη με τους Αμερικανούς, δοκιμάζει επί πλέον η πλοήγηση στα ταραγμένα γεωπολιτικά νερά της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Με την αμερικανική προσέγγιση, μεταξύ άλλων, του Συριακού, του Ιρανικού, και του Παλαιστινιακού να διαφέρει σημαντικά – και κατά περίπτωση ριζικά – από εκείνη της ΕΕ. Και με την τελευταία, προκειμένου επί παραδείγματι για το Λιβυκό, να στερείται μέχρι στιγμής και ή ίδια ενιαίας γραμμής, καθώς οι μεν Ιταλοί στηρίζουν την κυβέρνηση της Τρίπολης, οι δε Γάλλοι τον αντίπαλό της στρατηγό Χαφτάρ και τον υπ’ αυτόν «Εθνικό Στρατό της Λιβύης».
Ε. Ειδικής, τέλος, μνείας σε σχέση με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η κοινοτική Ευρώπη χρήζουν οι προσφυγικές και μεταναστευτικές εισροές. Οι οποίες κατά κύριο λόγο τροφοδοτούνται, αφενός, από τη γεωπολιτική αποσταθεροποίηση της ευρύτερης Μέσης Ανατολής – εν πολλοίς προκληθείσα από εσφαλμένους δυτικούς χειρισμούς, και προκειμένου για τις κρίσεις στη Συρία και στη Λιβύη όλως ιδιαίτερα από ευρωπαϊκούς – και, αφετέρου, από την εκρηκτική δημογραφική ανάπτυξη, χωρίς ανάλογη οικονομική, στην υποσαχάρια Αφρική˙ και θέτουν στο εσωτερικό των κοινοτικών κρατών-μελών οξέα προβλήματα στους τομείς της πολιτισμικής συνοχής, της οικονομίας και της δημόσιας τάξης. Προβλήματα που η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται, εις πείσμα των φοβικών τοπικιστικών αντανακλαστικών μέρους του ευρωπαϊκού κοινού και κυβερνήσεων, να χειριστεί σε συλλογική βάση, με κύρια ζητούμενα: τη φρούρηση των ευρωπαϊκών συνόρων με τη συνδρομή μιας αποτελεσματικής κοινοτικής δύναμης συνοριοφυλάκων˙ την μεταξύ των εταίρων λογική κατανομή όσων τυγχάνουν ασύλου ή γίνονται δεκτοί ως μετανάστες˙ και την επιστροφή στη χώρα προέλευσης των μη δικαιουμένων να παραμείνουν. Ενώ η εκβιαστική γεωπολιτική εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού από την Τουρκία θέτει, ειδικότερα, υπό σοβαρή απειλή την ασφάλεια της ελληνικής επικράτειας – και υπό κρίσιμη δοκιμασία την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Οι απαντήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα προαναφερθέντα διλλήματα, και γενικότερα οι προοπτικές του κοινοτικού εγχειρήματος έχουν αυταπόδεικτα ζωτική σημασία και για το ελληνικό μέλλον. Όχι μόνο υπό το πρίσμα της οικονομικής μας ευημερίας και ισχύος, αλλά και σε σχέση με τα αποκαλούμενα παρ’ ημίν «εθνικά θέματα» - ήτοι τα μείζονα ζητήματα της εξωτερικής και αμυντικής μας πολιτικής. Διότι, άλλες ασφαλώς θα είναι η διάθεση και ικανότητα των κοινοτικών μας εταίρων να μας συμπαρασταθούν στην προάσπιση των εθνικών μας συμφερόντων, εάν η ΕΕ μετεξελιχθεί, συνολικώς ή μερικώς, σε πραγματική Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία˙ άλλες, εάν η ενοποιητική προσπάθεια αποτελματωθεί – ήδη διαπιστώνουμε σε κάποιο βαθμό τις συνέπειες μιας τέτοιας φοράς των πραγμάτων˙ και ακόμη άλλες, ασφαλώς, σε περίπτωση επαλήθευσης των καταστροφολόγων και ολοσχερούς κατάρρευσης του ευρωενωσιακού οικοδομήματος. Το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα έχει ζωτικούς λόγους να προσβλέπει στην επικράτηση του πρώτου από τα τρία αυτά ενδεχόμενα – και να επιδιώκει παγίως την παρουσία της στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία και πυρήνα. Με την Ουάσιγκτον, ειδικότερα, να βλέπει την Τουρκία πρωτίστως ως νατοϊκό σύμμαχο και ως επιθυμητό μεσανατολικό εταίρο, και συνακόλουθα να συνεχίζει την πολιτική των ίσων αποστάσεων έναντι Άγκυρας και Αθηνών, η Κοινοτική Ευρώπη είναι η μόνη – εν δυνάμει, ήτοι υπό την προϋπόθεση της μετάβασής της σε συνεκτικότερη μορφή – ορατή πηγή αποφασιστικής στήριξης της χώρας μας έναντι της εξ Ανατολών γείτονος.
[1] Πρόκειται για τις Δανία, Εσθονία, Ιρλανδία, Λετονία, Λιθουανία, Ολλανδία, Σουηδία, και Φινλανδία.
[2] Κατά τη σύνταξη του παρόντος, ο Γάλλος πρόεδρος υλοποιεί αποφασιστικά το πρόγραμμα αυτό. Βλ. Macron Doesn’t Blink on Pension Reform, Wall Street Journal, 05-03-2020.
[3] Βλ. Tony Barber, Angela Merkel is running out of road and should step down, Financial Times, 03-03-2020.
[4] Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχει προτείνει και οι Γάλλος πρόεδρος και Γερμανίδα καγκελάριος υποστηρίζουν τη διεξαγωγή κατά τη διετία 2020-2 μιας «Διάσκεψης για το μέλλον της Ευρώπης» με ευρεία μεταρρυθμιστική ατζέντα και συμμετοχή. Βλ. Shaping the Conference on the Future of Europe, https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/en/ip_20_89, 22-01-2020. Για το σχετικό γαλλογερμανικό μνημόνιο, βλ. https://www.politico.eu/wp-content/uploads/2019/11/Conference-on-the-Future-of-Europe.pdf
[5] Βέβαια, στις σχετικές δημόσιες δηλώσεις του, ο πρόεδρος Μακρόν, όχι μόνο δεν αφήνει να διαφανεί μια τέτοια ικανοποίηση, αλλ’ αντιθέτως εκφράζει τη λύπη του για το μπρέξιτ και προσβλέπει στην εν συνεχεία στενή συνεργασία του Ηνωμένου Βασιλείου, τόσο με τις Βρυξέλλες, όσο και διμερώς με το Παρίσι. Βλ. ειδικότερα, A letter from Emmanuel Macron to the British people, The Times, 01-02-2020.
[6] Βλ. U.K., EU Gear Up for Thorny Post-Brexit Negotiations. Both sides take a tough line ahead of talks covering trade, data sharing, security and more Wall Street Journal, 28-02-2020. Για μια αναλυτικότερη παρουσίαση των κύριων προσκομμάτων στην επίτευξη συμφωνίας επί του μέλλοντος των ευρω-βρετανικών σχέσεων, βλ. 5 potential clashes in the next phase of Brexit talks, Politico, 03-02-2020.
[8] Βλ. μεταξύ άλλων, Γ.Ε. Σέκερης, Το Νέο Ευρωενωσιακό Τοπίο της Τουρκίας του Ερντογάν, Εθνικές Επάλξεις, Τεύχος 129. Για τη γαλλογερμανική στάση ειδικότερα, βλ. τη «Διακήρυξη Μέζεμπεργκ», https://www.diplomatie.gouv.fr/en/country-files/germany/events/article/europe-franco-german-declaration-19-06-18, όπου ο πρόεδρος Μακρόν και η καγκελάριος Μέρκελ εισηγούνται «την εξέταση της δυνατότητας να χρησιμοποιείται ο κανόνας της πλειοψηφίας στον τομέα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας»
[9] Βλ. Macron calls for European dialogue on French nuclear arms. “The vital interests of France have a European dimension,” president says. Politico, 07-02-2020. Για μια ενδιαφέρουσα αναλυτική, αν και μονομερή αν όχι προκατειλημμένη, παρουσίαση του ιστορικού των σχετικών γαλλικών πρωτοβουλιών και των αντιδράσεων των κοινοτικών εταίρων, βλ. Rebecca Johnson, Macron’s post-Brexit nuclear ambitions are destined to fail, The Guardian, 10-02-2020.
[10] Είναι αξιοσημείωτο ότι, προκειμένου για τη συλλογική άμυνα, η πλειοψηφία της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης επαφίεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, και συγχρόνως αντιτίθεται στη στρατιωτική εμπλοκή των ίδιων των ευρωπαϊκών χωρών. Για σχετικές μετρήσεις του αξιόπιστου Pew Research Center, βλ. La défense des Alliés repose largement sur les États-Unis pour l'opinion publique, bruxelles2.eu
[11] Κατά τη φετινή Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, ο Αμερικανός υπουργός εξωτερικών, απαντώντας σε ευρωπαϊκές αιτιάσεις περί αμερικανικής αποδέσμευσης από τον ευρωπαϊκό χώρο, αντέτεινε ότι οι ΗΠΑ διαθέτουν σήμερα για την προστασία της Ευρώπης περισσότερους πόρους παρά ποτέ από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Βλ. Trump camp finds no appeasement at Munich. The security gathering shows the U.S. and Europe have very different views on health of transatlantic relations, Politico, 16-02-2020. Από την άλλη, στο ίδιο φόρουμ, ο κ. Πομπέο επεσήμανε τον κίνδυνο ενεργειακής εξάρτησής των Ευρωπαίων από τη Μόσχα συνεπεία του – υπό κατασκευή ήδη – πετρελαιαγωγού Nord Stream 2 μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας. Βλ. At Munich Security Conference, an Atlantic divide, Washington Post, 15-02-2020.
[12] Βλ. σχετικώς δήλωση κ. Μακρόν ότι «[π]ρέπει να οικοδομήσουμε μια ‘αρχιτεκτονική εμπιστοσύνης’ στην Ευρώπη…Δεν μπορούμε να ξαναχτίσουμε την Ευρώπη χωρίς να επανασυνδεθούμε με την Ρωσία, η οποία άλλως θα προσεγγίσει άλλες δυνάμεις». Βλ. www.euractiv.com/section/global-europe/news/frances-macron-makes-russia-a-top-diplomatic-priority/1369182/.
[13] Για τον χαρακτηρισμό της Κίνας από την ΕΕ, βλ. από 12-03-2019 έκθεση Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπό τον τίτλο EU-China – A strategic outlook, https://ec.europa.eu/commission/news/eu-china-strategic-outlook-2019-mar-12_en . Σε ό,τι αφορά στις αμερικανικές ενστάσεις, υπ΄όψιν ότι από το βήμα της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου ο κ. Πόμπεο, επικαλούμενος λόγους δυτικής ασφαλείας και εκφράζοντας ως προς τούτο και τις απόψεις της Δημοκρατικής προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, απέτρεψε τους Ευρωπαίους από την προσφυγή για την κατασκευή ψηφιακών κυψελοειδών δικτύων 5G στην εταιρεία Huawei – γνωστού όντως ότι στους επιθυμούντες να προσφύγουν στις υπηρεσίες της κινεζικής αυτής εταιρείας συγκαταλέγεται και η Γερμανίδα καγκελάριος. Βλ. Europe turns deaf ear to US warnings on Chinese 5G. Washington warns its allies that Huawei is a Trojan horse for Beijing’s expansion plans, Politico, 15-02-2020.
No comments:
Post a Comment