Το κείμενο αυτό είναι προδημοσίευση από τεύχος των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ)
Παρά την αύξηση κατά τι του ποσοστού τους στη νέα Ευρωβουλή, τα ευρωσκεπτικιστικά
κόμματα μόλις διαθέτουν το τέταρτο των εκεί εδρών. Με δεδομένες δε και τις μεταξύ
τους οξείες συχνά πολιτικο-ιδεολογικές έριδες, μακράν απέχουν του να είναι σε
θέση να ασκήσουν αποφασιστική επιρροή επί της κοινοτικής ατζέντας. Ενώ, από την
άλλη, οι πλειοψηφούντες ευρωπαϊστές, μολονότι
καλύπτουν ένα ακόμη ευρύτερο και ανομοιογενέστερο πολιτικο-ιδεολογικό φάσμα,
παρέχουν ωστόσο δυνητικώς ισχυρή βάση για την προώθηση της ευρωπαϊκής
ενοποίησης. Ήδη δε η φιλοευρωπαϊκή αυτή πλειοψηφία αποτυπώνεται, πέραν της
εκλογής στην προεδρία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του Ιταλού ευρωπαϊστού Νταβίντ-
Μαρία Σασόλι, στην επιλογή και των επικεφαλής των λοιπών κρίσιμων οργάνων της
Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι νέες
κοινοτικές ηγεσίες και ο γαλλογερμανικός άξονας
Χαρακτηριστικά: Νέος πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είναι ο ένθερμος
ευρωπαϊστής, πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου Σαρλ Μισέλ [Charles Michel]. Η νέα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
πρώην υπουργός άμυνας της Γερμανίας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν [Ursula von der
Leyen] έχει ταχθεί στο παρελθόν υπέρ των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης»,
αν και τώρα, προφανώς για τις ανάγκες της νέας αποστολής της, δηλώνει ότι
υιοθετεί την «πιο ώριμη και ρεαλιστική» προσέγγιση της «ενότητας εν
τη ποικιλομορφία» [unity in diversity]. Ο νέος Ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης
για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας και επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ) και πρώην
υπουργός εξωτερικών της Ισπανίας Josep Borrell Fontelles, ως μέλος της Ευρωπαϊκής
Συνέλευσης για την επεξεργασία του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, είχε προτείνει να
συμπεριληφθεί στο τελευταίο αυτό αναφορά σε «ομοσπονδιακό μοντέλο». Ενώ
στη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τοποθετήθηκε η μέχρι τούδε
επικεφαλής του ΔΝΤ και πρώην υπουργός γαλλικών κυβερνήσεων επί προεδρίας Ολάντ,
κυρία Κριστίν Λαγκάρντ [Christine Lagarde], θεωρούμενη θιασώτης, τόσο του
οικονομικού πραγματισμού του κ. Μακρόν, όσο και των φιλόδοξων στοχεύσεών του για
την ευρωζώνη. Και τούτο, σημειωτέον, παρά την υποστήριξη που «Γερμανοί
ιέρακες» παρέσχον στην υποψηφιότητα του, γνωστού για την «οικονομική
ορθοδοξία» του, διοικητού της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας Jens
Weidmann.[1]
Kαι γενικότερα άλλωστε, οι εθνικές και ευρωπαϊκές βλέψεις του Γάλλου
προέδρου συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση του νέου ηγετικού κοινοτικού
σχήματος. Καθώς ο κ. Μακρόν, επωφελούμενος και της εσωτερικής πολιτικής
εξασθένισης της κυρίας Μέρκελ,[2]
εξασφάλισε τη γερμανική στήριξη για υποψηφίους, όχι μόνο θετικούς έναντι της
ευρωπαϊκής του πολιτικής, αλλά και στο σύνολό τους φίλα προσκείμενους στη Γαλλία.
Με τη σύμπλευση αυτή να επιβεβαιώνει και την, παρά τις εκάστοτε δυσλειτουργίες
του, συνεχιζόμενη δραστηριοποίηση του γαλλογερμανικού άξονα. Όπως μαρτυρεί και
η δήλωση της Γερμανίδας καγκελαρίου, ότι μολονότι «είναι φυσικό να παλεύουμε
μεταξύ μας», «ως προς βασικά ζητήματα…είμαστε σε πολύ παρεμφερές μήκος
κύματος. Ενώ στο ίδιο πνεύμα κινείται και η, εξ αφορμής ακριβώς της δημόσιας
αυτής τοποθέτησης της κυρίας Μέρκελ, περιγραφή της γαλλογερμανικής σχέσης από
τον κ. Μακρόν ως «παραγωγικής αντιπαράθεσης». [3]
Σημειωτέον ότι στις καθησυχαστικές αυτές διαβεβαιώσεις έδωσαν λαβή δημοσιογραφικές
πληροφορίες περί γαλλογερμανικών διαφωνιών σε σχέση με τον χειρισμό του
Μπρέξιτ. Η ως προς το οποίο σκληρότερη στάση της γαλλικής πλευράς αντανακλά πιθανότατα
την παραδοσιακή επιφυλακτικότητα του Παρισιού έναντι του πέραν της Μάγχης
ευρωσκεπτικισμού, ενδεχομένως όμως και ανομολόγητη επιδίωξη του Γάλλου προέδρου
να αξιοποιήσει την έξοδο των Βρετανών υπέρ της ενοποιητικής ευρωπαϊκής του
ατζέντας – και, παρεμπιπτόντως, και για την ενίσχυση της ηγετικής παρουσίας της
χώρας του στους κόλπους της ΕΕ. Εν πάση όμως περιπτώσει, όλα δείχνουν ότι,
έναντι της σκληροπυρηνικής βρετανικής κυβέρνησης υπό τον πρωθυπουργό Τζόνσον, το
ευρωκοινοτικό μέτωπο παραμένει αρραγές. Μένει δε μόνο να φανεί κατά πόσον, απερχόμενο,
το Λονδίνο θα θελήσει να διατηρήσει αμοιβαίως επωφελείς δεσμούς με τις Βρυξέλλες – ειδικότερα σε τομείς όπως, κατ’ εξοχήν, η
ασφάλεια και η άμυνα, όπου η συνεισφορά του θα ήταν ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη στους
Κοινοτικούς.
Ευρωζώνη και
ΚΕΠΠΑΑ
Κατά τα λοιπά, ο φιλοευρωπαϊσμός της ηγεσίας των βασικών κοινοτικών
οργάνων, ναι μεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την προώθηση της ενοποιητικής
διαδικασίας, όχι όμως και επαρκή. Με τη στάση των κυβερνήσεων των κρατών-μελών,
και ιδίως των ισχυροτέρων, έναντι των
κρίσιμων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ΕΕ στους τομείς της οικονομίας, της
εξωτερικής πολιτικής, της άμυνας, της ασφάλειας, και των μεταναστευτικών
εισροών να παραμένει καθοριστικής σημασίας.
Από τα μέχρι στιγμής κοινοτικά επιτεύγματα, η Ζώνη του ευρώ είναι
αναμφίβολα το ουσιαστικότερο. Οι χρηματο-οικονομικοί όμως κλυδωνισμοί των
τελευταίων ετών ανέδειξαν κρίσιμες δομικές της αδυναμίες, θέτουσες σε κίνδυνο
την ίδια την επιβίωσή της – ιδίως εάν οι φόβοι για επικείμενη επιδείνωση του
διεθνούς και ειδικότερα του ευρωπαϊκού οικονομικού κλίματος επιβεβαιωθούν Στο
μέτρο δε που οι αδυναμίες αυτές απορρέουν από την αναπόφευκτα δυσχερή διαχείριση
ενός κοινού νομίσματος υπό πλειόνων ανομοιογενών κρατικών κέντρων, η θεραπεία
τους είναι ανέφικτη χωρίς την ενδυνάμωση του υπερεθνικού στοιχείου της
Ευρωζώνης. Με τους θιασώτες της πολιτικής συσσωμάτωσης της ΕΕ να στηρίζουν αυτονοήτως
θεσμικές μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση αυτή – ευλόγως
επιχειρηματολογούντες ότι το ευρώ δεν υιοθετήθηκε με τεχνοκρατική οικονομική
λογική, αλλά πρωτίστως ως μέσο προώθησης της
ευρωπαϊκής ενοποίησης. Και με τον Γάλλο πρόεδρο, ειδικότερα – σε ισχυρή
πάντοτε πολιτική θέση χάρις στο γαλλικό γκολικό σύνταγμα, παρά την άνοδο του
ευρωσκεπτικιστικού Εθνικού Συναγερμού κατά τις ευρωεκλογές – να προτείνει θεσμοθέτηση
θέσης υπουργού οικονομικών της Ευρωζώνης και χωριστού ευρωζωνικού
προϋπολογισμού και κοινοβουλίου. [4]
Ωστόσο, τόσο οι πριν, όσο και οι μετά τις
ευρωεκλογές αντιδράσεις των κοινοτικών εταίρων στις ριζοσπαστικές αυτές
προτάσεις είναι ενδεικτικές της συνεχιζόμενης αμφιθυμίας στους κόλπους της ΕΕ
ως προς το ενοποιητικό εγχείρημα. Διότι, ναι μεν η ισπανική κυβέρνηση παρέχει
στη μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία Μακρόν την έκθυμη υποστήριξή της, πλην όμως η
γερμανική ηγεσία, παρά τις αφειδείς φιλοευρωπαϊκές διαβεβαιώσεις της, αποφεύγει
– δεδομένων και των τριγμών στους κόλπους του «μεγάλου συνασπισμού»
Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών και εν όψει και των ομοσπονδιακών εκλογών του 2021 – να ταυτισθεί
με μεταρρυθμίσεις, οι οποίες, σύμφωνα με φόβους διάχυτους σε ισχυρούς
οικονομικούς κύκλους, αλλά και στην ευρύτερη γερμανική κοινή γνώμη, θα ενθαρρύνουν
τη δημοσιονομική χαλαρότητα ορισμένων κοινοτικών εταίρων εις βάρος των
γερμανικών συμφερόντων. Τη γερμανική δε αυτή επιφυλακτικότητα συμμερίζονται και
κατ’ αρχήν φιλοευρωπαϊκές κυβερνήσεις του ευρωπαϊκού Βορρά και ειδικότερα η
ολλανδική.[5]
Ενώ, σαφώς αρνητική, εκ των πραγμάτων, είναι η εν προκειμένω στάση των
ευρωσκεπτικιστών ηγετών των τεσσάρων χωρών της ομάδας Βίσεγκραντ: Πολωνίας,
Τσεχίας, Ουγγαρίας, και Σλοβακίας˙ εκ
των οποίων, άλλωστε, μόνο η τελευταία έχει εισαγάγει το ευρώ.[6]
Εάν όμως το μέλλον του οικονομικού σκέλους της ΕΕ δικαιολογεί ανησυχίες, ακόμη
πιο αβέβαιες είναι οι προοπτικές του διεθνοπολιτικού και του αμυντικού.
Παρά τις γενικόλογες σχετικές στοχεύσεις των ευρωπαϊκών συνθηκών και τους
συναφείς κοινοτικούς θεσμούς, μεταξύ των οποίων η προμνησθείσα ΕΥΕΔ – η
«διπλωματική υπηρεσία», τρόπον τινά, της ΕΕ – και, στον στρατιωτικό τομέα, η «Μόνιμη
Διαρθρωμένη Συνεργασία [PESCO]», η «Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική
Άμυνας και Ασφάλειας» [ΚΕΠΠΑΑ] παραμένει κατ’ ουσίαν ζητούμενο. Καθώς η αξιοποίηση
και ο περαιτέρω εμπλουτισμός του θεσμικού της οπλοστασίου προσκρούουν στην απουσία
ενός αποτελεσματικού κατευθυντήριου κέντρου˙ δοθέντος ότι, αφ’ ενός, οι κρισιμότερες
σχετικές αποφάσεις λαμβάνονται ομοφώνως στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ήτοι από το
σύνολο των κρατών-μελών της ΕΕ ασχέτως συμμετοχής τους στις δραστηριότητες ΚΕΠΠΑΑ,
και, αφ’ ετέρου, οι θέσεις των εταίρων έναντι των εξωτερικών προκλήσεων και κρίσεων
παρουσιάζουν συχνά δυσγεφύρωτες αποκλίσεις. [7]
Εξωτερικές
προκλήσεις και ενδοευρωπαϊκές διεργασίες
Πηγή εσωτερικών διαιρέσεων και συγχρόνως καθοριστικής σημασίας για την ευρωπαϊκή
πλευρά είναι, εν πρώτοις, οι σχέσεις της ΕΕ με την αμερικανική υπερδύναμη.
Της οποίας η συμβολή στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, κυρίως μέσω του ΝΑΤΟ, παραμένει
αναντικατάστατη˙ αλλά αμφιλεγόμενες επιλογές της οποίας, όπως η αποχώρησή της
από τις διεθνείς συμφωνίες για το κλίμα και τα πυρηνικά του Ιράν και η διατλαντική
εμπορική αντιπαράθεση, προκαλούν τις αρνητικές αντιδράσεις των κύριων
κοινοτικών πρωτευουσών. Ενώ, από την άλλη, κοινοτικά κράτη της Κεντρικής και
Ανατολικής Ευρώπης, ιδιαίτερα καχύποπτα, λόγω κομμουνιστικής προϊστορίας, αλλά
και υπό το φως του Ουκρανικού, έναντι της Μόσχας, αναζητούν προστασία από την Ουάσιγκτον
και το ΝΑΤΟ μάλλον παρά από τις Βρυξέλλες και τους κοινοτικούς θεσμούς.
Περιπλέκοντας έτσι το έργο της χάραξης κοινής κοινοτικής γραμμής και έναντι
της νέας Ρωσίας. Έργο ούτως ή άλλως δυσχερές και διχαστικό, στο
μέτρο που πλείονες εταίροι, μεταξύ των
οποίων και οι πλέον σημαίνοντες – οι Γάλλοι
και οι Γερμανοί ειδικότερα – ταλαντεύονται μεταξύ στρατηγικών, γεωπολιτικών, και ενεργειακών υπολογισμών˙
αντιμετωπίζοντας συνακόλουθα τη Μόσχα, οτέ μεν ως απειλή, οτέ δε ως χρήσιμο
γεωπολιτικό συνομιλητή και οικονομικό συνεταίρο.
Ανάλογα, δε, σε κάποιο βαθμό, διλήμματα – αν και όχι τόσο πιεστικά, επί του
παρόντος – αντιμετωπίζει η Κοινοτική Ευρώπη σε σχέση με την Κίνα: σύμφωνα
με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον δεύτερο σε όγκο συναλλαγών εμπορικό
εταίρο της ΕΕ, αλλά συγχρόνως, «εμπορικό ανταγωνιστή» και «συστημικό αντίπαλο».
[8]
Η οποία καταφανώς επιχειρεί – μεταξύ άλλων μέσω της πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη,
ένας Δρόμος» [Belt and Road initiative]
και με την επίκληση της εναρμόνισης πολιτισμικών αξιών – να διεισδύσει
γεωπολιτικά στον ευρωενωσιακό χώρο. Όπου πλείονα μέλη, μεταξύ των οποίων και η εκ των ιδρυτικών κρατών της Κοινοτικής Ευρώπης
Ιταλία, προσβλέποντα σε οικονομικά οφέλη, διαφοροποιούνται από την επιφυλακτικότερη
έναντι των επιδιώξεων του Πεκίνου στάση των Γερμανών και των Γάλλων. [9]
Ενώ η διάσταση συμφερόντων και στρατηγικών επιλογών στους κόλπους της ΕΕ αποδεικνύεται
τροχοπέδη και ως προς τη εκ μέρους της διαχείριση περιφερειακών κρίσεων συχνά
μεγάλου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, τόσο στην Ανατολική και Βαλκανική Ευρώπη, όσο
και στην Ανατολική Μεσόγειο, στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, και στον απωανατολικό
χώρο.
Σημειωτέον, ότι προς επιτάχυνση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στον τομέα,
ειδικότερα, της εξωτερικής πολιτικής, ο Jean-Claude Juncker, ως πρόεδρος
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εισηγήθηκε προ έτους την καθιέρωση του κανόνος της
ειδικής πλειοψηφίας. Μια θεσμική μεταρρύθμιση που αναμφίβολα θα συνέβαλλε,
ενδεχομένως καθοριστικά, στην ενίσχυση της διεθνούς εμβέλειας της ΕΕ – αλλά η
θεσμοθέτηση της οποίας προϋποθέτει και αυτή τη δυσεπίτευκτη ομοφωνία του
συνόλου των κρατών-μελών. Ενώ, προς αντιμετώπιση του κοινοτικού ελλείματος άμυνας
και ασφάλειας, ο πρόεδρος Μακρόν προτείνει την «οικοδόμηση μιας αμυντικής Ευρώπης,
συνδεδεμένης με την Ατλαντική Συμμαχία», αλλά διαθέτουσας «στρατηγική
αυτονομία»˙ και πιο συγκεκριμένα, τη σύναψη μιας ευρωπαϊκής «συνθήκης
άμυνας και ασφάλειας» περιλαμβάνουσας «μια πράγματι λειτουργική ρήτρα
αμοιβαίας άμυνας» και προβλέπουσας τη συγκρότηση μιας κοινής στρατιωτικής
δύναμης επέμβασης και κοινό ευρωπαϊκό αμυντικό προϋπολογισμό και δόγμα –
έχοντας μάλιστα αναφερθεί παλαιότερα στη δημιουργία ενός «πραγματικού
ευρωπαϊκού στρατού» – καθώς και τη σύσταση ενός «Ευρωπαϊκού Συμβουλίου
Ασφάλειας». Με την καγκελάριο Μέρκελ να υιοθετεί εν πολλοίς τις γαλλικές
αυτές προτάσεις σε διακηρυκτικό επίπεδο.
Αλλά με τη στρατιωτική συμβολή του Βερολίνου στην «αμυντική Ευρώπη» να
παραμένει άκρως αναντίστοιχη προς το δημογραφικό και οικονομικό του δυναμικό. Καθώς,
από αντίδραση κυρίως προς τον μιλιταρισμό του παρελθόντος, οι Γερμανοί αποφεύγουν,
όχι μόνο να αυξήσουν ουσιαστικά τις ανεπαρκείς υπό κοινοτικό – αλλά και νατοϊκό
– πρίσμα αμυντικές τους δαπάνες, αλλά και να συμμετάσχουν στρατιωτικώς σε εκτός
συνόρων τους επιχειρήσεις. Και ως εκ τούτου, μόνοι εταίροι δυνάμενοι να
προβάλουν στρατιωτική ισχύ εκτός κοινοτικού χώρου σε υπολογίσιμη κλίμακα εξακολουθούν
να είναι η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Εξ ου άλλωστε και η πρόταση του
προέδρου Μακρόν, στο υπό συζήτηση Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ασφάλειας να συμμετάσχει
και το μετα-Μπρέξιτ Λονδίνο.
Μεταναστευτικό
και Τουρκία
Σε μείζον, τέλος, και εξόχως διχαστικό για την ΕΕ θέμα έχει αναδειχθεί μετά
το 2015 το μεταναστευτικό. Με τις σχετικές εισροές από τον ευρωπαϊκό
μεσανατολικό και αφρικανικό περίγυρο να διαταράσσουν, τόσο την εσωτερική τάξη
των κοινοτικών εταίρων, όσο και τις μεταξύ τους σχέσεις. Και με κύρια ζητούμενα:
τον περιορισμό του όγκου των εισερχόμενων προσφύγων και οικονομικών μεταναστών,
διασφαλιζομένου συγχρόνως του δικαιώματος ασύλου˙ τη συμπεφωνημένη κατανομή τους
μεταξύ των κοινοτικών εταίρων, προς αποφυγή μεταξύ άλλων της υπερβολικής
επιβάρυνσης των κρατών πρώτης υποδοχής˙ την ομαλή ένταξή τους στις τοπικές
κοινωνίες˙ και την αποτροπή της εισόδου ανεπιθύμητων ή και εγκληματικών
στοιχείων. Προς επίτευξη δε των στόχων αυτών, ο Γάλλος πρόεδρος έχει προτείνει σειρά
κοινών κοινοτικών δράσεων, μεταξύ των οποίων και τη συγκρότηση «κοινής
συνοριακής δύναμης» υπό ένα «Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εσωτερικής Ασφάλειας».
Εξασφαλίζοντας μεν την κατ’ αρχήν συναίνεση των φιλοευρωπαϊκών
κυβερνήσεων, και ειδικότερα της γερμανικής, πλην όμως εισπράττοντας τις
αρνητικές αντιδράσεις των ευρωσκεπτικιστικών. Ενώ σε σημαντική παράμετρο του μεταναστευτικού
– με ιδιαίτερη φυσικά βαρύτητα για τη χώρα μας – έχει αναδειχθεί η εφαρμογή της
ευρωτουρκικής συμφωνίας του Μαρτίου 2016 προς έλεγχο του εξ Ανατολών
μεταναστευτικού ρεύματος.
Κατά τα λοιπά, είναι προφανές ότι οι ευρωτουρκικές σχέσεις έχουν κρίσιμες
επιπτώσεις και σε άλλα, ακόμη ζωτικότερα, εθνικά μας συμφέροντα, όπως, κατ’
εξοχήν, τα σχετικά με την Κύπρο και το Αιγαίο.
Δοθέντος δε ότι η πλήρης τουρκική
κοινοτική ένταξη έχει παύσει προ πολλού να αποτελεί ρεαλιστική προοπτική και
συνεπώς να προσφέρεται ως μέσο άσκησης ελληνικής πίεσης επί της Άγκυρας, το
κατά πόσον θα αποφευχθούν περαιτέρω εντάσεις μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ με τη
διαμόρφωση ενός εναλλακτικού σχήματος μεταξύ τους συνεργασίας προσλαμβάνει όλως
ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη χάραξη της ελληνικής εθνικής στρατηγικής.
Συμπερασματικώς
Μολονότι οι
ευρωεκλογές απέτρεψαν το χείρον,
και μάλιστα θεωρητικώς προσφέρουν εφαλτήριο για την υπέρβαση των κοινοτικών
διλημμάτων στους καίριους τομείς της οικονομίας, της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής,
της ασφάλειας, και του μεταναστευτικού, οι αντιστάσεις και αντιδράσεις των
ευρωσκεπτικιστικών, ή και ανοικτά ευρωφοβικών, πολιτικών δυνάμεων καθιστούν τις
όποιες σχετικές ελπίδες τουλάχιστον πρόωρες. Ενώ το πιθανότερο είναι ενδεχόμενη
πρόοδος προς πληρέστερη ευρωπαϊκή συσσωμάτωση να επιτευχθεί, σύμφωνα και με την
προτροπή του Γάλλου προέδρου, από συνασπισμούς «προθύμων». Με την ευρωζώνη να παρέχει
πρότυπο και για τους λοιπούς κρίσιμους χώρους κοινοτικής δράσης. Κατά τα λοιπά δε,
βέβαιο είναι ότι, εάν τα μικρομεσαία πλέον, με τα παρόντα παγκόσμια μέτρα, κράτη-μέλη
της ΕΕ δεν κατορθώσουν να συγκροτήσουν μια, εκ των πραγμάτων ιδιόμορφη, «ευρωπαϊκή
συμπολιτεία», ικανή να προβάλει διεθνώς, όχι μόνο την ήπια δύναμη του
ευρωπαϊκού πολιτισμού, αλλά και σκληρή ισχύ αντίστοιχη προς το συνολικό
δυναμικό τους, η περιθωριοποίηση, ή ακόμη και η φινλανδοποίησή τους από τους
γίγαντες της Αμερικής και της Ευρασίας θα είναι απλώς ζήτημα χρόνου.
[1]
Βλ. Mujtaba Rahman, Brussels horse-trading is a win for Macron. French
president got lucky with a top jobs package that will help him drive home
ambitious EU reforms plan, POLITICO, 3-7-2019, και Nicolas Gros-Verheyde, Le
nouveau top chef européen : un choix ambitieux et une victoire de la French
team, 3-7-2019. Ειδικώς για τη διαμάχη περί την ΕΚΤ, βλ. German hawks
push Jens Weidmann for ECB presidency job, Financial Times, 22-5-2019.
[2] Atika
Shubert, Angela Merkel's best laid plans are falling apart in Germany,
CNN, 4-6-2019.
[3]
Βλ. Merkel on Macron: ‘We
wrestle with each other’ on policy. German chancellor denies her relationship
with the French president has worsened, Politico, 16-5-2019.
[4] Για μια συνοπτική παρουσίαση των
μεταρρυθμιστικών προτάσεων του Γάλλου προέδρου, βλ. Γ. Ε. Σέκερης, Το
διακύβευμα των Ευρωεκλογών, Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 127 Ιανουαρίου -
Μαρίου 2019, σελ. 21-22, και υποσημειώσεις 6 και 7.
[5] Βλ.επί παραδείγματι, Eight northern EU states urge caution in eurozone reforms, EURACTIV.com with Reuters, 6-3-2018 και Rutte declares eurozone budget dead, Macron hails its good health, Contrasting views highlight competing visions for European economy, Politico, 22-6-2019.
[6] Για μια ενδιαφέρουσα ανάλυση των ιδιαιτεροτήτων
των χωρών Βίσεγκραντ, βλ. Multi-speed Europe, or the Visegrad
Group’s existential conundrum, KAFKADESK, 15-4- 2019.
[7] Χαρακτηριστικά, οι συγκροτηθείσες
στο πλαίσιο της PESCO «ομάδες μάχης» [battle groups] παραμένουν μέχρι στιγμής
αχρησιμοποίητες. Δεν στερείται, επίσης, ενδιαφέροντος το ότι, εκ των είκοσι
πέντε κοινοτικών χωρών που συμμετέχουν στην PESCO, μόνο η Γαλλία και η Ελλάδα έχουν ταχθεί υπέρ της
ανάληψης επιχειρήσεων προς προστασία των Ευρωπαίων υπηκόων και αντιμετώπιση
εξωτερικών συγκρούσεων και κρίσεων. Βλ. Keeping the momentum in
European defence collaboration: an early assessment of PESCO implementation,
The International Institute for Strategic Studies www.iiss.org,
Μάιος 2019.
[8] Βλ. European Commission, EU-China
– A strategic outlook, 12-3-2019. Επίσης: Hans von der Burchard, EU slams China as ‘systemic rival’
as trade tension rises, Politico, 19-4-2019.
[9] Βλ. Για μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση
των σινοευρωπαϊκών σχέσεων από αμερικανικής σκοπιάς, βλ. Andrea
Kendall και Rachel
Rizzo, The U.S. or China? Europe Needs to Pick a Side, Politico, 12-8-2019. Για
τη στάση της χώρας μας βλ. ΠτΔ: Η Ελλάδα υπέρ της προσέγγισης Κίνας – ΕΕ
μέσω της πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη – Ένας δρόμος», in.gr, 11-5-2019.
No comments:
Post a Comment