Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση από το 127ο τεύχος των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικού οργάνου του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ)
Για πολλοστή φορά αφότου δρομολογήθηκε,
το ευρωπαϊκό ενωσιακό εγχείρημα προσκρούει σε αυτόχρημα υπαρξιακά διλήμματα. Με
τη διαιώνιση της παρούσας τάξης των ευρωκοινοτικών πραγμάτων να μη προσφέρεται
ως βιώσιμη επιλογή. Και με τη μελλοντική πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, κατ’
επέκταση, με τις τύχες της ηπείρου μας και των λαών της, να εξαρτώνται από την
έκβαση της σύγκρουσης δύο πολιτικο-ιδεολογικών ρευμάτων˙ διαπνεόμενων από
αντιθετικές αντιλήψεις, τόσο ως προς τη φύση της ΕΕ, όσο και ως προς τον ρόλο
της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι˙ και συνακόλουθα τασσόμενων, αντιστοίχως, υπέρ «περισσότερης»
και «λιγότερης» Ευρώπης.
Η διαχρονική ευρωπαϊκή ιδέα
Η ευρωπαϊκή ιδέα δεν είναι βέβαια
δημιούργημα των καιρών μας. Έχει ιστορικό βάθος, με διάσημους, ευρύτατου
ιδεολογικού φάσματος, οραματιστές προδρόμους, όπως ο Γάλλος αριστοκράτης
σοσιαλιστής Saint-Simon, ο Ιταλός
πατριώτης επαναστάτης Mazzini, και ο Βικτόρ
Ουγκό διαρκούντος του 19ου αιώνα, και ο Αυστριακός κόμης Coudenhove-Kallergi και
ο Γάλλος υπουργός εξωτερικών Aristide Briand αρχομένου του 20ου.[i]
Οι εφιαλτικές όμως συνέπειες του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου – από ευρωπαϊκής σκοπιάς,
ενός αυτοκαταστροφικού «εμφυλίου» - παρέσχον το έναυσμα για τη μετουσίωση των προπολεμικών
ιδεολογημάτων σε πράξη˙ και εμμέσως έτσι για την οικοδόμηση της κοινοτικής
Ευρώπης. Την οποία προσφάτως ένας γνωστός Βρετανός δημοσιολόγος προσφυώς χαρακτήρισε
ως «το κατά πολύ επιτυχέστερο παγκοσμίως
πρότυπο διακρατικής συνεργασίας». [ii]
Ωστόσο, η κοινοτική σύμπραξη αποδείχθηκε
αρχήθεν γονιμότερη ως προς την οικονομική πολιτική, παρά ως προς την εξωτερική και
αμυντική. Εν μέρει διότι τα κράτη μέλη αποδέχονται προθυμότερα στον οικονομικό
τομέα την αναγκαία για την εντατικοποίηση της σύμπραξής τους θυσία εθνικής
κυριαρχίας. Αλλά και διότι, κατά την επικρατούσα, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, πεποίθηση,
η Βορειοατλαντική Συμμαχία παρείχε ικανοποιητική κάλυψη των αμυντικών αναγκών, καθώς
και επαρκή συντονισμό των κρισιμότερων εξωτερικών σχέσεων των μελών της. Με
τους Βρετανούς, ιδίως, αλλά και τους Γερμανούς, να αποδίδουν καθοριστική σημασία στο ΝΑΤΟ και στην
αμερικανική παρουσία και εγγύηση που συνεπάγεται. Και ναι μεν είναι γεγονός ότι,
τόσο η ιδρυτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992, όσο και η
«μεταρρυθμιστική» συμφωνία που συνήφθη στη Λισαβόνα δέκα πέντε χρόνια αργότερα,
έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στην αυτόνομη διεθνοπολιτική και αμυντική σύμπραξη των κοινοτικών
εταίρων, πλην όμως στην πράξη, οι
σχετικές προσπάθειες έχουν μέχρι στιγμής αποδώσει πολύ περιορισμένους καρπούς.
Στην ενοποιητική αυτή δυστοκία
συνέβαλε αναμφίβολα και η ταχύρρυθμη διεύρυνση της ΕΕ – η οποία απέβλεψε στη διασφάλιση
της γεωπολιτικής σταθερότητας στην ευρωπαϊκή ήπειρο μέσω της ενσωμάτωσης στο
δυτικό γεωπολιτικό σύστημα των πρώην κομμουνιστικών κρατών της κεντροανατολικής
και βαλκανικής Ευρώπης. Η αύξηση, ωστόσο, του αριθμού των εταίρων και μάλιστα
με την ένταξη χωρών διαφορετικής, ως επί το πολύ, πολιτικής νοοτροπίας και
πρακτικής παρενέβαλε και εξακολουθεί να παρεμβάλλει δυσυπέρβλητα προσκόμματα
στη διαμόρφωση κοινής κοινοτικής πολιτικής.
Όπερ εξηγεί εν πολλοίς και τη σημειούμενη στις κοινοτικές τάξεις διευρυντική
«κόπωση» – μεταξύ άλλων και ως προς τον βαλκανικό
χώρο.
Της διευρυντικής δε αυτής επιλογής
ιδιαίτερα προβληματική περίπτωση αποτελεί η υποψηφιότητα της Τουρκίας. Οι απολυταρχικοί
πολιτειακοί θεσμοί και η αυταρχική κρατική πρακτική της οποίας απεδείχθησαν ευθύς
εξ αρχής ασύμβατα με τα κοινοτικά ενταξιακά κριτήρια. Ενώ τις – δημοσία ανομολόγητες
– επιφυλάξεις της κοινοτικής πλευράς προκαλούν και το μέγεθος και η μουσουλμανική
ταυτότητα του τουρκικού πληθυσμού. Από την άλλη όμως, η γείτων, παλαιό μέλος
του ΝΑΤΟ, ενέχει μείζονα γεωπολιτική και στρατηγική αξία για τη Δύση γενικώς
και για την ΕΕ ειδικότερα. Και ως εκ τούτου, ενώ η πλήρης κοινοτική της ένταξη
ήταν και παραμένει, ιδίως υπό το σημερινό της πολιτειακό και πολιτικό καθεστώς,
ανέφικτη, οι ενταξιακές της διαπραγματεύσεις, μολονότι επί του παρόντος έχουν
διακοπεί, δεν τερματίζονται – και μάλιστα δεν αποκλείεται να απολήξουν εν καιρώ
σε μια εξυπηρετική και των δύο πλευρών «ειδική σχέση».[iii]
Κατά τα λοιπά, η αδυναμία
εξασφάλισης της ενεργού συμμετοχής του συνόλου των μελών της διευρυμένης ΕΕ στο
σύνολο των σημαντικών κοινοτικών δράσεων οδήγησε στην επιλεκτική εμπλοκή των
προθύμων. Με κυριότερες σχετικές περιπτώσεις τη δημιουργία της ζώνης ευρώ και
τη θεσμοθέτηση των «ενισχυμένων συνεργασιών» – ειδικώς δε ως προς την άμυνα και
την ασφάλεια, της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας.
Οι προκλήσεις του 21ου
αιώνα
Αρχομένου όμως του 21ου
αιώνα, η προϋπάρχουσα κοινοτική τάξη πραγμάτων υπέστη ισχυρό κλονισμό συνεπεία
μιας σειράς εξωγενών προκλήσεων, μεταξύ των οποίων κρισιμότερες αποδεικνύονται:
· Η χρηματοοικονομική
κρίση του 2008 και ειδικότερα οι επιπτώσεις της στην ευρωζώνη. Σημειωτέον, ωστόσο,
ότι η ανθεκτικότητα του κοινού νομίσματος διαψεύδει τις Κασσάνδρες. Τελικά, καμία
χώρα εξ όσων το έχουν υιοθετήσει, όσο επικριτική για τη διαχείρισή του και αν είναι - και
αρκετές κοινοτικές πρωτεύουσες έχουν ασκήσει αυστηρή κριτική των σχετικών χειρισμών – δεν φαίνεται διατεθειμένη
να το εγκαταλείψει. Από την άλλη, όμως, κανείς από τους εκτός ευρωζώνης
οικονομικά εύρωστους εταίρους δεν δείχνει διάθεση να το υιοθετήσει.
· Η μεταναστευτική/προσφυγική
κρίση, που πυροδότησε στους κοινοτικούς κόλπους οξείες διενέξεις περί την
προστασία της πολιτισμικής ταυτότητας των εταίρων, την κατοχύρωση της ασφάλειάς
τους, και τη δίκαιη μεταξύ τους κατανομή των οικονομικών και άλλων βαρών.
· Τα
στρατηγικά και οικονομικά διλήμματα που θέτουν στην ΕΕ οι κρίσεις στην
Ανατολική Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή και η άνοδος του κινεζικού γίγαντα.
· Και η πολιτική
φιλοσοφία και πράξη της προεδρίας Τραμπ˙ με τη σκλήρυνση της αμερικανικής στάσης,
τόσο στον εμπορικό τομέα, όσο και στο νατοϊκό πλαίσιο έναντι των κοινοτικών
Ευρωπαίων να δοκιμάζει την εμπιστοσύνη των τελευταίων αυτών στην αμερικανική
εγγύηση της ασφάλειας και άμυνάς τους.
Υπό την πίεση δε των προκλήσεων
αυτών, στους κόλπους της ΕΕ έχουν ήδη διαμορφωθεί δύο σαφώς διακριτές,
αντιθετικές τάσεις. Η μία εκ των οποίων αναζητεί καταφύγιο στην επιστροφή αρμοδιοτήτων
από το ευρωενωσιακό κέντρο στις εθνικές πρωτεύουσες. Με την ευρωσκεπτική αυτή
αναδίπλωση να συνοδεύεται από ανησυχητικά φαινόμενα λαϊκισμού και να έχει δώσει
λαβή σε, πρωτοφανείς μετά τον Β! Παγκόσμιο Πόλεμο, φραστικές επιθέσεις κυβερνητικών
και άλλων προβεβλημένων πολιτικών ηγετών κρατών-μελών εναντίον κοινοτικών τους εταίρων
– ακόμη και μεταξύ χωρών του ιδρυτικού πυρήνα.[iv]
Χωρίς, πάντως, και οι πλέον ευρωφοβικές κυβερνήσεις και πολιτικές δυνάμεις να
θέτουν θέμα αποχώρησης από την ΕΕ – με την τραγική για τους Βρετανούς περιπέτεια
του Μπρέξιτ να λειτουργεί, πιθανώς, ως πρόσθετο αποτρεπτικό για τους παραμένοντες.
Από την άλλη, πλείονες κοινοτικοί
ηγέτες και δη μεταξύ των σημαντικότερων τάσσονται, αντιθέτως, υπέρ «περισσότερης
Ευρώπης». Πρωτοστατούντος του προέδρου Μακρόν, ο οποίος κατά την προεκλογική
του ήδη εκστρατεία είχε διακηρύξει ότι «[η]
Ευρώπη μας κάνει μεγαλύτερους. Η Ευρώπη μας καθιστά ισχυρότερους».[v]
Εν συνεχεία δε έθεσε ιδιαίτερα φιλόδοξους κοινοτικούς στόχους, μεταξύ των
οποίων: η θεσμοθέτηση θέσης υπουργού οικονομικών της Ευρωζώνης και χωριστού ευρωζωνικού
προϋπολογισμού και κοινοβουλίου˙ η αυτόνομη ευρωπαϊκή αμυντική ικανότητα,
συμπληρωματική του ΝΑΤΟ, με τη δημιουργία κοινής ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης
– ενός «πραγματικού ευρωπαϊκού στρατού»
– και κοινού ευρωπαϊκού αμυντικού προϋπολογισμού και δόγματος˙ και η από κοινού
αντιμετώπιση του μεταναστευτικού.[vi]
Ενώ, εν όψει των ευρωεκλογών, σε
ανοικτή από 4ης Μαρτίου ε.έ. επιστολή προς τους κοινοτικούς
Ευρωπαίους, ο Γάλλος πρόεδρος προτείνει, μεταξύ άλλων: Ως προς την άμυνα και
ασφάλεια, τη σύναψη Συνθήκης καθορίζουσας τις σχετικές υποχρεώσεις των
κρατών-μελών, πάντοτε «σε σύμπραξη» [association] με το ΝΑΤΟ», καθώς και μια πρακτικώς
εφαρμόσιμη δέσμευση αμοιβαίας αμυντικής στήριξης και τη σύσταση ενός Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου Ασφαλείας με συμμετοχή και του Ηνωμένου Βασιλείου˙ ειδικώς για τη
Ζώνη Σένγκεν, αυστηρούς ελέγχους εισόδου, κοινή συνοριακή δύναμη, κοινούς
κανόνες παροχής ασύλου, και αλληλεγγύη
στην κατανομή των βαρών υπό την αιγίδα ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εσωτερικής
Ασφάλειας˙ και στον εμπορικό τομέα, τη λήψη μέτρων προστασίας των ευρωπαϊκών
στρατηγικών βιομηχανιών και προμηθειών «σύμφωνα
με την πρακτική των Αμερικανών και Κινέζων ανταγωνιστών μας». Επιπροσθέτως
δε εισηγείται την εντός του 2019 σύγκλιση Διάσκεψης για την Ευρώπη, προς διαμόρφωση
«οδικού χάρτη» για την «ευρωπαϊκή ανανέωση». [vii]
Σημειωτέον ότι η μάλλον ασαφής,
αρχικά, αιτιολόγηση από τον Γάλλο πρόεδρο της πρότασής του για τη δημιουργία
ευρωπαϊκού στρατού, καθώς και η υιοθέτηση της γαλλικής αυτής πρότασης από τη
Γερμανίδα καγκελάριο με επίσης διφορούμενο σκεπτικό, έδωσαν λαβή στην οργίλη
αντίδραση του προέδρου Τραμπ˙ ο οποίος εξέλαβε τις τοποθετήσεις των δύο
Ευρωπαίων νατοϊκών συμμάχων ως πρόθεση στρατηγικής αποσύνδεσης της Ευρώπης από
τις ΗΠΑ. Και μολονότι οι εν συνεχεία διευκρινίσεις του κ. Μακρόν φάνηκε να καθησυχάζουν
τον Αμερικανό πρόεδρο, το επεισόδιο ανέδειξε μια υποβόσκουσα ένταση στις
διατλαντικές σχέσεις˙ εν μέρει τροφοδοτούμενη από τις εκάστοτε φραστικές
εκρήξεις του κ. Τραμπ˙ αλλά και από αποφάσεις του αντίθετες προς ευρωπαϊκές
απόψεις και συμφέροντα, όπως η απόσυρση της Ουάσιγκτον από τη διεθνή συμφωνία για
τα πυρηνικά με το Ιράν και από εκείνη του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, η εκ
μέρους της καταγγελία της διμερούς συνθήκης με τη Μόσχα για τον έλεγχο των
πυρηνικών όπλων μέσου βεληνεκούς, και οι αμερικανικές θέσεις για το
ευρωαμερικανικό εμπόριο. [viii]
Η εκτίμηση, ωστόσο, ότι επίκειται
διάσπαση του ευρωατλαντικού κόσμου είναι μάλλον αβάσιμη. Τα αμοιβαία συμφέροντα
των δύο πλευρών του Ατλαντικού υπερακοντίζουν κατά πολύ τις όποιες αντιθέσεις
τους.[ix]
Οι Αμερικανοί εξακολουθούν να επενδύουν στο ΝΑΤΟ. Και οι Ευρωπαίοι
αντιλαμβάνονται ότι η παρεχόμενη μέσω του ΝΑΤΟ αμερικανική εγγύηση είναι ζωτικής
σημασίας για την ασφάλειά τους. Αλλά και ότι η Ατλαντική Συμμαχία, όχι μόνο δεν
είναι ασύμβατη, αλλ’ αντιθέτως αλληλοσυμπληρώνεται, με το στρατιωτικό σκέλος της
Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κατά τα άλλα, δοθέντος ότι η ενεργός
συμμετοχή του συνόλου των, είκοσι οκτώ σήμερα, κρατών-μελών στην υλοποίηση του μεγαλεπήβολου
αυτού προγράμματος δεν είναι εφικτή, ο πρόεδρος Μακρόν υποστηρίζει ευθέως την
προώθηση τής – εν σπέρματι υφιστάμενης, όπως ήδη σημειώθηκε – «Ευρώπης των πολλαπλών
ταχυτήτων» (ή, κατ’ άλλη φρασεολογία, «μεταβλητής γεωμετρίας» ή «ομόκεντρων
κύκλων»). Δίνοντας όλως ιδιαίτερη έμφαση στη συνεργασία της χώρας του με τη
Γερμανία. Και βρίσκοντας πρόθυμη ανταπόκριση – τουλάχιστον σε διακηρυκτικό
επίπεδο – τόσο από την Γερμανίδα καγκελάριο, όσο και από τη διάδοχό της στην
ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, και πιθανότατα και της γερμανικής
κυβέρνησης εν καιρώ, κυρία Κραμπ-Κάρενμπάουερ (Kramp-Karrenbauer). Με
πανηγυρική, πρωτίστως συμβολική, εκδήλωση του γαλλογερμανικού αυτού «άξονα» την
υπογραφή την 22α Ιανουαρίου 2019 στο Άαχεν γαλλογερμανικής συμφωνίας
ανανεώνουσας και ενισχύουσας τη Συνθήκη-σταθμό των Ηλυσίων του 1963.[x]
Ενώ, ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη, από γερμανικής ιδίως πλευράς, πρόθεση προσχώρησης
σε ενδεχόμενο «σκληρό πυρήνα» έχει εκδηλώσει και η Μαδρίτη. [xi]
Είναι, ωστόσο, προφανές ότι το,
κατ’ ουσίαν ομοσπονδιακής χροιάς, όραμα αυτό προσκρούει σε δυσυπέρβλητα
προσκόμματα. Με τον κ. Μακρόν, στην προσπάθειά του να ανασυντάξει την εσωτερική
ζωή - οικονομική, διοικητική, και άλλη –
της ίδιας της χώρας του, ως
προϋπόθεση, εκτός των άλλων, για την
εδραίωση της αξιοπιστίας του σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να αντιπαλεύει με ισχυρές
λαϊκίστικες αντιδράσεις, προερχόμενες συχνά και από κατά βάση φιλοευρωπαϊκούς
κύκλους. Με την κ. Μέρκελ, πολιτικά εξασθενημένη μετά την αποχώρησή της από την
προεδρία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, να αντιμετωπίζει ένα διάχυτο στους γερμανικούς πολιτικοοικονομικούς κύκλους
δημοσιονομικό συντηρητισμό, ευεξήγητο μεν υπό στενό γερμανικό οικονομικό πρίσμα
– τον συμμερίζονται άλλωστε και οι ιθύνοντες άλλων πετυχημένων οικονομιών του
Βορρά, καχύποπτοι έναντι της δημοσιονομικής χαλαρότητας των χωρών του Νότου –
πλην δυσχεραίνοντα μεγάλως την ιστορική, γεωπολιτικής πρωτίστως υφής, επιδίωξη της
ευρωπαϊκής συσσωμάτωσης. Και με την παραμονή στην εξουσία του αντιμέτωπου με
οξύτατες εσωτερικές προκλήσεις ευρωπαϊστή Ισπανού πρωθυπουργού να κρίνεται στις
εκλογές της 28ης
Απριλίου.[xii] Ενώ η
τρίτη σε δημογραφικό και οικονομικό μέγεθος Ιταλία, παραδοσιακά τεταγμένη στην πρωτοπορία των
ευρωπαϊστών, εμφανίζεται επί του παρόντος περισσότερο ως μέρος του προβλήματος
της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης παρά ως δύναμη εποικοδομητικής επίλυσής του.[xiii]
Στα προσκόμματα δε αυτά πρέπει να
προστεθεί η απροθυμία των Γερμανών – και πάλι ευκόλως κατανοητή υπό το φως των τραυματικών
τους εμπειριών του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, αλλά και του φόβου των διεθνών
αντιδράσεων όχι μόνο εκτός, αλλά και εντός Ευρώπης – να καλύψουν το
δημιουργούμενο από το Μπρέξιτ στρατιωτικό
κενό, αναπτύσσοντας ένοπλες δυνάμεις αντίστοιχες προς το δημογραφικό και
οικονομικό τους δυναμικό. Με επακόλουθο, μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου
Βασιλείου – της στρατιωτικώς ισχυρότερης σήμερα κοινοτικής χώρας – από την ΕΕ, η
Γαλλία να είναι ο μόνος εταίρος ικανός να προβάλει ουσιαστική στρατιωτική ισχύ
εκτός κοινοτικού χώρου. [xiv]
Οι επί θύραις Ευρωεκλογές
Χρήσιμες ασφαλώς ενδείξεις για την
έκβαση αυτού του μπρα-ντε-φερ μεταξύ ευρωπαϊστών και ευρωσκεπτικών ή κατά
περίπτωση ευρωφοβικών θα παράσχουν οι προσεχείς ευρωεκλογές. Μολονότι οι
αρμοδιότητες της ευρωβουλής παραμένουν ισχνές και η πραγματική εξουσία
εξακολουθεί να εδράζεται στις κυβερνήσεις και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που
ελέγχουν, τα εκλογικά αποτελέσματα θα αποτυπώσουν το πολιτικό κλίμα εντός του
οποίου, μεταξύ άλλων, θα ανανεωθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα εκλεγεί ο νέος
πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Κυρίως όμως θα καταγράψουν τον κρίσιμο για
το κοινοτικό μέλλον συσχετισμό των πολιτικοϊδεολογικών δυνάμεων στους κόλπους
της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Βέβαια, η ομαδοποίηση των δυνάμεων
αυτών σε θιασώτες και πολεμίους της περαιτέρω ευρωπαϊκής συσσωμάτωσης, αν και χρήσιμη
για μια αδρομερή προσέγγιση της ευρωενωσιακής πραγματικότητας, αντιπαρέρχεται σημαντικές
διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό των δύο «παρατάξεων». Ήδη έγινε αναφορά στις αντιδράσεις
κατά των κοινοτικών πρωτοβουλιών του Γάλλου προέδρου και, ιδίως, της Γερμανίδας
καγκελαρίου, από κατ’ αρχήν φιλοευρωπαϊκά στοιχεία των αντίστοιχων χωρών τους. Και
ανάλογες αποκλίσεις μεταξύ ευρωπαϊστών σημειώνονται και σε πολλές από τις λοιπές
κοινοτικές χώρες.
Οι δε ευρωσκεπτικιστές, παρά τις
ευκαιριακές συμπλεύσεις τους, αδυνατούν να συγκροτηθούν σε συμπαγές
πανευρωπαϊκό μέτωπο, στο μέτρο που, από τη φύση των ιδεολογημάτων τους, τείνουν
να οξύνουν τους μεταξύ των χωρών τους εθνικούς ανταγωνισμούς. Ενώ πρόσθετο ισχυρό
παράγοντα διαιρέσεων στις τάξεις τους αποτελεί και η πολιτισμική τους ανομοιογένεια.
Καθώς οι προερχόμενοι από τη Βόρεια και, εν πολλοίς, τη Δυτική Ευρώπη, ανεξάρτητα
από τις όποιες ακραίες τοποθετήσεις τους επί προβλημάτων όπως, π.χ., το
μεταναστευτικό, διέπονται κατά κανόνα από αντιλήψεις για τη συγκρότηση και λειτουργία
του σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους πολύ διαφορετικές εκείνων των υποτιθέμενων
ομοφρόνων τους στην Ανατολική και Βαλκανική Ευρώπη. Αναμφίβολα, όμως, τυχόν
ισχυρή εκλογική άνοδος του ευρωσκεπτικισμού γενικώς, αλλά και όλως ιδιαίτερα
στις χώρες του αρχικού κοινοτικού πυρήνα, θα δυσχεράνει περαιτέρω το εγχείρημα της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Συμπερασματικώς
Σε τελευταία ανάλυση, το κύριο
διακύβευμα των ευρωεκλογών του Μαΐου, πέραν από τα όποια επί μέρους μέτρα για
την αντιμετώπιση τρεχόντων προβλημάτων, οικονομικών και άλλων – μέτρα τα οποία,
ούτως ή άλλως, οι εκάστοτε κοινοτικοί κυβερνώντες, υπείκοντες στην αδήριτη
πραγματικότητα, λαμβάνουν με τεχνοκρατικά γενικώς κριτήρια και συχνά εις πείσμα
των όποιων «ιδεολογικών» τους προταγμάτων – είναι το κατά πόσον η Ευρωπαϊκή
Ένωση, αποφεύγοντας την λίαν ορατή παγίδα της αποτελμάτωσης, θα μεταλλαχθεί συν
τω χρόνω, με πρωτοπόρους εκ των πραγμάτων τους «προθύμους», σε ενιαία οικονομική
και στρατιωτική δύναμη.[xv]
Μια δύναμη ικανή να προστατεύσει τα συλλογικά ευρωπαϊκά συμφέροντα και να
προβάλει τις ευρωπαϊκές αξίες, καταλαμβάνοντας στην παγκόσμια ιεραρχία ισχύος
θέση αντίστοιχη προς το συνολικό δημογραφικό, οικονομικό, και πολιτισμικό της εκτόπισμα.
Ήτοι θέση γεωπολιτικής ισοτιμίας: με τους συμμάχους της Αμερικανούς, προς αμοιβαίο
όφελος˙ πρωτίστως, όμως, με τις λοιπές παγκόσμιες δυνάμεις, και ιδιαίτατα με τη
Ρωσία και την Κίνα – εμπορικούς της εταίρους, αλλά και εν δυνάμει στρατηγικούς
αντιπάλους.
[i] Εκατό περίπου χρόνια πριν από την
ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, ο Ουγκό ευαγγελιζόταν τα
ακόλουθα: «Θα έρθει η ημέρα που εσύ
Γαλλία, εσύ Ρωσία, εσύ Αγγλία, εσύ Γερμανία, όλα εσείς τα κράτη αυτής της
περιοχής της Γης, θα συγχωνευθείτε σε μια ανώτερη ενότητα χωρίς να χάσετε τα
διάφορα χαρακτηριστικά σας και θα οικοδομήσετε μια ευρωπαϊκή αδελφότητα, όπως
ακριβώς η Βρετάνη, η Βουργουνδία, η Λωρραίνη και η Αλσατία ενσωματώθηκαν στη
Γαλλία.» Victor Hugo, Douze discours, 1850.
[ii]
Simon Tisdall, Macron and Merkel are
trying to safeguard Europe, not dominate it, Financial Times, 22-1-2019.
[iii] Βλ. Γ. Ε. Σέκερης, Ευρωπαϊκές προοπτικές και το γαλλικό
παράδειγμα, παράγραφος Ευρωτουρκικές
Σχέσεις και σχετικές υποσημειώσεις, Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 123,
Ιανουαρίου-Μαρτίου 2018.
[iv] Οι φραστικές επιθέσεις των Ιταλών ιθυνόντων κ.κ. Λουίτζι Ντι Μάγιο και
Ματτέο Σαλβίνι κατά του προσώπου του Γάλλου πρόεδρου, αλλά και κατά της
διαχρονικής γαλλικής πολιτικής στην Αφρική, και η ενεργός υποστήριξη του πρώτου
προς τα «κίτρινα γιλέκα», έθεσαν υπό δοκιμασία τις ιταλο-γαλλικές
σχέσεις, προκαλώντας και την προσωρινή ανάκληση του Γάλλου πρέσβη στη Ρώμη. Βλ.
σχετικώς το κύριο άρθρο της Financial Times της 25ης Ιανουαρίου 2019, υπό τον
τίτλο Italy’s France-bashing is ferocious but futile. Από την άλλη, σε
συνέντευξή της προς τον τηλεοπτικό σταθμό
BFM-TV, η πρόεδρος του Γαλλικού «Εθνικού Συναγερμού», καταφερόμενη κατά
της πολιτικής του Γάλλου προέδρου έναντι του Βερολίνου, ισχυρίσθηκε μεταξύ
άλλων ότι «υπογράφοντας εν κρυπτώ τη
Συνθήκη του Άαχεν, ο Εμμανουήλ Μακρόν διέπραξε το ισοδύναμο της προδοσίας.
Θέτοντας…την Αλσατία υπό επιτροπεία». Με την κυρία Λε Πεν να αναμοχλεύει
έτσι ιστορικές γαλλογερμανικές εδαφικές διαφορές οριστικά επιλυθείσες με τη
λήξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και τη γαλλογερμανική συμφιλίωση στο πλαίσιο της Κοινοτικής
Ευρώπης.
[vi] Εμβληματική εν προκειμένω υπήρξε η
ομιλία του κ. Μακρόν στη Σορβόννη την 26η Σεπτεμβρίου 2017. Βλ.
http://international.blogs.ouest-france.fr/archive/2017/09/29/macron-sorbonne-verbatim-europe-18583.html˙
για μια έγκυρη ανάλυση της
ομιλίας, Fabrice Pothier, Macron’s
European vision, International Institute of Strategic Studies, October
2017.
[viii]
Βλ. Trump, Macron agree on
European defence SBS News, 10-11-2018. Βλ. Επίσης: Armée européenne : Macron joue
l’apaisement avec Trump en parlant d’une « confusion », Le Monde,
15-11-2018. Οι διαφωνίες
μεταξύ της Ουάσιγκτον και των Ευρωπαίων συμμάχων της εκδηλώθηκαν και επ’
ευκαιρία της 55ης Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου. Βλ. μεταξύ πολλών άλλων, Rift
Between Trump and Europe Is Now Open and Angry, New York Times, 17-2-2019.
[ix] Βλ. Γ. Ε. Σέκερης, Δοκιμασία, αναγκαιότητα και προοπτικές των
διατλαντικών δεσμών, Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 124 Απριλίου – Ιουνίου 2018.
[x]
Βλ. μεταξύ άλλων: Eric Maurice, Macron revives multi-speed Europe idea, https://euobserver.com/institutional/138832,
30-8-2017. Angela Merkel and Emmanuel
Macron embody a two-speed EU, Deutsche Welle, 24-2-2018˙ https://www.dw.com/en/opinion-angela-merkel-and-emmanuel-macron-embody-a-two-speed-eu/a-43461780˙
Merkel joins Macron in calling for EU
army to complement NATO, Politico, 13-11-2018˙ New
German CDU leader calls for creation of European army, Financial Times,
5-2-2019˙ και Nicholas
Dungan, The New Treaty of Aachen: More
Than Just a Symbol? Atlantic Council, 23-1-2019.
[xi]
Βλ.Wie Merkel im Lichte des Brexits um Spanien wirbt. Deutschland saehe Spanien
gerne als Teil des “harten Kerns” einer verkleinerten EU. [Πως η Μέρκελ υπό το φως του Μπρέξιτ προσπαθεί να προσελκύσει την Ισπανία. Η Γερμανία θα έβλεπε ευχαρίστως την
Ισπανία ως μέρος του «σκληρού πυρήνα» μιας σμικρυνθείσας ΕΕ], Frankfurter Allgemeine Zeitung, 8-1-2019.
[xiii] Στην αρνητική αυτή μεταστροφή του
ιταλικού κοινού καθοριστικό ίσως ρόλο διαδραμάτισε ο αναποτελεσματικός από
κοινοτικής πλευράς χειρισμός της μεταναστευτικής κρίσης, με συνέπεια να πληγούν
κυρίως οι χώρες πρώτης εισόδου: Ιταλία, αλλά και Ελλάδα.
[xiv] Σχολιάζοντας φιλοπαιγμόνως τη στρατιωτική αυτή ένδεια της ΕΕ, ο πρώην
υπουργός εξωτερικών της Γερμανίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ επισημαίνει: «Σε έναν
κόσμο γεωπολιτικών σαρκοβόρων, εμείς οι Ευρωπαίοι είμαστε οι τελευταίοι
φυτοφάγοι. Χωρίς δε το Ηνωμένο Βασίλειο θα γίνουμε vegans, και ενδεχομένως λεία.» Βλ.
Sigmar Gabriel, Franco-German Friendship
Is Not Enough, Project Syndicate, 25-1-2019. Ενώ
ειδικότερα για τους γερμανικούς προβληματισμούς και αδυναμίες στον τομέα της
«σκληρής ισχύος», βλ. Charles Grant, What
is wrong with German foreign policy, Centre for European Reform, 6-5-2014, και German army struggles to attract much-needed
recruits Number of new soldiers fell last year to an all-time low of 20,000,
Financial Times, 29-1-2019.
[xv] Το παρόν άρθρο δεν υπεισέρχεται στην
ελληνική πτυχή του κοινοτικού εγχειρήματος. Ο συντάκτης του, πάντως, είναι
πεπεισμένος ότι το καλώς νοούμενο εθνικό μας συμφέρον επιβάλλει την κατά το
δυνατόν πληρέστερη παρουσία της χώρας μας στον σκληρό πυρήνα των ευρωενωσιακών
διεργασιών.
No comments:
Post a Comment