Οι ελπιδοφόρες πρωτοβουλίες της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του «γαλλο-γερμανικού άξονα» για μια στενότερη
αμυντική συνεργασία στους κόλπους της ΕΕ
δεν πρέπει να συσκοτίσουν το γεγονός ότι η συγκρότηση και διάθεση του στρατιωτικού
δυναμικού των κρατών μελών παραμένει εθνική ευθύνη και αρμοδιότητα.
Ενδεικτική εν προκειμένω η
πρόσφατη εμπλοκή με τα ναυπηγεία Σεν Ναζαίρ – τα μόνα γαλλικά ικανά να
ναυπηγήσουν μεγάλες ναυτικές μονάδες, συμπεριλαμβανομένων και αεροπλανοφόρων. Με
τη γαλλική κυβέρνηση, επικαλούμενη ευθέως «στρατηγικά συμφέροντα», να τα
εθνικοποιεί προκειμένου να αποτρέψει την υπαγωγή τους υπό τον έλεγχο ιταλικής
εταιρείας. Και με τους Ιταλούς αρμόδιους υπουργούς να διαμαρτύρονται με κοινή
δήλωση για τον «εθνικισμό και προστατευτισμό» των Γάλλων εταίρων τους.
Σημειωτέον δε ότι ο σημερινός
Γάλλος πρόεδρος συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον ευρωπαϊστών κοινοτικών ηγετών. Όπως
όμως όλα δείχνουν και μεταξύ των πλέον ρεαλιστών, ιδίως στο μέτρο που εμπράκτως
αναγνωρίζει τα όρια της ευρωενωσιακής συσσωμάτωσης στον κρίσιμο χώρο της
εθνικής άμυνας. Κατά τούτο δε συνεχίζει την παράδοση των, ανεξαρτήτως ιδεολογικής
και κομματικής απόχρωσης, προκατόχων του. Ουδείς εκ των οποίων διανοήθηκε, επί παραδείγματι,
να απεθνικοποιήσει τον γαλλικό στρατό στη χοάνη ενός ευρωπαϊκού. Ή να θέσει το εμβληματικό
γαλλικό πυρηνικό αποτρεπτικό υπό κοινό ευρωενωσιακό έλεγχο και διαχείριση.
Κατά τα λοιπά, η παραδοσιακή
αντίληψη των Ευρωπαίων για την άμυνα έχει υποστεί ριζική μετάλλαξη. Όλα
δείχνουν ότι οι μεταξύ κρατών του ευρωπαϊκού πυρήνα στρατιωτικές συγκρούσεις
λόγω εδαφικών διεκδικήσεων ή εθνικού γοήτρου ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Μάλιστα,
ορισμένα από τα κράτη αυτά – επί παραδείγματι, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ισπανία,
ή το Βέλγιο – είναι εκτεθειμένα στον αντίστροφο κίνδυνο: στην μερική αποδόμηση
της επικράτειάς τους συνεπεία της εκδήλωσης αποσχιστικών τάσεων στους ίδιους
τους κόλπους των.
Ενώ οι εξωτερικές απειλές κατά
της κοινοτικής Ευρώπης εστιάζονται σε δύο εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους
χώρους: αφ’ ενός, στους ανερχόμενους, ή
επανερχόμενους, στο διεθνές προσκήνιο γίγαντες της Ευρασίας – σε σύγκριση με
τους οποίους δημογραφικά και στρατιωτικά και εν πολλοίς και οικονομικά και τα
μεγαλύτερα κράτη μέλη της ΕΕ δεν είναι πλέον παρά το πολύ μέσου μεγέθους
δυνάμεις· και, αφ’ ετέρου, στις ασύμμετρες δραστηριότητες των φορέων του
τρομοκρατικού Ισλάμ, οι οποίες πλήττουν, εκτός μεν ευρωπαϊκής ηπείρου,
γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα των ευρωπαϊκών χωρών, στο εσωτερικό δε
των τελευταίων αυτών την ασφάλεια των πολιτών τους.
Με την αντιμετώπιση της διττής
αυτής, στρατηγικής και τρομοκρατικής, απειλής να καθιστά, εν πρώτοις, αναγκαία
τη συνέχιση της στενής, πολυμερούς και διμερούς, συνεργασίας των Ευρωπαίων με την αμερικανική
υπερδύναμη - εξ αντικειμένου απαραίτητο στήριγμα της ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας
άσχετα με τα πρόσωπα που εκάστοτε κυβερνούν στην Ουάσιγκτον.
Κατά δεύτερο δε λόγο, οι
Ευρωπαίοι εταίροι χρειάζονται ένοπλες δυνάμεις ικανές να προβάλουν ισχύν εκτός,
και συχνά μακράν, των εθνικών τους συνόρων, και κατά κανόνα υπό γεωπολιτικά και
ψυχολογικά πολύπλοκες συνθήκες – και άρα εξοπλισμένες με πολεμικό υλικό
τεχνολογίας αιχμής, και, τουλάχιστον εξ ίσου σημαντικό αν όχι σημαντικότερο, στελεχωμένες
με υψηλού επαγγελματισμού προσωπικό. Και δεν στερείται ενδιαφέροντος εν
προκειμένω το ότι ήδη τις παραμονές του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου ο στρατηγός
ντε Γκωλ, καθηγητής τότε στη γαλλική στρατιωτική ακαδημία, προαισθανόμενος την
επανάσταση στην τέχνη του πολέμου, δημοσίευσε πρωτοπόρο και εν πολλοίς
προφητικό για την έκβαση της επικείμενης γερμανικής εισβολής πόνημα με τον
χαρακτηριστικό τίτλο «Για έναν επαγγελματικό στρατό» (Vers l'armée de métier). (Το οποίο
αγνοήθηκε πανηγυρικά από μια πεφυσιωμένη στρατιωτική ιεραρχία και μια
διαβρωμένη από σοσιαλίζουσες αερολογίες κοινή γνώμη.)
Οι ως άνω επισημάνσεις αφορούν φυσικά
στις ανεπτυγμένες χώρες του ευρωπαϊκού κορμού. Στις παρυφές της ευρωπαϊκής
ηπείρου οι κρατούσες συνθήκες συχνά παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες που θέτουν το
όλο θέμα της άμυνας και ασφάλειας υπό ιδιάζον φως. Με τη χώρα μας, ειδικότερα, η
οποία εκ των πραγμάτων μετέχει συγχρόνως, τόσο στον πυρήνα, όσο και στην
περιφέρεια του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, να καλείται να διαχειρισθεί μια
προβληματική γειτονιά με ψυχραιμία και ρεαλισμό - και χωρίς να ενδώσει στον
διάχυτο επί των συνόρων της, αλλά δυστυχώς και σε όχι ευκαταφρόνητη μερίδα του πολιτικού της
προσωπικού, αυτοκαταστροφικό γεωπολιτικό επαρχιωτισμό. Πρόκειται βέβαια για μείζον
ζήτημα που απαιτεί αυτοτελή, ενδελεχή εξέταση.