Το έντονο παγκόσμιο ενδιαφέρον
για την έκβαση της αμερικανικής προεδρικής εκλογής, και, μετά την 8η
Νοεμβρίου, για τις κατευθυντήριες εξωτερικές επιλογές του νέου ενοίκου του
Λευκού Οίκου επιβεβαιώνει θεαματικά τον συνεχιζόμενο πρωταγωνιστικό, και εν
πολλοίς καθοριστικό, διεθνή ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών – της πάντοτε κατά πολύ
ισχυρότερης δύναμης ως προς όλους τους μείζονες συντελεστές ισχύος. Με το διεθνές,
όμως, περιβάλλον να εμφανίζεται πλέον ιδιαίτερα ρευστό, σε σύγκριση, όχι μόνο με
την – εφιαλτική, κατά τα λοιπά - ισορροπία τρόμου του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και
με την εν συνεχεία εικοσαετή μεταψυχροπολεμική «αμερικανική μονοπολική
περίοδο».[i]
Και τούτο, πρωτίστως, λόγω της ισχυροποίησης,
του αναβαθμισμένου ρόλου, και των διευρυμένων φιλοδοξιών των μεγάλων
περιφερειακών δυνάμεων. Εκ των οποίων, Ρωσία και Κίνα θέτουν υπό έμπρακτη
αμφισβήτηση την Pax Americana· ενώ από την
άλλη η Ιαπωνία παραμένει προσηλωμένη στη συμμαχία της με την Ουάσιγκτον· και η Ινδία
μετεξελίσσεται συν τω χρόνω σε άτυπο σύμμαχο των Αμερικανών.
Η γεωπολιτική δε αυτή ρευστότητα
και οι συναφείς αβεβαιότητες επιτείνονται από την υπαρξιακή κρίση της Ευρωπαϊκής
Ένωσης· και ιδιαίτερα από την αδυναμία των κρατών μελών της να χαράξουν κοινή
εξωτερική και αμυντική πολιτική - και συνακόλουθα να επωμισθούν στους κόλπους του
ευρωατλαντικού κόσμου τα καίρια στρατιωτικά και διπλωματικά βάρη που τους
αναλογούν.
Ενώ, στο μεταλλασσόμενο αυτό γεωπολιτικό
τοπίο, οι κρίσεις στην περιφέρεια του διεθνούς
συστήματος οξύνονται και διευρύνονται ως εκ της εμπλοκής ισχυρών εκτός
περιοχής παικτών εμφορούμενων από συχνά αντιθετικές επιδιώξεις.
Αναπόφευκτα, επομένως, κλιμακούμενες
βλέψεις μεγάλων περιφερειακών δυνάμεων, ενδοσυμμαχικές δυσλειτουργίες, και τοξικές
περιφερειακές κρίσεις θα θέσουν τον νέο Αμερικανό πρόεδρο, άμα τη αναλήψει των
καθηκόντων του, προ πιεστικών προκλήσεων και κρίσιμων διλημμάτων, απτομένων,
τόσο των κατά περίπτωση επί μέρους αμερικανικών συμφερόντων, όσο και των
σχέσεων της Ουάσιγκτον με τις λοιπές μεγάλες πρωτεύουσες και των συναφών
παγκόσμιων ισορροπιών.
Σε αντίθεση δε με την αντίπαλό
του για την προεδρία κυρία Κλίντον, ο κ. Τραμπ δεν έχει δώσει μέχρι στιγμής δείγματα
γεωπολιτικής και διπλωματικής γραφής, πέραν μερικών, συχνά ασαφών και ενίοτε,
φαινομενικώς τουλάχιστον, αντιφατικών, δηλώσεών του διαρκούσης της προεκλογικής
εκστρατείας· οι οποίες, μολονότι παρέχουν ενδιαφέρουσες ενδείξεις για τη
νοοτροπία του, μακράν απέχουν του να επιτρέπουν ασφαλείς προβλέψεις για τις μελλοντικές
επιλογές του σε σχέση με τα μείζονα προβλήματα της εξωτερικής και αμυντικής
πολιτικής της χώρας του.[ii]
Ωστόσο, τη διεθνή προσοχή συγκρατούν όλως ιδιαίτερα ορισμένες προεκλογικές τοποθετήσεις
του, οι οποίες, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, αποκλίνουν από πάγιες, κατά τις
τελευταίες δεκαετίες, αμερικανικές διεθνοπολιτικές θέσεις και πρακτική· και πιο
συγκεκριμένα: [iii]
· Η εκ
μέρους του κ. Τραμπ ανταποδοτική, και κατά μία ερμηνεία στενά οικονομίστικη, προσέγγιση
και αξιολόγηση των αμερικανικών συμμαχιών.
· Η αντίθεσή
του στις προσπάθειες μετατροπής σε Δυτικού τύπου δημοκρατίες “χωρών χωρίς
εμπειρία και ενδιαφέρον» προς τούτο· και συνακόλουθα σε «καθεστωτικές αλλαγές»
και «εθνο-οικοδομήσεις».
· Η εκπεφρασμένη
πρόθεσή του να προσφεύγει σε στρατιωτικές επεμβάσεις μόνον εάν διακυβεύονται σημαντικά
αμερικανικά εθνικά συμφέροντα και εφόσον υπάρχει «σχέδιο νίκης»· και, από την
άλλη, να ενισχύσει τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, προκειμένου να
διασφαλισθεί η «αδιαμφισβήτητη στρατιωτική κυριαρχία» των Ηνωμένων Πολιτειών.
· Και ο
εμπορικός του προστατευτισμός.
Ενώ το διεθνές
ενδιαφέρον συγκρατεί γενικότερα η εικαζόμενη τάση του κ. Τραμπ προς συρρίκνωση
των παγκόσμιων ευθυνών των Ηνωμένων Πολιτειών και προς ένα είδος
«νεοαπομονωτισμού». Με το ενδεχόμενο αυτό, φυσικώ τω λόγω, να προβληματίζει
σφόδρα τους συμμάχους της Ουάσιγκτον στην Ευρώπη και στην Ασία· και να δημιουργεί,
όπως φαίνεται, ελπίδες στους αμφισβητίες της αμερικανικής πλανηταρχίας, Ρώσους
και Κινέζους κατά κύριο λόγο. Ωστόσο, τόσο οι προβληματισμοί, όσο και οι
ελπίδες αυτές πρέπει να κριθούν μάλλον υπερβολικά, και πάντως πρόωρα, δοθέντος
ότι τα διαθέσιμα κατά τη σύνταξη του παρόντος άρθρου στοιχεία για τις πραγματικές
απόψεις και προθέσεις του κ. Τραμπ δεν εξαρκούν για τη συναγωγή ασφαλών εν
προκειμένω συμπερασμάτων.
Τόσω μάλλον καθόσον
ο εκλεγμένος πλέον πρόεδρος δείχνει να τηρεί αποστάσεις από αρκετές, και δη
μείζονος σημασίας, προγενέστερες δημόσιες θέσεις του.[iv]
Αναγνωρίζοντας, ενδεχομένως, ότι - όπως καταδεικνύουν αξιόπιστες δημοσκοπήσεις
- παρά τις νεοαπομονωτικές τάσεις ενός σημαντικού μέρους των ψηφοφόρων του, η
μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών, συμπεριλαμβανομένων και των περισσότερων
οπαδών του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, ευνοούν ένα ενεργό διεθνή ρόλο της χώρας
τους και τάσσονται υπέρ του ΝΑΤΟ και των αμερικανικών συμμαχιών γενικότερα. [v]
Ενώ, κατά τα λοιπά, ο εκάστοτε Αμερικανός πρόεδρος υπόκειται σε καθοριστικής
συχνά σημασίας θεσμικούς και γραφειοκρατικούς περιορισμούς και επιρροές.
***
Εάν όμως οι
προβλέψεις για τις διεθνοπολιτικές αποφάσεις του προέδρου Τραμπ είναι
παρακινδυνευμένες, οι προκλήσεις και τα διλήμματα που θα κληθεί να
αντιμετωπίσει στον διεθνή χώρο είναι προφανή.
Εν πρώτοις, το σύστημα των αμερικανικών συμμαχιών
ανά την υφήλιο - και ειδικότερα η Ατλαντική Συμμαχία και οι συμμαχικοί δεσμοί της
Ουάσιγκτον με Ιαπωνία και Νότια Κορέα - συμβάλλοντας καθοριστικά στη
γεωπολιτική σταθερότητα, εξυπηρετεί κατά πρώτιστο λόγο ζωτικά συμφέροντα ασφαλείας
των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών· και συνεπώς υπερακοντίζει κατά πολύ σε αξία
το υψηλό δημοσιονομικό του τίμημα. Ενώ σοβαρός κλονισμός του θα άνοιγε τον
δρόμο για γεωπολιτικές ανατροπές παραπέμπουσες συνειρμικά στις καταστροφικές
συνέπειες του αμερικανικού απομονωτισμού μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο πρόεδρος Τραμπ
θα αναγκασθεί επομένως να επιλέξει μεταξύ του απευκταίου αυτού και ενός –
προσχηματικού, κατά πάσαν πιθανότητα – οικονομικού διακανονισμού με τους «ασυνεπείς»
ή «δύστροπους» συμμάχους, προκειμένου να διατηρηθούν ανέπαφοι οι αμυντικοί
δεσμοί. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι μόλις λίγες ημέρες μετά την εκλογή του, έσπευσε
να παράσχει καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις, τόσο για την προσήλωσή του στο ΝΑΤΟ,
όσο και για τη διατήρηση των συμμαχιών της χώρας του στον Ειρηνικό. [vi]
Από την άλλη,
όμως, ευχής έργο θα ήταν, οι Ευρωπαίοι να θέσουν τέρμα στην ομφαλοσκόπηση και
τον εφησυχασμό τους, και αντί να δίδουν αφ’ υψηλού μαθήματα ηθικής ορθότητας
και πολιτικής σοφίας στον νέο Αμερικανό πρόεδρο, να βάλουν τάξη στα του οίκου
τους και να επωμισθούν τα βάρη της κοινής άμυνας που τους αναλογούν. [vii]
Πολύ πιο αβέβαιες
από τις σχέσεις της Ουάσιγκτον με τους Ευρωπαίους εμφανίζονται οι ρωσοαμερικανικές. Με τα
διαδραματιζόμενα στην Ανατολική Ευρώπη περί το Ουκρανικό και στη Μέση Ανατολή περί
το Συριακό να τις έχουν οξύνει σε σημείο του να εξομοιώνονται από ορισμένους παρατηρητές
με τον πάλαι ποτέ «ψυχρό πόλεμο». Με μεγάλη δόση υπερβολής, ωστόσο, καθώς, σε
αντίθεση με τις δυνατότητές της επί σοβιετικής εποχής, η Μόσχα δεν διαθέτει,
ούτε τη σκληρή, ούτε την ήπια ισχύ, που προϋποθέτει η διεξαγωγή του. Πιθανότερο
δε είναι, ο πρόεδρος Πούτιν, πιεζόμενος και από την επιδεινούμενη κατάσταση της
ρωσικής οικονομίας, να αναζητεί τρόπο αποκλιμάκωσης της αντιπαράθεσης με την
αμερικανική υπερδύναμη· χωρίς όμως θυσία ζωτικών ρωσικών συμφερόντων –
ειδικότερα των κεκτημένων στον ουκρανικό χώρο - ή γοήτρου – με την εγκατάλειψη,
επί παραδείγματι, του Σύρου προέδρου Ασάντ στην τύχη του.
Δεν αποκλείεται,
επομένως, ορισμένες δηλώσεις του κ. Τραμπ περί Κριμαίας και Συρίας να έχουν ενθαρρύνει
σχετικές προσδοκίες στη ρωσική πλευρά· ή ακόμη και να προοιωνίζονται μια νέα
«επανεκκίνηση» των σχέσεων της Ουάσιγκτον με την Μόσχα.[viii] Επί του παρόντος, όμως, μια τέτοια
ανάγνωση των εκατέρωθεν προθέσεων θα ήταν μάλλον παράτολμη· καθώς μάλιστα ο
Ρώσος πρόεδρος, ως προϋπόθεση για την εξομάλυνση των ρωσοαμερικανικών σχέσεων,
έχει θέσει - έστω και για διαπραγματευτικούς λόγους – όρους εν μέρει απαράδεκτους
για οποιαδήποτε αμερικανική κυβέρνηση.[ix]
Ανάλογες δε αβεβαιότητες
περιβάλλουν την πολιτική της μελλοντικής κυβέρνησης Τραμπ στην Ανατολική Ασία και τον Ειρηνικό. Όπου η
ανερχόμενη Κίνα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους των
ΗΠΑ, και συγχρόνως τον μείζονα εν δυνάμει στρατηγικό τους αντίπαλο· και ως εκ
τούτου, το κύριο μετεκλογικό ζητούμενο είναι το κατά πόσον ο νέος Αμερικανός
πρόεδρος θα συνεχίσει την κεντρική γραμμή της κινεζικής πολιτικής των
προκατόχων του Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών – ήτοι τη σύζευξη της ειρηνικής ένταξης
του Πεκίνου στο μεταψυχροπολεμικό, παγκοσμιοποιημένο οικονομικό και πολιτικό
σύστημα, και της αξιοποίησης του κινεζικού διπλωματικού παράγοντα, μεταξύ άλλων
για την αντιμετώπιση του Βορειοκορεατικού, με την έγερση πολιτικοστρατιωτικών
αναχωμάτων έναντι των κινεζικών ηγεμονικών βλέψεων στην ευρύτερη περιοχή. Δεδομένης
δε της – μη ανακληθείσης μέχρι τώρα - προεκλογικής
δέσμευσης του κ. Τραμπ να επιβάλει απαγορευτικούς σχεδόν δασμούς στα εισαγόμενα
κινεζικά προϊόντα, αλλά και της ασάφειας των προθέσεών του ως προς τη στήριξη
των αμερικανικών συμμαχιών στην περιοχή[x]
και την επικύρωση της συναφούς Συμφωνίας Ελευθέρου Εμπορίου Ειρηνικού (ΤΡΡ)
- υπέρ της απόρριψης της οποίας είχε προεκλογικώς
κατηγορηματικά ταχθεί - η όποια απάντηση, αυτή τη στιγμή, στο κρίσιμο αυτό ερώτημα
θα ήταν αμφίβολης τουλάχιστον εγκυρότητας. [xi]
Αντικείμενο,
τέλος, ανήσυχων ερωτηματικών αποτελεί και η μεσανατολική πολιτική της προεδρίας Τραμπ. Με τον εκλεγμένο μεν πρόεδρο
να έχει προβάλει ως κεντρική του επιδίωξη την καταπολέμηση του τρομοκρατικού
ισλαμισμού – και να δείχνει, ως εκ τούτου, διατεθειμένος να συμπράξει
στρατιωτικώς με τη Μόσχα, ανεχόμενος και την παραμονή του προέδρου Ασάντ στην
εξουσία· πλην όμως, με την πολυπλοκότητα του επιτόπιου γεωπολιτικού τοπίου να
καθιστά μία τόσο μονοσήμαντη αμερικανική προσέγγιση τουλάχιστον ανεπαρκή. Διότι
ενώ, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το Ισλαμικό Κράτος συντόμως θα εκδιωχθεί
από την εδαφική του βάση, [xii]
και συνεπώς και η επικινδυνότητά του για τη Δύση θα μειωθεί δραστικά, η εμπλοκή
στη μεσανατολική εξίσωση, με ατζέντες συχνά αποκλίνουσες ή και ευθέως
αντιθετικές, και ως επί το πολύ άσχετες με τα συμφέροντα και τις επιθυμίες των
τοπικών πληθυσμών, πέραν από την
Κοινοτική Ευρώπη και τη Ρωσία, των Σουνιτικών δυνάμεων του Περσικού, του Σιιτικού
Ιράν,[xiii]
του Κουρδικού στοιχείου, της οθωμανίζουσας Τουρκίας [xiv]
και του Ισραήλ – και όχι μόνον – καθιστά αναγκαία μια ευρύτερη θεώρηση των
μεσανατολικών πραγμάτων από την Ουάσιγκτον· και συνακόλουθα την άσκηση από την
αμερικανική ηγεσία μιας πολιτικής λεπτών γεωπολιτικών ισορροπιών. [xv]
***
Συμπερασματικώς:
Ο κ. Τραμπ υπερψηφίσθηκε
κατά κυριότατο λόγο με κριτήριο την κριτική και τις εξαγγελίες του ως προς την
εσωτερική πολιτική της χώρας του. Οι όποιες προβλέψεις, αυτή τη στιγμή, για τις
διεθνοπολιτικές του επιλογές στηρίζονται ως επί το πολύ σε απλές εικασίες. Κατά
τα λοιπά δε, ο χαρακτηρισμός του ως «πραγματιστή» από τον ευφυή και μετριοπαθή προκάτοχό
του ασφαλώς δεν είναι, ούτε τυχαίος, ούτε απλό σχήμα αβρόφρονος λόγου. [xvi]
Και συνεπώς δεν θα πρέπει να εκπλαγεί κανείς, εάν, παρά την ανορθόδοξη και
ενίοτε σκανδαλίζουσα συμπεριφορά του, ο θεληματικός και πανούργος αυτός
επιχειρηματίας, με το ισχυρό επικοινωνιακό ένστικτο και την ικανότητα
διαχείρισης και αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού - και μάλιστα εν πολλοίς προσωπικοτήτων
εμπειρότερων και υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου από τον ίδιο -, προσαρμοσθεί
επιτυχώς στα νέα υψηλά του καθήκοντα· διαψεύδοντας στην πράξη τους εν Ευρώπη
και αλλαχού καταστροφολόγους. Οψόμεθα.
[i] Βλ. John Sawers, We are returning to a world of great-power
rivalry. The US unipolar era lasted less than 25 years, Financial Times,
19-10-22016.
[ii]
Max Fisher, Uncertainty Over Donald
Trump’s Foreign Policy Risks Global Instability, New York Times, 9-11-2016.
[iii] Για τις συναφείς προεκλογικές
τοποθετήσεις του κ. Τραμπ, βλ. Transcript: Donald Trump’s Foreign Policy
Speech, New York Times, 27-4-2016.
[v] Βλ. κύριο άρθρο της New York Times της 7
ης Νοεμβρίου 2016 υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο Not So Divided After All on Foreign Policy. Το οποίο επικαλείται
στοιχεία του έγκυρου Συμβουλίου Παγκόσμιων Υποθέσεων του Σικάγου, και
αναπαράγει την εκτίμηση του προέδρου του Ivo Daalder, ότι οι ΗΠΑ είναι «ένα πράγματι ενωμένο έθνος προκειμένου για
τους κύριους τρόπους σκέψης περί την εξωτερική πολιτική, τους λόγους εμπλοκής
των Ηνωμένων Πολιτειών, και τους τρόπους εμπλοκής».
[vi] Κατά τη σύνταξη του παρόντος ο εκλεγμένος
πρόεδρος κινείται ήδη για να καθησυχάσει, τόσο τους Ευρωπαίους, όσο και τους
Ασιάτες συμμάχους. Ως προς τους πρώτους, βλ. Demetri Sevastopoulo, Obama to reassure Nato leaders on Trump commitment, Financial Times, 15-11-2016, όπου
αναφέρεται ότι, μετά τη συνομιλία του με τον κ. Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ο
πρόεδρος Ομπάμα ανέλαβε να μεταφέρει, κατά τις αποχαιρετιστήριες επαφές του, σχετικές
διαβεβαιώσεις του τελευταίου στους Ευρωπαίους ηγέτες. Ενώ σε σχέση με τους συμμάχους
του Ειρηνικού, βλ. U.S.
Allies in Asia Work to Keep Security Pacts After Trump Win, Wall Street Journal, 10-11-2016, όπου αναπαράγονται δηλώσεις του
Ιάπωνα πρωθυπουργού και του γραφείου της Προέδρου της Νότιας Κορέας από τις
οποίες προκύπτει ότι «ο εκλεγμένος
πρόεδρος επιβεβαίωσε τις αμερικανικές δεσμεύσεις» έναντι της Ιαπωνίας και της
Ν. Κορέας.
[vii] Χαρακτηριστική εν προκειμένω τα ακόλουθα,
μάλλον θρασέα, σχόλια του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον εκλεγμένο Αμερικανό
πρόεδρο: «Θα πρέπει να διδάξουμε στον
εκλεγμένο πρόεδρο τι είναι η Ευρώπη και πως λειτουργεί... Νομίζω ότι θα
σπαταλήσουμε δύο χρόνια έως ότου ο κ. Τραμπ περιοδεύσει ανά τον κόσμο που δεν
γνωρίζει.» Jean-Claude
Juncker: Trump poses a risk to EU-US ties, Aljazeera. 12-11-2016.
[viii] Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας,
ο κ. Τραμπ δεν απέκλεισε την αναγνώριση του ρωσικού ελέγχου επί της Κριμαίας, και
αντιμετώπισε θετικά τη στρατιωτική συνεργασία με τη Μόσχα κατά του Ισλαμικού Στρατού.
Βλ. President-Elect Donald
Trump Faces Foreign-Policy Quandaries, Wall Street Journal, 9-11-2016 και Donald Trump's Crimean Gambit. The
Republican presidential nominee appeared to suggest he’d recognize Russia’s
annexation of the Ukrainian territory in 2014. The Atlantic, 27-7-2016. Επίσης ανάλυση του γνωστού αρθρογράφου Gideon
Rachman, στην Financial
Times της 15ης Νοεμβρίου 2016, υπό το τίτλο Donald Trump, Vladimir Putin and the art of
a deal with Russia. .
[ix] Μεταξύ άλλων, έθεσε ως προϋπόθεση –
ενδεχομένως βέβαια ως αρχική διαπραγματευτική θέση – την επιστροφή των
στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ στις θέσεις που κατείχαν προ της διεύρυνσης της
Συμμαχίας προς Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Βλ. Whoever wins the
American presidential election, Russia comes out ahead, The Economist, 8-11-2016.
[x] Δεν στερείται ενδιαφέροντος εν
προκειμένω, ότι, μετά συνάντησή του με τον κ. Τραμπ λίγες ημέρες μετά την
αμερικανική προεδρική εκλογή – την πρώτη, σημειωτέον, του εκλεγμένου προέδρου
με ξένο πολιτικό ηγέτη - ο Ιάπων
πρωθυπουργός εξέφρασε την “πεποίθησή»
του ότι «ο κ. Τραμπ είναι ηγέτης που
μπορώ να εμπιστευθώ». Βλ. Japan’s
Abe calls Trump ‘a leader I can trust’. US president-elect has ‘heart-to-heart’
at first meeting with foreign leader, Financial Times, 19-11-2016.
[xi] Βλ. ενδιαφέρουσα παρουσίαση των
προβληματισμών και ανησυχιών που προκάλεσαν οι προεκλογικές δηλώσεις του κ.
Τραμπ, τόσο στην Κίνα, όσο και στους δύο σημαντικότερους ίσως συμμάχους των ΗΠΑ
στην Ανατολική Ασία που είναι η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα: Analysts: Trump Presidency Brings Uncertainties for Asia, Voice of America, 9-11-2016.
[xii] Βλ. σχετικές εκτιμήσεις του έμπειρου
αναλυτή Jonathan Spyer: Behind
the lines: Syria’s interlocking conflicts, Jerusalem Post, 11-11-2016.
[xiii] Σε ό,τι αφορά το Ιράν, ο κ. Τραμπ δεν
έχει μέχρι στιγμής μετακινηθεί από την προεκλογική του θέση ότι, ως πρόεδρος,
θα «αποδομήσει» την επί προεδρίας
Ομπάμα συναφθείσα πολυμερή διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της
Τεχεράνης. Βλ. όμως και εκτίμηση του απερχόμενου προέδρου περί του αντιθέτου: Obama says Trump ‘pragmatic,’ not
‘ideological,’ won’t revoke Obamacare, Iran nuclear deal, Washington Post,
15-11-2016.
[xiv] Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ιδίως από ελληνικής
σκοπιάς, παρουσιάζει η στάση που θα τηρήσει ως πρόεδρος ο κ. Τραμπ έναντι της Άγκυρας.
Προεκλογικώς τόνισε τη σημασία του τουρκικού παράγοντα για την καταπολέμηση του
Ισλαμικού Κράτους και αντιτάχθηκε στην άσκηση κριτικής από την Ουάσιγκτον στον
αυταρχισμό του προέδρου Ερντογάν – του
οποίου μάλιστα και εξήρε τους χειρισμούς κατά την αντιμετώπιση της απόπειρας
πραξικοπήματος του περασμένου Ιουλίου. Βλ. Transcript: Donald Trump on NATO, Turkey’s Coup Attempt and the World,
New York Times, 21-7-2016
[xv] Πρέπει να αναγνωρισθεί, ότι, σε
αντίθεση με ορισμένους Ευρωπαίους, αλλά, σε μικρότερο βαθμό, και Αμερικανούς –
μεταξύ των οποίων και η κυρία Κλίντον προσωπικώς - που ενέπλεξαν τη Δύση στη
λιβυκή και εν συνεχεία στη συριακή περιπέτεια, και τώρα εμμένουν στην ανατροπή
του Σύρου προέδρου λόγω δημοκρατικών, υποτίθεται, ευαισθησιών - ωσάν η Σαουδική
Αραβία, η Αίγυπτος, ή και το Ιράκ να είναι υποδείγματα δυτικής δημοκρατίας - ο
κ. Τραμπ δίνει την εντύπωση ότι αναζητεί στη Συρία λύση ρεαλιστική· ήτοι
συνεπαγόμενη την επιβίωση της προεδρίας Ασάντ, πλην όμως στο πλαίσιο μιας χαλαρής
συριακής συνομοσπονδίας υπό διεθνή επιτήρηση.
[xvi] Βλ. Obama Says Donald Trump Will Be Driven by Pragmatism Not Ideology as
President, Wall Street Journal, 15-11-2016.
No comments:
Post a Comment