Sunday, January 19, 2025

ΣΙΝΟΡΩΣΙΚΗ ΣΥΜΠΟΡΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΑ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ

 Προδημοσίευση άρθρου από το τεύχος 150 των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).

Εισαγωγή

Επί δύο τουλάχιστον αιώνες το γεωπολιτικό σχήμα Δύση-Ρωσία-Κίνα έχει υποστεί διαδοχικές μεταλλάξεις. Με Δυτικούς και Ρώσους, σε μια πρώτη φάση, να συμπράττουν ανταγωνιστικά στην καταλήστευση της εκπνέουσας «Ουράνιας Αυτοκρατορίας». Και με τη Δύση εν συνεχεία να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ως αντίβαρο στη σοβιετική απειλή. Ενώ, διαρκούσης της σύντομης, αν και μεστής γεωπολιτικών περιπετειών, αμερικανικής μονοπολικής στιγμής μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ουάσιγκτον, ακολουθούμενη ως επί το πολύ από τους συμμάχους και εταίρους της, αντιμετώπισε, τόσο το Πεκίνο, όσο και τη Μόσχα, χωρίς εμφανή στρατηγικό σχεδιασμό – αν όχι και με ικανή δόση ανέμελης υπεροψίας.  Ωστόσο, η εκθετική άνοδος της κινεζικής ισχύος, η δυναμική επιστροφή της Ρωσίας στο παγκόσμιο γεωπολιτικό γίγνεσθαι, και η διαγραφόμενη προσέγγιση Μόσχας και Πεκίνου εις βάρος των δυτικών συμφερόντων θέτουν ήδη τη Δύση προ του ζωτικής σημασίας διλήμματος, είτε να συνεχίσει και πιθανότατα εκ των πραγμάτων να εντείνει την εκρηκτικά επικίνδυνη, ταυτόχρονη μετωπική αντιπαράθεση με τις δύο αυτές  δυνάμεις, είτε να επιδιώξει με ευέλικτους χειρισμούς τη διάσπαση του υπό συγκρότηση κοινού μετώπου τους. 

Συσχετισμοί σκληρής ισχύος

Τη σημασία δε του διλήμματος αυτού  καθιστά εμφανή ακόμη και μια σύντομη  ματιά στον συσχετισμό «σκληρής δύναμης» – τον και κρισιμότερο –  μεταξύ, αφ’ ενός, των τεσσάρων στρατιωτικά ισχυρότερων δυτικών κρατών – ΗΠΑ, Ηνωμένου Βασιλείου, Γερμανίας και Γαλλίας – και, αφ’ ετέρου, της Κίνας και της Ρωσίας. Διότι, ναι μεν ως προς τη μείζονος πράγματι σημασίας παράμετρο που είναι οι στρατιωτικές δαπάνες οι Δυτικοί υπερέχουν κατά πολύ του εν δυνάμει σινο-ρωσικού «άξονος» – αφ’ εαυτού ο αμερικανικός αμυντικός προϋπολογισμός είναι υπερδιπλάσιος του αθροίσματος των αντίστοιχων κινεζικού και ρωσικού –  το ρωσικό όμως πυρηνικό οπλοστάσιο είναι ως προς το μέγεθος πρώτο στις παγκόσμιες κατατάξεις, οριακά υπερβαίνον και το αμερικανικό.[1] Σημειωτέον δε ότι επί προεδρίας Σι το Πεκίνο υλοποιεί φιλόδοξο πρόγραμμα ενίσχυσης του ήδη σημαντικού δικού του πυρηνικού δυναμικού.

Όλως ιδιαίτερο ωστόσο ενδιαφέρον σε σχέση με τους στρατιωτικούς αυτούς συσχετισμούς παρουσιάζει το ότι, τόσο οι Ρώσοι, όσο και οι Κινέζοι – όπως άλλωστε, από δυτικής πλευράς, εκτός των Αμερικανών και οι Βρετανοί και οι Γάλλοι – διαθέτουν «ικανότητα δευτέρου πυρηνικού πλήγματος» (second strike capability), συνεπαγόμενη «αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή» (mutually assured destruction). Με επακόλουθο μια συμβατική πολεμική αναμέτρηση με τις δύο αυτές δυνάμεις να ενέχει υψηλό κίνδυνο εκτροπής προς πυρηνικό ολοκαύτωμα. Και συνακόλουθα, ο στοιχειώδης στρατηγικός ρεαλισμός να υπαγορεύει στους  Δυτικούς την αποφυγή στο μέτρο του δυνατού μιας πολεμικής κλιμάκωσης με εκάστη εξ αυτών μεμονωμένως και κατά μείζονα λόγο με αμφότερες ταυτοχρόνως. Κατά πάσαν δε βεβαιότητα, οι ηγεσίες της Ρωσίας και της Κίνας, ασχέτως ευκαιριακών δημόσιων δηλώσεων, τρέφουν αντίστοιχους προβληματισμούς σε σχέση με τις δυτικές πυρηνικές δυνάμεις. [2]

Οι κινεζικές στοχεύσεις

Σε  ό,τι αφορά ειδικότερα στις σχέσεις της Δύσης με το Πεκίνο: Κατά την πιο πρόσφατη αμερικανική «Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας»,  η Κίνα αποτελεί «τον μόνο ανταγωνιστή που έχει, τόσο την πρόθεση να αναδιατάξει τη διεθνή τάξη, όσο, όλο και περισσότερο,  και …τη δύναμη να το κάνει». [3] Και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 2023, την αποκάλεσε μεν «εταίρο»,  χαρακτηρίζοντάς την όμως συγχρόνως «ανταγωνιστή και συστημικό αντίπαλο».[4] Πέραν δε των φραστικών ισορροπιών των επισήμων κειμένων, κατά γενική αναγνώριση η συνεχώς διευρυνόμενη παρουσία του κινεζικού γίγαντα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι προσλαμβάνει πλέον ιστορικές διαστάσεις. Τηρουμένων των αναλογιών, δεν θα ήταν ίσως αδόκιμος ο παραλληλισμός με τη σταδιακή παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών στα διεθνή πράγματα από τις αρχές του εικοστού αιώνα. Προς αντιμετώπιση δε των κινδύνων για τα αμερικανικά συμφέροντα που συνεπάγεται η δυναμική αυτή ανάδυση του κινεζικού παράγοντος, η Ουάσιγκτον επί προεδρίας Ομπάμα προέβη  σε μια μείζονα αναθεώρηση της πολιτικής της έναντι του Πεκίνου με άξονα την επικέντρωση των αμερικανικών πολιτικών, οικονομικών, και στρατιωτικών πόρων στην ανάσχεση της κινεζικής επιρροής – πρωτίστως στην περιοχή της  Ασίας- Ειρηνικού, αλλά όχι μόνο. Η διατυμπανισθείσα όμως αυτή «Στροφή προς Ασία»» ουδέποτε ολοκληρώθηκε. Ανεκόπη, εν μέρει μεν από τις δυτικές περιπέτειες στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, κυριότατα όμως από την όξυνση των σχέσεων της Δύσης με τη Ρωσία. Με επακόλουθο τη δυσχέρανση της έναντι της ΛΔΚ επιχειρούμενης από τις διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις στρατηγικής αποτροπής. Δοθέντος μάλιστα ότι, όπως επισημαίνεται εν συνεχεία, πλείονες Ευρωπαίοι υιοθετούν έναντι του Πεκίνου στάση  σαφώς ηπιότερη της αμερικανικής.

Οι καταρρέουσες σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία

Άλλωστε, αυτή  τη στιγμή, η προσοχή, τόσο της Ατλαντικής Συμμαχίας, όσο και της Κοινοτικής Ευρώπης, είναι στραμμένη κατά κύριο λόγο προς τη Ρωσία. Την οποία στο κλίμα που διαμόρφωσε το Ουκρανικό, η «Στρατηγική Αντίληψη του ΝΑΤΟ» [NATO Strategic Concept] του Ιουνίου 2022 αποκαλεί «τη σημαντικότερη και πλέον ευθεία απειλή κατά της ασφάλειας των Συμμάχων και της ειρήνης και σταθερότητας στην Ευρω-Ατλαντική περιοχή»· και η κοινοτική «Στρατηγική πυξίδα για την ασφάλεια και την άμυνα του Μαρτίου 2022, «μακροπρόθεσμη και ευθεία απειλή κατά της ευρωπαϊκής ασφάλειας». Ενώ η νατοϊκή «Διακήρυξη Κορυφής της Ουάσιγκτον» του Ιουλίου 2024 προειδοποιεί ότι «η καθολική [all-domain] απειλή που η Ρωσία συνιστά για το ΝΑΤΟ  θα συνεχισθεί και μακροπρόθεσμα.

Για την κλιμακούμενη δε ένταση μεταξύ Δύσης και Μόσχας η πρώτη δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Η αμερικανική, ειδικότερα, στάση έναντι της μετα-σοβιετικής Ρωσίας ασφαλώς δεν διευκόλυνε τη διαμόρφωση μεταξύ τους σχέσεων εμπιστοσύνης και συνεργασίας. Χωρίς βέβαια η διαπίστωση αυτή να δικαιολογεί το παράπαν  την ανεπιφύλακτα καταδικαστέα ρωσική εισβολή στην Ουκρανία – στην απόκρουση της οποίας ορθότατα η Δύση παρέσχε την αποφασιστική συνδρομή της.

Η  τροπή όμως των στρατιωτικών επιχειρήσεων θέτει τώρα τους Δυτικούς προ οξέος διλήμματος περί του πρακτέου. Ουχί δε αμελητέες φωνές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού έχουν κατ’ ουσίαν ταχθεί κατά του τερματισμού του πολέμου διά της διαπραγματευτικής οδού και υπέρ της συνέχισης και εντατικοποίησης των εχθροπραξιών με στόχο την εξουθένωση της Ρωσίας και τη καθεστωτική αλλαγή.[5] Ο στόχος όμως αυτός, φαινομενικώς τουλάχιστον επιτεύξιμος κάποια στιγμή μετά τις αρχικές ρωσικές στρατιωτικές αποτυχίες, είναι πλέον κατά πάσαν βεβαιότητα ανέφικτος. Οι εμμένοντες δε στην επιδίωξή του αγνοούν, όχι μόνο το ως άνω ήδη επισημανθέν φάσμα της πυρηνικής κλιμάκωσης, αλλά και τους πολυσχιδείς κινδύνους για τη Δύση που εγκυμονεί η παγίωση και περαιτέρω σύσφιγξη των σινο-ρωσικών σχέσεων.

Μια προβληματίζουσα σύμπλευση

Διότι υπό τη δυτική πίεση, η Μόσχα τείνει  όλο και περισσότερο να μετατραπεί, κατά τον χαρακτηρισμό έγκυρης αμερικανικής εφημερίδας, σε «ήσσονα εταίρο» [junior partner]) του Πεκίνου.[6] Θα ήταν δε η εσχάτη πλάνη να υποτιμηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις της σινο-ρωσικής αυτής συμπόρευσης στα δυτικά συμφέροντα. Επιπτώσεις που άλλωστε είναι ήδη ορατές. Με ιδιαίτερα ανησυχητική την απόσπαση από τη δυτική επιρροή του λεγόμενου Παγκόσμιου Νότου – ήτοι της πλειοψηφίας της ανθρωπότητας, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων περιφερειακών δυνάμεων της Ασίας, Μέσης Ανατολής, Αφρικής, και Λατινικής Αμερικής.

Χαρακτηριστική η περίπτωση των BRICS: Ενός διακυβερνητικού οργανισμού επικριτικού της δυτικής τάξης πραγμάτων, στις τάξεις του οποίου, όπου εκπροσωπείται το 45 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού με αυξητική προοπτική, η μεν Ρωσία, σύμφωνα με δύο σοβαρούς αναλυτές έχει ρόλο «οργισμένης θορυβώδους αιχμής του δόρατος», η Κίνα όμως είναι «η πραγματική κινούσα δύναμη».[7] Ενώ ένα ακόμη ανησυχητικό επακόλουθο της σινο-ρωσικής σύμπλευσης είναι η διαμόρφωση, υπό κινεζική κατ’ ουσίαν αιγίδα, ενός αντι-δυτικού γεωπολιτικού σχήματος περιλαμβάνοντος, ομού με την Κίνα και τη Ρωσία, τη Βόρεια Κορέα και το Ιράν.[8] ΄

Επίλυση του Ουκρανικού ασφαλώς δεν σημαίνει παράδοση στις ορέξεις του Κρεμλίνου. Το ζητούμενο είναι ο τερματισμός του πολέμου μέσω ενός ρεαλιστικού, βιώσιμου συμβιβασμού. Κάτι που σύμφωνα με σοβαρούς παρατηρητές θα είχε ήδη επιτευχθεί, εάν, την κατάλληλη στιγμή, η αμερικανική ηγεσία είχε ασκήσει την καθοριστική επιρροή της επί της ουκρανικής – η πολιτική ατζέντα της οποίας δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκην πάντοτε με το ευρύτερο δυτικό συμφέρον. Ωστόσο, ενδέχεται ο πρόεδρος Πούτιν, παρά τις ευνοϊκές για τη ρωσική πλευρά εξελίξεις στο πολεμικό μέτωπο και την περιορισμένη αποτελεσματικότητα των δυτικών κυρώσεων, αλλά συνυπολογίζοντας το υψηλό κόστος  της διαιώνισης του πολέμου για τη χώρα και τον λαό του και ίσως και για το καθεστώς του, να παραμένει ανοικτός σε διαπραγματεύσεις, αν όχι προς την επιθυμητή,  πάντως προς αποδεκτή από δυτικής σκοπιάς κατεύθυνση.[9] Άλλωστε, κατά τα είκοσι τέσσερα χρόνια που, είτε ως πρωθυπουργός, είτε ως πρόεδρος κυβερνά – και παρά τους όποιους τραγικά εσφαλμένους υπολογισμούς και χειρισμούς του, ειδικότερα περί το Ουκρανικό – έχει αποδειχθεί, ως επί το πολύ, «ορθολογικός γεωπολιτικός παίκτης».[10] Και άρα γνωρίζει τους κινδύνους που διατρέχει μια Ρωσία εμπεπλεγμένη συγχρόνως σε οξεία αντιπαράθεση με τη Δύση και σε σχέση εξάρτησης από την Κίνα. Εν πάση όμως περιπτώσει, οι Δυτικοί έχουν κάθε συμφέρον να δοκιμάσουν εμπράκτως τις διαθέσεις και προθέσεις του, καθώς, θεωμένη υπό δυτικό πρίσμα, μια συμφωνία, όχι μόνο θα έθετε τέλος στην πολεμική τραγωδία και θα απομάκρυνε τον συναφή κίνδυνο πυρηνικής κλιμάκωσης, αλλά και ενδεχομένως θα συνέβαλλε στην απεξάρτηση της Μόσχας από τον εναγκαλισμό του Πεκίνου. Εκτός των άλλων, λόγω της υψηλής  πιθανότητας να επακολουθήσει η αναζωπύρωση των διαχρονικών σινο-ρωσικών αντιθέσεων και των συναφών ανησυχιών της ρωσικής κυρίως πλευράς.

Υποβόσκουσες σινο-ρωσικές εντάσεις

Οι οποίες αντιθέσεις και ανησυχίες, παρά τη συγκυριακή προσέγγιση των δύο γιγάντων της Ευρασίας, εξακολουθούν να υφέρπουν. Επί παραδείγματι: Μολονότι προ εικοσαετίας επετεύχθη συμβατική ρύθμιση της μακροχρόνιας σινο-ρωσικής συνοριακής διένεξης, οι Ρώσοι δεν έχουν παύσει να ανησυχούν για ενδεχόμενες κινεζικές βλέψεις εις βάρος της ρωσικής επικράτειας. Πηγή προβληματισμού για τη Μόσχα αποτελεί επίσης η επισκίαση της επιρροής της στην Κεντρική Ασία από την κινεζική «Πρωτοβουλία μιας ζώνης και ενός δρόμου», και στην Αρκτική από την εκεί αύξουσα κινεζική δραστηριοποίηση. Όπως σαφώς ανταγωνιστική σφραγίδα φέρουν και οι δραστηριότητες των δύο εταίρων στην Ανατολική Ασία και τον Ειρηνικό. Ενώ, στον στρατιωτικό τομέα, οι κινεζικοί εξοπλισμοί και ιδίως το φιλόδοξο κινεζικό πυρηνικό πρόγραμμα φυσικό είναι να μην αφήνουν τους Ρώσους αδιάφορους. Και επομένως, σε περίπτωση μερικής έστω εξομάλυνσης των σχέσεων της Ρωσίας με τη Δύση, το πιθανότερο είναι οι υποβόσκουσες αυτές σινο-ρωσικές εντάσεις να διογκωθούν προς όφελος των δυτικών συμφερόντων –  υπό την προϋπόθεση ότι οι Δυτικοί θα προβούν εγκαίρως σε μια επανεξέταση της έναντι της Ρωσίας πολιτικής τους. [11]

Εγκαταλείποντας, κατά πρώτο λόγο, τη χίμαιρα της μετατροπής της Ρωσίας σε ομοίωμα της Δύσης. (Κάποιοι μαθητευόμενοι μάγοι του δυτικού κόσμου δείχνουν να παίζουν εν ου παικτοίς, οδηγώντας εξ αντιδράσεως σε αποτελέσματα εκ διαμέτρου αντίθετα προς τα προσδοκώμενα.) Η στροφή της ρωσικής ηγεσίας, αλλά και κοινωνίας, προς τις αυταρχικές παραδόσεις του ρωσικού κράτους αποτελεί μια εξέλιξη, όχι μόνο βραχυπρόθεσμα αναπόφευκτη ίσως, αλλά και ενδεχομένως μη αναστρέψιμη, στο μέτρο που συμβάλλει στη συνοχή και την εξωτερική ασφάλεια της χώρας· τις οποίες ο υπό δυτική αιγίδα ψευδεπίγραφος εκδημοκρατισμός μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ έθεσε υπό δεινή δοκιμασία. Και συνεπώς ο γεωπολιτικός ρεαλισμός επιβάλλει στους ιθύνοντες του Δυτικού Κόσμου την αναζήτηση ενός modus vivendi με την αυταρχική Ρωσία του Πούτιν και όχι με εκείνη των ονείρων μας. Γενικότερα δε, ΝΑΤΟ και ΕΕ καλούνται να διαχειρισθούν το γεωπολιτικό τρίγωνο Δύση-Ρωσία-Κίνα με ένα συνδυασμό αποφασιστικότητας και ρεαλισμού. Αξιοποιώντας τη δυτική στρατιωτική, οικονομική, και πολιτισμική ισχύ για την επίτευξη αποδεκτών και βιώσιμων ισορροπιών.

Κατά τα λοιπά, οι μεν Κοινοτικοί Ευρωπαίοι φυσικό είναι να επικεντρώσουν την προσοχή και τις προσπάθειές τους στις σχέσεις με τη Μόσχα·  στην καλύτερη – αλλά δυστυχώς όχι και πιθανότερη -  περίπτωση, δίδοντας σάρκα και οστά στην καχεκτική «Κοινή Εξωτερική Πολιτική» τους, έτσι ώστε να ακουσθεί ευκρινέστερα η ευρωπαϊκή φωνή σε θέματα κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Ενώ εκ των πραγμάτων, η διαμόρφωση των σχέσεων της Δύσης με την Κίνα βαρύνει πρωτίστως τους Αμερικανούς. Διότι, ναι μεν μέχρι τούδε οι επίσημες θέσεις της ΕΕ και των ΗΠΑ έναντι του Πεκίνου κατά βάσιν συμπίπτουν, η στρατιωτική όμως παρουσία των Ευρωπαίων στον απωανατολικό χώρο είναι περιορισμένη, το δε ενδιαφέρον τους για την περιοχή, με κύριες εξαιρέσεις τη Βρετανία και τη Γαλλία, ως επί το πολύ στενά οικονομικό. Και συνακόλουθα οι έμπρακτες ευρωπαϊκές επιλογές έχουν συχνά αποκλίνει από τις στοχεύσεις της Ουάσιγκτον. Η οποία ως κορυφαία προτεραιότητα θέτει την αντιμετώπιση των κινεζικών επεκτατικών βλέψεων μέσω στρατιωτικής, οικονομικής, και ιδεολογικής αποτροπής.[12] Διατηρώντας ωστόσο, μέχρι στιγμής, ανοικτούς διπλωματικούς και στρατιωτικούς διαύλους και συνεχίζοντας επιλεκτικά τις σινοαμερικανικές οικονομικές σχέσεις, προκειμένου να αποφευχθεί η αποσταθεροποίηση της διεθνούς γεωπολιτικής και οικονομικής τάξης – και ίσως μια πολεμική σύρραξη απρόβλεπτων διαστάσεων.

Επίμετρο

Το ως άνω κείμενο αντανακλά την παγκόσμια γεωπολιτική πραγματικότητα και την αμερικανική εξωτερική πολιτική κατά την ύστερη φάση της προεδρίας Μπάιντεν. Μένει να φανεί κατά πόσο και πως, αναλαμβάνοντας το πηδάλιο του κράτους, ο εν αναμονή πρόεδρος Τραμπ, πέραν της προεξοφλούμενης  αλλαγής επικοινωνιακού τόνου και διαπραγματευτικής τακτικής, θα διαφοροποιηθεί από τον προκάτοχό του ως προς τους διεθνείς προσανατολισμούς της – πάντοτε κορυφαίας στην παγκόσμια ιεραρχία στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος – Ουάσιγκτον.

Εξυπακούεται, τέλος, αλλά δεν βλάπτει να τονίζεται, ότι η υιοθέτηση από τη Δύση του γεωπολιτικού ρεαλισμού ως γνώμονα στη διαχείριση των σχέσεών της με τις δύο μεγάλες δυνάμεις της Ευρασίας ουδόλως συνεπάγεται την υποβάθμιση των δυτικών κοινωνικοπολιτικών αξιών και θεσμών. Η ειρηνική προβολή των οποίων λειτουργεί, αντιθέτως, ως πολλαπλασιαστής της δυτικής «ηπίας ισχύος». Υπό την  αυστηρή όμως προϋπόθεση ότι δεν επιχειρείται η αποσταθεροποιητική και πάντως καταδικασμένη  εκ των προτέρων επιβολή τους.

 



[1] Οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί ΗΠΑ, Κίνας, Ρωσίας, Ηνωμένου Βασιλείου, Γερμανίας και Γαλλίας για το 2023 ανήλθαν αντιστοίχως σε 916, 296, !09, 74.9, 66.8 και 61.3 δισεκατομμύρια δολάρια. Βλ. https://www.statista.com/statistics/262742/countries-with-the-highest-military-spending/.  Για τα πυρηνικά, https://www.statista.com/chart/8301/the-countries-holding-the-worlds-nuclear-arsenal/,  και Carter Malkasian, America’s Crisis of Deterrence, Foreign Affairs, 20-09-2024.

             

[2] Για μια ευρεία επισκόπηση του πυρηνικού ορίζοντα, βλ. Laurence Norman, Nuclear-War Risks Rise Again, Stoked by Global Conflicts, The Wall Street Journal, 16-10-2024. Για το   ρωσικό πυρηνικό δόγμα, βλ Alexander Gabuev, How Serious a Threat Is Russia’s New Nuclear Doctrine, Carnegie Russia Eurasia Center, 03-10-2024. Για την ενίσχυση του πυρηνικού οπλοστασίου και τη μετεξέλιξη του πυρηνικού δόγματος του Πεκίνου, βλ. How is China Modernizing its Nuclear Forces?, CSIS, China Power, https://chinapower.csis.org/china-nuclear-weapons /  

[5] Χαρακτηριστικό, σε αγγλική μετάφραση, το ακόλουθο άρθρο του Σπίγκελ αμέσως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα Wagner: Regime Change in Russia must not be a Taboo for the West, https://libmod.de/en/wagner-rebellion-sannikova-fuecks/. Βλ. επίσης, σε ανάλογο πνεύμα σε μετέπειτα φάση των εχθροπραξιών, Anders Åslund, A Unified Western Strategy for Ukraine, Project Syndicate, 15-05-2024. Για μια εμπεριστατωμένη παρουσίαση των άκαρπων αρχικών διαπραγματευτικών προσπαθειών,  βλ. Samuel Charap και Sergey Radchenko, The Talks That Could Have Ended the War in Ukraine, Foreign Affairs, 16-04-2024/

[6] Editorial Board, The U.S. should beware of the Beijing-Moscow axis, Washington Post, 25-03-2023.

[7] Βλ. Alexander Gabuev και Oliver Stuenkel, The Battle for the BRICS. Why the Future of the Bloc Will Shape Global Order, Foreign Affairs, 24-09-2024. Επίσης, Daniel Runde, China is Winning the Global South, The National Interest, 21-08-2024.

[8] Βλ. Christopher S. Chivvis και Jack Keating, Cooperation Between China, Iran, North Korea, and Russia: Current and Potential Future Threats to America, Carnegie Endowment for International Peace, 08-10-2024.

[9] Michael Crowley, U.S. Rejects Putin’s Latest Call for Ukraine Negotiations, The New York Times, 09-02-2024. Για τις προθέσεις του προέδρου Πούτιν και τους δυτικούς προβληματισμούς, βλ. Walter Russell Mead, Putin’s Rising Price for Peace in Ukraine, Wall Street Journal, 21-10-2024.

 

[10] Για μια αυστηρή, ρεαλιστική αξιολόγηση των χειρισμών του Ρώσου προέδρου σε σχέση με την Ουκρανία από γνωστό Αμερικανό αναλυτή, με αρκετή όμως δόση δογματισμού και με συμπεράσματα αποκλίνοντα από εκείνα του παρόντος άρθρου, βλ. Robert Kagan, Are Americans ready to give up on Ukraine?  Washington Post, 15-10-2024. Για μια ανασκόπηση των διαπραγματεύσεων επί του Ουκρανικού από τον Ρώσο υπουργό εξωτερικών, βλ. Kiev's violation of agreements means less territory for Ukraine — Lavrov, TASS, 02-11-2024.

[11] Himany Pant, Russia-China Relations and a Changing World Order, Indian Council of World Affairs, Μάιος, 2023. This country is trying to stoke Russia-China differences, The Economic Times, 04-09-2024. Callum Fraser, Russia and China: The True Nature of their Cooperation, RUSI, 07-06-2024. Far East territorial dispute tests PRC-Russia ties, Indo-Pacific Defence Forum, 27-03-2024. Russia Relationship?, China  Power, 10-10-2024, https://chinapower.csis.org/china-russia-relationship-weaknesses-mistrust/ 

[12] Σύμφωνα με τη σινολόγο καθηγήτρια του Πανεπιστημίου John Hopkins, Jessica Chen Weiss, «οι εταίροι και σύμμαχοι των ΗΠΑ θα επικροτούσαν τη στροφή» «προς μια σταθερότερη και παραγωγικότερη σχέση». Βλ. The Case Against the China Consensus, Foreign Affairs, 16-09-2024.