Saturday, September 21, 2024

Η ΔΥΣΚΟΛΗ, ΑΛΛΑ ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΑ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΕΥΡΩΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΥΜΠΡΑΞΗ

 Προδημοσίευση άρθρου από το τεύχος 149 των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).

Εισαγωγή

Οι κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού, σε συνάρτηση με το ραγδαίως μεταλλασσόμενο παγκόσμιο περιβάλλον τείνουν να καταστήσουν το τρέχον έτος σταθμό στη μακρά ιστορική αλληλεπίδραση Ευρωπαίων και Αμερικανών· καθώς όλα δείχνουν ότι διαρκούντος του 2024 θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό η βούληση και ικανότητα των δύο κύριων συνιστωσών του Δυτικού Κόσμου να συνδιαχειρισθούν αποτελεσματικά τα ζωτικής σημασίας κοινά τους στρατηγικά συμφέροντα.

Από το δόγμα Μονρόε στην πλανητική σύμπραξη

Μετά τον πρώιμο αμυντικό και ευρωφοβικό απομονωτισμό της, όπως εμβληματικά αποτυπώθηκε στο Δόγμα Μονρόε, η Ουάσιγκτον παρενέβη επανειλημμένως στα ευρωπαϊκά πράγματα – κυριότατα κατά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και κατά τον Ψυχρό – για να αποτρέψει την ανάδυση στην  Ευρασία μιας υπερδύναμης, και μόνο η ύπαρξη της οποίας θα συνιστούσε από αμερικανικής σκοπιάς θανάσιμη απειλή. Όχι δε μόνο ο στρατηγικός αυτός στόχος επετεύχθη, αλλά και η επακολουθείσασα κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης εγκαινίασε την αποκληθείσα «αμερικανική μονοπολική στιγμή».[1] Η οποία όμως αποδείχθηκε βραχείας διάρκειας. Στον υπό διαμόρφωση δε νέο, «πολυπολικό» κόσμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες, μολονότι παραμένουν στην κορυφή της παγκόσμιας ιεραρχίας ισχύος, δεν «άρχουν» πλέον «του πλανήτη». Με επακόλουθο οι απειλές και προκλήσεις κατά της Δύσης να διογκώνονται – και η στενότερη σύμπραξή Ευρωπαίων και Αμερικανών προς αντιμετώπισή τους να προβάλλει ως μάλλον αυτονόητη ανάγκη. Μένει ωστόσο να φανεί κατά πόσον η λογικώς επιβεβλημένη ευρω-αμερικανική αυτή συμπόρευση θα γίνει πράξη.

Έως σχετικώς πρόσφατα, οι Ευρωπαίοι, συμπεριλαμβανομένων των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – με εξαίρεση τη διφορούμενη στάση του στρατηγού ντε Γκολ έναντι του ΝΑΤΟ, στην οποία όμως μόνο επιφανειακά έδωσαν συνέχεια οι διάδοχοί του – είχαν ασμένως επαφεθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου στην αμερικανική στρατιωτική προστασία.[2] Και οι εκάστοτε αμερικανικές ηγεσίες είχαν εξ ίσου προθύμως ανταποκριθεί στις ευρωπαϊκές αμυντικές ανάγκες. Και μάλιστα, παρά τις μάλλον προσχηματικές εκκλήσεις τους για αύξηση της ευρωπαϊκής αμυντικής συμβολής, δεν απέκρυπταν την αντίθεσή τους στη συγκρότηση μιας στρατιωτικά αυτοδύναμης Ευρώπης.[3]

Ουάσιγκτον και ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων καλούνται ωστόσο τώρα να επανεξετάσουν τις σχέσεις τους υπό το φως των νέων παγκόσμιων συσχετισμών. Ειδικότερα: Η υπό συγκριτικό πρίσμα περιστολή της αμερικανικής ισχύος και επιρροής δυσχεραίνει εκ των πραγμάτων την – πάντοτε αποφασιστικής σημασίας – αμυντική κάλυψη του ευρωπαϊκού χώρου από τις ΗΠΑ. Ενώ φόβοι – κατά πάσαν πιθανότητα υπερβολικοί – εγείρονται τόσο στην Ευρώπη, όσο και στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, για το ενδεχόμενο η αμερικανική εγγύηση της ευρωπαϊκής ασφάλειας να αποδυναμωθεί, εάν κατά τις επικείμενες προεδρικές εκλογές επικρατήσει ο κ. Τραμπ. Οπωσδήποτε δε καθίσταται πλέον επιτακτική η από καιρού προβαλλόμενη από τους «ευρωπαϊστές» ανάγκη, η Κοινοτική Ευρώπη να εμπλουτισθεί με μια αξιόπιστη στρατιωτική διάσταση. Όχι βέβαια ανταγωνιστικά, αλλά συμπληρωματικά προς την Ατλαντική Συμμαχία.

Αφού, άλλωστε, το πιθανότερο είναι ότι στο προβλεπτό μέλλον, έστω και στρατιωτικά αναβαθμισμένη, η ΕΕ θα αδυνατεί να καλύψει με επάρκεια την άμυνά της, ερήμην της Ουάσιγκτον. Η οποία, σημειωτέον, όχι μόνο παρέχει στους Ευρωπαίους συμμάχους της το αναγκαίο στρατιωτικό αμυντικό συμπλήρωμα, αλλά και συχνά στο πολιτικό επίπεδο λειτουργεί ως παράγων υπέρβασης των ενδοευρωπαϊκών διαφωνιών. Ως εκ τούτου δε, το μόλις προ πενταετίας αποκληθέν από εξέχοντα Ευρωπαίο ηγέτη «εγκεφαλικά νεκρό» ΝΑΤΟ εξακολουθεί να διαδραματίζει – ή ακριβέστερα ίσως, διαδραματίζει εκ νέου – ρόλο κρίσιμο στον συντονισμό των δυτικών αντιδράσεων και χειρισμών έναντι των κλιμακούμενων και διαφοροποιούμενων απειλών και προκλήσεων κατά της Δύσης.[4] Με χαρακτηριστική εν προκειμένω την καθοριστική συμβολή του στην άμεση συγκρότηση του ενιαίου δυτικού μετώπου κατά της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.

Στο υπό μετεξέλιξη δε διεθνές αυτό περιβάλλον, οι δυτικές χώρες, πέραν των παγκόσμιας κλίμακας προκλήσεων της εποχής μας – κλιματική αλλαγή, υγεία, κλπ. –  καλούνται να συνδιαχειρισθούν κατά προτεραιότητα:

       τις προσπάθειες του καθεστώτος Πούτιν να θέσει υπό έλεγχο την Ουκρανία, αποβλέποντας πρωτίστως στην εδραίωση της θέσης της Ρωσίας στην παγκόσμια ιεραρχία ισχύος·

       την ανάδυση της Κίνας ως κύριου ανταγωνιστή της  Δύσης και την εντεινόμενη σύμπραξή της με τους Ρώσους σε αντιπαράθεση προς την υποτιθέμενη δυτική ηγεμονική βούληση· και

       τις διεργασίες στους κόλπους του «Παγκόσμιου Νότου» – ήτοι της πλειονότητας της ανθρωπότητας – οι οποίες προβλέπεται να έχουν όλο και σοβαρότερες επιπτώσεις στο διεθνές γίγνεσθαι.

Ρωσία και Ουκρανικό

Η αρχική αδιαπραγμάτευτη δυτική στήριξη προς το Κίεβο κατά της ρωσικής εισβολής  υπόκειται ήδη σε αύξουσες αμφισβητήσεις εκατέρωθεν του Ατλαντικού. Με μέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, όπως η Γερμανία και η Ουγγαρία, να φέρουν βαρέως τις οικονομικές επιπτώσεις της αποκοπής τους από τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους. Και μολονότι ορισμένοι νατοϊκοί σύμμαχοι και κοινοτικοί εταίροι, όμοροι ως επί το πολύ με τη Ρωσική Ομοσπονδία – Πολωνία, βαλτικές χώρες – έχουν ως κύρια προτεραιότητα την αντιμετώπιση της εικαζόμενης ρωσικής εναντίον τους απειλής, οι περισσότεροι ανησυχούν πρωτίστως για τον κίνδυνο το Ουκρανικό να πυροδοτήσει μια πολεμική σύγκρουση της Δύσης με τη Ρωσία.

Όλα δε δείχνουν ότι τους φόβους αυτούς συμμερίζεται και η αμερικανική ηγεσία. Η οποία, χωρίς να περιστέλλει την παντοειδή υποστήριξή της προς το Κίεβο – για ευρύτερους γεωπολιτικούς λόγους η αποτροπή της κατά κράτος νίκης της Ρωσίας στην Ουκρανία αποτέλεσε αρχήθεν  σταθερό μέλημά της –  ενθαρρύνει την εξεύρεση ειρηνικής εξόδου από το ουκρανικό αδιέξοδο· και, όπως και άλλες δυτικές κυβερνήσεις, συμμετέχει επιλεκτικά στις διεξαγόμενες, υπό διάφορα σχήματα, φορείς, και σκοπιμότητες, σχετικές διεθνείς διαπραγματεύσεις. Δοθείσης όμως της ισχυρής θέσης των Ρώσων έναντι των Ουκρανών, τόσο επί του πεδίου, όσο και υπό την έποψη του γενικότερου συσχετισμού δυνάμεων, η τελεσφόρηση της όποιας ειρηνευτικής προσπάθειας προϋποθέτει κατά πάσαν βεβαιότητα την οριστική απόσπαση από την Ουκρανία μεγάλου τουλάχιστον μέρους των υπό ρωσική κατοχή ουκρανικών εδαφών.[5] Δηλαδή παραχωρήσεις ασύμβατες με τις φιλοδοξίες, ή ακόμη και με την πολιτική επιβίωση, του κ. Ζελένσκι. Επί του οποίου, άλλωστε, οι Δυτικοί υποστηρικτές του αποφεύγουν να ασκήσουν ιδιαίτερα ισχυρές πιέσεις προς την κατεύθυνση ενός συμβιβασμού – όταν δεν πράττουν το αντίθετο.[6]

Κατά τα λοιπά, το κοινοτικό μεν πολιτικό τοπίο, όπως διαμορφώνεται μετά τις ευρωεκλογές και τις κατά χώρα εθνικές εκλογές, προοιωνίζεται συνέχιση της αδυναμίας των Ευρωπαίων να εξεύρουν για τις σχέσεις τους με τη Μόσχα κοινό παρανομαστή – πέραν βέβαια των συνήθων γενικόλογων κοινοτικών ευχολογίων.[7] Η δε κυβέρνηση Μπάιντεν, η μόνη σε θέση να παρέμβει με ουσιαστική προοπτική υπέρ της ειρήνευσης, συμπαρασύροντας έτσι και τον κύριο όγκο των Ευρωπαίων συμμάχων, έχει ισχυρό κίνητρο, παραμονές εκλογών, να αποφύγει ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες επί θέματος περιορισμένου λαϊκού ενδιαφέροντος, η προεκλογική αντιπαράθεση περί το οποίο τείνει χαρακτηριστικά να εστιασθεί στο οικονομικό κόστος της στήριξης του Κιέβου μάλλον, παρά στο γεωπολιτικό διακύβευμα του πολέμου.

 Και συνεπώς, αυτή τη στιγμή, υπό την καθοριστική αίρεση των μετεκλογικών αμερικανικών αποφάσεων, ως  πιθανότερη έκβαση της ουκρανικής τραγωδίας εμφανίζεται η, κατόπιν πρόσθετης, απρόβλεπτης διάρκειας, ανθρωποθυσίας, παγίωση των διαχωριστικών γραμμών επί του πεδίου – μετά ή άνευ συμφωνίας. 

O Σινικός Ελέφαντας

Η Κίνα έχει προσφυώς αποκληθεί «ο ελέφαντας στο δωμάτιο», καθό μέτρο συντελεί, αθόρυβα ως επί το πολύ, αλλά καθοριστικά, στη διαμόρφωση του ευρύτερου διεθνούς τοπίου.[8] Καίτοι δε Ευρωπαίοι και Αμερικανοί κατ’ ανάγκην αναγνωρίζουν την αύξουσα παγκόσμια εμβέλειά της, η διαχείριση των σχέσεών τους με το Πεκίνο δίνει συχνά λαβή σε διαφωνίες – τόσο μεταξύ των δύο ακτών του Ατλαντικού, όσο και στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εκ πρώτης βέβαια όψεως, οι επίσημοι χαρακτηρισμοί της Κίνας από τις ΗΠΑ και την ΕΕ δεν διαφέρουν ουσιωδώς. Κατά την Ουάσιγκτον,  «η ΛΔΚ αντιπροσωπεύει την πλέον σημαντική γεωπολιτική πρόκληση της Αμερικής...τον μόνο ανταγωνιστή έχοντα τόσο την πρόθεση, όσο και, όλο και περισσότερο, την…ικανότητα να αναδιαμορφώσει τη διεθνή τάξη».[9] Και οι  Βρυξέλλες την αποκαλούν «εταίρο, ανταγωνιστή και συστημικό αντίπαλο».[10] Στην πράξη, ωστόσο, η εκατέρωθεν προσέγγιση του Πεκίνου παρουσιάζει σημαντικές διαφορές.

Και ως προς μεν τις οικονομικές σχέσεις, ενώ κεντρικός άξονας της πολιτικής της Ουάσιγκτον, τόσο επί προεδρίας Τραμπ, όσο και επί της παρούσης,  ήταν και παραμένει ο εμπορικός προστατευτισμός και γενικότερα η απεξάρτηση από την κινεζική οικονομία, οι περισσότερες κοινοτικές χώρες επιζητούν αντιθέτως μεγαλύτερη, επ’ αμοιβαιότητι, πρόσβαση στην κινεζική αγορά. [11]

Σε ό,τι δε αφορά στην άμυνα και ασφάλεια, μολονότι και οι δύο πλευρές του Ατλαντικού ανησυχούν για τη συνεχή στρατιωτική ενδυνάμωση της ΛΔΚ και τις περιφερειακές επεκτατικές της βλέψεις, οι Αμερικανοί – όπως είναι φυσικό, λαμβανομένων υπ’ όψιν των παγκόσμιων συσχετισμών σκληρής ισχύος – αποδίδουν ιδιαίτερο βάρος στη στρατιωτική αποτροπή. Και ενισχύουν, μεταξύ άλλων, τη θέση τους στον Ινδικό-Ειρηνικό καλλιεργώντας στενούς δεσμούς με επιτόπιες δυνάμεις. Με χαρακτηριστικές περιπτώσεις τις  διμερείς συμμαχίες τους με την Ιαπωνία και τη Νότιο Κορέα, και πολυμερείς συμπράξεις, όπως, ειδικότερα, η συμφωνία Quad με Αυστραλία, Ιαπωνία, και Ινδία, και η AUKUS με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.[12]

Σημειωτέον ότι, οι μόνοι μεταξύ των κοινοτικών Ευρωπαίων με σημαντική δημογραφική και στρατιωτική παρουσία στον Ινδο-Ειρηνικό είναι οι Γάλλοι. Οι οποίοι, όμως, ενώ τάσσονται υπέρ της εκεί ελευθερίας ναυσιπλοΐας και προς στήριξή της διεξάγουν κοινά γυμνάσια με χώρες της περιοχής και εμφανίζονται πρόθυμοι να συνεργασθούν και με την Ουάσιγκτον εντός και εκτός ΝΑΤΟ, αποφεύγουν να εμπλακούν ευθέως στο αντι-σινικό σύστημα των Αμερικανών· και τηρούν έναντι του Πεκίνου στάση συνδιαλλακτικότερη της αμερικανικής – ανταποκρινόμενη και στις απόψεις της πλειοψηφίας των λοιπών κοινοτικών εταίρων.[13] Υπό τις συνθήκες δε αυτές, η υποστηριχθείσα από την κυβέρνηση Μπάιντεν και άλλους – κατά κύριο λόγο τους Βρετανούς, αλλά όχι μόνον – προέκταση του νατοϊκού πολιτικο-στρατιωτικού δικτύου στην Άπω Ανατολή δεν αποτελεί πραγματοποιήσιμη επιλογή: Το ευρωπαϊκό και το απωανατολικό μέτωπο, μολονότι εκ των πραγμάτων αλληλένδετα, θα παραμείνουν αυτοτελή· με εκτενέστερη και αποτελεσματικότερη την ευρω-αμερικανική σύμπραξη στο πρώτο.

Πηγή τέλος ιδιαίτερης ανησυχίας για τους Δυτικούς και αντικείμενο διαβουλεύσεών τους αποτελεί η κινεζική  ανάμιξη στο Ουκρανικό. Μολονότι όμως η προσοχή των αρμοδίων Αμερικανών και Ευρωπαίων εστιάζεται κυρίως στην παρεχόμενη από το Πεκίνο – επί του παρόντος, αρκετά προσεκτική, σημειωτέον – στήριξη προς τους Ρώσους, μεγαλύτερη πιθανότατα απειλή μεσοπρόθεσμα για τη δυτική ασφάλεια, και χρήζουσα ως εκ τούτου εμπεριστατωμένης διασυμμαχικής προσοχής, είναι η υπό την πίεση του πολέμου προϊούσα πρόσδεση της Μόσχας στο άρμα της ανερχόμενης Κίνας – και τούτο παρά την αμοιβαία καχυποψία και τις πάντοτε υποβόσκουσες εντάσεις και συγκρούσεις συμφερόντων των δύο γιγάντων. Με την εντεινόμενη αυτή σινο-ρωσική σύμπραξη να συνηγορεί υπέρ της αναζήτησης από τη Δύση ενός modus vivendi με τη Ρωσία – ανέφικτου κατά πάσαν βεβαιότητα εφόσον συνεχίζονται οι εχθροπραξίες στην Ουκρανία.

Ο Παγκόσμιος Νότος.

Ο όρος Παγκόσμιος Νότος αποτελεί μια βολική γενικολογία καλύπτουσα το πλειοψηφικό εκείνο τμήμα της ανθρωπότητας, το οποίο, ως επί το πολύ κοινωνικο-οικονομικά υπανάπτυκτο, διαβιούσε στο περιθώριο τρόπον τινά της ιστορίας, υφιστάμενο πολύ συχνά την παντοειδή εκμετάλλευση των εκάστοτε ισχυρών του πλανήτη. Αλλά το οποίο, μετά τον Β! Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως μετά τον Ψυχρό και την αμερικανική  μονοπολική στιγμή, διεκδικεί θέση υπό τον ήλιο αντίστοιχη προς τη σημασία του. Κατά τα λοιπά δε, συμπεριλαμβάνει πλείονα, άνισου μεγέθους και βαρύτητας και λίαν ανομοιογενών επιδιώξεων κράτη – παράδειγμα η Ινδία, το Ιράν και η Νότιος Αφρική – τα οποία όμως έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τη σύναψη ευέλικτων συναλλακτικών σχέσεων, συνήθως χωρίς ιδεολογικό πρόσημο, προκειμένου να εξασφαλίσουν εθνικά οφέλη και, κατά κανόνα, να διασφαλίσουν και την προσωπική θέση των ηγετών τους. Προς  επίτευξη δε των στόχων τους αξιοποιούν συστηματικά τον ανταγωνισμό της Δύσης με τον υπό συγκρότηση σινο-ρωσικό άξονα, εκμεταλλευόμενα  ειδικότερα, τόσο τις προσπάθειες του Πεκίνου και της Μόσχας να τα θέσουν υπό την οικονομική, πολιτική ή/και στρατιωτική τους επιρροή, όσο και τις δυτικές αποτρεπτικές αντενέργειες.  [14]

Σημειωτέον ότι, σε διακηρυκτικό επίπεδο, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι προσεγγίζουν τον Παγκόσμιο Νότο προτάσσοντας και οι μεν και οι δε το ιδεολόγημα της «παγκόσμιας φιλελεύθερης τάξης», της δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων.[15] Δηλαδή, ένα ηθικώς άμεμπτο δόγμα, το οποίο, μολονότι η παρελθούσα πράξη τους – των μεν στην αμερικανική ήπειρο, των δε στις πρώην αποικίες τους, και όχι μόνο – το παραβίαζε κατ’ εξακολούθηση, επικοινωνιακά αξιοποιούμενο προσφέρεται πάντοτε ως πηγή «ήπιας ισχύος». Πλην όμως το οποίο είναι ασύμβατο με την εσωτερική πολιτική πραγματικότητα του συνόλου σχεδόν των χωρών του Παγκόσμιου Νότου – και γενικότερα βέβαια των εκτός δυτικής πολιτισμικής παράδοσης.

Στο μέτρο δε που, ανεξαρτήτως κινήτρων, το ιδεολόγημα αυτό  χρησιμοποιήθηκε από τους Δυτικούς ως εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής πέραν του διακηρυκτικού σταδίου, αποδείχθηκε από επικίνδυνο έως και καταστροφικό. Με τις ολέθριες συνέπειες των «καθεστωτικών αλλαγών», τις οποίες εν ονόματί του η Ουάσιγκτον σε αγαστή σύμπνοια με τους Ευρωπαίους συμμάχους της επέβαλε ή προσπάθησε να επιβάλει στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, να αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγήν.

Ειδικής τέλος μνείας στο πλαίσιο των σχέσεων των Δυτικών με τον Παγκόσμιο Νότο χρήζει το Παλαιστινιακό· και όλως ιδιαίτερα οι διδακτικές ομοιότητες και διαφορές του με το Ουκρανικό. Καθώς αμφότερα εγκυμονούν τον κίνδυνο πυροδότησης μιας πολύ ευρύτερης σύρραξης· ο δε χειρισμός τους  από τις δυτικές δυνάμεις – τις μόνες ικανές και στις δύο περιπτώσεις να ωθήσουν αποτελεσματικά προς ειρήνευση – δυσχεραίνεται από τους προσωπικούς πολιτικούς υπολογισμούς των αντίστοιχων επιτόπιων κυβερνώντων.

Με τις δύο διεθνείς όμως αυτές κρίσεις να διαφέρουν ως προς το ότι, η μεν ουκρανική, όπως ήδη επισημάνθηκε, δεν εγείρει, πέραν των οικονομικών της επιπτώσεων, παρά περιορισμένο ενδιαφέρον στη δυτική κοινή γνώμη, ενώ τα διαδραματιζόμενα στη Γάζα έχουν προκαλέσει τον έντονο, υπέρ ή κατά του Ισραήλ, ιδεολογικό φανατισμό μεγάλου μέρους των δυτικών ψηφοφόρων και πολιτικών. Ιδιαίτατα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου, παραμονές μάλιστα εκλογών, ο επιβαλλόμενος συνδυασμός στιβαρής και συνάμα σώφρονος διαχείρισης του Παλαιστινιακού – ο πρόεδρος Μπάιντεν και η υποψήφια για τη διαδοχή  του Κάμαλα Χάρις έχουν τοποθετηθεί δημοσία υπέρ της λύσης «των δύο κρατών» – αποδεικνύεται δυσεπίτευκτος, αν όχι ανέφικτος. Κάτι που βέβαια εξυπηρετεί και τους καραδοκούντες γεωπολιτικούς αντιπάλους της Δύσης.

Επίμετρο

Υπό τις συνθήκες αυτές, το διεθνές ενδιαφέρον εστιάζεται στις δυνητικές επιπτώσεις επί των ευρωαμερικανικών σχέσεων, από τη μια των προβληματικών πολιτικών διεργασιών στον κοινοτικό χώρο, και από την άλλη και κυρίως της ετυμηγορίας των Αμερικανών ψηφοφόρων κατά τις προεδρικές εκλογές του προσεχούς Νοεμβρίου.

Και σε ό,τι αφορά στις τελευταίες αυτές – ως προς την έκβασή  των οποίων οι  οποιεσδήποτε προβλέψεις κατά τη σύνταξη του παρόντος είναι άκρως επισφαλείς – η μεν Κυρία Χάρις έχει κατ’ αρχήν δεσμευθεί να συνεχίσει ως πρόεδρος την εξισορροπητική γραμμή Μπάιντεν·[16] χωρίς ωστόσο οι κατά καιρούς τοποθετήσεις της να αποκλείουν επί μέρους προσαρμογές, όπως π.χ. η επίδειξη αυξημένης ευαισθησίας έναντι των αιτημάτων των Παλαιστινίων.[17] Ο δε αντίπαλός της κ. Τραμπ εμμένει στις αντιλήψεις του περί πρωτοκαθεδρίας του αμερικανικού εθνικού συμφέροντος και ανταποδοτικής διπλωματίας· και έχει, μεταξύ άλλων, αντιταχθεί στην αύξηση της παρεχόμενης από τις ΗΠΑ βοήθειας στους Ουκρανούς, και διαβεβαιώσει, επικαλούμενος το διεθνές κύρος του, ότι, εάν εκλεγεί, θα τερματίσει τον πόλεμο «εντός εικοσιτετραώρου».[18] Προκαλώντας σε ορισμένους, Ευρωπαίους ιδίως, ανησυχίες για το ενδεχόμενο η επιστροφή του στον Λευκό Οίκο να σημάνει τη στροφή της Ουάσιγκτον προς επιθετικό απομονωτισμό.[19] Υπό το φως ωστόσο της παρελθούσης αμερικανικής εκλογικής και κυβερνητικής πρακτικής, οι προεκλογικές διακηρύξεις αμφοτέρων των υποψηφίων για την προεδρία μάλλον πρέπει να αντιμετωπίζονται με ικανή δόση επιφυλακτικότητας.

Ενώ σε σχέση με τα ευρωενωσιακά πράγματα, ιδιαίτερα προβληματίζει η ταυτόχρονη πολιτική εξασθένιση και των δύο συνιστωσών του «γαλλογερμανικού άξονα»: του Γάλλου προέδρου μετά τις αλλεπάλληλες, ασαφούς πολιτικού στίγματος εκλογικές αναμετρήσεις, και του Γερμανού καγκελαρίου συνεπεία των προστριβών στους κόλπους του πολυκομματικού κυβερνητικού σχήματος του οποίου προΐσταται, καθώς και της ανοδικής πορείας αντισυστημικών δυνάμεων στον πολιτικό χάρτη της χώρας.[20] Με επακόλουθο η διαχειριστική ευχέρεια και των δύο ηγετών να περιορίζεται – πολύ λιγότερο, είναι αλήθεια, στη γαλλική περίπτωση, χάρις στις αυξημένες προεδρικές αρμοδιότητες, ιδιαίτατα στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας, που διασφαλίζει στον πρόεδρο το σύνταγμα ντε Γκολ· και να δυσχεραίνεται  ως εκ τούτου η διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής στρατηγικής.

Η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τον ισότιμο και αποτελεσματικό χειρισμό των κοινών συμφερόντων, προκλήσεων και κινδύνων από τους Κοινοτικούς Ευρωπαίους  και  τους Αμερικανούς. Εν απουσία δε της οποίας, η αναγκαία στρατηγική αυτονομία της ΕΕ καθίσταται ανέφικτη, και η στρατηγική της εξάρτηση από τις ΗΠΑ –  σε αντιδιαστολή με την επιβαλλόμενη  συμμαχική συνεργασία – μονόδρομος.


[1] Χαρακτηριστικό το άρθρο του Charles Krauthammer, The Unipolar Moment, Foreign Affairs, Vol. 70, No. 1, America and the World 1990/91, σ. 23-33. Published By: Council on Foreign Relations.

 

 

 

[2] Camille Grand, Defending Europe with less America, European Council on Foreign Relations, 03-07-2024.

[3] The Case for EU Defense, Center for American Progress, 01-06-2021, https://www.americanprogress.org/article/case-eu-defense/ .

[4] Emmanuel Macron warns Europe: NATO is becoming brain-dead, The Economist, 07-11-2019.

[5] Κατά τη σύνταξη του παρόντος, αρκετοί επενδύουν ελπίδες αναστήλωσης των τυχών των ουκρανικών όπλων στην εν εξελίξει ουκρανική εισβολή στο Κούρσκ. Πιθανότατα όμως πλησιέστερα προς την πραγματικότητα βρίσκεται η απομυθοποιητική ανάλυση του επί μακρόν κυβερνητικού στελέχους Αμερικανού George Beebe, The hazards of Ukraine's incursion into Russia, Responsible Statecraft, 20-08-2024.

[6] Για μια συνηγορία από σοβαρή βρετανική πηγή υπέρ της «σκληρής» γραμμής στο Ουκρανικό, βλ. James Nixey, Pushing Ukraine to negotiate now would be disastrous, Chatham House, 03-12-2023.

[7] Χαρακτηριστικές και οι ουκρανικές ακροβασίες του πρόεδρου Μακρόν. Βλ. War in Ukraine: Emmanuel Macron's metamorphosis from dove to hawk, Le Monde, 14-03-2024.

[8] Βλ. επί παραδείγματι, Stuart Lau, China is the elephant in the room at the G-7, Foreign Policy, 06-10-2021.

[11] David Rennie, China unites America and Europe in alarm. But they don’t agree on the solution, The Economist, 06-06-2024. Οι σχέσεις με την Κίνα και ιδιαίτερα η οικονομική πτυχή τους, αποτελούν αντικείμενο διαβουλεύσεων Ευρωπαίων και Αμερικανών και στους κόλπους της G7 (της   Ομάδας των Επτά, στην οποία, εκτός από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, συμμετέχουν και η Γαλλία η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία, η Ιταλία και ο Καναδάς).

[12] Βλ. Για το σινο-αμερικανικό ισοζύγιο ισχύος στον Ινδο-Ειρηνικό, βλ. Derek Grossman, America's Indo-Pacific Alliances Are Astonishingly Strong, RAND, 08-12-2023· Mackenzie Eaglen, China Has Built the Strongest Military in the Indo-Pacific, Real Clear Defense, 22-08-2024·  και Lynn Kuok, America Is Losing Southeast Asia. Why U.S. Allies in the Region Are Turning Toward China, Foreign Affairs, 03-09-2024. Ειδικότερα για την αντιμετώπιση από την Ουάσιγκτον του κινεζικού πυρηνικού οπλοστασίου, βλ.  David Sanger, Biden Approved Secret Nuclear Strategy Refocusing on Chinese Threat, New York Times, 20-08-2024.

[13] Για τη γαλλική στρατηγική στον Ινδο-Ειρηνικό, βλ. Nicolas Mazzucchi, The French Strategy for the Indo-Pacific and the issue of European cooperation, The Hague Centre for Strategic Studies, Απρίλιος 2023.

[14] Χαρακτηριστική είναι η συνεργασία της  αντικομμουνιστικής κυβέρνησης της Αργεντινής με την Κίνα. Βλ.  Argentina’s Milei Finds It Hard to Decouple From China. President keeps close economic ties with Beijing to help restore growth while cozying up to the U.S., Wall Street Journal, 18-08-2024. Σύμφωνα με την πρώην υπουργό εξωτερικών των ΗΠΑ Κοντολίζα Ράις, Η Κίνα «είναι εν πολλοίς αγνωστική ως προς την εσωτερική σύνθεση άλλων κρατών. Υπερασπίζεται σθεναρά την πρωτοκαθεδρία και υπεροχή του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά δεν επιμένει να πράξουν οι άλλοι το ανάλογο.» Βλ. Condoleezza Rice, The Perils of Isolationism, Foreign Affairs, τεύχος Σεπτεμβρίου/Οκτωβρίου 2024. Για μια ευρύτερη, διεισδυτική ανάλυση της σινο-αμερικανικής αντιπαράθεσης στον Παγκόσμιο Νότο, βλ. Daniel Runde, China is Winning the Global South, The National Interest, 21-08-2024.

[15] Για τις αμερικανικές θέσεις, βλ. Democracy Policy Under Biden: Confronting a Changed World, Carnegie Endowment for International Peace,  https://carnegieendowment.org/research/2024/02/democracy-policy-under-biden-confronting-a-changed-world?lang=en.  Για τις ευρωενωσιακές, Joint Communication to the European Parliament and the Council, EU Action Plan on Human Rights and Democracy, 2020-2024, European Commission, 25-03-2020, https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=CELEX%3A52020JC0005.

 

 

 

 

[16] Βλ. Foreign Policy Priorities, Kamala Harris’s Positions, Council on Foreign Relations, https://www.cfr.org/election2024/candidate-tracker/kamala-harris. Επίσης, David E. Sanger, On Gaza, Democrats’ Most Divisive Issue, Harris Embraces Biden’s Balancing Act, NYT, 23-08-2024.

[17] Κατά μία ενδιαφέρουσα, αλλά τολμηρή αν όχι  παρακινδυνευμένη πρόβλεψη, μια προεδρία Χάρις θα μπορούσε να επηρεασθεί προς «ταπεινότερη» (ρεαλιστικότερη/ανεκτικότερη) κατεύθυνση από τις απόψεις δύο βασικών συμβούλων της σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Βλ. Michael Hirsh, Preparing for a Less Arrogant America, A close reading of two books by authors who advise Kamala Harris reveals a vision for a humbler approach to foreign policy, Foreign Policy, 20-08-2024.

 

 [18]Βλ. Foreign Policy Priorities. Donald Trump’s Positions, Council on Foreign Relations, https://www.cfr.org/election2024/candidate-tracker/donald-trump·  και, Trump describes how he could solve Russia-Ukraine conflict in 24 hours, Fox News, 16-07-2023.

[19] Για τους ευρωπαϊκούς φόβους σε σχέση με τη μετεκλογική αμερικανική εξωτερική πολιτική και την ενδεικνυόμενη ευρωπαϊκή στάση βλ.: Giovanna De Maio και Célia Belin, Europe’s America Problem, Foreign Affairs, 23-08-2024· Liana Fix και Michael Kimmage, Trump’s Threat to Europe, Foreign Affairs, 22-03-2024· και Phillips P. O’Brien και Edward Stringer, Planning for a Post-American NATO, Foreign Affairs, 06-09-2024. Όπως ο αναγνώστης θα διαπιστώσει, σε πλείονα σημεία οι σημαντικές αυτές αναλύσεις αποκλίνουν ουσιωδώς από τις εκτιμήσεις του παρόντος άρθρου.

[20] Βλ. AfD’s success in German elections piles pressure on a fragmented EU, The Guardian, 03-09-2024.