Friday, September 8, 2023

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ

 

Προδημοσίευση άρθρου από το τεύχος 145 των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).

Εισαγωγή

Από το ευρωπαϊκό όραμα του Ρομπέρ Σουμάν [1] και την Ευρώπη των Εθνών του ντε Γκολ έως την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης και τη θεσμοθέτηση της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, η ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει καταγράψει πρόοδο πράγματι εντυπωσιακή. Προσέκρουσε όμως και εξακολουθεί να προσκρούει σε αντιστάσεις θέτουσες δυσυπέρβλητα εμπόδια στην ολοκλήρωσή της. Οι αλλεπάλληλες δε κρίσεις που δοκιμάζουν το υπό διαμόρφωση πολυπολικό παγκόσμιο σύστημα, με αποκορύφωμα τον πόλεμο στην Ουκρανία και την όξυνση των σινο-αμερικανικών σχέσεων, έχουν καταστήσει εμφανείς, τόσο τις οργανικές αδυναμίες της ΕΕ υπό την παρούσα συγκρότηση και λειτουργία της, όσο και τη – συνακόλουθη – αύξουσα εξάρτησή της από την αμερικανική υπερδύναμη. Αναδεικνύοντας συνάμα την αμφιταλάντευση των Κοινοτικών Ευρωπαίων μεταξύ της οικοδόμησης ενός αυτοδύναμου μέλλοντος, στενότατα βέβαια πάντοτε συνυφασμένου με τον μεγάλο υπερατλαντικό τους σύμμαχο εντός και εκτός ΝΑΤΟ, και της επανάπαυσης στον βολικό ρόλο του στρατηγικού πελάτου των ΗΠΑ. Μολονότι δε πιθανότερη έκβαση της κοινοτικής αυτής αμφιρρέπειας είναι η συνέχιση της στρατηγικής  υποτέλειας, ούτε η κατανομή ισχύος ανά τον πλανήτη, ούτε τα παγκόσμια δρώμενα καθιστούν την τελευταία αυτή μονόδρομο.

Α' Οι συντελεστές της ευρωενωσιακής ισχύος

Και σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, στην «ήπια ισχύ», η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέχει μια δύσκολα αμφισβητήσιμη θέση στην κορυφή της διεθνούς ιεραρχίας. Με τους κοινοτικούς εταίρους, σε εθνικό μεν επίπεδο να πρωτοστατούν στους κρίσιμους τομείς του σεβασμού του κράτους δικαίου, της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών γενικότερα, της κοινωνικής πρόνοιας και της παιδείας, συλλογικώς δε να καταβάλλουν αξιοσημείωτες προσπάθειες για την αντιμετώπιση μεγάλων πλανητικών προκλήσεων της εποχής μας, όπως το περιβαλλοντικό, η ακραία φτώχεια, το προσφυγικό και το μεταναστευτικό. Αλλά με τις  επιδόσεις αυτές να μην είναι μεταφράσιμες σε κοινοτική διεθνοπολιτική επιρροή, παρά μόνο στον βαθμό που εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ενεργείας, σε συνάρτηση με τους λοιπούς  συντελεστές ισχύος: τον οικονομικό και τον στρατιωτικό.

Ως προς τους οποίους άλλωστε η ΕΕ ως ενιαίο σύνολο είναι γενικώς συγκρίσιμη με τις άλλες παγκόσμιες δυνάμεις. Καθώς η κοινοτική οικονομία είναι περίπου ισομεγέθης με την αμερικανική και την κινεζική, το δε μέσο κοινοτικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ, υπολείπεται μεν του αμερικανικού, υπερβαίνει όμως κατά πολύ το κινεζικό. [2] Ενώ και στον τομέα της σκληρής ισχύος, το συνολικό δυναμικό της κοινοτικής Ευρώπης, μολονότι σαφώς υποδεέστερο του αμερικανικού – τόσο του συμβατικού, όσο και, κυρίως, του πυρηνικού – δεν υστερεί εκείνου των λοιπών μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων˙ με τη μείζονα φυσικά εξαίρεση του ρωσικού πυρηνικού οπλοστασίου, το οποίο προφανώς ανήκει, μαζί με το αμερικανικό, σε χωριστή κατηγορία. [3]

Και είναι μεν γεγονός ότι το Μπρέξιτ απέσπασε από την ΕΕ το στρατιωτικά ισχυρότερο μέλος της, δοθέντος όμως ότι το Λονδίνο υπήρξε ανέκαθεν επιφυλακτικό και ως επί το πολύ ευθέως αρνητικό έναντι της συγκρότησης μιας αυτόνομης ευρωπαϊκής αμυντικής διάστασης, η βρετανική αποχώριση μάλλον διευκολύνει παρά δυσχεραίνει την προώθηση της ΚΕΠΠΑ. [4]

Β’ Η προβληματική ΚΕΠΠΑ και οι γαλλικές προτάσεις

Διότι το αποφασιστικό εμπόδιο στην αναγκαία ευρωπαϊκή στρατηγική ενηλικίωση δεν είναι οι, ως επί το πολύ αντιμετωπίσιμες, υστερήσεις των εταίρων στους διάφορους συντελεστές ισχύος, αλλά η αδυναμία της ΕΕ να αξιοποιήσει επαρκώς τους συντελεστές αυτούς – τόσο τον πολιτισμικό και τον οικονομικό, όσο ιδίως τον στρατιωτικό – για να χαράξει ως ενιαίος φορέας μια αυτόνομη πορεία στον διεθνή χώρο. Και θεωρητικώς μεν, την αδυναμία αυτή καλείται να θεραπεύσει η ήδη από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ δρομολογηθείσα Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ). Ο απολογισμός της οποίας όμως, όπως επισημαίνεται και εν συνεχεία, μακράν απέχει του να ικανοποιεί τους προσβλέποντες σε μια Κοινοτική Ευρώπη με παγκόσμια παρουσία αντίστοιχη προς το συνολικό της εκτόπισμα. [5]

Ασφαλώς δε δεν είναι αβάσιμη η εκτίμηση ότι οι απογοητευτικές επιδόσεις της ΚΕΠΠΑ συνδέονται με τον διέποντα τη λήψη των αποφάσεων κανόνα της ομοφωνίας.[6] Προς   περιορισμό άλλωστε των αρνητικών επιπτώσεων του οποίου έχουν καταβληθεί, και εξακολουθούν να καταβάλλονται φιλότιμες προσπάθειες – κυρίως υπό τη μορφή διαδικαστικών ρυθμίσεων, όπως η «ειδική πλειοψηφία», η «εποικοδομητική αποχή»  και οι «συνασπισμοί των προθύμων».[7] Χωρίς ωστόσο ιδιαίτερη επιτυχία. Ενώ η επικέντρωση του ενδιαφέροντος στη διαδικαστική αυτή πτυχή αποσπά συχνά την προσοχή από την τουλάχιστον εξ ίσου σημαντική διαπίστωση, ότι η ικανοποιητική απόδοση οποιουδήποτε συστήματος λήψης αποφάσεων προϋποθέτει την κοινή αντίληψη των εταίρων για τα υπό διακύβευση συλλογικά συμφέροντα.

Στο μέτρο όμως που η ΕΕ εμπλουτίζεται με νέα μέλη, η συναντίληψη αυτή αποδεικνύεται δυσεπίτευκτη και συχνά ανέφικτη. Η πολύ πραγματική δε αντίφαση μεταξύ κοινοτικής διεύρυνσης και εμβάθυνσης, έδωσε λαβή στην ιδέα της Ευρώπης «των πολλαπλών ταχυτήτων». Ενδεικτική προεικόνιση της οποίας παρέχει αυτή τη στιγμή η Ευρωζώνη: ένα σχήμα περιλαμβάνον κοινοτικούς εταίρους – αυτή τη στιγμή 20  εκ των 27 – με επαρκή συνείδηση κοινών οικονομικών συμφερόντων ώστε να διευκολύνεται μεγάλως η λήψη αποφάσεων. Ενώ δύο άλλοι κοινοτικοί θεσμοί – η «Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία» (Permanent Structured Cooperation [PESCO]), προβλεπόμενη ήδη από τη  Συνθήκη της Λισαβόνας και ενεργοποιηθείσα το 2017, και η υιοθετηθείσα το ίδιο εκείνο έτος «Στρατηγική Πυξίδα» (Strategic Compass) – στοχεύουν, με περιορισμένη όμως μέχρι στιγμής επιτυχία, στην ενθάρρυνση των επί μέρους συμπράξεων κρατών μελών και στο πλαίσιο της ίδιας της ΚΕΠΠΑ. [8]

Τη θεώρηση δε αυτή της Κοινοτικής Ευρώπης  ο πρόεδρος Μακρόν επιχειρεί από τινος χρόνου να επικαιροποιήσει και συστηματοποιήσει, προτείνοντας: αφ’ ενός, την αναβάθμιση της πρακτικής των προωθημένων συμπράξεων – υποστηρίζει ότι «[σ]τους κόλπους  αυτής της Ένωσης, όσοι θέλουν να προχωρήσουν μακρύτερα και ταχύτερα πρέπει να το κάνουν ανεμπόδιστα»˙ [9]και, αφ’ ετέρου, χαλαρότερες, αλλά ευρέος φάσματος διαβουλεύσεις – επί θεμάτων όπως η ενέργεια, η διασύνδεση, η ασφάλεια και η στρατηγική – μεταξύ των κοινοτικών εταίρων και εκτός ΕΕ ευρωπαϊκών κρατών «που συμμερίζονται τις κοινές θεμελιώδεις αξίες μας», στο πλαίσιο μιας «Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας» [ΕΠΚ].[10]

Εν σχέσει προς την οποία ΕΠΚ, ο Γάλλος πρόεδρος επιμένει ότι «δεν υποκαθιστά την» –  πάντοτε αναγκαία, καθώς διαβεβαιώνει – «κοινοτική διεύρυνση». Όλα ωστόσο δείχνουν ότι ο νέος θεσμός θα λειτουργήσει κατά κύριο λόγο ως χώρος επικοινωνίας και συνεργασίας, όχι μόνο με κράτη μη επιθυμούντα να ενταχθούν στην ΕΕ, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελβετία, αλλά και με αρκετά άλλα, με τα οποία οι εν εξελίξει ή προβλεπόμενες ενταξιακές διαβουλεύσεις προμηνύονται παρατεταμένες – περίπτωση των Δυτικών Βαλκανίων –  ή και αδιέξοδες – όπως προκειμένου για την Τουρκία και ενδεχομένως και την Ουκρανία.

Ενώ σε ό,τι ειδικότερα αφορά στην ιδιαίτερου ελληνικού ενδιαφέροντος τουρκική ενταξιακή υποψηφιότητα, το πιθανότερο είναι ότι ο πρόεδρος Ερντογάν, δεν επιθυμεί μεν την ενσωμάτωση της χώρας του σε έναν διεθνή οργανισμό συνεπαγόμενο σημαντικούς περιορισμούς στην  άσκηση της πολιτικής του, εσωτερικής και εξωτερικής, εμμένει όμως στη διεξαγωγή της σχετικής διαπραγμάτευσης, τόσο για λόγους εθνικού και ισλαμικού γοήτρου, όσο και αποβλέποντας σε εκτός ενταξιακού πλαισίου οφέλη. Και με ανάλογο, ασφαλώς, αυτό σκεπτικό συμμετέχει και στην ελάχιστα, κατά τα άλλα, δεσμευτική ΕΠΚ. Εξ ου και η μηδενική απόδοση της τουρκικής ενταξιακής διαπραγματευτικής διαδικασίας ως μέσου πίεσης επί της Άγκυρας για τα ελληνοτουρκικά και το κυπριακό.

Κατά τα λοιπά, το υπό διαμόρφωση παγκόσμιο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό περιβάλλον θέτει την ΚΕΠΠΑ υπό αυξημένη δοκιμασία.

Γ’ Οι προκλήσεις της νέας εποχής

Σύμφωνα με την κοινοτική Στρατηγική Πυξίδα, η ΕΕ περιβάλλεται από έναν «πολυπολικό» κόσμο, διεπόμενο από την «πολιτική ισχύος» (power politics) και συνεπαγόμενο μείζονες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές προκλήσεις. Κυρίαρχες μεταξύ των οποίων είναι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και οι φιλοδοξίες της ανερχόμενης Κίνας. Αλλά και με τις εξελίξεις από τα Δυτικά Βαλκάνια και την Υπερκαυκασία έως την Ανατολική Μεσόγειο, την ευρύτερη Μέση Ανατολή, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική και «διεθνικές απειλές» (transnational threats), όπως η διασπορά των Όπλων Μαζικής Καταστροφής (ΟΜΚ), η τρομοκρατία και η κλιματική αλλαγή, να επηρεάζουν σε ποικίλλοντα βαθμό τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Η αποτελεσματική υπεράσπιση των οποίων καθιστά αναγκαία την από κοινού δράση των κοινοτικών χωρών, και συγχρόνως τη σύσφιγξη των δεσμών της ΕΕ με «εταίρους και ομόφρονες χώρες στον ΟΗΕ, στο ΝΑΤΟ, και στους G7»˙ μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ «παραμένουν ο σθεναρότερος και σημαντικότερος στρατηγικός της εταίρος και μια παγκόσμια δύναμη συμβάλλουσα στην ειρήνη, ασφάλεια, σταθερότητα και δημοκρατία στην ήπειρό μας». Οι εύλογες ωστόσο – και αρκετά φλύαρες, μπορεί να προστεθεί – επισημάνσεις και προτροπές αυτές, όπως άλλωστε και η ευεξήγητα υπεραισιόδοξη συναφής ρητορεία του υπηρεσιακού κοινοτικού ιερατείου, αποδεικνύονται μέχρι στιγμής περισσότερο ευχολόγιο παρά πολιτική πράξη.

Εν πρώτοις, η ΕΕ, παρά τις περί του αντιθέτου επίσημες εθνικές και κοινοτικές διαβεβαιώσεις, εμφανίζεται διηρημένη ως προς τη διαχείριση της κορυφαίας αυτή τη στιγμή προτεραιότητάς της: των σχέσεων με τη Ρωσία. Καθώς οι απόψεις παλαιότερων κυρίως εταίρων, όπως κατ’ εξοχήν η Γαλλία, διαχρονικά υπερμάχων μιας λύσης του Ουκρανικού μέσω διαπραγματεύσεων και της αναζήτησης ενός modus vivendi με τη Μόσχα, τείνουν συχνά να διαφοροποιηθούν από εκείνες ως επί το πολύ νεότερων και πλησιέστερων προς τα ρωσικά σύνορα κρατών-μελών, όπως η Πολωνία – οπαδών  στην πραγματικότητα ενός πολέμου της Δύσης κατά της Ρωσίας με απώτερο στόχο και την καθεστωτική αλλαγή.[11] Ως εκ τούτου δε οι κρίσιμες σχετικές αποφάσεις λαμβάνονται στο ΝΑΤΟ, και κατ’ ουσίαν στην Ουάσιγκτον, με απλώς επικουρική κοινοτική συμμετοχή. [12]

Αδυναμία όμως χάραξης μιας ουσιαστικής κοινής ευρωενωσιακής γραμμής σημειώνεται και ως προς τις σχέσεις με το Πεκίνο  η θεαματική άνοδος του οποίου αποτελεί ενδεχομένως τη μείζονα πρόκληση της νέας εποχής. Διότι, πέραν του μάλλον αόριστου, αν όχι αντιφατικού χαρακτηρισμού της Κίνας από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως «εταίρου, ανταγωνιστού και συστημικού αντιπάλου»,[13] ορισμένες μεν κοινοτικές πρωτεύουσες τείνουν ευήκοον ους στις προσπάθειες των Αμερικανών να συγκροτήσουν ένα αντισινικό μέτωπο – με κάποια υπερβολή, έχει γίνει λόγος για «Ασιατικό ΝΑΤΟ» – ενώ άλλες δίνουν το προβάδισμα σε αποκλίνοντα από τις αμερικανικές επιλογές εθνικά τους συμφέροντα, είτε κυρίως γεωστρατηγικά, είτε κυρίως οικονομικά – περιπτώσεις Γαλλίας και Γερμανίας αντιστοίχως.  [14]

Συνεπεία δε της προβληματικής λειτουργίας της ΚΕΠΠΑ, η ενεργός παρουσία της ΕΕ αποδεικνύεται αναντίστοιχη προς το μέγεθος των ευρωπαϊκών διακυβευμάτων και σε πλείστες άλλες εστίες αναταραχής: στη γεωπολιτική, επί παραδείγματι, πυριτιδαποθήκη των Ανατολικών Βαλκανίων, όπου τον κομβικό ρόλο συνεχίζει να επωμίζεται το ΝΑΤΟ˙ και στο Σουδάν και την Τυνησία – ζώνες αστάθειας με άμεσες επιπτώσεις, μεταξύ άλλων, στην επίμαχη ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική.

Συμπερασματικώς

Η Κοινοτική Ευρώπη έχει συμφέρον να διατηρήσει, και ανάλογα με τις ανακύπτουσες προκλήσεις και απειλές να συσφίγξει τους δεσμούς της με τις ΗΠΑ, εντός και εκτός ΝΑΤΟ. Αμερικανούς και Ευρωπαίους εξακολουθούν να συνδέουν κοινές αρχές, τόσο για τη διεξαγωγή των διακρατικών σχέσεων, όσο και για την εσωτερική συγκρότηση των κρατών και κοινωνιών τους. Αρχές οι οποίες, μολονότι πολύ συχνά θυσιάζονται από τις εκάστοτε δυτικές κυβερνήσεις στον βωμό των διεθνοπολιτικών τους σκοπιμοτήτων, δεν παύουν να αποτελούν το θεμέλιο του πολιτικού πολιτισμού της Δύσης.  Αρκεί δε η ανάμνηση των ολέθριων ολοκληρωτισμών του εικοστού αιώνα – τόσο του χιτλερικού, όσο και του σοβιετικού – για να κατανικηθεί ο πειρασμός της αυτάρεσκης απαξίωσής τους.

Ανερχόμενες, όμως, ή επανερχόμενες στο διεθνές προσκήνιο μεγάλες δυνάμεις, κυριότατα δε η Κίνα και η Ρωσία, επωφελούνται του τέλους της «αμερικανικής μονοπολικής στιγμής» –  του γεγονότος ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, κατά την εύστοχη επισήμανση του διάσημου πολωνοαμερικανού διεθνολόγου Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, «παραμένουν μεν η πολιτικά, οικονομικά, και στρατιωτικά ισχυρότερη οντότητα στον κόσμο, πλην όμως δεν είναι πλέον η παγκόσμια αυτοκρατορική δύναμη» –  για να θέσουν τη δυτικής έμπνευσης, και εν πολλοίς διαχείρισης, υφιστάμενη τάξη πραγμάτων υπό αύξουσα αμφισβήτηση.[15] Επικράτηση δε των αυταρχικών αυτών γιγάντων στον αγώνα για την πλανητική κυριαρχία θα ήταν καταστροφική για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τόσο σε στρατηγικό και οικονομικό επίπεδο, όσο και σε πολιτισμικό.

Μολονότι όμως επιβεβλημένη, η σύμπραξη των κοινοτικών Ευρωπαίων με την υπερατλαντική υπερδύναμη δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην τη στρατηγική τους υποτέλεια. Η ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία παραμένει, αντιθέτως, επιτακτικό ζητούμενο, προκειμένου η ΕΕ, αφ’ ενός, να είναι σε θέση να συνδιαμορφώνει τη δυτική στρατηγική, και, αφ’ ετέρου, να αποφεύγει την εμπλοκή της σε αντίθετες προς τα καλώς νοούμενα συλλογικά ευρωπαϊκά συμφέροντα αμερικανικές επιλογές – όπως, επί παραδείγματι, η απόσυρση της Ουάσιγκτον από το «Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης» για τα πυρηνικά του Ιράν και από τη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή.

Σημαντικές, τέλος, παράμετροι των ευρωαμερικανικών σχέσεων είναι, τόσο η μεθόδευση των διαχρονικών διατλαντικών εμπορικών διαφορών, όσο και η διάθεση των αμυντικών κονδυλίων κατά τρόπο επωφελή για τις βιομηχανίες και των δύο πλευρών. Ενώ είναι γενικότερα προφανές ότι η ευόδωση του ευρωαμερικανικού στρατηγικού διαλόγου θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από τους χειρισμούς της αμερικανικής ηγεσίας – της παρούσης, αλλά και της μελλούσης να προκύψει από τις προεδρικές εκλογές του 2004.

Τούτων πάντως λεχθέντων, απαιτείται ισχυρή δόση αισιοδοξίας για να προσδοκάται η στρατηγική ενηλικίωση της Ευρώπης στο ορατό μέλλον.

 



[2]  Για το μέγεθος του ΑΕΠ της ΕΕ, των ΗΠΑ, και της Κίνας, βλ. IMF, https://www.imf.org/external/datamapper/PPPSH@WEO/EU/CHN/USA˙ για το κατά κεφαλήν εισόδημά τους, The World Bank, https://data.worldbank.org/indicator/NY.GDP.PCAP.CD   

[3] Ενδεικτικές εν προκειμένω οι στρατιωτικές δαπάνες. Οι ευρωενωσιακές συνολικώς υπερέβησαν το 2022 τα 200 δις ευρώ. Βλ. Εuropean Defence Agency, 08-12-2022, https://eda.europa.eu/news-and-events/news/2022/12/08/european-defence-spending-surpasses-200-billion-for-first-time-driven-by-record-defence-investments-in-2021. Οι αμερικανικές, κινεζικές, και ρωσικές υπολογίζονται σε $777.7 δις, $252 δις, και  $61.7 δις, αντιστοίχως. Βλ. https://executivegov.com/articles/u-s-defense-budget-2022-how-much-does-the-united-states-spend-on-its-defense-budget/  .

[4] Χαρακτηριστική η Γαλλο-βρετανική Διακήρυξη του Σαιν Μαλό της 4ης Δεκεμβρίου 1998: ένα άνευρο κείμενο που απλώς επιβεβαίωνε την ευρωπαϊκή εξάρτηση από ΗΠΑ/ΝΑΤΟ.

[5] Βλ. μεταξύ άλλων, Assessing Current CSDP Structures and Processes and Formulating Recommendations, ΕNGAGE, Working Paper Series No. 22, April 2023. https://static1.squarespace.com/static/604251cac817d1235cbfe98d/t/64711b224df6704dcb7e5331/1685134119041/ENGAGE+Working+Paper+22_Assessing+Current+CSDP+Structures+and+Processes+and+Formulating+Recommendations.pdf

[6] Για επισήμανση της καίριας αυτής αδυναμίας, βλ. The EU Common Foreign and Security Policy, Institutional Challenges,  Stiftung Wissenschaft und Politik, https://www.swp-berlin.org/en/topics/dossiers/the-eu-common-foreign-and-security-policy/institutional-challenges

[7] Βλ. Σπύρος Μπλαβούκος & Γιώργος Παγουλάτος, Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο του Πούτιν: Η ΕΕ στη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας, ELIAMEP, Policy Paper #95/2022.

 

[8] Για το κείμενο της Στρατηγικής Πυξίδας ειδικότερα, βλ. https://www.eeas.europa.eu/sites/default/files/documents/strategic_compass_en3_web.pdf

[9] Βλ. ιστορική ομιλία του Γάλλου προέδρου στη Σορβόννη: Initiative pour l'Europe - Discours d'Emmanuel Macron pour une Europe souveraine, unie, démocratique, Élysée, 26-09-2017, https://www.elysee.fr/emmanuel-macron/2017/09/26/initiative-pour-l-europe-discours-d-emmanuel-macron-pour-une-europe-souveraine-unie-democratique. Το ενδιαφέρον του προέδρου Μακρόν για τις περιορισμένης συμμετοχής συμπράξεις συνδέεται κατά πάσαν πιθανότητα και με τις φιλοδοξίες του Παρισιού να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο, ιδίως σε περιοχές παραδοσιακής επιρροής του, όπως το Σαχέλ. Ανάλογα δε κίνητρα πιθανότατα εξηγούν και τη διαφαινόμενη τοποθέτηση υπέρ των συμπράξεων αυτών της Ιταλίδας πρωθυπουργού κυρίας Μελόνι. Βλ. Leonardo Palma, Italy’s New Look, War On The Rocks, 17-08-2023. https://warontherocks.com/2023/08/italys-new-look/?__s=rdza7s3yrl4uorldpcvr .

[10] Βλ. Closing speech by the President of the Republic at the Globsec Summit in Bratislava, 31-05-2023, https://www.elysee.fr/front/pdf/elysee-module-21303-en.pdf.

[11] Βλ. Roger Cohen, Macron Calls for Intensified Support for Ukraine but Eyes Peace Talks, New York Times, 17-02-2023. Κατά τη σύνταξη του παρόντος, οι εξελίξεις στο ουκρανικό μέτωπο μάλλον δικαιώνουν τους υποστηρικτές της ειρήνευσης με αμοιβαίους συμβιβασμούς. Βλ. μεταξύ άλλων: U.S. intelligence says Ukraine will fail to meet offensive’s key goal, Washington Post, 17-08-2023, και  Marcus Walker, Why Russia’s War in Ukraine Could Run for Years, The Wall Street Journal, 20-08-2023.

[12]   Προ τετραετίας, ο πρόεδρος Μακρόν είχε δηλώσει ότι η Ρωσία είναι «βαθιά ευρωπαϊκή, και πιστεύουμε ότι η Ευρώπη αυτή επεκτείνεται από τη Λισσαβόνα στο Βλαδιβοστόκ».Βλ. Déclaration de M. Emmanuel Macron, Président de la République, sur les relations franco-russes et la situation internationale, à Brégançon le 19 août 2019. Ωστόσο ο Γάλλος πρόεδρος είναι αρκετά ρεαλιστής ώστε, ιδίως μετά τον, κατά κάποιο τρόπο, διαπραγματευτικό εμπαιγμό του από τον πρόεδρο Πούτιν κατά την πρώτη φάση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, να αναγνωρίζει, τόσο την ανάγκη στήριξης του Κιέβου – σε πρόσφατη συνέντευξή του στο περιοδικό Le Point υπήρξε σαφής: «Μπορούμε να αφήσουμε την Ουκρανία να χάσει και τη Ρωσία να κερδίσει; Η απάντηση είναι όχι» –, όσο και τον καίριο ρόλο του ΝΑΤΟ στον χειρισμό του Ουκρανικού. Βλ. David Cadier and Martin Quencez, France’s Policy Shift on Ukraine’s NATO Membership, WAR ON THE ROCKS, 10-08-2023. https://warontherocks.com/2023/08/frances-policy-shift-on-ukraines-nato- embership/?__s=rdza7s3yrl4uorldpcvr .

 

[14] Βλ. ενδιαφέρουσα ανάλυση του Mohammed Soliman, The Folly of Merging the Indo-Pacific and Europe, Foreign Policy and Research Institute, 24-08-2023. https://www.fpri.org/article/2023/08/the-folly-of-merging-the-indo-pacific-and-europe/

[15] Βλ. Josh Hammer, The End of the Unipolar Moment, The American Spectator, 10-03-2022˙ και Zbigniew Brzezinski, Toward a Global Realignment, The American Interest, 17-04-2016.