Προδημοσίευση άρθρου από το τεύχος 141 των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).
Εισαγωγή
Στον Χένρι Κίσινγκερ αποδίδεται –
ανακριβώς, κατά δήλωσή του – το ερώτημα: «σε ποιον τηλεφωνώ όταν θέλω να
επικοινωνήσω με την Ευρώπη;».[1]
Ερώτημα υψηλού κατά τα λοιπά συμβολισμού,
καθότι υποδηλώνει τη δομική πολυφωνία και τη συνακόλουθη δυσλειτουργία της Κοινοτικής
Ευρώπης. Και ναι μεν η ουκρανική κρίση έχει καταστήσει ιδιαιτέρως αισθητά τα κοινοτικά
οργανωτικά κενά και την ανάγκη κάλυψής τους, τις σχετικές όμως προσπάθειες περιπλέκει
το συμφυές με την ευρωπαϊκή οικοδόμηση διττό πρόταγμα της εμβάθυνσης και διεύρυνσης.
Με τις δύο κρίσιμες γεωπολιτικώς και οικονομικώς, αλλά εν δυνάμει αντιφατικές
αυτές διαστάσεις του ευρωπαϊκού εγχειρήματος να συναρτώνται στενά και με τους μηχανισμούς
λήψης αποφάσεων στους κοινοτικούς κόλπους.
Α' Από την ΕΟΚ στην απόρριψη του Ευρωπαϊκού
Συντάγματος
Ο αρχικός μεταπολεμικός στόχος των
ευρωπαϊστών, ήτοι η άμεση σύσταση μιας πανευρωπαϊκής ομοσπονδίας, καθιστούσε το
δίλλημα εμβάθυνση ή διεύρυνση άνευ αντικειμένου. Απεδείχθη όμως ανέφικτος. Το Συμβούλιο
της Ευρώπης, επί παραδείγματι, αντί, όπως αρκετοί είχαν ελπίσει, να αποτελέσει
το πρόπλασμα ενός ομοσπονδιακού φορέα, ταχέως μετετράπη – εκφυλίσθηκε, θα
μπορούσε να πει κανείς από τη συγκεκριμένη σκοπιά – σε ευρωπαϊκό ΟΗΕ. Υπό το
φως δε του ναυαγίου αυτού, οι υπέρμαχοι της ευρωπαϊκής ενοποίησης υιοθέτησαν τη
λεγόμενη «λειτουργική» προσέγγιση: τη θεσμοθέτηση της κατά τομείς σύμπραξη των
πληρούντων τα συναφή κριτήρια κρατών. Και οι μεν σχετικές πρωτοβουλίες στον αμυντικό και
πολιτικό τομέα εξέπνευσαν εν τη γενέσει τους, με τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση να
καταψηφίζει την πρόταση συγκρότησης μιας «Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας»,
συμπαρασύροντας και την υπό διαβούλευση «Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα». Παράλληλη
όμως και ανάλογη προσπάθεια στον οικονομικό τομέα απέδωσε αγλαούς καρπούς υπό τη
μορφή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Η οποία μάλιστα λειτούργησε εν
συνεχεία και ως εφαλτήριο για την εκ
νέου – αν και άκαρπη μέχρι στιγμής – επιδίωξη
της «μεγάλης Ευρώπης».
Αρχής γενομένης με την ίδρυση στο
Μάαστριχτ το 1992 μιας Ευρωπαϊκής Κοινότητας με ευρύτατες σε διακηρυκτικό
επίπεδο αρμοδιότητες – χωρίς ωστόσο να θεσμοθετηθούν τα απαιτούμενα για την αποτελεσματική
άσκησή τους μέσα. Με επακόλουθο λίαν άνισες κατά τομέα κοινοτικές επιδόσεις,
καθώς και την επίσης άνιση συμβολή των εταίρων στις σχετικές δραστηριότητες - δηλαδή
ένα πρόπλασμα της λεγόμενης Ευρώπης των πολλαπλών ταχυτήτων. Υπό τις θεσμικές δε
αυτές συνθήκες, προωθήθηκε μεν η διαμόρφωση της εσωτερικής κοινής αγοράς και άνοιξε
ο δρόμος για τη δημιουργία της νομισματικής ένωσης, η πανηγυρικώς όμως θεσπισθείσα
«Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας» παρέμεινε εν πολλοίς νεκρό γράμμα.
Ενώ ιδιαίτερα απογοητευτική υπό φιλοευρωπαϊκό
πρίσμα υπήρξε η απόρριψη το 2005 από τους Γάλλους και Ολλανδούς ψηφοφόρους του ευθέως
ομοσπονδιακής υφής σχεδίου Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Είναι δε αποκαλυπτικό των
κοινοτικών αντανακλαστικών ότι, αντί κατόπιν τούτου οι προσπάθειες για την εμβάθυνση
της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αυξηθούν, απλώς συνεχίσθηκε, δίκην φυγής προς τα
εμπρός, η διεύρυνσή της. Με την επακολουθήσασα αύξηση στους κοινοτικούς κόλπους
της γεωπολιτικής και οικονομικής ανομοιογένειας να αποκλείει πλέον αντικειμενικώς
την πραγμάτωση του ομοσπονδιακού ιδεώδους στο σύνολο του κοινοτικού χώρου.
Κατά τα άλλα, από την ευρωενωσιακή
αυτή προϊστορία προκύπτει σαφώς ότι τα κράτη-μέλη ευκολότερα θυσιάζουν
κυριαρχικά δικαιώματα στους τομείς της οικονομικής και γενικότερα της εσωτερικής
πολιτικής παρότι σε εκείνους της εξωτερικής και αμυντικής˙ και ότι, στον βαθμό που οι λήψη των κρίσιμων
αποφάσεων στους τελευταίους διέπεται από τον κανόνα της ομοφωνίας, οι άνευ ετέρου διευρύνσεις της ΕΕ
επιδρούν ανασταλτικά στη λειτουργία της – ενισχύοντας έτσι και την τροπή προς την
Ευρώπη των πολλαπλών ταχυτήτων.
Β’ Το ουκρανικό,
οι κοινοτικές αδυναμίες και οι προτάσεις
Μακρόν
Οι κοινοτικές αυτές αδυναμίες αναδείχθηκαν
θεαματικά επ’ ευκαιρία της ουκρανικής κρίσης. Τη διαχείριση της οποίας ανέλαβε από
την πρώτη στιγμή, εκ των πραγμάτων, το ΝΑΤΟ – με τις Ηνωμένες Πολιτείες στο
τιμόνι, και με τους εντός και εκτός ατλαντικής συμμαχίας Ευρωπαίους σε ρόλο
επικουρικό. Η σχετική δε αυτή περιθωριοποίηση του κοινοτικού παράγοντα δεν αντανακλά
μόνο τον – καθοριστικό – ρόλο της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος στην
ευρωπαϊκή ασφάλεια, αλλά και τις διαφοροποιήσεις και διαφωνίες στους κόλπους
της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες, υπό τους ισχύοντες κανόνες λήψης
αποφάσεων, ορθώνουν συχνά ανυπέρβλητα εμπόδια στην έγκαιρη και ουσιαστική δραστηριοποίησή
της.
Διχογνωμίες σημειώνονται βέβαια και
στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ. Όπου όμως, σε ό,τι αφορά στα μεγάλα και κρίσιμα, υπερισχύει
κατά κανόνα η βούληση των ΗΠΑ. Ενώ, αντιθέτως, στην Ευρωπαϊκή Ένωση η ως επί το
πολύ επικράτηση του ελάχιστου κοινού παρανομαστή τείνει να οδηγήσει σε στρατηγική αδράνεια. Χαρακτηριστικός ο επί του
παρόντος αδιέξοδος χειρισμός της ευρωενωσιακής διεύρυνσης. Με ορισμένα κράτη-μέλη,
έχοντα ως αποκλειστικό γνώμονα την αντιπαράθεση με τη Ρωσία, να πιέζουν για την
άμεση και κατά παράβαση των θεσμοθετημένων προϋποθέσεων κοινοτική διεύρυνση
προς Ανατολάς. Και με τους κηδόμενους του μέλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εταίρους
να αναζητούν τη χρυσή τομή μεταξύ της σηματοδότησης της αναγκαίας πανευρωπαϊκής
συμπαράστασης στις ιδιαίτερα εκτεθειμένες στις ρωσικές πιέσεις χώρες της
Ανατολικής Ευρώπης και της διασφάλισης της συνοχής και αποτελεσματικότητας της ΕΕ.
Σημειωτέον ότι τις πλέον επεξεργασμένες
και καινοτόμους προτάσεις για την ισόρροπη μεθόδευση του διευρυντικού εγχειρήματος έχει κατά καιρούς θέσει επί
κοινοτικού τάπητος ο Γάλλος πρόεδρος. Ο οποίος, επί τη βάσει του σκεπτικού ότι «[η]
Ευρωπαϊκή Ένωση, λαμβανομένου υπόψιν του επιπέδου της συσσωμάτωσής της και
των φιλοδοξιών της, δεν νοείται, βραχυπρόθεσμα, να είναι ο μόνος τρόπος δόμησης
της ευρωπαϊκής ηπείρου», εισηγείται μεταξύ άλλων: [2]
* Την προώθηση της – ήδη εν
σπέρματι ενυπάρχουσας στην Ευρωζώνη και στη Συνθήκη Σένγκεν – «Ευρώπη των
πολλαπλών ταχυτήτων».
* Τη γενίκευση της «ειδικής
πλειοψηφίας» εις βάρος της παραλυτικής ομοφωνίας.[3]
* Τη συγκρότηση ενός ευρύτερου,
αλλά χαλαρότερου ευρωπαϊκού σχήματος – προτείνει να
ονομασθεί «Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα» – παρέχοντος το θεσμικό πλαίσιο για μια
πολύπλευρη συνεργασία των κοινοτικών εταίρων με ευρωπαϊκές χώρες εκτός ΕΕ, συμμεριζόμενες
μεν «τις κοινές θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αξίες», αλλά χωρίς προοπτική κοινοτικής ένταξης,
τουλάχιστον προ της παρόδου μακρού χρονικού διαστήματος˙ με την Ουκρανία και ορισμένες
χώρες των Δυτικών Βαλκανίων να εμπίπτουν στην τελευταία αυτή κατηγορία.
* Και, για να υλοποιηθούν οι ως
άνω θεσμικές τομές, την αναθεώρηση των ευρωενωσιακών συνθηκών – αν και, κατά
μία άποψη, οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν είναι ανέφικτες και υπό το ισχύον
συμβατικό καθεστώς.
Το ριζοσπαστικό όμως αυτό πρόγραμμα
διχάζει τους κοινοτικούς εταίρους. Το εν τρίτο των οποίων έχουν ήδη καταστήσει
εμφανή την απορριπτική τους διάθεση, διαμηνύοντας γραπτώς την αντίθεσή τους «σε
απερίσκεπτες και πρόωρες απόπειρες δρομολόγησης της αναθεώρησης των [ευρωπαϊκών]
συνθηκών». [4] Ενώ, από
την άλλη, έξι από τα ιδρυτικά κράτη-μέλη της Γερμανίας περιλαμβανομένης το
στηρίζουν. [5]
Κατά τα λοιπά, πολλά εξαρτώνται
από τη δυνατότητα του προέδρου Μακρόν να
αναλάβει τον ηγετικό ευρωπαϊκό ρόλο που κανείς άλλος δεν είναι σε θέση να επωμισθεί.
Υπό το πρίσμα δε αυτό, η απώλεια από το κόμμα του «Η Δημοκρατία Προχωρά Μπροστά»
της απόλυτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας κατά τις πρόσφατες εκλογές προβληματίζει.
Διότι παρά τις ευρείες αρμοδιότητες που ο Γάλλος πρόεδρος διαθέτει εκ του
συντάγματος στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας, η σύμπλευση της
Εθνοσυνέλευσης είναι ενίοτε κρίσιμης σημασίας για την προώθηση του σχετικού
προγράμματός του. Ενώ – το και κυριότερο – η ικανότητά του να υλοποιήσει την
εσωτερική του ατζέντα επηρεάζει αναπόφευκτα και το κύρος του στο ευρύτερο
ευρωπαϊκό πλαίσιο. Όπως προκύπτει και από τις αρνητικές επιπτώσεις στη διεθνή
εικόνα της Γερμανίας και της Ιταλίας των κυβερνητικών δυσλειτουργιών τους.
Γ’ Η ΕΕ στο υπό
διαμόρφωση παγκόσμιο σύστημα
Σχεδόν βέβαιο πάντως είναι, ότι μόνο
ανασυγκροτούμενη προς την υποδεικνυόμενη
από τον Γάλλο πρόεδρο κατεύθυνση η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κατορθώσει να υπερβεί τη
στρατηγική της δυσκαμψία και να διαχειρισθεί αποτελεσματικά, ως ενιαίος φορέας
και επ’ ωφελεία πρωτίστως των μελών της, τις πολλαπλές γεωπολιτικές προκλήσεις
της εποχής μας. Οι κρισιμότερες των οποίων προκύπτουν στην Ευρασία, στον Ινδικό-Ειρηνικό
και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Μολονότι δε σε όλους τους γεωπολιτικούς αυτούς
χώρους οι κοινοτικοί Ευρωπαίοι έχουν προφανές συμφέρον να συμπράττουν με την αμερικανική
υπερδύναμη, ο βαθμός και η φύση της σύμπραξης αυτής συναρτώνται κατ’ ανάγκην,
τόσο με το βάρος του εκάστοτε ευρωπαϊκού διακυβεύματος, όσο και με τις
δυνατότητες ουσιαστικής παρέμβασης – στρατιωτικής, οικονομικής, διπλωματικής,
επικοινωνιακής – της ΕΕ. Και επομένως ποικίλουν κατά περίπτωση.
Ευρωρωσικά
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είχε
ως άμεσο επακόλουθο την ευρωαμερικανική συσπείρωση. Ενδεικτική η στάση του
Γάλλου προέδρου, ήτοι του Ευρωπαίου ηγέτη του πλέον ίσως ανοικτού κατά το
παρελθόν σε μια πολύπλευρη συνεργασία με τη Μόσχα. Ο οποίος – ιδίως μετά τον διαπραγματευτικό
εμπαιγμό του από τον πρόεδρο Πούτιν – στήριξε αναφανδόν την από κοινού εντός
και εκτός ΝΑΤΟ αντίδραση των δύο πλευρών του Ατλαντικού. (Η «Ευρώπη από τον
Ατλαντικό στα Ουράλια» που ευαγγελίσθηκε ο στρατηγός ντε Γκολ και φέρεται να
εμπνέει σε κάποιο βαθμό και τον πρόεδρο Μακρόν παραμένει επί του παρόντος στα
αζήτητα…)
Παρά ταύτα όμως, οι δριμείες οικονομικές και γεωπολιτικές επιπτώσεις
της ουκρανικής κρίσης στο ευρωπαϊκό σκέλος του ευρωατλαντικού κόσμου, σε
αντιδιαστολή με τις ηπιότερες στο αμερικανικό, συνηγορούν υπέρ της διαμόρφωσης έναντι
της Ρωσίας μιας διακριτής – συμπληρωματικής και ασφαλώς όχι ανταγωνιστικής εκείνης
του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ – ευρωενωσιακής στρατηγικής. Επικεντρωμένης πρωτίστως στη
διλημματική επιλογή μεταξύ της εκτόνωσης της δυτικής αντιπαράθεσης με τη Μόσχα μέσω
μιας ρεαλιστικής, και άρα συμβιβαστικής, επίλυσης του Ουκρανικού, και της επιδίωξης
της μέσω της παράτασης των εχθροπραξιών φθοράς και τελικώς ανατροπής του
ρωσικού καθεστώτος – με πιθανή απόληξη στη δεύτερη περίπτωση έναν νέο Ψυχρό
Πόλεμο συνεπαγόμενο και τον κίνδυνο εκτροπής του προς θερμό.
Ένα ιδιαίτερα δε από ευρωπαϊκής
σκοπιάς ανησυχητικό υποπροϊόν της ρωσικής εισβολής είναι η προώθηση της από
καιρό ήδη διαγραφόμενης στρατηγικής προσέγγισης Ρωσίας και Κίνας – παρά τη
διαχρονική αμοιβαία σινο-ρωσική καχυποψία και υποβόσκουσα αντιπαλότητα.[6]
Ενώ την Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να θορυβεί και η τάση πλειόνων χωρών του
λεγόμενου «Παγκόσμιου Νότου» [Global South], μεταξύ των
οποίων και προσκείμενες κατ’ αρχήν στη Δύση, να τηρήσουν προσεκτικές ισορροπίες
μεταξύ του ευρωατλαντικού και του διαφαινόμενου σινορωσικού γεωπολιτικού πόλου.[7]
Σινοευρωπαϊκά
Πηγή ωστόσο ευρωενωσιακού
προβληματισμού αποτελεί και η ραγδαία ισχυροποίηση και γεωπολιτική και
γεωοικονομική αναβάθμιση της Κίνας γενικότερα. Καθώς οι κοινοτικοί Ευρωπαίοι, αφενός
μεν αποβλέπουν στη συνέχιση της εκτεταμένης οικονομικής συνεργασίας τους με το
Πεκίνο – μεταξύ άλλων, τον κυριότερο από διετίας εταίρο τους στο εμπόριο αγαθών
–, αφετέρου όμως ανησυχούν για τη συστηματική χρησιμοποίηση από την κινεζική
ηγεσία της οικονομίας ως μοχλού άσκησης γεωπολιτικής επιρροής˙ και γενικότερα αντιλαμβάνονται
ότι έχουν ζωτικό συμφέρον η οξυνόμενη αντιπαράθεση μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ – κατά
πολλούς η καθοριστική γεωπολιτική αναμέτρηση των καιρών – να μην κριθεί υπέρ
της κινεζικής πλευράς.
Εν τούτοις η χάραξη έναντι της
ΛΔΚ μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής μη περιορισμένης στη διακήρυξη ευσεβών
γενικοτήτων του τύπου «σεβασμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων» ή «τήρηση του διεθνούς δικαίου», μολονότι ενδείκνυται,
αποδεικνύεται δυσεπίτευκτη.[8]
Εν μέρει διότι το κύριο βάρος, και όλως ειδικότερα το στρατιωτικό, της
αποτροπής της κινεζικής επεκτατικότητας στον Ινδικό-Ειρηνικό – ήτοι στον κύριο χώρο
εκδήλωσής της – φέρουν οι Αμερικανοί στηριζόμενοι από τους εκεί συμμάχους και
εταίρους των, Ιάπωνες, Νοτιοκορεάτες, Αυστραλούς, και άλλους. Με τους
κοινοτικούς Ευρωπαίους, στο μέτρο που εμπλέκονται, να περιορίζονται ως επί το
πολύ σε ρόλο επικουρικό της αμερικανικής πολιτικής – και περιπλεκόμενο από τις εκάστοτε
στροφές της˙ όπως μαρτυρούν και οι ευρωπαϊκές ανησυχίες για την απότομη όξυνση
των σινοαμερικανικών σχέσεων εξαιτίας της επίσκεψης της προέδρου της Βουλής των
Αντιπροσώπων Πελόζι στην Ταϊβάν.[9]
Κατά λοιπά, οι περισσότερες
κοινοτικές κυβερνήσεις τείνουν να προσεγγίσουν τις σινοευρωπαϊκές σχέσεις με
στενά εμπορικά κριτήρια.[10]
Το μόνο δε κράτος-μέλος με σημαντική εδαφική, δημογραφική και στρατιωτική
παρουσία στην περιοχή και ως εκ τούτου και με διακριτή γεωπολιτική τοποθέτηση
έναντι των εκεί πραγμάτων, η Γαλλία – ο πρόεδρος της οποίας, επί παραδείγματι, από
τη μια μεν, επιβεβαίωνε προσφάτως την κοινότητα αξιών της χώρας του με τις ΗΠΑ, από την άλλη όμως, απέτρεπε τον «συνασπισμό
όλων κατά της Κίνας» ως «αντιπαραγωγικό» – ενεργεί σε εθνική βάση, και, παρά κάποιες προσπάθειες
ευρωενωσιακού συντονισμού, χωρίς ουσιαστική συνάρτηση με μια ευρωπαϊκή
στρατηγική. [11]
ΕΕ και Ευρύτερη Μέση
Ανατολή
Πολύ ουσιαστικότερη είναι η
παρουσία της Κοινοτικής Ευρώπης στην Ευρύτερη
Μέση Ανατολή. Εν πρώτοις, λόγω γεωγραφικής γειτνίασης και των επιπτώσεων των
εκεί διεργασιών στα ευρωπαϊκά οικονομικά, ενεργειακά και γεωπολιτικά συμφέροντα
και στην ασφάλεια των εκτεθειμένων σε μεταναστευτική πίεση εξωτερικών
κοινοτικών συνόρων. Δεύτερον, ως συνέπεια των πολλαπλών δεσμών, τόσο των θετικών,
όσο και των προβληματικών, που κληροδότησε η αποικιακή προϊστορία ορισμένων
κοινοτικών εταίρων. Και, τέλος, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η διείσδυση των
μεγάλων δυνάμεων Ρωσία και Κίνα και των περιφερειακών Ιράν και Τουρκία˙ να
καταπολεμηθούν οι πάντοτε παρούσες τρομοκρατικές ισλαμικές οργανώσεις˙ και να
καλυφθεί στο μέτρο του δυνατού το γεωπολιτικό κενό που – παρά τις εκάστοτε
καθησυχαστικές αμερικανικές διαβεβαιώσεις – τείνει να προκύψει από τη στροφή
της Ουάσιγκτον προς Ινδικό-Ειρηνικό.
Παρά ταύτα, η δραστηριοποίηση των
κοινοτικών Ευρωπαίων φέρει και εδώ περισσότερο τη σφραγίδα των εθνικών τους επιλογών
παρά εκείνη μιας κοινής ενωσιακής πολιτικής. Σημειωτέον ότι το υφιστάμενο
θεσμικό πλαίσιο – η Κοινή Πολιτική
Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ), ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής
Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης
(ΕΥΕΔ), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας (ΕΟΑ), και άλλοι συναφείς βαρύγδουποι
θεσμοί – θεωρητικώς προσφέρει στα κράτη-μέλη ουκ ολίγες δυνατότητες ανάληψης
κοινής δράσης. Και όντως, όταν πρόκειται για τη χρήση «ήπιας» ισχύος, κυρίως διπλωματικής
και επικοινωνιακής, είτε στην υπηρεσία του ενωσιακού ευχολογίου περί προαγωγής
της δημοκρατίας κλπ., είτε προς στήριξη της ειρηνικής επίλυσης ορισμένων ευρύτερου
ενδιαφέροντος διεθνοπολιτικών προβλημάτων, όπως το πυρηνικό πρόγραμμα της
Τεχεράνης ή το Παλαιστινιακό, η ΕΕ δίνει συχνά το συλλογικό της παρών. Προκειμένου
όμως για περιφερειακές κρίσεις έναντι των οποίων οι τοποθετήσεις των εταίρων διίστανται,
ο κανόνας της ομοφωνίας παρεμβάλλει αποφασιστικά εμπόδια στην από κοινού χάραξη
– πέραν εικονικών συναινέσεων επικοινωνιακής σκοπιμότητας – μιας αποτελεσματικής
κοινής γραμμής. Παράδειγμα η διαχρονική διένεξη
Γάλλων και Ιταλών περί το Λιβυκό στο πλαίσιο ενός ευρύτερου ανταγωνισμού τους για
την μεσογειακή πρωτοκαθεδρία˙ και η ισχνή, με εξαίρεση την προσφυγική της πτυχή,
κοινοτική συμμετοχή στον χειρισμό του Συριακού – για την αρχική, τραγική τροπή του
οποίου μάλιστα συγκεκριμένες κοινοτικές πρωτεύουσες δεν είναι άμοιρες ευθυνών.[12]
Ενώ ιδιαίτερα δυσχερής λόγω κανόνος ομοφωνίας αποδεικνύεται η προσφυγή
της ΕΕ σε στρατιωτικά μέσα.[13]
Ως εκ τούτου δε οι κυριότερες ευρωπαϊκές στρατιωτικές αποστολές και
επιχειρήσεις στον ευρύτερο μεσανατολικό χώρο, παρά τις όποιες επικοινωνιακής υφής
αναφορές σε κοινοτικές αρχές και επιδιώξεις και έστω και αν συνεπάγονται
συμπράξεις μεταξύ κοινοτικών εταίρων, διεξάγονται ουσιαστικά εκτός ενωσιακών
μηχανισμών και υπηρετούν εθνικές κυρίως σκοπιμότητες. Χαρακτηριστική περίπτωση οι
στρατιωτικές επεμβάσεις της Γαλλίας στην ιδιαίτερου εθνικού της ενδιαφέροντος ζώνη του
Σαχέλ.
ΕΕ και Τουρκία
Με την προοπτική της πλήρους
τουρκικής κοινοτικής ένταξης σκοτεινότερη παρά ποτέ, η Άγκυρα αξιοποιεί την παγκόσμια γεωπολιτική συγκυρία
για να διαμορφώσει ένα εναλλακτικό πλαίσιο ευρωτουρκικών σχέσεων – από τη σκοπιά μάλιστα του προέδρου
Ερντογάν ενδεχομένως ελκυστικότερο από το ενταξιακό, για λόγους τόσο
θρησκευτικούς όσο και εσωτερικής διακυβέρνησης. Και όπως όλα δείχνουν, η υπό
εκκόλαψη αυτή τουρκική στρατηγική προτάσσει: την οικονομική συνεργασία με την
ΕΕ – τον σημαντικότερο διεθνή οικονομικό εταίρο της Τουρκίας˙ τη διαχείριση του
προσφυγικού, με ιδιαίτερη έμφαση στη συριακή του συνιστώσα˙ και την άρση των
υφιστάμενων ή την αποτροπή τυχόν μελλοντικών αντιτουρκικών κυρώσεων. Μολονότι
δε δρομολογημένη από τινος ήδη χρόνου, η στρατηγική αυτή αναθεώρηση δέχεται ισχυρή
ώθηση από τις εξελίξεις περί το Ουκρανικό. Με τις κατ’ εξοχήν ανήσυχες για τις
επιπτώσεις του πολέμου μεγάλες κοινοτικές πρωτεύουσες Παρίσι, Βερολίνο, Ρώμη
και Μαδρίτη, στις οποίες ευνοήτως επικεντρώνεται και η προσοχή της Άγκυρας, να
καλωσορίζουν τον διαμεσολαβητικό ρόλο της τελευταίας αυτής μεταξύ των
αντιμαχόμενων πλευρών – μεταξύ άλλων στη διαπραγμάτευση για την εξαγωγή των
ουκρανικών σιτηρών.[14]
Όλως δε ιδιαίτερο ενδιαφέρον εν
προκειμένω παρουσιάζει η τροπή των γαλλο-τουρκικών σχέσεων. Οι οποίες, επί
ξυρού ακμής μέχρι πρόσφατα, με τον πρόεδρο Μακρόν να αντιμετωπίζει τις
τουρκικές περιφερειακές φιλοδοξίες ως προκλητική αμφισβήτηση της
προεξάρχουσας θέσης της Γαλλίας στην
ευρύτερη Μέση Ανατολή, χάρις στο διαμορφούμενο υπό το κράτος του Ουκρανικού
γεωπολιτικό κλίμα σημειώνουν αισθητή – αν και όχι απαλλαγμένη οπισθοδρομήσεων –
βελτίωση.[15] Ενώ
θετικό αντίκτυπο στις σχέσεις της Τουρκίας με τον ευρωενωσιακό χώρο έχουν και
οι γέφυρες που, για γενικότερους λόγους, ο πρόεδρος Ερντογάν ρίχνει προς
φιλοδυτικές μεσανατολικές δυνάμεις, όπως η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά
Εμιράτα, η Αίγυπτος και, κυριότατα, το Ισραήλ. (Πρόκειται για μια παράμετρο της
τουρκικής εξωτερικής πολιτικής άξια ιδιαίτερης προσοχής από ελληνικής πλευράς.)
[16]
Μια αξιοπρόσεκτη, τέλος, πτυχή
της ευρωπαϊκής στρατηγικής της Άγκυρας είναι η
προτίμηση για τις διμερείς με τα επί μέρους κράτη-μέλη διαπραγματεύσεις
έναντι των πολυμερών. Και τούτο διότι, ενώ
οι πρώτες διεξάγονται κατά κανόνα με γεωπολιτικά και οικονομικά εκατέρωθεν κριτήρια,
οι πολυμερείς παρέχουν έδαφος για την από κοινοτικής πλευράς ενοχλητική για την
τουρκική επίκληση αρχών και αξιών. Αξίζει ωστόσο να επισημανθεί ότι, παρά ταύτα,
η Άγκυρα έχει, σύμφωνα με πληροφορίες έγκυρης γαλλικής δημοσιογραφικής πηγής, «εκδηλώσει
ενδιαφέρον» για την προωθούμενη από τον πρόεδρο Μακρόν Ευρωπαϊκή Πολιτική
Κοινότητα˙ με την ίδια όμως πηγή να επισημαίνει ότι ο υπό διαβούλευση αυτός οργανισμός
θα είναι προσβάσιμος μόνο σε χώρες συμμεριζόμενες τις «δημοκρατικές αξίες» της
ΕΕ.[17]
Συμπερασματικώς
Η ουκρανική κρίση ανέδειξε
θεαματικά τις δομικές αδυναμίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι διχογνωμίες μεταξύ
εταίρων σε συνδυασμό με τα θεσμικά εμπόδια στη λήψη αποφάσεων περιόρισαν τους
κοινοτικούς Ευρωπαίους σε ρόλο αναντίστοιχο προς τη συνολική ισχύ τους, ήπια
και σκληρή. Μόνος δε ορατός τρόπος για να αποτρέψει η ΕΕ την επαπειλούμενη
περιθωριοποίηση της στο υπό διαμόρφωση παγκόσμιο γεωπολιτικό τοπίο, και να
συμπράξει, όχι ως ουραγός, αλλά ως ισότιμος στρατηγικός εταίρος, με την
Ουάσιγκτον στην αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων της εποχής μας, τόσο στον
ευρωπαϊκό, όσο και στον ασιατικό και στον ευρύτερο μεσανατολικό χώρο, είναι η
υιοθέτηση της μεταρρυθμιστικής γραμμής του Γάλλου προέδρου. Ήτοι, αφ’ ενός, η
εμβάθυνση της ΕΕ με την απλούστευση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων και τη
διευκόλυνση των θεσμικώς συγκροτημένων συνεργασιών «πολλαπλών ταχυτήτων», ειδικότερα
στον τομέα της αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής, και, αφ’ ετέρου, η διεύρυνση της γεωπολιτικής και οικονομικής
της επιφάνειας, με την μετρημένη ένταξη νέων μελών και, κυρίως, με την
παράλληλη συγκρότηση της συμπληρωματικής προς αυτήν, αλλά ευρύτερης σύνθεσης
και οργανωτικά χαλαρότερης, Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας.
Το κατά πόσον οι Κοινοτικοί
Ευρωπαίοι θα ακολουθήσουν τον σωτήριο, αλλά δύσβατο αυτόν δρόμο παραμένει κατά
τη σύνταξη του παρόντος αβέβαιο. Ενώ πρόσθετο κίνδυνο εν προκειμένω συνιστά το, απίθανο μεν, αλλά όχι
αποκλειόμενο ενδεχόμενο της ανόδου στην εξουσία ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων σε
ένα από τα ιθύνοντα κράτη μέλη.
[1] Βλ. Kissinger
says calling Europe quote not likely his, Associated Press, 20-11-2014
[2] Βλ.
Speech by Emmanuel Macron at the closing ceremony of the Conference on the
Future of Europe, https://presidence-francaise.consilium.europa.eu/en/news/speech-by-emmanuel-macron-at-the-closing-ceremony-of-the-conference-on-the-future-of-europe/, Επίσης, What does French President Macron’s proposed ‘European Political
Community’ entail?, France 24˙ Laurence
Boone, Γαλλίδα Υπουργός για Ευρωπαϊκές Υποθέσεις, Europe must become a global political
power, Financial Times, 26-08-2022˙ και Macron Calls for ‘Stronger’ Europe but
Quashes Ukraine’s Hopes of Joining E.U. Soon, New York Times, 09-05- 2022.
[3] Για τον ορισμό της ειδικής πλειοψηφίας, βλ. https://www.consilium.europa.eu/el/council-eu/voting-system/qualified-majority/
[4] Βλ.
A third of EU countries oppose changing bloc’s treaties, EURACTIV.com
with AFP, 09-05-2022.
[5] Για το όλο θέμα της μεθόδευσης των κοινοτικών μεταρρυθμίσεων, βλ. Stefan Lehne, Does the EU Need Treaty Change? Carnegie
Europe, 16-06-2022. Για τη γερμανική στάση, βλ. Oliver Noyan, Germany embraces Macron’s proposal for a
‘European Political Community’, EURACTIV.com 10—05-2022.
[6] Βλ. επί παραδείγματι, Tom Rogan, China Risks Losing Its European Union Linchpin. PLA
participation in Russia’s military exercises should spark outrage on the
Continent, Wall Street Journal, 22-08-2022.
[7] Βλ.
Alexander Gabuev, China’s New Vassal. How the War in Ukraine Turned Moscow
Into Beijing’s Junior Partner, Foreign Affairs, 09-08-2022. Επίσης, Mark Leonard, The war in Ukraine as
seen from China? The perspective is vastly different from the West’s, Los
Angeles Times, 29-07-2022
[8] Βλ. EU-China – A
strategic outlook, Joint Communication to the European Parliament, the
European Council and the Council, 12-03-2019. Επίσης, δηλώσεις της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, EU says China is a systemic rival,
human rights is main issue, Reuters, 15-06-2022.
[9] Βλ. Nancy Pelosi’s trip
to Taiwan highlights America’s incoherent strategy. The Biden administration’s policy
is a mess, Economist, 04-08-2022.
[10] Βλ.
επί παραδείγματι, Why Germany won’t get tough on Beijing — even if it invades
Taiwan. The German economy is even more dependent on China than it is on Russia,
Politico, 12-08-2022.
[11] Βλ. Macron: EU
shouldn’t gang up on China with US, Politico, 10-08-2022. Για τις γενικές κατευθύνσεις της γαλλικής πολιτικής βλ. The Indo-Pacific region: a priority for
France, Ministère de l’Europe et des
Affaires Etrangères, France Diplomacy.
[12] Βλ.
A European Strategy in Libya: an Uneasy Bargain, 06-2021, https://www.cidob.org/en/
[13] Για μια συνοπτική εικόνα των
ευρωενωσιακών αποστολών, πολιτικών και στρατιωτικών, κατά την παρούσα στιγμή, βλ. https://www.eeas.europa.eu/eeas/missions-and-operations_en
[14] Για τις ρωσοτουρκικές σχέσεις, βλ. Iliya Kusa, Russia’s Turkey Foreign
Policy Objectives, Kennan Institute, 07-09-2022.
[15] Βλ. French-Turkish
Relations: Foes to Friends? The Washington Institute for Near East Policy,
20-04-2022. Επίσης, Jana JABBOUR, France vs. Turkey in the EastMed. A
Geopolitical Rivalry between a "Keeper" of the Old Order and a Challenging
Emergent Power, IFRI, 06-08-2022˙ και Türkiye slams Macron over 'colonial
history' remarks, Hurriyet
Daily News, 27-08-2022.
[16] Βλ.
Why is Erdogan suddenly making nice to his enemies? The Washington Post,
26-08-2022. Επίσης, Steven A. Cook, How
Israel and Turkey Benefit From Restoring Relations, Council on Foreign
Relations,
23-08-2022, όπου ιδιαίτερη αναφορά
στα ελληνοτουρκικά.
[17] Βλ. What
does French President Macron’s proposed ‘European Political Community’ entail?
France 24,
23-06-2022. Για μια αξιολόγηση ενδεχόμενης τουρκικής υποψηφιότητας από γαλλική
δεξαμενή σκέψης, βλ. The
European Political Community,
Institut Jacques Delors, Policy Brief May 2022.