Friday, March 11, 2022

Ο ΓΑΛΛΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΜΕΛΛΟΝ

Προδημοσίευση άρθρου από το τεύχος 139 των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ). 


Αφιερώνω το κείμενο αυτό στη μνήμη του αδελφού μου αντιναυάρχου Αθανασίου Ε. Σέκερη, ο οποίος καθ’ όλη τη διαδρομή του, στρατιωτική και πολιτική, ετήρησε πιστά τον Κώδικα Τιμής του Έλληνος Αξιωματικού


ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Αποφασιστικής σημασίας για τις τύχες της ηπείρου μας, οι γαλλογερμανικές σχέσεις υπήρξαν, έως και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, συγκρουσιακές˙ με αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο των ευρωπαϊκών λαών. Η μεταπολεμική, ωστόσο, ανάληψη του κυβερνητικού πηδαλίου στη Γαλλία και στη Γερμανία από τους εμπνευσμένους ηγέτες ντε Γκολ και Άντεναουερ, αντιστοίχως, σηματοδότησε για τα δύο έθνη, και κατ’ επέκταση και για την Ευρώπη, μια νέα εποχή – με  ελπιδοφόρο καρπό το ευρωκοινοτικό ενοποιητικό εγχείρημα. Ένα εγχείρημα, όμως, το οποίο, ενώ έχει επιτύχει σε σημαντικό βαθμό – αν και ασφαλώς όχι στον επιθυμητό από τους ευρωπαϊστές – την εναρμόνιση της οικονομικής πολιτικής και της εσωτερικής θεσμικής τάξης των εταίρων, προσκρούει διαχρονικά στη συγκρότηση κοινής άμυνας και εξωτερικής πολιτικής. Με την ενοποιητική δυναμική ως προς τα ιδιαιτέρως φορτισμένα, ιδεολογικώς και ψυχολογικώς, δύο αυτά ζητούμενα να κινείται με βήμα σημειωτόν. Υπό το πρίσμα δε αυτό, το πρώτο εξάμηνο του 2022 ενδεχομένως να αποδειχθεί καθοριστικό. Καθώς η χρονική σύμπτωση της δρομολόγησης της νέας γερμανικής κυβέρνησης και της γαλλικής κοινοτικής προεδρίας δημιουργεί ελπίδες υπέρβασης του ορατού κινδύνου μιας προϊούσης αγκύλωσης της ΕΕ, στο μέτρο που τόσο ο Γάλλος πρόεδρος, όσο και ο Γερμανός καγκελάριος, εμφανίζονται ως φορείς υψηλών ευρωπαϊκών φιλοδοξιών. Δοθέντος, ωστόσο, ότι οι στοχεύσεις των δύο συνιστωσών του γαλλογερμανικού άξονα αντανακλούν διαφορετικές εθνικές πραγματικότητες, η εναρμόνισή τους αποδεικνύεται συχνά δυσχερής. Ενώ η ευόδωσή τους συναρτάται με ένα ιδιαίτερα ρευστό διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον.


Ι. ΔΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΓΑΛΛΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ


Και η μεν γερμανική πολιτική ζωή δεν έχει παύσει να κατατρύχεται από τις τραυματικές εμπειρίες του Τρίτου Ράιχ και του Β! Παγκόσμιου Πολέμου. Κατά συνέπειαν δε, το Βερολίνο, υπό το κράτος ενός έντονου ειρηνισμού στους κόλπους του γερμανικού λαού, αλλά και εμφορούμενο  από τον – υπερβολικό πιθανώς, όχι όμως και αδικαιολόγητο – φόβο των αντιδράσεων των θυμάτων του πάλαι ποτέ γερμανικού επεκτατισμού, μέχρι τις πρόσφατες εξελίξεις περί το Ουκρανικό προσέγγιζε τη στρατιωτική ισχύ με άκρα επιφυλακτικότητα. Επιδεικνύοντας απροθυμία, όχι μόνο να συγκροτήσει ένοπλες δυνάμεις ανάλογες προς τις δημογραφικές και οικονομικές δυνατότητες της Γερμανίας και τις, εντός και εκτός ΝΑΤΟ, διεθνείς υποχρεώσεις της, αλλά και να διαθέσει στρατιωτικά μέσα για τη διαχείριση διεθνών κρίσεων. Σε αντιστάθμισμα δε, κατά κάποιο τρόπο, της στρατιωτικής αυτής δυσανεξίας, ο γερμανικός δυναμισμός είχε διοχετευθεί στην οικονομία. Και ως εκ τούτου, οι Γερμανοί ιθύνοντες προέτασσαν συχνά τις οικονομικές σκοπιμότητες των γεωπολιτικών επιταγών. Ενώ, από τον άλλη, αναμένεται ότι, με τους Πρασίνους σε καίριες τώρα  κυβερνητικές θέσεις, συμπεριλαμβανομένης και της ηγεσίας του υπουργείου εξωτερικών, το Βερολίνο θα δώσει εφεξής αυξημένη έμφαση στις δημοκρατικές αξίες, τα ανθρώπινα δικαιώματα, και την περιβαλλοντική προστασία εντός και εκτός κοινοτικού χώρου. Δεδομένου μάλιστα ότι βαρύνων πλέον παράγοντας στη διαμόρφωση της γερμανικής πολιτικής είναι η προγραμματική συμφωνία των τριών κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού – ένα κείμενο, το οποίο αντανακλά απόψεις καλύπτουσες πολιτικοϊδεολογικό φάσμα  εκτεινόμενο από τη συντηρητική δεξιά στη σοσιαλδημοκρατία και τους οικολόγους.


Η Γαλλία, αντιθέτως, κινούμενη σταθερά στην παραδοσιακή εθνική της γραμμή, έχει αποκτήσει σαφές προβάδισμα στον στρατιωτικό τομέα έναντι των λοιπών κοινοτικών εταίρων – ούσα και το μόνο κράτος-μέλος μετά το Μπρέξιτ που διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιο. Σε συνδυασμό δε και με την ιδιότητα του μονίμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ανέκαθεν, αλλά ιδίως επί διακυβέρνησης Μακρόν, υιοθετεί – χωρίς φυσικά να  παραμελεί την εμπορική διάσταση – μια πρωτίστως γεωπολιτική προσέγγιση των διεθνών της σχέσεων. Με τα σχετικά γαλλικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα να καλύπτουν ευρύτατο γεωγραφικό φάσμα, περιλαμβάνον, πέραν της Υπερπόντιας Γαλλίας – ενός 18% της χερσαίας γαλλικής επικράτειας με 2,785,000 κατοίκους – την Ανατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, τη Μεσόγειο, τις πρώην γαλλικές αφρικανικές κτήσεις, και, φυσικά, τις σχέσεις με την Ρωσία και την Κίνα.


Οι εθνικές δε αυτές εθνικές  ιδιομορφίες των δύο ιθυνουσών κοινοτικών δυνάμεων εξηγούν κατά μέγα μέρος τις σημαντικές μεταξύ τους, έως πρόσφατα τουλάχιστον, αποκλίσεις σε σχέση με την ακολουθητέα πολιτική˙ χωρίς ωστόσο να αποκλείουν τις συγκλίσεις εκείνες, εν απουσία των οποίων το μέλλον της ΕΕ θα ήταν όντως δυσοίωνο.


ΙΙ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ


Σε ό,τι ειδικότερα αφορά στην οικονομία: Με δεδομένη τη διαχρονική διαφοροποίηση της αυστηρής γερμανικής διαχείρισης από τη χαλαρότερη γαλλική πρακτική, μένει να φανεί  κατά πόσον Παρίσι και Βερολίνο θα κατορθώσουν να διαμορφώσουν μια κοινή κοινοτική  οικονομική πολιτική˙ δοθέντος μάλιστα ότι ο Γερμανός υπουργός οικονομίας προέρχεται από το γνωστό για την προσκόλλησή του στη δημοσιονομική ορθοδοξία Κόμμα Ελευθέρων Δημοκρατών (FDP). 


Ενθαρρυντική ένδειξη μιας σχετικής εν προκειμένω γερμανικής ευελιξίας αποτελεί η σύμπραξη του Βερολίνου – ήδη άλλωστε επί καγκελαρίας Μέρκελ – στη δημιουργία ενός «Ταμείου Ανάκαμψης» από τις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις της κορωνοϊκής πανδημίας συναπαγόμενο, έστω και σε στενά χρονικά και ποσοτικά περιθώρια, την κατά τα άλλα παγίως αποκρουόμενη από τους Γερμανούς αμοιβαιοποίηση του χρέους των κοινοτικών εταίρων. 


Αβέβαιο ωστόσο παραμένει αν, και σε ποιο βαθμό, η μερική αυτή σύμπλευση προδιαγράφει μια ουσιαστικότερη αναβάθμιση της Ευρωομάδας. Η οποία, πέραν του καίριου νομισματικού και οικονομικού της ρόλου, αποτελεί ενδεχομένως, από κοινού με τη Ζώνη Σένγκεν και ορισμένες πρωτοβουλίες επί μέρους εταίρων στον στρατιωτικό κυρίως χώρο,  προάγγελο της από μακρού προωθούμενης από τον πρόεδρο Μακρόν «Ευρώπης των πολλαπλών ταχυτήτων».   Της μόνης, ίσως, ικανής να δώσει ένα πειστικό παρών στο ευρύτερο παγκόσμιο γίγνεσθαι, δεδομένης της ανομοιομορφίας της σύνθεσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά τις διαδοχικές διευρύνσεις της. Υπό το διττό δε αυτό πρίσμα, αυξημένο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κατά πόσον ο Γάλλος πρόεδρος, παρά την ευρωφοβία σημαντικού μέρους της αντιπολίτευσης, θα επαναφέρει επί τάπητος παλαιότερες προτάσεις του για την  ενίσχυση της Ευρωζώνης με τη θεσμοθέτηση κοινού προϋπολογισμού και υπουργού οικονομίας. Προτάσεις έναντι των οποίων η καγκελάριος Μέρκελ είχε τοποθετηθεί θετικά  επί της αρχής, επιφυλακτικά όμως ως προς τα καθέκαστα˙ με τους λοιπούς εταίρους να διχάζονται μεταξύ οπαδών άκαμπτης και ευέλικτης δημοσιονομικής διαχείρισης – χονδρικώς μεταξύ Βορείων και Νοτίων. 


Από την άλλη, διάσταση απόψεων μεταξύ Γάλλων και Γερμανών έχει προκύψει ως προς την πυρηνική ενέργεια. Με την κυβέρνηση Σολτς, επικαλούμενη περιβαλλοντικούς λόγους, να τάσσεται υπέρ της σταδιακής κατάργησής της, και τον πρόεδρο Μακρόν να αντιπροτείνει τη συμπερίληψή της στις βιώσιμες – «πράσινες» –  κοινοτικές δραστηριότητες˙ ευεξήγητα άλλωστε, δοθέντος ότι τα τρία σχεδόν τέταρτα των γαλλικών ενεργειακών αναγκών καλύπτονται από πυρηνικούς αντιδραστήρες. Κατά τη σύνταξη ωστόσο του παρόντος, η γερμανική πλευρά  επιλέγει την πολιτική  υποβάθμιση της διαφωνίας˙ τόσο μάλλον που τη γαλλική θέση συμμερίζονται, τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και η πλειοψηφία των εταίρων.  


Αντικείμενο, τέλος, διϊστάμενων μέχρις ενός σημείου προσεγγίσεων μεταξύ Παρισιού και Βερολίνου αποτελεί και το μεταναστευτικό. Πρόκειται για μείζον θέμα, το οποίο κατά πάσαν βεβαιότητα θα παραμείνει επί μακρόν στο επίκεντρο των κοινοτικών προβληματισμών και διαβουλεύσεων. Με προοπτική, οι μεταναστευτικές εισροές, που αυτή τη στιγμή προέρχονται πρωτίστως από την ευρύτερη Μέση Ανατολή, να τροφοδοτούνται, συν τω χρόνω, από την υποσαχάρια κυρίως Αφρική – και τούτο λόγω του τοξικού συνδυασμού δημογραφικής έκρηξης και κακοκυβέρνησης που μαστίζει την τελευταία αυτή.  


Κατά τα άλλα, η μαζική μετακίνηση πληθυσμών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση συνεπάγεται για τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη κρίσιμα και δυσεπίλυτα διλήμματα. Διότι, ενώ ενδέχεται να συμβάλλει, κατά περίπτωση, στην οικονομική ανάπτυξη των χωρών υποδοχής ή και στη μερική αναπλήρωση του δημογραφικού τους ελλείμματος, θέτει συγχρόνως το πρόβλημα της ενσωμάτωσης των μεταναστών στις τοπικές κοινωνίες. Μιας δυσεπίτευκτης επιδίωξης, την ευόδωση της οποίας δυσχεραίνει και η χρησιμοποίηση του μεταναστευτικού ως προκαλύμματος για τη διείσδυση στον κοινοτικό χώρο εγκληματικών στοιχείων, σχετιζόμενων κυρίως με την ισλαμογενή τρομοκρατία. 


Όπως δε είναι φυσικό, η μεταναστευτική πολιτική των κοινοτικών εταίρων, Γάλλων και Γερμανών συμπεριλαμβανόμενων, διαμορφώνεται πρωτίστως υπό το κράτος των εθνικών τους πραγματικοτήτων και σκοπιμοτήτων. Και κατ’ ακολουθίαν, ο μεν γερμανικός κυβερνητικός συνασπισμός, δίδοντας προτεραιότητα στις αξιακές ευαισθησίες της κεντροαριστερής του πτέρυγας και ασφαλώς και στην οικονομία, επαγγέλλεται μεγαλύτερη ευκαμψία κατά την παροχή ασύλου και βελτιωμένους όρους υποδοχής και διαμονής των προσφύγων. Ενώ ο Γάλλος πρόεδρος, αντιμέτωπος με τη δυσχέρεια αφομοίωσης ακραίων, ισλαμογενών ειδικότερα, στοιχείων, και αναμφίβολα και με την προσοχή εστραμμένη στις επικείμενες εκλογές, προτείνει: την αναμόρφωση επί το αυστηρότερο της Ζώνης Σένγκεν˙ την ενίσχυση των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, με τη συγκρότηση, μεταξύ άλλων, μιας διακυβερνητικής δύναμης ταχείας επέμβασης˙ την επίδειξη κοινοτικής αλληλεγγύης σε ό,τι αφορά στην εισδοχή των μεταναστών –  σαφώς υπονοώντας τη δικαιότερη κατανομή τους˙ την καταπολέμηση των δικτύων διακίνησης και την επαναπροώθηση παράνομων μεταναστών˙ και γενικότερα «μια αποτελεσματικότερη πολιτική καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης,  με σεβασμό όμως στις αρχές μας».     


Πρόκειται για προτάσεις ανταποκρινόμενες όλως ιδιαίτερα στις ανησυχίες και ανάγκες αμεσότερα εκτεθειμένων στις μεταναστευτικές εισροές εταίρων, όπως η χώρα μας. Και η υλοποίηση των οποίων θα συνέβαλλε, εκτός των άλλων, και στην αντιμετώπιση της εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού από γειτονικά «ανελεύθερα δημοκρατικά» καθεστώτα. 


 ΙΙΙ. ΑΜΥΝΑ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 


Τα μεγαλύτερα όμως προσκόμματα στη χάραξη αποτελεσματικής ευρωενωσιακής γραμμής έχουν προκύψει σε σχέση με την άμυνα και την εξωτερική πολιτική. Ένα χώρο στον οποίο τα κράτη-μέλη είναι ιδιαιτέρως απρόθυμα να δεχθούν την περιστολή των εθνικών τους σκοπιμοτήτων χάριν της ενιαίας παρουσίας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Με επακόλουθο η παρουσία αυτή να παραμένει σαφώς αναντίστοιχη προς τις συνολικές δημογραφικές, οικονομικές,  στρατιωτικές, και πολιτισμικές διαστάσεις τους. 


Και συνεπώς είναι ενθαρρυντικό, ότι Παρίσι και Βερολίνο, διακηρυκτικά τουλάχιστον, συγκλίνουν προς «περισσότερη Ευρώπη». Και η μεν συνηγορία του προέδρου Μακρόν υπέρ της ευρωπαϊκής «κυριαρχίας» και «στρατηγικής αυτονομίας» είναι γνωστή από μακρού – αν και το ακριβές περιεχόμενο των αλληλένδετων αυτών όρων μένει να διευκρινισθεί. 


Ενώ και ο γερμανικός, τώρα, κυβερνητικός συνασπισμός, διαφοροποιούμενος κατά τούτο από τη χαρακτηριστική επιφυλακτικότητα της απελθούσας καγκελαρίου – και μάλιστα υπερακοντίζοντας τον Γάλλο πρόεδρο – έχει ταχθεί υπέρ της δημιουργίας ενός «ομοσπονδιακού ευρωπαϊκού κράτους»˙ αβέβαιης επίσης μορφής. 


Στο πνεύμα δε αυτό, ο γαλλογερμανικός  άξονας ευνοεί κατ’ αρχήν την άρση ενός καθοριστικού εμποδίου στη λήψη των διεθνοπολιτικής υφής κρίσιμων κοινοτικών αποφάσεων: του παραλυτικού κανόνα της ομοφωνίας. Με το γερμανικό κυβερνητικό πρόγραμμα να προβλέπει ρητώς την αντικατάσταση του τελευταίου αυτού με την πολύ αποτελεσματικότερη ειδική πλειοψηφία. Ενώ και ο πρόεδρος Μακρόν, τον Ιούνιο του προπαρελθόντος έτους, είχε συμφωνήσει με την τότε καγκελάριο Μέρκελ «να εξετασθούν» «νέοι τρόποι για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη λήψη αποφάσεων», και «η δυνατότητα εισαγωγής του κανόνος της πλειοψηφίας…στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας». 


Είναι αβέβαιο, ωστόσο, αν το Παρίσι θα επωφεληθεί της ευρωπαϊκής προεδρίας του για να θέσει τις ρηξικέλευθες αυτές – αλλά και αμφισβητούμενες από αρκετούς εταίρους – γαλλογερμανικές απόψεις επί κοινοτικού τάπητος. 


Πέραν, όμως, από τη – σημαντικότατη βέβαια – διαδικαστική τρόπον τινά πλευρά της ΚΕΠΠΑ, σοβαρές διαφωνίες υποβόσκουν στους κοινοτικούς κόλπους, μη εξαιρουμένου και του γαλλογερμανικού άξονα, ως προς την ουσία των διεθνών προσανατολισμών της ΕΕ˙ και όλως ειδικότερα, σε ό,τι αφορά στις σχέσεις της, αφενός, με ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, και, αφετέρου, με τους κύριους αμφισβητίες της μεταψυχροπολεμικής δυτικόστροφης τάξης πραγμάτων Ρωσίας και Κίνας.


Α. Ρωσία και Ουκρανικό 


Διαρκούντος του Ψυχρού Πολέμου, η Ατλαντική Συμμαχία λειτούργησε, το μεν, ως ο κατ’ εξοχήν φορέας των ευρωπαϊκών αμυντικών προσπαθειών, το δε, και πρωτίστως, ως ο κύριος δίαυλος παροχής της αμερικανικής στρατηγικής εγγύησης στο ελεύθερο τμήμα της Ευρώπης. Με τις – ελαυνόμενες κυρίως από το Παρίσι – απόπειρες διαμόρφωσης ενός διακριτού ευρωπαϊκού αμυντικού βραχίονα να αποθαρρύνονται κατά κανόνα από την Ουάσιγκτον ως ασύμβατες με το νατοϊκό πλαίσιο˙ και πάντως να αποδίδουν ισχνά, σχεδόν εικονικά, αποτελέσματα. 


Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η εσωτερική κρίση και επαπειλούμενη αποσύνθεση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, και η επακολουθήσασα αμερικανική μονοπολική στιγμή φάνηκαν να περιορίζουν το ΝΑΤΟ σε ρόλο επικουρικό των – ατυχών ως επί το πολύ – επεμβατικών εγχειρημάτων των ΗΠΑ, κυρίως στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Σε σημείο που ουκ ολίγοι παρατηρητές προανήγγελλαν το επερχόμενο τέλος της Συμμαχίας. Την εκδημία όμως της οποίας, όπως όλα δείχνουν, αποτρέπει επ’ αόριστον η δυναμική επιστροφή στα ευρωπαϊκά δρώμενα – αρχικά στην Υπερκαυκασία και εν συνεχεία στην Ουκρανία – μιας πολιτικά και στρατιωτικά  ανασυγκροτημένης Ρωσίας.


Για την τρέχουσα επιθετική πολιτική της Μόσχας, η Δύση δεν είναι άμοιρη ευθυνών.  Η μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου αλαζονική αντιμετώπιση του ηττηθέντος και αποδυναμωμένου Ρώσου αντιπάλου από τους Αμερικανούς, και ιδίως η πλήρης παραγνώριση των ανησυχιών του κατά την προς Ανατολάς διεύρυνση της Ατλαντικής Συμμαχίας, αναμφίβολα συνέβαλαν μεγάλως στην αναζωπύρωση του ρωσικού συνδρόμου περικύκλωσης. Ενώ όμως εν μέρει εξηγούν, ούτε δικαιολογούν, ούτε ασφαλώς  καθιστούν αποδεκτή την επιδίωξη του προέδρου Πούτιν να επιβάλει δια των όπλων ζώνη κυριαρχικής επιρροής της Μόσχας κατά μήκος των ρωσικών συνόρων. 


Ανεξάρτητα όμως από την προϊστορία του, το Ουκρανικό σηματοδοτεί πλέον τομή στην μεταψυχροπολεμική ιστορία της ηπείρου μας, καθ’ ο μέτρον θέτει την Κοινοτική Ευρώπη προ επιλογών καθοριστικών για το μέλλον της ως ενιαίας παγκόσμιας δύναμης.


Η προσβλητική περιθωριοποίηση από τον Ρώσο πρόεδρο της προσπάθειας του Γάλλου ομολόγου του να διαμεσολαβήσει μεταξύ Μόσχας και Δύσης – και να εξασφαλίσει έτσι διακριτό διεθνή ρόλο για την Ευρωπαϊκή Ένωση – κετέδειξε ότι η διαπραγμάτευση του κ. Πούτιν με τους κοινοτικούς παράγοντες, του κ.Μακρόν συμπεριλαμβανομένου, ήταν προσχηματική και παραπειστική˙ και ότι κυρίως αποσκοπούσε, αφενός, στη διάσπαση του ευρωατλαντικού μετώπου, και, αφετέρου, στη διεμβόλιση της ίδιας της ΕΕ – την αναβάθμιση της οποίας ο κ. Πούτιν κρίνει κατά πάσαν βεβαιότητα ασύμβατη με τα συμφέροντα της Ρωσίας των οραματισμών του.


Εάν όμως ο Ρώσος ηγέτης έτρεφε όντως τέτοιες ελπίδες, η συνέχεια των γεγονότων πρέπει να τον απογοήτευσε. Η εισβολή στην Ουκρανία, αντί να διαιρέσει,  συσπείρωσε, τόσο το ΝΑΤΟ, όσο και την ΕΕ, και οδήγησε στη ντε φάκτο σύμπηξη ευρωατλαντικού αντιρωσικού μετώπου.  Και ίσως ακόμη σημαντικότερο μεσοπρόθεσμα, προκάλεσε, όχι μόνο τη σκλήρυνση της μέχρι τότε διαλλακτικής έναντι της Μόσχας γαλλικής στάσης, αλλά και τη γεωστρατηγική ενηλικίωση της Γερμανίας. Με τον πρόεδρο Μακρόν, απευθυνόμενο στον γαλλικό λαό, να καταδικάζει την παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας της Ουκρανίας και να διακηρύσσει ότι «οι κυρώσεις που θα επιβληθούν στη Ρωσία θα είναι ανάλογες προς την επίθεση που διέπραξε» και ότι «στο στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο και στον ενεργειακό τομέα δεν θα δείξουμε αδυναμία». Ενώ ο Γερμανός καγκελάριος, εγκαταλείποντας την επί δεκαετίες γεωπολιτική ατολμία της χώρας του: συμπράττει στη λήψη σκληρών οικονομικών μέτρων κατά της Μόσχας, μεταξύ άλλων συμμετέχοντας στον αποκλεισμό της από το παγκόσμιο διατραπεζικό σύστημα SWIFT και διακόπτοντας την πιστοποίηση  του, μείζονος ωστόσο σημασίας για τη γερμανική οικονομία, ρωσο-γερμανικού αγωγού φυσικού αερίου Nord  Stream 2˙   προανήγγειλε την ενίσχυση της Ουκρανίας με στρατιωτικό υλικό – κάτι που το Βερολίνο είχε μέχρι τούδε αποκλείσει˙ και – ιδιαίτερα ενδεικτικό της σημειούμενης γερμανικής γεωπολιτικής μεταστροφής –  εξήγγειλε την αύξηση των γερμανικών στρατιωτικών δαπανών κατά εκατό δισεκατομμύρια ευρώ, εις τρόπον ώστε, από το 1,56% του γερμανικού ΑΕΠ κατά το παρελθόν έτος, να εξικνούνται στο προβλεπόμενο από το ΝΑΤΟ 2% - και μάλιστα να το υπερβαίνουν.


Πρόκειται για κομβικές εξελίξεις, οι οποίες, πέραν των άλλων, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την επέκταση της ουσιαστικής σύμπραξης του γαλλο-γερμανικού άξονα και στον αμυντικό και διεθνοπολιτικό χώρο˙ και, κατ’ ακολουθίαν και για την αναβάθμιση της ΚΕΠΠΑ. Ο χρόνος θα δείξει κατά πόσον η ευνοϊκή αυτή συγκυρία θα αξιοποιηθεί πράγματι υπέρ της ευρωπαϊκής υπόθεσης.        

Κατά τα λοιπά, ΝΑΤΟ και ΕΕ έχουν καταστήσει σαφές ότι, εάν ο Ρώσος εισβολέας περιορισθεί στον ουκρανικό χώρο – όπερ και το πιθανότερο – δεν προτίθενται να εμπλακούν εναντίον του με ίδιες στρατιωτικές δυνάμεις. Εξ ίσου όμως σαφής είναι και η πρόθεσή τους να διεξαγάγουν ένα πόλεμο φθοράς κατά του καθεστώτος Πούτιν με όλα τα λοιπά διαθέσιμα μέσα. Είναι δε προφανές, ότι, περιερχόμενος σε στρατηγικό αδιέξοδο, ένας αποφασισμένος αντίπαλος, διαθέτων περί τις 6,000 πυρηνικές κεφαλές – δηλαδή το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο παγκοσμίως – θα αποβεί ιδιαίτερα επικίνδυνος. Διό και η πρωτοβουλία του Ρώσου προέδρου να διατηρήσει την προσωπική επικοινωνία με τον πρόεδρο Μακρόν – έναν ηγέτη γαλουχημένο με τον γαλλικό πολιτικό ορθολογισμό – προσφέρει μια αχτίδα φωτός.   


 Β. Ευρωτουρκικά


Μια ιδιαίτερου ελληνικού ενδιαφέροντος πτυχή του Ουκρανικού είναι η τουρκική. Καθώς η Άγκυρα επιχειρεί να χρησιμοποιήσει την κρίση ως εφαλτήριο για την αναβάθμιση της γεωπολιτικής της επιρροής. Και ειδικότερα για να συσφίγξει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, αλλά και να προσεγγίσει το προσκείμενο στην Ουκρανία Ισραήλ.  Χωρίς όμως να διαταράξει την, κατά την εύστοχη έκφραση Τουρκάλας δημοσιογράφου, «ανταγωνιστική συνεργασία» της με τη Ρωσία.  Με την  οποία, παρά τις ρωσο-τουρκικές αντιπαραθέσεις από τον Καύκασο έως την ευρύτερη Μέση Ανατολή, τη συνδέουν, πέραν των γεωπολιτικών, σημαντικά οικονομικά συμφέροντα – μεταξύ άλλων εμπορικά, ενεργειακά, εξοπλιστικά, και τουριστικά – τα οποία, εν όψει των γενικών τουρκικών εκλογών του επόμενου έτους, άπτονται και προσωπικώς του κ.Ερντογάν,.  Και συνακόλουθα ο Τούρκος πρόεδρος, το μεν στηρίζει τους Ουκρανούς – διπλωματικώς, με ανθρωπιστική βοήθεια, και, κυρίως, με την προμήθεια προηγμένης τεχνολογίας στρατιωτικού υλικού, εν μέρει εγχώριας τουρκικής παραγωγής – , το δε αυτοπροτείνεται ως διαμεσολαβητής μεταξύ Κιέβου και Μόσχας.  


Με την κλιμάκωση όμως της αντιπαράθεσης της Δύσης με τη Ρωσία, η άσκηση των δύσκολων αυτών διεθνοπολιτικών ισορροπιών καθίσταται όλο και δυσχερέστερη. Σε ό,τι δε αφορά ειδικότερα στα ευρωτουρκικά, μένει να φανεί, εάν και σε ποιο βαθμό, στο κλίμα που διαμορφώνει η ουκρανική κρίση, οι ιθύνοντες ευρωενωσιακοί κύκλοι – και ιδίως το Παρίσι, οι σχέσεις του οποίου με την Άγκυρα προσφάτως ακόμη διήλθαν περίοδο δοκιμασίας – είναι διατεθειμένοι, παρά την απαράδεκτη τουρκική συμπεριφορά έναντι κοινοτικών εταίρων όπως η Κυπριακή Δημοκρατία και η χώρα μας, να αναθεωρήσουν την έναντι της Τουρκίας στάση τους επί το ευνοϊκότερο. 


Γ. Σινοευρωπαϊκά 


Για τους Αμερικανούς το Ουκρανικό λειτουργεί ως περισπασμός – αστάθμητων αυτή τη στιγμή,  αλλά πάντως μειζόνων προεκτάσεων – από την αντιμετώπιση του κύριου αντιπάλου τους στην παγκόσμια κονίστρα˙ ήτοι της, κατά τον καθιερωμένο πλέον στην επίσημη Ουάσιγκτον χαρακτηρισμό, «σχεδόν ισότιμης στρατηγικής ανταγωνίστριάς» τους Κίνας. Η οποία, σημειωτέον, επωφελείται της ρωσο-αμερικανικής  διαπάλης και των δυτικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας για να συσφίγξει τις σινο-ρωσικές οικονομικές σχέσεις και να μεθοδεύσει τη συγκρότηση κοινού μετώπου με τη Μόσχα.   Με ενδεικτική την κοινή δήλωση των Σι Τζινπίνγκ και Πούτιν κατά τη μετάβαση του τελευταίου στην κινεζική πρωτεύουσα επ’ ευκαιρία των Ολυμπιακών. Ένα σχοινοτενές κείμενο εμπεριέχον κοινές σινο-ρωσικές θέσεις επί ευρύτατου διεθνοπολιτικού φάσματος, εκ των οποίων όλως ιδιαίτερο ενδιαφέρον από δυτικής σκοπιάς παρουσιάζουν: η αντίθεση των δύο χωρών στην «περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ» και στις «ψυχροπολεμικές πρακτικές» του˙ και η αναφορά στις «αρνητικές επιπτώσεις της στρατηγικής των Ηνωμένων Πολιτειών επί της ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού».  


Ενώ οι έντονες κινεζικές επιφυλάξεις έναντι της ουκρανικής πολιτικής της Μόσχας  – η αναγνώριση των «Δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ» παραβιάζει την υψίστης σημασίας για το Πεκίνο, μεταξύ άλλων λόγω Ταϊβάν, Ουιγούρων, και Θιβέτ, αρχή του σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας – διατυπώνονται προσεκτικά, έτσι ώστε να μην αποξενωθεί ο εν δυνάμει σύμμαχος κατά των ΗΠΑ. Με χαρακτηριστική την ισοζυγισμένη έκκληση του Κινέζου Μόνιμου Αντιπροσώπου στον ΟΗΕ προς «όλες τις πλευρές» να αποφύγουν την «υπόθαλψη εντάσεων» στην Ουκρανία˙ αλλά και την ετοιμότητα του Πεκίνου να μεσολαβήσει στο Ουκρανικό. 


Δεδομένων δε των διευρυνόμενων κινεζικών βλέψεων και δυνατοτήτων, η εγκαινιασθείσα επί προεδρίας Ομπάμα στροφή των ΗΠΑ προς Άπω Ανατολή κατά πάσαν βεβαιότητα θα συνεχισθεί, μολονότι με ρυθμό εξαρτώμενο εν μέρει από τις εξελίξεις στο ρωσοαμερικανικό μέτωπο. Και πιθανότατα θα θέσει υπό δοκιμασία και τις σινοευρωενωσιακές σχέσεις. Μια ρεαλιστική αποτίμηση των οποίων πρέπει να έχει ως αφετηρία την εκθετική αύξηση τα τελευταία χρόνια των οικονομικών ανταλλαγών μεταξύ ΕΕ και Κίνας˙ και τη συνακόλουθη από διετίας κατάληψη από το Πεκίνο της θέσης του κυριότερου οικονομικού εταίρου των κοινοτικών Ευρωπαίων που επί μακρόν κατείχαν οι Αμερικανοί. 


Το οικονομικό δε αυτό προβάδισμα της Κίνας προσλαμβάνει βαρύνουσα γεωπολιτική σημασία στον βαθμό που επηρεάζει την έναντί της στάση πλειόνων κοινοτικών κρατών – και ιδιαίτερα της Γερμανίας. Μείζον μέλημα της οποίας  είναι, πέραν της – συμβολικής, κυρίως – καταγγελίας των παραβιάσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων από το κινεζικό καθεστώς, η διασφάλιση των επικερδών σινογερμανικών εμπορικών σχέσεων. Σε αντιδιαστολή με τη Γαλλία, η  οποία, με άνω του ενάμιση εκατομμυρίου Γάλλων πολιτών κατοικούντων και το 93% της γαλλικής ΑΟΖ κειμένης στον Ινδο-Ειρηνικό, μόνη μεταξύ των κοινοτικών εταίρων διατηρεί εκεί σημαντική πολιτικοστρατιωτική παρουσία. Και συνεπώς  πρωταγωνιστεί στην προσπάθεια διαμόρφωσης μιας διακριτής ευρωενωσιακής στρατηγικής για την περιοχή.   Προσπάθεια δυσχερέστατη, κατά τα άλλα, όπως προκύπτει και από τον μάλλον αμήχανο, αν όχι και αντιφατικό, χαρακτηρισμό της Κίνας, σε βαρύνουσας σημασίας κοινοτικό έγγραφο, ως συγχρόνως: «εταίρου συνεργάτη με τον οποίο η ΕΕ έχει στενά ευθυγραμμισμένους στόχους»˙ «διαπραγματευόμενου εταίρου, με τον οποίο η ΕΕ πρέπει να επιτύχει εξισορρόπηση συμφερόντων»˙ «οικονομικού ανταγωνιστή»˙ και «συστημικού αντιπάλου προωθούντος εναλλακτικό μοντέλο διακυβέρνησης».   


ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ


Η διαπίστωση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει ιστορικές προκλήσεις αποτελεί πλέον κοινό τόπο. Οικονομική, περιβαλλοντική, μεταναστευτική, αμυντική, και εξωτερική πολιτική δοκιμάζουν τις  αντοχές του ευρωενωσιακού εγχειρήματος και τη δυνατότητά της ΕΕ να διαδραματίσει διεθνή ρόλο ανάλογο προς το συνολικό δυναμικό της. Με κύριο παράγοντα ανάσχεσης της κοινοτικής δυναμικής τον μεγάλο – και ενδεχομένως ακόμη μεγαλύτερο μελλοντικώς – αριθμό των εταίρων, με τις συχνά  αποκλίνουσες επιλογές τους. Προκειμένου δε να υπερβεί το μείζον αυτό εμπόδιο, η Κοινοτική Ευρώπη πρέπει να πραγματοποιήσει τολμηρές θεσμικές μεταρρυθμίσεις – του τύπου που ο πρόεδρος Μακρόν από μακρού επαγγέλλεται, και η κυβέρνηση Σουλτς κατ’ αρχήν συμμερίζεται. Και τις οποίες μόνον ο γαλλογερμανικός άξονας είναι σε θέση να δρομολογήσει – υπό την προϋπόθεση ότι, ο μεν κ. Μακρόν θα εμείνει στον μεταρρυθμιστικό του ζήλο, αψηφώντας τις, εν όψει ιδία εκλογών, ευρωφοβικές επικρίσεις της αντιπολίτευσης, ο δε γερμανικός κυβερνητικός συνασπισμός θα συντονίσει τη στάση των κομματικών συνιστωσών του, και θα συμπράξει με τον Γάλλο πρόεδρο.