Friday, June 4, 2021

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ ΜΠΑΪΝΤΕΝ: ΠΡΩΤΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΓΡΑΦΗΣ

Προδημοσίευση άρθρου από το τεύχος 136 των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ). 



Η αντιπαράθεση των υποψηφίων κατά τις πρόσφατες αμερικανικές προεδρικές εκλογές διεξήχθη κατά κύριο λόγο στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής. Ενώ και η αρχική φάση της προεδρίας Μπάιντεν κυριαρχήθηκε από την εσωτερική επικαιρότητα. Με τον νέο  ένοικο του Λευκού Οίκου να δηλώνει χαρακτηριστικά ότι προτίθεται να ασκήσει «εξωτερική πολιτική χάριν της [αμερικανικής] μεσαίας τάξης».  

Συγχρόνως όμως, αντιμέτωπος με την αδήριτη διεθνή πραγματικότητα, ο κ. Μπάιντεν έδωσε άμα τη αναλήψει των προεδρικών καθηκόντων του και τα πρώτα του δείγματα διεθνοπολιτικής γραφής. Ορισμένες δε επιλογές και χειρισμοί του είναι ήδη επαρκώς ορατά, ώστε, σε συνάρτηση και με τις  προεκλογικές του δεσμεύσεις, αλλά και με τα πεπραγμένα του προκατόχου του, να προσφέρονται σε μια πρώτη αξιολόγηση. 

Ι ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΕΣ  ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Στον εναρκτήριο λόγο του και, εν συνεχεία, επισκεπτόμενος το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και απευθυνόμενος στην Τηλεδιάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, ο πρόεδρος Μπάιντεν – σε προφανή αντιδιαστολή με το εμβληματικό σύνθημα του κ. Τραμπ «Πρώτα η Αμερική» και με την υποβάθμιση από τον προκάτοχό του των διεθνών οργανισμών, του διπλωματικού εργαλείου, και των ανθρώπινων δικαιωμάτων  – διακήρυξε την πίστη του στα δημοκρατικά ιδεώδη και την πρόθεσή του «να ανορθώσουμε τις συμμαχίες μας και να ανασυνδεθούμε με τον κόσμο»˙ και διαβεβαίωσε ότι «η Αμερική επέστρεψε, η Διπλωματία επέστρεψε» [America is back, Diplomacy is back].   Συνακόλουθα δε, σε εκπλήρωση ως επί το πολύ και προεκλογικών του δεσμεύσεων:

  • Ανακάλεσε τους επιβληθέντες επί προκατόχου του περιορισμούς στη μετανάστευση από μουσουλμανικές χώρες προς ΗΠΑ και αύξησε δραστικά το ανώτατο όριο των δεκτών κατ’ έτος στη χώρα προσφύγων. 
  • Επανένταξε τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Συνθήκη του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή και στην Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, από τις οποίες τις είχε αποσύρει το προκάτοχός του. Διαθέτοντας δε ανάλογους οικονομικούς πόρους, κατέστησε εκ νέου τη χώρα του ηγέτιδα των παγκόσμιων προσπαθειών για την καταπολέμηση, τόσο της κορωνοϊκής πανδημίας, όσο και των λοιπών μολυσματικών ασθενειών – AIDS, φυματίωση, ελονοσία – που λυμαίνονται την ανθρωπότητα και ειδικότερα τον τρίτο κόσμο. Και σε μία ακόμη επίδειξη αμερικανικής ηγετικής πρωτοβουλίας, αλλά και τηρώντας συνάμα σχετική προεκλογική του δέσμευση, συγκάλεσε μια επιτυχή Παγκόσμια Διάσκεψη Κορυφής για το Κλίμα.
  • Προχώρησε σε επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας του 2015 για τα πυρηνικά  του Ιράν [Joint Comprehensive Plan of Action (JPOA), από την οποία οι ΗΠΑ είχαν επίσης αποσυρθεί επί προεδρίας Τραμπ. 
  • Παρέσχε κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις για την «αδιάσειστη» προσήλωσή του στη Συνθήκη του Βόρειου Ατλαντικού, συμπεριλαμβανομένου και του σχετικού με τη συμμαχική αλληλεγγύη και σιωπηρώς υποβαθμισθέντος από τον προκάτοχό του άρθρου 5˙ αναστέλλοντας μάλιστα, εν αναμονή μιας αναθεώρησης της ευρύτερης ανά τον κόσμο αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας, την αποφασισθείσα επί διακυβέρνησης Τραμπ μείωση της αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης στη Γερμανία.  
  • Και εξήγγειλε την πρόθεσή του να συγκαλέσει στην  Ουάσιγκτον, εντός του έτους, «Διάσκεψη Κορυφής Δημοκρατιών».

Συγχρόνως όμως, συνεπής και κατά τούτο προς τις προεκλογικές του θέσεις, ο πρόεδρος Μπάιντεν εμφανίσθηκε τουλάχιστον εξ ίσου άτεγκτος με τον προκάτοχό του έναντι της Κίνας και της Ρωσίας – διαφοροποιούμενος ωστόσο από τον κ. Τραμπ ως προς τη συμβολή των συμμαχιών στην αντιμετώπισή τους. Με χαρακτηριστική την έκκλησή του προς τους Ευρωπαίους συμμάχους, να προαγάγουν διεθνώς, από κοινού με τις ΗΠΑ, τις «δημοκρατικές αξίες», ως μέρος τόσο «του μακροπρόθεσμου στρατηγικού ανταγωνισμού με την Κίνα» – τον οποίο προέβλεψε «σκληρό» [stiff] –, όσο και της αντίκρουσης «της απειλής από τη Ρωσία». Χαρακτηρίζοντας τις «προκλήσεις» της τελευταίας «διαφορετικές ίσως από εκείνες της Κίνας, αλλά εξ ίσου πραγματικές». 

Πράγματι δε, η προβληματική των σινο-αμερικανικών σχέσεων διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη των ρωσο-αμερικανικών – με τις σχετικές διαφορές να αντανακλούν κυρίως το διαφορετικό διεθνές βάρος των δύο αυτών αμφισβητιών της παγκόσμιας αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας.      

ΙΙ ΟΙ ΡΩΣΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                

Η Ρωσική Ομοσπονδία αντλεί τη διεθνοπολιτική της σημασία, αφ’ ενός και πρωτίστως, από τη στρατιωτική της ισχύ – διαθέτοντας πυρηνικό οπλοστάσιο απολύτως συγκρίσιμο με το αμερικανικό και λίαν υπολογίσιμες συμβατικές δυνάμεις˙ και, κατά δεύτερο λόγο, από τη γεωγραφική της έκταση και θέση, από τους φυσικούς της πόρους, από την ιδιότητα του μονίμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, και από το ιδιαίτερα υψηλό επιστημονικό και μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού της. Από τον άλλη, όμως: ο αμερικανικός πληθυσμός είναι υπερδιπλάσιος του ρωσικού˙ το αμερικανικό ΑΕΠ είναι υπέρ-δεκαπλάσιο εκείνου της Ρωσικής Ομοσπονδίας – με τη  ρωσική, μάλιστα, οικονομία, σε αντίθεση με την πολυμορφία της αμερικανικής, να είναι εξαρτημένη από την παραγωγή και εξαγωγή πρώτων υλών ˙  και οι αμερικανικές συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις υπερέχουν και ποσοτικά και ποιοτικά των ρωσικών. Υπό το φως δε των δεδομένων αυτών, η μεταψυχροπολεμική Ρωσία δεν συνιστά ζωτική απειλή για την αμερικανική υπερδύναμη – εξαιρουμένης φυσικά της περίπτωσης προσφυγής της σε μια, κατά πάσαν βεβαιότητα αυτοκαταστροφική, πρώτη χρήση πυρηνικών όπλων κατά των ΗΠΑ ή των συμμάχων τους˙ ένα ενδεχόμενο, πάντως, ως προς το οποίο το ρωσικό στρατηγικό δόγμα διέπεται από προσεκτική, και συνετή, ασάφεια. Πως επομένως εξηγείται η οιονεί εχθρική αντιμετώπιση της Μόσχας από την Ουάσιγκτον;

Εν πρώτοις, το Δημοκρατικό Κόμμα και ο πρόεδρος Μπάιντεν προσωπικώς προσάπτουν στο Κρεμλίνο μόλις συγκεκαλυμμένη επέμβαση στις τελευταίες δύο αμερικανικές προεδρικές εκλογές, επί το τέλει της στήριξης του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου, αλλά και προς διατάραξη και διασυρμό της όλης αμερικανικής εκλογικής διαδικασίας. Πέραν όμως των αιτιάσεων αυτών, στην αμερικανική στάση συμβάλλουν και βαθύτεροι και διαχρονικότεροι λόγοι. Ειδικότερα δε, η εκ διαμέτρου αντίθετη πρόσληψη στις δύο πρωτεύουσες των επίμονων προσπαθειών του προέδρου Πούτιν να ανακόψει και αντιστρέψει τη μεταψυχροπολεμική εσωτερική αποσάθρωση και γεωπολιτική υποβάθμιση της χώρας του. Με κορυφαίο, αυτή τη στιγμή, αλλά ασφαλώς όχι μόνο, πεδίο ρωσο-αμερικανικής διαμάχης, την Ουκρανία. Ενδεχόμενη ένταξη της οποίας στο δυτικό πλέγμα και ειδικότερα στο ΝΑΤΟ αντιμετωπίζεται από τον Ρώσο πρόεδρο ως ευθεία απειλή κατά ζωτικών συμφερόντων της χώρας του – εξ ου και η προσάρτηση στη Ρωσία της ρωσικού πληθυσμού και βάσης των ρωσικών ναυτικών δυνάμεων του Ευξείνου Πόντου Κριμαίας, καθώς και η στήριξη από τη Μόσχα των ρωσόφωνων αποσχιστικών στοιχείων της ανατολικής Ουκρανίας. Ενώ η Ουάσιγκτον διαβλέπει στις ενέργειες αυτές αναβίωση του παραδοσιακού επεκτατισμού της Ρωσίας. Και έχει αντιδράσει, μεταξύ άλλων, με την επιβολή οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας˙ ήδη επί προεδρίας Τραμπ, κυρίως όμως από τη σημερινή κυβέρνηση. 

Συγχρόνως,  όμως, ο κ. Μπάιντεν αναγνώριζε δημοσία την ανάγκη να αποφευχθεί «η επιστροφή στην ανακλαστική αντιπαράθεση και τους άκαμπτους συνασπισμούς του Ψυχρού Πολέμου». Και στο πνεύμα αυτό, προχώρησε στην παράταση της ισχύος της μείζονος σημασίας ρωσο-αμερικανικής Συνθήκης για την Μείωση των Στρατηγικών [πυρηνικών] Όπλων [START]˙  και απηύθυνε στον κ. Πούτιν πρόσκληση – στην οποία ο Ρώσος πρόεδρος ανταποκρίθηκε – να συναντηθούν προσωπικώς σε «τρίτη χώρα».  Οι εξισορροπητικές δε αυτές ενέργειες δεν πρέπει να είναι άσχετες με τον εύλογο φόβο, ότι η ταυτόχρονη όξυνση των σχέσεων των ΗΠΑ με Ρωσία και Κίνα θα μπορούσε, παρά την ευεξήγητη σινο-φοβία των Ρώσων, να οδηγήσει σε μετατροπή σε συμμαχία της ήδη πολύπλευρης συνεργασίας των δύο αυτών γιγάντων της Ευρασίας.   

ΙΙΙ ΟΙ ΣΙΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Κατά τα λοιπά, όπως υπό τον απελθόντα πρόεδρο, έτσι και υπό τον σημερινό, ως κορυφαίο στρατηγικό της αντίπαλο η Ουάσιγκτον βλέπει τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Η οποία, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών για το 2021, «αποβαίνει όλο και περισσότερο σχεδόν-ισότιμος ανταγωνιστής [near-peer competitor] των Ηνωμένων Πολιτειών…ιδίως οικονομικώς, στρατιωτικώς, και τεχνολογικώς».  Και τη σχέση της οποίας με τις ΗΠΑ, ο υπουργός εξωτερικών κ. Μπλίνκεν έχει χαρακτηρίσει ως τη «μεγαλύτερη γεωπολιτική δοκιμασία  του 21ο αιώνα». Εκτιμώντας ότι «η Κίνα είναι η μόνη χώρα με την οικονομική, διπλωματική, στρατιωτική, και τεχνολογική ισχύ για να αμφισβητήσει σοβαρά το σταθερό και ανοικτό διεθνές σύστημα – τους κανόνες, αξίες και σχέσεις που επιτρέπουν στον κόσμο να λειτουργεί όπως θέλουμε». 

Πράγματι δε, η Κίνα διαθέτει όλως ιδιαίτερο βάρος στο διεθνές ισοζύγιο ισχύος, χάρις: σε έναν πληθυσμό τετραπλάσιο περίπου του αμερικανικού˙ σε μια οικονομία προσεγγίζουσα σε μέγεθος την αμερικανική και κατέχουσα την πρώτη θέση στο παγκόσμιο εμπόριο˙ στην ιδιότητα του μονίμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ˙ σε συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις περίπου διπλάσιες σε όγκο των αμερικανικών και ταχέως αναβαθμιζόμενες ποιοτικά˙ και σε ένα πυρηνικό οπλοστάσιο, το οποίο υπολείπεται μεν κατά πολύ του αμερικανικού, πλην όμως συνιστά ένα ισχυρό – και συνεχώς ενισχυόμενο – αποτρεπτικό. 

Εύλογο συνεπώς είναι οι κινεζικές δυνατότητες και βλέψεις να ανησυχούν τους Αμερικανούς. Και στον ευρύτερο μεν διεθνή χώρο, εμβληματική των στοχεύσεων της κινεζικής ηγεσίας είναι η «Πρωτοβουλία Ζώνης και Δρόμου» [Belt and Road Initiative (BRI)]: μια φιλόδοξη προσπάθεια δημιουργίας κατά μήκος της Αφρικής και της Ευρασίας ενός δικτύου κατασκευής υποδομών και επενδύσεων, το οποίο, πέραν της οικονομικής του σκοπιμότητας, προσφέρεται και για την επίτευξη γεωπολιτικής επιρροής˙ τώρα μάλιστα, σε συνδυασμό και με την άσκηση «εμβολιακής διπλωματίας» [vaccine diplomacy] μέσω της κινεζικής σύμπραξης στην αντιμετώπιση της κορωνοϊκής πανδημίας.  Σε ό,τι δε αφορά στην ίδια την κινεζική επικράτεια και στο εγγύς γεωπολιτικό της περιβάλλον, το Πεκίνο, αφ’ ενός, αποκρούει αποφασιστικά κάθε απόπειρα ανάμιξης στη λειτουργία του πολιτικο-κομματικού του συστήματος, συμπεριλαμβανομένων της μεταχείρισης των Ουιγούρων και των Θιβετιανών και της διαχείρισης του Χονγκ Κονγκ, και, αφ’ ετέρου, διεκδικεί τη στρατηγική ηγεμονία στη Θάλασσα της Ιαπωνίας και στη Νότια Σινική Θάλασσα, αποβλέποντας όλως ιδιαίτερα στη δημιουργία συνθηκών ευνοουσών την ανάκτηση της Ταϊβάν˙ με σοβαρούς παρατηρητές, μεταξύ των οποίων και ο Αμερικανός ναύαρχος και πρώην Ανώτατος Συμμαχικός Διοικητής Ευρώπης James Stavridis, να θεωρούν την αμφισβήτηση περί το καθεστώς της ως πιθανή αφορμή ενδεχόμενης σινο-αμερικανικής στρατιωτικής σύρραξης. 

Εν πάση περιπτώσει όμως, ο πρόεδρος Μπάιντεν δείχνει αποφασισμένος και να αποτρέψει την επαπειλούμενη επικράτηση της Κίνας στο παγκόσμιο οικονομικό-τεχνολογικό πεδίο με συνακόλουθο την αποκαθήλωση της Ουάσιγκτον από την ιθύνουσα θέση της, και να ελέγξει τις κινεζικές περιφερειακές βλέψεις. Και προς επίτευξη του δεύτερου στόχου, όχι μόνο ενισχύει, στο πνεύμα της «στροφής προς Ασία» των προκατόχων του, την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στον Ινδοειρηνικό, αλλά και επιχειρεί να αναζωογονήσει τις εκεί αμερικανικές συμμαχίες – τις οποίες οι συχνά αδέξιοι και αντιφατικοί χειρισμοί επί της προηγούμενης προεδρίας, ειδικότερα έναντι της Ιαπωνίας, της Ν. Κορέας, των Φιλιππίνων, και της Αυστραλίας, είχαν θέσει υπό δοκιμασία.  

Σημαντική δε  διαφοροποίηση από τους χειρισμούς Τραμπ συνιστά και η ανάδειξη από τον πρόεδρο Μπάιντεν σε μείζον θέμα της καταπάτησης από το κινεζικό καθεστώς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και η συνακόλουθη επιβολή  αμερικανικών κυρώσεων κατά κινέζων αξιωματούχων˙ διατηρουμένων σημειωτέον των επί προεδρίας Τραμπ επιβληθέντων δασμών στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης σινο-αμερικανικής εμπορικής αντιπαράθεσης. Με τους ιδιαίτερου, ωστόσο, γεωπολιτικού βάρους Ιάπωνες να εμφανίζονται απρόθυμοι να συμπράξουν στη σκλήρυνση αυτή της πολιτικής των Αμερικανών συμμάχων τους – προϊδεάζοντας έτσι την Ουάσιγκτον για τα εμπόδια στα οποία θα προσκρούσει η διαφαινόμενη προσπάθειά της να συμπήξει ένα ευρύτερο περιφερειακό μέτωπο κατά του Πεκίνου.

Ενώ, αναφερόμενος γενικότερα στη στάση της χώρας του έναντι των δύο κύριων στρατηγικών της ανταγωνιστών, ο Αμερικανός διεθνολόγος  Charles Kupchan εύστοχα επισημαίνει: «Θα είναι πολύ δύσκολο για τις ΗΠΑ να συνεργαστούν με την Κίνα και τη Ρωσία επί πρακτικώς οποιουδήποτε ζητήματος, εάν η αμερικανική υψηλή στρατηγική εστιάζεται στην κατεδάφιση των ανελεύθερων δυνάμεων. Αντί να εξαπολύει ιδεολογικές ομοβροντίες, η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να διαμορφώσει υπολογισμένες αποκρίσεις στις συγκεκριμένες απειλές από την Κίνα και τη Ρωσία, επιδιώκοντας συγχρόνως ρεαλιστική συνεργασία με αυτές

ΙV. ΕΥΡΥΤΕΡΗ Μ. ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

Μερική σύμπτωση των στρατηγικών επιλογών του σημερινού προέδρου με εκείνες του προκατόχου του σημειώνεται και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, στο μέτρο που ο πρόεδρος Μπάιντεν μειώνει δραστικά το εκεί αμερικανικό «στρατιωτικό αποτύπωμα»˙ επικαλούμενος μεν προς τούτο την νίκη επί της – ούτως ή άλλως υπερτιμηθείσης, παρά την προφανή της επικινδυνότητα – ισλαμικής τρομοκρατίας και την προεκλογική του δέσμευση να τερματίσει τους «αιώνιους πολέμους», στην πραγματικότητα όμως προς εξασφάλιση πρόσθετων πόρων για το μέτωπο του Ινδοειρηνικού. Ωστόσο, η απεμπλοκή των Αμερικανών από το μεσανατολικό γεωπολιτικό ναρκοπέδιο αποδεικνύεται δυσχερέστερη από την αρχική θριαμβική εμπλοκή τους. Καθώς συνεπάγεται τον διττό κίνδυνο της αναζωπύρωσης των περιφερειακών συγκρούσεων, και της κάλυψης του προκύπτοντος στρατηγικού κενού από τη Ρωσία και την Κίνα, σε σύμπραξη με το Ιράν, και εις βάρος, μεταξύ άλλων: των υπό αμερικανική επιρροή αραβικών κρατών – Σαουδικής Αραβίας, Αιγύπτου, Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων˙ των στηριζόμενων από τους Αμερικανούς  κυβερνήσεων του Αφγανιστάν και του Ιράκ˙ αλλά και του στενότερου συμμάχου των Αμερικανών στην περιοχή και υπό αμερικανική προστασία Ισραήλ. 

Τις ανησυχίες του οποίου διεγείρει, επιπροσθέτως, η απομάκρυνση της προεδρίας Μπάιντεν από τη γραμμή Τραμπ σε δύο μείζονος σημασίας από ισραηλινής σκοπιάς θέματα: Ως προς το Παλαιστινιακό, οι νέοι Αμερικανοί ιθύνοντες εμφανίζονται απρόθυμοι να συνεχίσουν τη στήριξη που οι προκάτοχοί τους παρείχαν σε ακραίες ισραηλινές επιλογές˙ με τον πρόεδρο Μπάιντεν να καταβάλλει, κατά τα άλλα, εμφανή προσπάθεια να αποφύγει τον εγκλωβισμό του, υπό την πίεση των σχετικών αντιθέσεων στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος,  στην, κατά την έκφραση του σχολιογράφου της Γκάρντιαν Jonathan Freedland, «μαύρη τρύπα» της ισραελο-παλαιστινιακής αντιπαράθεσης. Kαι, παρά τις ζωηρές ισραηλινές ενστάσεις, η Ουάσιγκτον συμπράττει ενεργώς στην επαναδιαπραγμάτευση της πυρηνικής συμφωνίας με την Τεχεράνη. 

Τις γεωπολιτικές δε αυτές παραμέτρους της μεσανατολικής του πολιτικής, ο  πρόεδρος Μπάιντεν καλείται να εναρμονίσει με την κεκηρυγμένη προσήλωσή του στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις δημοκρατικές αξίες. Εγχείρημα ιδιαίτερα δυσχερές – και έως και ανέφικτο – σε μια περιοχή εγγενώς ρέπουσα προς πάσης φύσεως αυταρχισμούς. Και όπου το ιδεολόγημα του «εκδημοκρατισμού» εργαλειοποιήθηκε, κατά το πρόσφατο ακόμη παρελθόν, για να δικαιωθεί η έξωθεν επιβολή «καθεστωτικών αλλαγών», που από το Αφγανιστάν και το Ιράκ έως τη Λιβύη και τη Συρία αποδείχθηκαν καταστροφικές, τόσο υπό ανθρωπιστική έποψη, όσο και υπό το πρίσμα της περιφερειακής σταθερότητας, και συνακόλουθα και των ίδιων των αμερικανικών συμφερόντων. 

Μια όλως ιδιαίτερου, τέλος, ελληνικού ενδιαφέροντος πτυχή της μεταλλασσόμενης  μεσανατολικής πραγματικότητας είναι η μετεξέλιξη των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση και με τα προσκείμενα στην τελευταία αυτή καθεστώτα.

Παρά την αύξουσα και ποικιλόμορφη συνεργασία της με τη Ρωσία και την Κίνα και την κοινή δυσαρέσκεια  για την αμερικανική πολιτική, φυσικό είναι η Άγκυρα να αντιμετωπίζει τις δύο κατά βάσιν ανταγωνιστικές της αυτές δυνάμεις με ανήσυχη καχυποψία. Ενώ η χειμαζόμενη τουρκική οικονομία χρειάζεται πιεστικά δυτική αιμοδοσία. Εξ ου και η προσπάθεια της τουρκικής ηγεσίας να βελτιώσει, χωρίς θυσία, ει δυνατόν, της γεωπολιτικής της αυτονομίας, τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την ΕΕ˙ αλλά και τα ανοίγματά της προς Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία, και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.  Μέχρι πρότινος δε και προς τους Ισραηλινούς. Με τους οποίους όμως οι σχέσεις της έχουν εκ νέου εκτραχυνθεί συνεπεία της όξυνσης του Παλαιστινιακού και της συνακόλουθης επιλογής του προέδρου Ερντογάν, στο πλαίσιο των ηγεμονικών περιφερειακών φιλοδοξιών του, να ενδυθεί άπαξ έτι τον μανδύα του κύριου προμάχου των Παλαιστινίων κατά του «κράτους τρομοκράτη Ισραήλ». 

Από τη δική τους πάλι πλευρά, οι Αμερικανοί, αλλά και οι κοινοτικοί Ευρωπαίοι, , εκτιμούν ότι οι Τούρκοι είναι σε θέση στρατηγικώς,  είτε να συμπράξουν, είτε να εγείρουν προσκόμματα στην προεξοφλούμενη προσπάθεια Ρώσων, Κινέζων, και Ιρανών να επωφεληθούν της συρρίκνωσης της δυτικής παρουσίας στον μεσανατολικό χώρο για να επεκτείνουν την εκεί επιρροή τους. Δοθέντος δε ότι η σημερινή Τουρκία, σε σύγκριση με την προ Ερντογάν, διαθέτει και μεγαλύτερο γεωπολιτικό και στρατιωτικό εκτόπισμα, αλλά και εκ των πραγμάτων περισσότερες διεθνοπολιτικές επιλογές, η Δύση – παρά τη γνωστή αποστροφή του κ. Μπάιντεν και των σημαντικότερων ευρωπαίων ηγετών προς τον αυταρχισμό του κ. Ερντογάν, και παρά, επίσης, προκλητικές ενέργειες της τουρκικής ηγεσίας, όπως κατ’ εξοχήν οι έναντι της χώρας μας και της Κυπριακής Δημοκρατίας – εξακολουθεί να επενδύει στον τουρκικό παράγοντα, αν και με επικαιροποιημένο στρατηγικό σκεπτικό. Το πιθανότερο δε είναι να συνεχίσει την έναντι της Άγκυρας δοκιμασμένη τακτική του μαστιγίου και του καρότου – με έμφαση στο δεύτερο. 

ΙV ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥΣ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΟΥΣ

Η εμφανέστερη διαφοροποίηση της εξωτερικής πολιτικής του σημερινού Αμερικανού προέδρου από εκείνη του προκατόχου του σημειώνεται στο πεδίο των σχέσεων της Ουάσιγκτον με τους Ευρωπαίους συμμάχους και εταίρους της. Τους δεσμούς με του οποίους ο κ. Μπάιντεν, όπως προαναφέρθηκε, κατέβαλε ευθύς άμα τη αναλήψει των προεδρικών του καθηκόντων προσπάθειες να ενισχύσει, τόσο σε διακηρυκτικό επίπεδο – που ασφαλώς δεν πρέπει να υποτιμηθεί –, όσο και με την επιστροφή των ΗΠΑ σε διεθνείς θεσμούς και συμφωνίες, η απόσυρσή τους εκ των οποίων είχε προκαλέσει την έντονη ευρωπαϊκή δυσαρέσκεια. Ενώ και εν συνεχεία, η αμερικανική πλευρά, του προέδρου προσωπικώς συμπεριλαμβανομένου, έχει συμμετάσχει ενεργώς στα νατοϊκά δρώμενα, δίδοντας παραλλήλως ένα κατ’ αρχήν ευπρόσδεκτο από ευρωπαϊκής σκοπιάς «παρών» στο ευρωενωσιακό γίγνεσθαι. 

Ωστόσο, όλα δείχνουν ότι η αδιάσπαστη ευρωατλαντική ενότητα της ψυχροπολεμικής εποχής, ή ακόμη και η σύμπνοια της μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ «αμερικανικής μονοπολικής στιγμής», ανήκουν στο παρελθόν. Στο υπό διαμόρφωση νέο παγκόσμιο γεωπολιτικό τοπίο οι στοχεύσεις και προτεραιότητες των δύο ακτών του Ατλαντικού συχνά αποκλίνουν˙ με την αναγκαία, κατά τα λοιπά, χάραξη κοινής γραμμής να περιπλέκεται περαιτέρω από τις διαφωνίες στους ίδιους τους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενδεικτικώς: 

Ως προς τις σχέσεις με τους Ρώσους, ο πρόεδρος Μακρόν υιοθετεί προσέγγιση παραπέμπουσα σε κάποιο βαθμό στη ντεγκολική αντίληψη της Ρωσίας ως αναπόσπαστου τμήματος μιας ευρύτερης Ευρώπης˙ το Βερολίνου τείνει να προτάξει την οικονομική διάσταση – με χαρακτηριστική περίπτωση τον, απαράδεκτο για τους Αμερικανούς, ενεργειακό γερμανο-ρωσικό αγωγό˙ ενώ, αντιθέτως Πολωνοί και Βάλτοι διακατέχονται από αμυντικό σύνδρομο, ενίοτε προσεγγίζον το φοβικό – και ως εκ τούτου συντάσσονται προθύμως με την μαχητική αμερικανική στάση. 

Ακόμη δε εντονότερες, ίσως, είναι οι ευρω-ατλαντικές διαφωνίες σε ό,τι αφορά στην αντιμετώπιση του Πεκίνου˙ με τους Ευρωπαίους να δίδουν προτεραιότητα, ως επί το πολύ, στις σινοευρωπαϊκές εμπορικές ανταλλαγές – οι οποίες, σημειωτέον, ήδη το 2020 υπερέβησαν σε όγκο τις ευρωαμερικανικές. 

Ενώ, η αναζωπύρωση του  Παλαιστινιακού, αποκαλύπτοντας  πρόσθετες ρωγμές στο οικοδόμημα της «κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής» – με Γάλλους, Σουηδούς και Ιρλανδούς να στηρίζουν τους Παλαιστινίους, και Γερμανούς, Αυστριακούς και Σλοβένους το Ισραήλ – δυσχέρανε περαιτέρω τον συντονισμό των Βρυξελλών με την, ούτως ή άλλως ταλαντευόμενη επί του θέματος Ουάσιγκτον.

Ενθαρρυντικό, ωστόσο, είναι ότι και στα τρία αυτά γεωπολιτικά μέτωπα, και όχι μόνον, έχει μέχρι στιγμής επιτευχθεί μια – συχνά ελάχιστου κοινού παρανομαστή, πλην όμως καθοριστικής σημασίας –  διατλαντική συνεννόηση.  

ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ

Η εξωτερική πολιτική της προεδρίας Μπάιντεν διέρχεται ακόμη στάδιο διαμόρφωσης.  Ωστόσο είναι ήδη προφανές ότι, ενώ στον εσωτερικό τομέα ο νέος πρόεδρος διαφοροποιήθηκε εντυπωσιακά από τον προκάτοχό του  με τον, μεταξύ άλλων, ρηξικέλευθο χειρισμό της κορωναϊκής πανδημίας και της οικονομίας, στον διεθνή χώρο οι κεντρικές επιλογές του παρουσιάζουν σαφώς  μεγαλύτερη συνέχεια με εκείνες της προεδρίας Τραμπ. Όπερ όμως δεν σημαίνει ότι και εκεί δεν σημειώνονται διαφοροποιήσεις, και δη σημαντικές. Μεταξύ των οποίων ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη είναι η αλλαγή του επικοινωνιακού ύφους της αμερικανικής ηγεσίας έναντι των συμμάχων και εταίρων˙ και άρα η θεαματική βελτίωση της διεθνούς εικόνας και η συνακόλουθη αύξηση της «ήπιας ισχύος» των ΗΠΑ. 

Ενώ αύξουσα σημασία για τη χάραξη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής προσλαμβάνει η εντός των κόλπων του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος αντιπαράθεση μεταξύ ακραίων ιδεαλιστών και ρεαλιστών. Με τον ίδιον τον πρόεδρο, παρά τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και ευαισθησίες, να ανήκει, όπως όλα δείχνουν, στους τελευταίους.  Αλλά και με τον πολιτικό, ακριβώς, ρεαλισμό να του επιβάλλει να συνυπολογίζει τις, έστω και υπερβολικές, ιδεαλιστικές φωνές. Καταβάλλοντας μεν έτσι ως τίμημα τη δυσχέρανση και επιμήκυνση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, αλλά πιθανότατα εξασφαλίζοντας τη βιωσιμότητα των αποφασισθέντων.