Προδημοσίευση άρθρου από το τεύχος 133 των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ). Για τεχνικούς λόγους, δεν συμπεριλαμβάνονται οι παραπομπές.
Με δεδομένη τη διεθνή πρωτοκαθεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών – ασχέτως των αντιφατικών εκτιμήσεων ως προς τον ακριβή ρόλο τους στο νέο γεωπολιτικό τοπίο – φυσικό είναι οι προεδρικές εκλογές του προσεχούς Νοεμβρίου να συγκεντρώνουν το ζωηρό παγκόσμιο ενδιαφέρον˙ και, ειδικότερα, η προσοχή κυβερνήσεων και κοινής γνώμης να επικεντρώνεται, τόσο στις τοποθετήσεις των δύο μονομάχων επί της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όσο και στις σχετικές ενέργειες και παραλείψεις τους κατά την εκ μέρους τους άσκηση της εξουσίας – καθώς και οι δύο έχουν ήδη δώσει πρακτικά δείγματα διεθνοπολιτικής γραφής: ο μεν κ. Τραμπ ως πρόεδρος κατά την τελευταία πενταετία, ο δε ο κ. Μπάιντεν με την ιδιότητα, αρχικά του γερουσιαστού, και εν συνεχεία, επί προεδρίας Ομπάμα, του αντιπροέδρου.
Εμβληματικό των διεθνοπολιτικών απόψεων του κ. Τραμπ είναι το πολυθρύλητο σλόγκαν «Πρώτα η Αμερική» [America First]. Το διαλάλησε, μαζί με τις κυριότερες θέσεις του επί των επί μέρους διεθνών ζητημάτων, ως υποψήφιος. Και το ανέδειξε και ανέπτυξε επανειλημμένως μετά την εκλογή του – διακηρύσσοντας, επί παραδείγματι, επ’ ευκαιρία προσφώνησής του προς τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ότι «το μέλλον δεν ανήκει στους οπαδούς της παγκοσμιοποίησης…ανήκει στους πατριώτες». Ασχέτως όμως θεωρητικής του θεμελίωσης, στην πράξη το «δόγμα Τραμπ» έχει ευρέως εισπραχθεί ως ένας ιδιόμορφος και εν πολλοίς απρόβλεπτος νέο-απομονωτισμός.
Στον οποίο ο κ. Μπάιντεν αντιπαραθέτει το δικό του αφήγημα: μια «Αμερική που ηγείται και πάλι του κόσμου», προάγουσα διεθνώς τη «δημοκρατία» και τα «ανθρώπινα δικαιώματα». Γνωστοποιώντας συγχρόνως την πρόθεσή του, εκλεγόμενος να συγκαλέσει επί αμερικανικού εδάφους, με συμμετοχή «των δημοκρατιών του κόσμου», μια «παγκόσμια Διάσκεψη για τη Δημοκρατία», αποσκοπούσα «στην ανανέωση του φρονήματος και των κοινών στοχεύσεων των εθνών του ελεύθερου κόσμου», και ειδικότερα «στην ενίσχυση των δημοκρατικών μας θεσμών, στην αντιμετώπιση με παρρησία [honestly confront] των οπισθοδρομούντων εθνών, και στη σφυρηλάτηση κοινής ατζέντας».
Ωστόσο, οι ιδεολογικώς αντιθετικές και διχαστικές αυτές προσεγγίσεις του διεθνούς γίγνεσθαι εμπερικλείουν αμφότερες, μαζί με ισχυρές δόσεις εικονικής πραγματικότητας, στοιχεία ρεαλισμού, τα οποία, προκειμένου για τον χειρισμό συγκεκριμένων θεμάτων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, σε πλείονες και δη ιδιαίτερα σημαντικές περιπτώσεις διευκολύνουν την, έστω και ανομολόγητη, σύγκλιση των πολιτικών δυνάμεων της χώρας.
***
Σε ό,τι κατά πρώτο λόγο αφορά στην εξωπραγματική, έως και «φαντασιακή», πλευρά των δύο προσεγγίσεων:
Η απαλλαγή των ΗΠΑ από τις απορρέουσες εκ του υφιστάμενου διεθνούς συστήματος δεσμεύσεις, και ειδικότερα εκ συμμαχιών και διεθνών οργανισμών και συμβάσεων, την οποία διαχρονικά ευαγγελίζεται ο κ. Τραμπ, συνεπάγεται, έστω και για την πρώτη τη τάξει παγκόσμια δύναμη, κόστος οπωσδήποτε υψηλό και κατά περίπτωση δυσβάστακτο. Εξ ου και η συχνότατη διάσταση μεταξύ προεδρικών λόγων και πράξεων.
Ενώ η φιλοδοξία του Δημοκρατικού υποψηφίου να ανασυστήσει, και μάλιστα γεωγραφικά διευρυμένη, την υπό αμερικανική αιγίδα μεταπολεμική «παγκόσμια φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων» - την ιστορική ύπαρξη, άλλωστε, της οποίας διακεκριμένοι διεθνολόγοι πειστικά αμφισβητούν – προσκρούει εν πάση περιπτώσει στην αύξουσα, εις βάρος της πρωτοκαθεδρίας της Ουάσιγκτον, μετάλλαξη των διεθνών συσχετισμών σκληρής και ήπιας, ιδίως οικονομικής, ισχύος˙ και ειδικότερα στην ανάδυση του κινεζικού κολοσσού, στην αναβίωση του ρωσικού παράγοντα, και στην αναβάθμιση του ρόλου πλειάδας περιφερειακών δυνάμεων. Και συνεπώς, εφ’ όσον ο κ. Μπάιντεν εκλεγεί, το πιθανότερο είναι ότι θα αναγκασθεί να προσαρμόσει τις μεγαλεπήβολες στοχεύσεις του στις περιοριστικές συνθήκες του νέου γεωπολιτικού και γεωοικονομικού περιβάλλοντος.
Κατά τα λοιπά, οι θέσεις των δύο διεκδικητών της προεδρίας επί των τρεχόντων επί μέρους διεθνοπολιτικών προβλημάτων, μολονότι σε αρκετές περιπτώσεις αποκλίνουν ή και ευθέως συγκρούονται, σε άλλες κυμαίνονται μεταξύ συγκεκαλυμένης και ευθείας σύγκλισης.
Από τη μια , παρά την έντονη – και συχνά δικαιολογημένη – κριτική των ιδιοσυγκρασιακών χειρισμών του κ. Τραμπ από Δημοκρατικής πλευράς, σαφώς διαφαίνεται σύμπλευση σε ό,τι αφορά:
* Στη διατήρηση της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος. Mε την προεδρία Τραμπ να έχει αυξήσει, μεταξύ άλλων σχετικών μέτρων, τις αμυντικές δαπάνες˙ και με τον κ. Μπάιντεν να δηλώνει, «οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν τις ισχυρότερες ένοπλες δυνάμεις στον κόσμο, και ως πρόεδρος θα διασφαλίσω τη συνέχιση αυτής της πραγματικότητας».
* Στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας: κεκηρυγμένο στόχο αμφοτέρων των υποψηφίων. Τον οποίο μάλιστα, ο κ. Τραμπ θεωρεί ότι έχει εν πολλοίς επιτύχει με την εξουθένωση του Ισλαμικού Κράτους. Ενώ ο κ. Μπάιντεν συγκαταλέγεται μεταξύ των κύριων υποστηρικτών της λεγόμενης «αντιτρομοκρατικής στρατηγικής συν» [counterterrorism plus], συνισταμένης στη χρησιμοποίηση μικρών ομάδων ειδικών δυνάμεων σε συνδυασμό με επιθετικά αεροπορικά πλήγματα κατά ευμεγέθων στρατιωτικών συγκεντρώσεων. Υπ’ όψιν δε ότι οι θέσεις αυτές του κ. Μπάιντεν συνεπάγονται σε κάποιο βαθμό, με λίαν σημαντικές ωστόσο διαφοροποιήσεις ως προς τις επί μέρους επιλογές, και κάποια συναίνεση για τον επαγγελόμενο από τον πρόεδρο Τραμπ – όμως ανέφικτο μέχρι στιγμής, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του – ποσοτικό περιορισμό της εκτός συνόρων αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας.
* Και στη στήριξη του Ισραήλ. Είναι ίσως το ζήτημα ως προς το οποίο – δεδομένης και της επιρροής του εβραϊκού στοιχείου στα εσωτερικά αμερικανικά πράγματα – σημειώνεται κατ’ αρχήν η μεγαλύτερη σύμπτωση θέσεων των δύο διεκδικητών της προεδρίας και των περί αυτούς. Και ο μεν κ. Τραμπ, αφού ως υποψήφιος διατράνωσε επανειλημμένως τα φιλο-ισραηλινά του αισθήματα, ως πρόεδρος, αφ’ ενός, αναγνώρισε επισήμως την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και μετέφερε εκεί την αμερικανική πρεσβεία, και, αφ’ ετέρου, τον Ιανουάριο 2020, παρουσίασε σχέδιο επίλυσης του Παλαιστινιακού προβλέπον, μεταξύ άλλων, την προσάρτηση στο Ισραήλ ενός 30% των κατεχομένων εδαφών και τη διατήρηση των υφιστάμενων εβραϊκών οικισμών στα υπόλοιπα – προοριζόμενα να αποτελέσουν το εδαφικό στοιχείο ενός παλαιστινιακού κράτους. Ο δε κ. Μπάιντεν, παίρνοντας αποστάσεις από τη μειοψηφική φιλο-παλαιστινιακή πτέρυγα του κόμματός του, δηλώνει «Σιωνιστής» και διαβεβαιώνει ότι η υποστήριξή του στην ασφάλεια του Ισραήλ είναι «σιδηρά» [ironclad]. Μολονότι όμως συμφωνεί με τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας, διαφωνεί με το σχέδιο Τραμπ˙ το οποίο, κατ’ αυτόν, παρά το γεγονός ότι θεωρητικώς τάσσεται υπέρ της «λύσης των δύο κρατών» – την οποία και ο ίδιος εκθύμως υποστηρίζει ως συμφέρουσα και στους Ισραηλινούς, αν όχι κυρίως σε αυτούς – στην πράξη την καθιστά οιονεί ανέφικτη.
Από την άλλη όμως, ο κ. Μπάιντεν έχει δεσμευθεί να επανεντάξει τη χώρα του σε δύο διεθνείς συμφωνίες, από τις οποίες ο πρόεδρος Τραμπ – συνεπής κατά τούτο με τις προεκλογικές του δηλώσεις και την απέχθειά του για διεθνείς συμβατικές δουλείες γενικότερα – την έχει αποσύρει. Ήτοι:
• Στη συνυπογραφείσα από σχεδόν 190 κράτη, μεταξύ των οποίων και τα κράτη-μέλη της ΕΕ και η Κίνα, Συνθήκη του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή του 2015 – την οποία κλιματική αλλαγή αποκαλεί
«τη μείζονα απειλή κατά της ασφάλειάς μας».
• Και στη Συμφωνία του 2015 για τον έλεγχο των πυρηνικών του Ιράν [Joint Comprehensive Plan of Action ((JCPOA))]. Για την επανένταξη όμως στην οποία έχει θέσει ως προϋπόθεση τη συμμόρφωση της Τεχεράνης με τις πυρηνικές της υποχρεώσεις – επιφυλασσόμενος μάλιστα να επιδιώξει εν συνεχεία και τη διεύρυνσή τους.
Δριμεία ωσαύτως κριτική ο Δημοκρατικός υποψήφιος έχει ασκήσει κατά των – ομολογουμένως συγκεχυμένων και υπερβαλλόντως εθνοκεντρικών για την ηγέτιδα δύναμη του Δυτικού Κόσμου – χειρισμών της κορωνοϊκής κρίσης από τον πρόεδρο Τραμπ, προσάπτοντας στον τελευταίο «την κατά πολύ χειρότερη διαχείρισή της από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο»˙ και τονίζοντας την ανάγκη, οι Αμερικανοί «να συμβάλουμε ηγετικά [help lead the response] στην αντιμετώπιση αυτής της κρίσης παγκοσμίως».
Ενώ ευθεία διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο αντιπάλων σημειώνεται και ως προς το Μεταναστευτικό. Με τον κ. Μπάιντεν να δηλώνει ότι θα καταργήσει μια σειρά μέτρων της προεδρίας Τραμπ – ορισμένων «απάνθρωπων και παράλογων» [cruel and senseless] – αποσκοπούντων στον περιορισμό των σχετικών εισροών.
***
Αντικείμενο όμως διαφοροποίησης των δύο υποψηφίων, και δη οξείας σε επικοινωνιακό επίπεδο, είναι και οι σχέσεις με τους Ευρωπαίους, τόσο σε νατοϊκό, όσο και σε ευρωενωσιακό πλαίσιο. Δηλώσεις κατά καιρούς του κ. Τραμπ αναφορικά με την ΕΕ του τύπου, «επιδιδόμαστε σε φοβερό οικονομικό ανταγωνισμό ..με την Ευρώπη, η οποία ουδέποτε μας συμπεριφέρθηκε σωστά» και «η Ευρωπαϊκή Ένωση συγκροτήθηκε για να εκμεταλλευθεί τις Ηνωμένες Πολιτείες», ή ο εκ μέρους του χαρακτηρισμός – ανακληθείς, σημειωτέον, αργότερα – του ΝΑΤΟ ως «παρωχημένου» [obsolete], έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις θέσεις του κ. Μπάιντεν υπέρ της σύσφιγξης των δεσμών με «συμμάχους και εταίρους» και, ειδικότερα, με τη διαπίστωσή του ότι «το ΝΑΤΟ βρίσκεται στην ίδια την καρδιά της εθνικής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών».
Βέβαια, και επί προεδρίας Τραμπ, η Ουάσιγκτον δεν έπαυσε να συμμετέχει ενεργώς στις νατοϊκές δραστηριότητες˙ και, παρά τον – όχι, άλλωστε, με αποκλειστική υπαιτιότητα των Αμερικανών – συνεχιζόμενο διατλαντικό εμπορικό ανταγωνισμό, να συμπράττει παντοειδώς με τους κοινοτικούς Ευρωπαίους. Και ναι μεν ενδεχόμενη εναλλαγή ενοίκου στον Λευκό Οίκο αναμφίβολα θα συμβάλει στη βελτίωση του διατλαντικού κλίματος, μένει όμως να φανεί κατά πόσον θα σημάνει και την αποκατάσταση της στενής σχέσης μεταξύ των δύο ακτών του Ατλαντικού, που σφυρηλατήθηκε επί Ψυχρού Πολέμου υπό την πίεση της υπαρξιακής σοβιετικής απειλής, αλλά βαθμιαίως διαβρώθηκε επί αμερικανικής «μονοπολικής στιγμής» [unipolar moment] στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και αρχομένου του 21ου αιώνα.
Κατά τα άλλα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι θέσεις των δύο υποψηφίων έναντι των κύριων αμφισβητιών της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας Πεκίνου και Μόσχας – θέσεις συγκλίνουσες μεν επί της αρχής, πλην όμως συχνά διαφέρουσες επί του πρακτέου.
Εν πρώτοις, αμφότεροι οι μονομάχοι αποκαλούν την ανερχόμενη Κίνα απειλή για τις ΗΠΑ. Με την επί προεδρίας Τραμπ υιοθετηθείσα «Εθνική Αμυντική Στρατηγική» να την χαρακτηρίζει «στρατηγικό ανταγωνιστή προσφεύγοντα σε αρπακτική οικονομική πρακτική για να εκφοβίσει τους γείτονές του», ενώ συγχρόνως «στρατιωτικοποιεί» επιλεκτικά τη Νότια Σινική Θάλασσα, και η «μακροπρόθεσμη στρατηγική» του οποίου αποσκοπεί «μεσοπρόθεσμα στην περιφερειακή ηγεμονία στην περιοχή Ινδικού-Ειρηνικού και στην εκείθεν απομάκρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών προκειμένου να επιτύχει μελλοντικώς την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία.» Και με τον πρόεδρο Τραμπ να έχει κλιμακώσει, στο πνεύμα αυτό, τις οικονομικές και στρατιωτικές πιέσεις επί του Πεκίνου. Ενώ και ο κ. Μπάιντεν, μολονότι αναγνωρίζει την ανάγκη «συνεργασίας» με τους Κινέζους «όπου τα συμφέροντά μας συγκλίνουν», επισείει – όλο και περισσότερο προϊούσης της προεκλογικής εκστρατείας, ανταποκρινόμενος πιθανότατα στους σχετικούς φόβους μεγάλου μέρους της εκλογικής του βάσης – την οικονομική και ιδεολογική, κυρίως, πτυχή της σινικής απειλής.
Για την αντιμετώπιση όμως της οποίας θεωρεί κρίσιμη «τη συγκρότηση ενιαίου μετώπου» με τους «συμμάχους και εταίρους» της Ουάσιγκτον. Και συνακόλουθα προσάπτει στον κ. Τραμπ την αποξένωση των τελευταίων αυτών – επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, την επί της παρούσης προεδρίας απόσυρση των ΗΠΑ από το δρομολογηθέν επί προεδρίας Ομπάμα και δικής του αντιπροεδρίας «Σύμφωνο Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού» [Trans-Pacific Partneship, TPP] του 2016. Το οποίο όμως, προφανώς λόγω της αρνητικής κριτικής που του ασκήθηκε από περιβαλλοντικές και εργατικές οργανώσεις, ο Δημοκρατικός υποψήφιος δεσμεύεται απλώς να «επαναδιαπραγματευθεί».
Αλλά και ως προς τη Ρωσία, οι επίσημες τοποθετήσεις των δύο ανταγωνιστών κινούνται στο ίδιο περίπου μήκος κύματος. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα «Εθνική Αμυντική Στρατηγική» του 2018 – η οποία θεωρητικώς παρέχει την κατευθυντήρια εν προκειμένω κυβερνητική γραμμή – «η Ρωσία έχει παραβιάσει τα σύνορα παρακείμενων εθνών…Επιδιώκει να αποκτήσει βέτο επί των εθνών της περιφερείας της ως προς τις κυβερνητικές, οικονομικές, και διπλωματικές αποφάσεις τους, να διαλύσει το ΝΑΤΟ, και να αλλάξει προς το συμφέρον της τις ευρωπαϊκές και μεσανατολικές δομές οικονομίας και ασφάλειας.» Οι επισημάνσεις δε αυτές του Αμερικανικού υπουργείου αμύνης εναρμονίζονται πλήρως με τις δηλώσεις Μπάιντεν ότι η Ρωσία υπό τον πρόεδρο Πούτιν, επιχειρώντας να εξασθενίσει το ΝΑΤΟ και να διαιρέσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, «επιτίθεται κατά των θεμελίων της Δυτικής δημοκρατίας».
Όμως ο κ. Μπάιντεν κατηγορεί επιπροσθέτως το Κρεμλίνο για «υπονόμευση του αμερικανικού εκλογικού συστήματος». Υιοθετώντας έτσι την ευρέως διαδεδομένη, ιδίως στους Δημοκρατικούς κύκλους, εκτίμηση ότι η Μόσχα ευνοεί και υποθάλπει ενεργώς εκλογική νίκη του κ. Τραμπ. Ο οποίος αναμφισβήτητα, παρά τα αυστηρά οικονομικά και στρατιωτικά μέτρα που η κυβέρνησή του – ενίοτε σημειωτέον υπό την πίεση του Κογκρέσου – έχει λάβει κατά της Ρωσίας, συμπεριφέρεται έναντι της τελευταίας αυτής και ειδικότερα έναντι του Ρώσου ομολόγου του σαφώς διαλλακτικότερα από τον Δημοκρατικό του αντίπαλο˙ και ίσως όχι χωρίς γεωπολιτική λογική, ανεξάρτητα από τις όποιες προσωπικές του σκοπιμότητες.
***
Μείζονος, τέλος, ειδικού ελληνικού ενδιαφέροντος είναι η στάση των κ.κ. Τραμπ και Μπάιντεν έναντι της Τουρκίας. Με τους δύο υποψηφίους, όπως και σε αρκετές άλλες περιπτώσεις – ορισμένες εκ των οποίων ήδη επισημάνθηκαν – να διαφοροποιούνται περισσότερο σε επικοινωνιακό παρά σε στρατηγικό επίπεδο. Ενώ η σημασία, ειδικότερα, που συχνά αποδίδεται στη διαπροσωπική χημεία του Αμερικανού προέδρου με τον Τούρκο ομόλογό του σαφώς εμπεριέχει στοιχείο υπερβολής. Όπως προκύπτει και από τον ωμό τρόπο με τον οποίο ο κ. Τραμπ έχει επανειλημμένως «τραβήξει το αυτί» του κ. Ερντογάν προκειμένου να επιβάλει τη θέλησή του. Γενικότερα δε, τις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις διέπει πρωτίστως και διαχρονικά εκατέρωθεν γεωπολιτικός ρεαλισμός.
Έρεισμα κατά της Σοβιετικής Ένωσης επί Ψυχρού Πολέμου, η Τουρκία ενέχει σήμερα για την Ουάσιγκτον αρνητική κυρίως αξία. Καθώς προέχον πλέον μέλημα των ιθυνόντων και των δύο μεγάλων αμερικανικών κομμάτων είναι να αποτραπούν: η απομάκρυνση της Άγκυρας από το νατοϊκό στρατόπεδο και η σύμπλευσή της με τη Ρωσία, το Ιράν, και τώρα και με την Κίνα˙ και τουρκικές ενέργειες στρεφόμενες κατά του Ισραήλ. Ενώ οι συχνές από ευρωπαϊκής πλευράς επικρίσεις του αυταρχικού χαρακτήρα της διακυβέρνησης Ερντογάν πολύ περιορισμένη απήχηση βρίσκουν στους ηγετικούς αμερικανικούς κύκλους. Δοθέντος μάλιστα ότι, ούτε το προ Ερντογάν στρατιωτικό καθεστώς, ούτε, κυρίως, σημαντικοί σημερινοί στρατηγικοί εταίροι των ΗΠΑ, όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία, και τα ΗΑΕ, αποτελούν υποδείγματα δημοκρατίας. Κινούμενη δε στη γραμμή αυτή, η Ουάσιγκτον, χωρίς να θυσιάζει τις κεντρικές επιλογές της, προσπαθεί να περιορίσει τις αρνητικές επιπτώσεις τους στις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις˙ είτε πρόκειται για το Κουρδικό, είτε για το Συριακό και το Λιβυκό – είτε και για τα υπό ευρεία έννοια Ελληνοτουρκικά.
Ενώ και ο Τούρκος πρόεδρος, παρ’ όλον ότι συχνά αμφισβητεί τους αμερικανικούς χειρισμούς, αποφεύγει επιμελώς τη ρήξη με την υπερδύναμη. Ανήσυχος χωρίς αμφιβολία για τη δοκιμαζόμενη οικονομία του. Αλλά ασφαλώς και απευχόμενος τον εγκλωβισμό στις λυκοφιλίες του με τη Μόσχα και την Τεχεράνη – ή προσφάτως και με το Πεκίνο. Ενδεικτική δε της εξισορροπητικής αυτής τακτικής του είναι και η αμφισημία των σχέσεων της Άγκυρας με το Ισραήλ. Με την τουρκική πλευρά, παρά το προς το παρόν ανυπέρβλητο πρόσκομμα του Παλαιστινιακού, να μην αποκλείει, σύμφωνα με σοβαρές πληροφορίες, συνεννόηση με το εβραϊκό κράτος ενισχυτική της θέσης της στην Ουάσιγκτον.
***
Εν κατακλείδι: Εάν ο κ. Τραμπ εξασφαλίσει και δεύτερη προεδρική θητεία, ουδείς λόγος συντρέχει για να υποθέσουμε ότι θα αποστεί από την μέχρι τούδε πορεία του. Σε περίπτωση, αντιθέτως, εκλογικής επικράτησης του κ. Μπάιντεν, μολονότι δεν πρέπει να αναμένεται ριζική στροφή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, είναι πολύ πιθανόν να επιχειρηθούν ουσιαστικές αναπροσαρμογές της. Μεταξύ άλλων: μια ευμενέστερη, ή έστω απλώς διπλωματικότερη μεταχείριση των «συμμάχων και εταίρων» στην Ευρώπη και στον ασιατικό χώρο˙ η θετικότερη αντιμετώπιση των διεθνών οργανισμών και συμβάσεων˙ και μια πιο ανθρώπινη και πιθανότατα και επωφελέστερη για την ίδια την αμερικανική οικονομία, αντιμετώπιση του μεταναστευτικού. Με επακόλουθο την αναβάθμιση της διεθνούς εικόνας των Ηνωμένων Πολιτειών – μείζονος σημασίας ζητούμενο υπό το φως των υπό διαμόρφωση παγκόσμιων συσχετισμών.