Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση από το τεύχος 130 των "Εθνικών Επάλξεων", περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης [ΣΕΕΘΑ]
Εισαγωγή
Εισαγωγή
Η ρήση του Γάλλου φυσιοδίφη του
δέκατου όγδοου αιώνα ντε Μπυφόν «το ύφος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος»[1]
ισχύει και για τα κράτη, στο μέτρο που η δημόσια συμπεριφορά των ιθυνόντων τους
αποτυπώνεται στη διεθνή εικόνα τους. Η παρομοίωση όμως σταματά εδώ. Διότι, ναι
μεν το υπό ευρεία έννοια επικοινωνιακό περίβλημα των πράξεων της ηγεσίας
αποτελεί σημαντικότατη συνιστώσα της κρατικής «ήπιας ισχύος», ιδιαίτερη όμως βαρύτητα
πρέπει να αποδοθεί και στα ουσιαστικά – θετικά ή αρνητικά – συνολικά
αποτελέσματα της όποιας κυβερνητικής πολιτικής. Με τη διάκριση μεταξύ ύφους και
ουσίας να διευκολύνει, ειδικότερα, την κριτική προσέγγιση της εξωτερικής
πολιτικής του προέδρου Τραμπ˙ ο άκρως ιδιοσυγκρασιακός και αντισυμβατικός τρόπος
έκφρασης και ενεργείας του οποίου, αφενός συσκοτίζει την αντιστοιχία πολλών
επιλογών του με κάθε άλλο παρά αμελητέα ρεύματα της αμερικανικής κοινής γνώμης,
αλλά και με ορισμένες διαχρονικές τάσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής,
και αφετέρου δυσχεραίνει την αντικειμενική αξιολόγηση των πεπραγμένων του. [2]
I. Το «Δόγμα» Τραμπ
Τα επικοινωνιακά ολισθήματα και οι αυτοσχέδιοι
και συχνά σπασμωδικοί χειρισμοί του Αμερικανού
προέδρου επισύρουν, ως γνωστόν, τις επικρίσεις ακόμη και φίλα προσκείμενων προς
αυτόν αξιωματούχων και παρατηρητών, Αμερικανών και ξένων˙ και αναμφίβολα επηρεάζουν
αρνητικά το διεθνές κύρος των ΗΠΑ. Δεν προσφέρουν όμως επαρκή βάση για να αποτιμηθεί
συνολικώς η φύση και αποτελεσματικότητα της εξωτερικής του πολιτικής. Η οποία, υπό
το φως των προεκλογικών και μετεκλογικών τοποθετήσεών του – μεταξύ άλλων της
ομιλίας του στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ τον περασμένο Σεπτέμβριο
– αλλά και της μέχρι τούδε πρακτικής του, φαίνεται να συμπυκνώνεται στις
ακόλουθες κατευθυντήριες γραμμές: [3]
· Στήριξη
των αμερικανικών εθνικών συμφερόντων κατ’ απόλυτη προτεραιότητα (America
First), και συναφής αντιδιαστολή των «πατριωτών» προς τους θιασώτες της «παγκοσμιοποίησης»
[Globalists].
· Ισχυρές
ένοπλες δυνάμεις – επί προεδρίας του αυξήθηκε σημαντικά ο αμυντικός
προϋπολογισμός – αλλά χρήση στρατιωτικών μέσων μόνο όταν διακυβεύονται
αμερικανικά εθνικά συμφέροντα˙ όπως προκειμένου για την πάταξη της ισλαμογενούς
τρομοκρατίας. Και συνακόλουθα, αντίθεση στη μετατροπή των ΗΠΑ σε «παγκόσμιο
χωροφύλακα» και τερματισμός των «ατέλειωτων πολέμων» στον ευρύτερο μεσανατολικό
χώρο, αποσυρομένων και των εμπλεκόμενων αμερικανικών δυνάμεων. [4]
· Προβάδισμα
στη διμερή διπλωματία έναντι της πολυμερούς, τόσο στον γεωπολιτικό, όσο και
στον οικονομικό τομέα˙ ευελιξία κατά την εκάστοτε επιλογή συμμάχων και εταίρων˙
και υποβάθμιση και κατά περίπτωση παράκαμψη του ΟΗΕ, αλλά και αξιοποίηση του
παγκόσμιου επικοινωνιακού βήματος που προσφέρει.
· Αναμόρφωση
της διεθνούς οικονομικής τάξης και εμπορίου, ούτως ώστε να αρθούν οι
υφιστάμενες εις βάρος των ΗΠΑ ανισορροπίες. Και ευρεία χρησιμοποίηση του
οικονομικού όπλου – συχνά και ως υποκαταστάτου της στρατιωτικής δράσης – για
την επίτευξη γενικότερα των αμερικανικών
στοχεύσεων στον διεθνή χώρο. [5]
· Αποπυρηνικοποίηση
της Βόρειας Κορέας και αποτροπή της πυρηνικοποίησης του Ιράν με παράλληλη
αναχαίτιση των ανατρεπτικών περιφερειακών βλέψεων και δραστηριοτήτων της Τεχεράνης.
Σε συνάρτηση δε με τον χειρισμό του Ιρανικού, αναβάθμιση της συμμαχίας με το
Ισραήλ και σύμπραξη με συντηρητικά αραβικά καθεστώτα και κατά κύριο λόγο με τη
Σαουδική Αραβία.
·
Και, παρ’ όλον ότι σύμφωνα με την
φέρουσα την προεδρική υπογραφή «Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας», τόσο η Ρωσία, όσο
και η Κίνα «θέλουν να διαμορφώσουν έναν κόσμο αντιθετικό προς τις αξίες και
τα συμφέροντα των ΗΠΑ», υποβάθμιση στην
πράξη της εκ Μόσχας απειλής σε σύγκριση με την εκ Πεκίνου.[6]
Οι θέσεις δε αυτές – και
ειδικότερα η επιφυλακτικότητα έναντι των στρατιωτικών επεμβάσεων – απηχούν σε
κάποιο βαθμό μια από τις κυρίαρχες συνιστώσες της αμερικανικής διεθνοπολιτικής
παράδοσης: την τάση προς εθνική εσωστρέφεια. Τάση απορρέουσα από τα ιδιάζοντα
γεωγραφικά, κοινωνικοοικονομικά, και στρατιωτικά αμερικανικά δεδομένα και
φέρουσα συχνά χαρακτηριστικά απομονωτισμού. Και η οποία, χρονολογούμενη από την
επαύριον ήδη της Αμερικανικής Επανάστασης
και τις σχετικές παραινέσεις των «ιδρυτικών πατέρων» της αμερικανικής
συμπολιτείας Τζορτζ Ουάσιγκτον και Τόμας Τζέφερσον, σφράγισε, ειδικότερα, την
αμερικανική εξωτερική πολιτική καθ’ όλη τη χρονική περίοδο μεταξύ του πρώτου
και του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Εναλλασσόμενη, όμως, με φάσεις
επεμβατικότητας, τόσο στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και στις αρχές του
εικοστού, όσο, κυρίως, κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων συρράξεων και του
Ψυχρού Πολέμου˙ αλλά και μετά την
κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, κατά την αποκαλούμενη «αμερικανική στιγμή».
Κατά την οποία, υπό το κράτος του
αισθήματος παντοδυναμίας που η απουσία αντιπάλου δέους ενέπνεε στους
κρατούντες, η Ουάσιγκτον ανέπτυξε έναν έντονο στρατιωτικό παρεμβατισμό. Με τους
οπαδούς μιας αμερικανικής έμπνευσης “φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης», αφ’ ενός,
και τους υπερμάχους της αμερικανικής ηγεμονίας «νεοσυντηρητικούς»
[neoconservatives ή neocons], αφ΄ετέρου, να συμπίπτουν, παρά τις μεταξύ τους
ιδεολογικές διαφορές, στην επιδίωξη της επιβολής των «αμερικανικών αξιών» στον
διεθνή χώρο. Κυρίως μέσω βίαιης «καθεστωτικής αλλαγής» – η οποία, όμως, όπως
κατέδειξαν τα γεγονότα, συνεπάγεται κατά κανόνα την αποσάθρωση των τοπικών
κρατικών δομών και συνακόλουθα την εκεί επ’ αόριστον στρατιωτική και οικονομική
εμπλοκή των ΗΠΑ. Με πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις: την επί προεδρίας Μπους
του νεότερου ανατροπή, υπό την ώθηση των νεοσυντηρητικών, των αυταρχικών
καθεστώτων του Αφγανιστάν και του Ιράκ˙ και την εν ονόματι των ανθρώπινων
δικαιωμάτων και της δημοκρατίας σύμπραξη του «προοδευτικού» προέδρου Ομπάμα
στην αποσταθεροποίηση της Λιβύης και της Συρίας.
Στο διαμορφωθέν δε από τις
γεωπολιτικές αυτές περιπέτειες και απογοητεύσεις πολιτικό κλίμα, η αμερικανική
κοινή γνώμη – ούτως ή άλλως παραδοσιακά εστιασμένη στα εσωτερικά δρώμενα –
εμφανίζεται σήμερα αντίθετη σε εξωτερικά εγχειρήματα συνεπαγόμενα ανθρώπινες
απώλειες και υψηλό οικονομικό κόστος.[7]
Και συνεπώς δεν εκπλήσσει, ότι το ούτως ειπείν «δόγμα Τραμπ» επικροτείται από μια,
ναι μεν μάλλον μειοψηφική, πλην όμως πολιτικά σημαντική μερίδα του εκλογικού
σώματος.
II. Αξιολόγηση της εξωτερικής πολιτικής
Τραμπ
Πέραν όμως της όποιας δημοφιλίας
της, μένει να διαπιστωθεί και η αποτελεσματικότητα της εξωτερικής πολιτικής του
Αμερικανού προέδρου.
Ρωσία και Κίνα.
Εν πρώτοις, σε επίπεδο κεντρικών
γεωπολιτικών συσχετισμών και ειδικότερα σε σχέση τους αμφισβητίες της
αμερικανικής ηγεμονίας. Διότι, ενώ, όπως είναι φυσικό, η διεθνής ειδησιογραφία
κυριαρχείται από την καθημερινότητα – εμπορικούς πολέμους, τρομοκρατικά
κτυπήματα, περιφερειακές κρίσεις – το μείζον γεωπολιτικό γεγονός της εποχής μας
είναι αναμφίβολα η αμφισβήτηση του αμερικανικού μονοπωλίου ισχύος, του
λεγόμενου «μονοπολικού» διεθνούς συστήματος, από την δυναμικά επανεμφανιζόμενη
Ρωσία και την θεαματικά ανερχόμενη Κίνα στα παγκόσμια δρώμενα. Με κύριο ζητούμενο
τη διαχείριση από την Ουάσιγκτον της διαγραφόμενης αυτής μετάλλαξης του
διεθνούς περιβάλλοντος.
Αλλά και με τις εν προκειμένω απόψεις
των Αμερικανών αρμοδίων να διχάζονται. Καθώς στους κόλπους του πολιτικού κόσμου
και της πολιτικής και στρατιωτικής γραφειοκρατίας, χωρίς να αγνοείται ο σινικός
κίνδυνος, ως κύρια απειλή εκλαμβάνεται η Μόσχα υπό τον Πούτιν.
Ενώ, αντιθέτως, ο πρόεδρος Τραμπ, όπως διαπιστώνει επιδοκιμαστικά σε κύριο άρθρο της η κάθε άλλο παρά φιλική του «Νιου Γιορκ Τάιμς», «επιχειρεί να αναπτύξει μια ορθότερη σχέση με τη Ρωσία» για «να την αποσπάσει από την Κίνα»˙ [8] μη αποκρύπτοντας συγχρόνως την πρόθεσή του να επιδιώξει τη συνεργασία του Ρώσου ομολόγου του για τη διευθέτηση σειράς περιφερειακών κρίσεων και την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους, [9] και προτείνοντας την επανένταξη της Ρωσίας στην Ομάδα των Επτά [G7]. Σημειωτέον δε ότι από την πλευρά της η ρωσική ηγεσία δείχνει να ανταποκρίνεται στα ανοίγματα αυτά, επιδεικνύοντας συγκράτηση ως προς το Ουκρανικό, και διάθεση συντονισμού ενεργειών σε σχέση με το Βορειοκορεατικό, το Συριακό, και την τρομοκρατία.
Ενώ, αντιθέτως, ο πρόεδρος Τραμπ, όπως διαπιστώνει επιδοκιμαστικά σε κύριο άρθρο της η κάθε άλλο παρά φιλική του «Νιου Γιορκ Τάιμς», «επιχειρεί να αναπτύξει μια ορθότερη σχέση με τη Ρωσία» για «να την αποσπάσει από την Κίνα»˙ [8] μη αποκρύπτοντας συγχρόνως την πρόθεσή του να επιδιώξει τη συνεργασία του Ρώσου ομολόγου του για τη διευθέτηση σειράς περιφερειακών κρίσεων και την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους, [9] και προτείνοντας την επανένταξη της Ρωσίας στην Ομάδα των Επτά [G7]. Σημειωτέον δε ότι από την πλευρά της η ρωσική ηγεσία δείχνει να ανταποκρίνεται στα ανοίγματα αυτά, επιδεικνύοντας συγκράτηση ως προς το Ουκρανικό, και διάθεση συντονισμού ενεργειών σε σχέση με το Βορειοκορεατικό, το Συριακό, και την τρομοκρατία.
Από την άλλη, κινούμενος ως προς
τούτο στη γραμμή των προκατόχων του, ο Αμερικανός πρόεδρος αποσκοπεί στην αναχαίτιση
της Κίνας, μέσω της αύξησης της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στον
Ινδο-Ειρηνικό και της τόνωσης των εκεί αμερικανικών συμμαχιών, και κατά κύριο
λόγο με τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία, και την Ινδία˙ επιδιώκοντας συγχρόνως[10]
πλέον ισόρροπες εμπορικές σχέσεις με το Πεκίνο. [11]
Ωστόσο, η απόφασή του να ανακαλέσει την αμερικανική συμμετοχή στη συναφθείσα
ερήμην του τελευταίου, και ως εκ τούτου προσφερόμενη για τον περιορισμό της
περιφερειακής κινεζικής επιρροής, «Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου του Ειρηνικού» [Trans-Pacific Partnership Agreement (TPP) δικαίως επικρίνεται ως κοντόφθαλμη. Τόσο μάλλον που οι Κινέζοι
επιχειρούν τώρα να επωφεληθούν της, συνεπεία της αμερικανικής υπαναχώρησης, ματαίωσης της εν
λόγω συμφωνίας για να πρωτοστατήσουν στη σύναψη ανάλογης με δεκαπέντε άλλες
χώρες της ευρύτερης περιοχής.[12]
ΝΑΤΟ και ΕΕ
Τον έτερο βασικό άξονα του
παγκόσμιου γεωπολιτικού γίγνεσθαι συγκροτούν προφανώς οι συμμαχικοί δεσμοί των
Αμερικανών με τους Ευρωπαίους στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας και σε
συνάρτηση και με τις σχέσεις της Ουάσιγκτον με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και σε ό,τι μεν αφορά στο ΝΑΤΟ, μολονότι
ο κ. Τραμπ ως υποψήφιος το είχε
αποκαλέσει "απηρχαιωμένο" και "δυσανάλογα» «δαπανηρό» για τις
Ηνωμένες Πολιτείες, όχι μόνο κατά την τελευταία τριετία η αμερικανική συμμετοχή
στις νατοϊκές δράσεις συνεχίσθηκε αμείωτη, αλλά και αρκετοί Ευρωπαίοι σύμμαχοι έχουν
προβεί σε αύξηση των αμυντικών δαπανών τους˙ παρακινούμενοι εν μέρει από τις – ομολογουμένως
ήκιστα διπλωματικές – σχετικές δημόσιες αιτιάσεις του Αμερικανού προέδρου. Συγχρόνως,
όμως, τα απρεπή προσωπικά σχόλια του τελευταίου αυτού για τη Γερμανίδα
καγκελάριο και άλλους κοινοτικούς ηγέτες, και, κυρίως, ορισμένες λίαν
αντιδημοφιλείς στον ευρωενωσιακό χώρο διεθνοπολιτικές του επιλογές – όπως η
απόσυρση των ΗΠΑ του από τη Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή και
από εκείνη του 2015 για τον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, η
δημόσια ενθάρρυνση του Μπρέξιτ, και η εμπορική αντιπαράθεση της Ουάσιγκτον με
τις Βρυξέλλες – έχουν θέσει τις σχέσεις της χώρας του με την Ευρωπαϊκή Ένωση
υπό σοβαρότατη δοκιμασία. Με τον πρόεδρο Τραμπ να δίνει μάλιστα την εντύπωση ότι
βλέπει την ΕΕ πρωτίστως ως εμπορικό αντίπαλο. Ενόσω όμως οι κοινοτικοί
Ευρωπαίοι θα αδυνατούν – παρά τις αξιέπαινες πρωτοβουλίες του Γάλλου προέδρου
Μακρόν, η έκβαση των οποίων όμως είναι άδηλη – να αποκτήσουν ενιαία στρατιωτική
δύναμη και κοινή αμυντική πολιτική, η – κυρίως μέσω ΝΑΤΟ – αμερικανική εγγύηση
της ευρωπαϊκής ασφάλειας θα παραμένει αναντικατάστατη.
Περιφερειακές
κρίσεις και τρομοκρατία
Aνισότητα όμως ουσιαστικών αποτελεσμάτων χαρακτηρίζει
και τον χειρισμό από την προεδρία Τραμπ των ανά την υφήλιο περιφερειακών
κρίσεων – στις οποίες η στενότητα χώρου ενός άρθρου δεν επιτρέπει παρά μια λίαν
επιλεκτική και οιονεί τηλεγραφική αναφορά.
Η χρησιμοποίηση από τον Αμερικανό
πρόεδρο εναλλακτικά απειλών και φιλοφρονήσεων έναντι της Πιονγκγιάνγκ προς
επίτευξη της αποπυρηνικοποίησης της Βόρειας Κορέας – διαχρονικής
επιδίωξης της Ουάσιγκτον και κεκηρυγμένου στόχου του ίδιου του κ. Τραμπ – φαίνεται
να οδηγεί, αντί της επιδιωκόμενης ανατροπής, στην παγίωση του πυρηνικού status quo στην κορεατική χερσόνησο. Καθώς η βορειοκορεατική
ηγεσία, από τη μια μεν αρνείται μεν με προσχηματική επιχειρηματολογία να
θυσιάσει το πυρηνικό της οπλοστάσιο, θεωρώντας το κατά πάσαν βεβαιότητα εγγύηση
καθεστωτικής επιβίωσης, από την άλλη όμως έχει – μέχρι στιγμής τουλάχιστον – αναστείλει
κατ’ ουσίαν την περαιτέρω ανάπτυξή του˙ η δε αμερικανική πλευρά δείχνει όλο και
περισσότερο να συμβιβάζεται με ένα τέτοιο πάγωμα.
Ενώ σε ανάλογες αντιστάσεις προσέκρουσαν
και οι αρχικές μαξιμαλιστικές στοχεύσεις
της κυβέρνησης Τραμπ έναντι του Ιράν˙ και ειδικότερα η μόλις
αποκρυπτόμενη επιδίωξη καθεστωτικής αλλαγής,
υποκινούμενη από τοπικούς συμμάχους των ΗΠΑ – κυρίως τους Ισραηλινούς
και τους Σαουδάραβες – και από ιέρακες στην Ουάσιγκτον. Με τον Αμερικανό
πρόεδρο – ενθαρρυνόμενο και από συμμάχους ηγέτες, όπως ο Γάλλος πρόεδρος και ο
Ιάπων πρωθυπουργός – ενδεχομένως να αρκείται τώρα στην επίτευξη μιας βελτιωμένης
πυρηνικής συμφωνίας και στην περιστολή των περιφερειακών αποσταθεροποιητικών
δραστηριοτήτων του ιρανικού καθεστώτος.
Δριμεία, τέλος, κριτική έχει
ασκηθεί κατά των χειρισμών Τραμπ στη Συρία. Όπου, σημειωτέον, ο Αμερικανός
πρόεδρος κληρονόμησε μια χαώδη κατάσταση, απότοκο της γεωπολιτικά λανθασμένης –
πλην συνεπούς με το σκεπτικό της ατυχούς αντιμετώπισης από τη Δύση της «Αραβικής
Άνοιξης» γενικότερα – απόπειρας των μεγάλων
Δυτικών πρωτευουσών να ανατρέψουν το καθεστώς Ασάντ˙ χωρίς μάλιστα να διαθέσουν
επαρκή προς τούτο στρατιωτική δύναμη ή να προετοιμάσουν στοιχειωδώς την επόμενη
ημέρα. Με επακόλουθο την μετατροπή της περιοχής σε εκκολαπτήριο ισλαμικής
τρομοκρατίας, αλλά και σε πρόσφορο έδαφος για την παρέμβαση, με διαφορετικές
και εν πολλοίς ανταγωνιστικές ατζέντες,
της Μόσχας και της Τεχεράνης˙ και βέβαια και της Άγκυρας, ανήσυχης για
την ανάδυση επί των τουρκικών συνόρων κουρδικού κράτους συμπράττοντος στενά με
το εντός της τουρκικής επικράτειας αποσχιστικό ΡΚΚ.
Και συζητείται μεν το εάν, ή όχι,
συνιστά προδοσία έναντι των Κούρδων συμπολεμιστών των Αμερικανών κατά των
τζιχαντιστών η απόφαση του
προέδρου Τραμπ, μετά την εξουδετέρωση του Ισλαμικού Στρατού, να αποσύρει από τη Συρία – χώρο, στον οποίο ο κ. Τραμπ εκτιμά ότι δεν διακυβεύονται πλέον ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα – το μείζον μέρος της αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης˙ δίνοντας έτσι εμμέσως στους Τούρκους το πράσινο φως για να καταλάβουν μια «ζώνη ασφαλείας» εντός του συριακού εδάφους – με κύριο στόχο την αποτροπή της συγκρότησης κουρδικού κράτους επί των συνόρων τους. Το γιατί, όμως, αντιμέτωπος με το δίλημμα Κούρδοι ή Άγκυρα, ο Αμερικανός πρόεδρος επέλεξε την τελευταία είναι προφανές: Βλέπει την Τουρκία ως ένα στρατιωτικά και γεωπολιτικά σημαντικό νατοϊκό σύμμαχο, τον οποίο η Μόσχα επιχειρεί συστηματικά να απομακρύνει από την αμερικανική σφαίρα επιρροής˙ και ο οποίος υπό τις κατάλληλες συνθήκες θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμος συμπαίκτης της Ουάσιγκτον στο μεσανατολικό ζατρίκιο. Εξ ου και οι προσπάθειες που καταβάλλει, σε προσωπική επικοινωνία και με τον Τούρκο ομόλογό του, για να άρει τα εμπόδια σε μια αμερικανοτουρκική ανασύνδεση – με σοβαρότερο αυτή τη στιγμή την υπόθεση των S-300. Αυτά δε παρά το λίαν αρνητικό για την τουρκική ηγεσία κλίμα, τόσο στην αμερικανική κοινή γνώμη, όσο και στο Κογκρέσο – ενδεικτικές των διαθέσεων του οποίου είναι και η αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας και η επιβολή στην Άγκυρα οικονομικών κυρώσεων εξ αφορμής του Συριακού.[13]
προέδρου Τραμπ, μετά την εξουδετέρωση του Ισλαμικού Στρατού, να αποσύρει από τη Συρία – χώρο, στον οποίο ο κ. Τραμπ εκτιμά ότι δεν διακυβεύονται πλέον ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα – το μείζον μέρος της αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης˙ δίνοντας έτσι εμμέσως στους Τούρκους το πράσινο φως για να καταλάβουν μια «ζώνη ασφαλείας» εντός του συριακού εδάφους – με κύριο στόχο την αποτροπή της συγκρότησης κουρδικού κράτους επί των συνόρων τους. Το γιατί, όμως, αντιμέτωπος με το δίλημμα Κούρδοι ή Άγκυρα, ο Αμερικανός πρόεδρος επέλεξε την τελευταία είναι προφανές: Βλέπει την Τουρκία ως ένα στρατιωτικά και γεωπολιτικά σημαντικό νατοϊκό σύμμαχο, τον οποίο η Μόσχα επιχειρεί συστηματικά να απομακρύνει από την αμερικανική σφαίρα επιρροής˙ και ο οποίος υπό τις κατάλληλες συνθήκες θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμος συμπαίκτης της Ουάσιγκτον στο μεσανατολικό ζατρίκιο. Εξ ου και οι προσπάθειες που καταβάλλει, σε προσωπική επικοινωνία και με τον Τούρκο ομόλογό του, για να άρει τα εμπόδια σε μια αμερικανοτουρκική ανασύνδεση – με σοβαρότερο αυτή τη στιγμή την υπόθεση των S-300. Αυτά δε παρά το λίαν αρνητικό για την τουρκική ηγεσία κλίμα, τόσο στην αμερικανική κοινή γνώμη, όσο και στο Κογκρέσο – ενδεικτικές των διαθέσεων του οποίου είναι και η αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας και η επιβολή στην Άγκυρα οικονομικών κυρώσεων εξ αφορμής του Συριακού.[13]
Τουρκία, ΗΠΑ,
και Ελληνικά συμφέροντα ασφαλείας
Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να παρεμβληθούν,
οιονεί παρενθετικά, οι ακόλουθες δύο καίριες επισημάνσεις σε σχέση με τις Ηνωμένες
Πολιτείες και τα ελληνοτουρκικά:
· Εν
πρώτοις, σε περίπτωση κλιμάκωσης της έντασης της χώρας μας με τη γείτονα, μόνο
η Ουάσιγκτον θα είναι σε θέση να διαμεσολαβήσει αποτελεσματικά για την αποτροπή
του χείρονος.
· Από την
άλλη, όμως, θα διαπράτταμε ασύγγνωστο σε μια τέτοια περίπτωση στρατηγικό σφάλμα,
εάν, ασχέτως του προσώπου του Αμερικανού προέδρου της στιγμής, υπολογίζαμε στην
απόκλιση των ΗΠΑ από την πάγια – και σε αρμονία με την αυξημένη αντίθεση του
αμερικανικού εκλογικού σώματος σε στρατιωτικές επεμβάσεις – στάση των ίσων, ή
περίπου, αποστάσεων έναντι των δύο αντιμαχόμενων συμμάχων τους, και στην ενεργό
και δη στρατιωτική τους στήριξη προς την πλευρά μας.
Κατά τα λοιπά, η σημασία του
αμερικανικού παράγοντος για τη χώρα μας επαυξάνεται εκ του γεγονότος ότι ο φυσικός
μας συμπαραστάτης, η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν διαθέτει, ούτε τα στρατιωτικά μέσα, αλλά
ούτε και την πολιτική βούληση, για να δράσει ως ενιαία και άρα ως αξιόπιστη και
αποτελεσματική δύναμη στην περιοχή μας. Με την ευρωενωσιακή μας πάντως ταυτότητα
να παραμένει χρήσιμη, μεταξύ άλλων, για την επίτευξη της τουρκικής συνεργασίας επί
του μεταναστευτικού και, φυσικά, και σε σχέση με το Κυπριακό – παρ’ όλον ότι το
οριστικό πλέον ναυάγιο της τουρκικής κοινοτικής ένταξης περιορίζει μεγάλως την
ικανότητα των Βρυξελλών να επηρεάζουν τις τουρκικές αποφάσεις.
Συμπερασματικώς
Παρά το συχνά απωθητικό επικοινωνιακό του επικάλυμμα,
ο εθνοκεντρισμός του Αμερικανού προέδρου αντανακλά σε σημαντικό βαθμό, τόσο
εσωτερικές αμερικανικές συνθήκες, όσο και παγκόσμιες πραγματικότητες. Και
συνεπώς, εάν κατά τις προεδρικές εκλογές του προσεχούς έτους ο κ. Τραμπ ηττηθεί,
είναι αμφίβολο κατά πόσον ο ή η διάδοχός του θα απομακρυνθεί ως προς τα ουσιώδη
από την παρούσα διεθνοπολιτική γραμμή του Λευκού Οίκου – παρά το πολύ
διαφορετικό επικοινωνιακό αφήγημα που πιθανότατα θα προβάλει. Χωρίς ωστόσο αυτό
να σημαίνει ότι δεν θα πρέπει, σε μια τέτοια περίπτωση, να αναμένεται βελτίωση,
όχι μόνο στο κλίμα, αλλά σε κάποιο βαθμό και στην ουσία των σχέσεων των Ηνωμένων
Πολιτειών με τους συμμάχους και εταίρους τους – και κυριότατα με τους εν Ευρώπη.
[1] « Le style c’est l’homme même”.
[2] Για μια αναλυτική και στο μέτρο του
δυνατού αντικειμενική παρουσίαση της εξωτερικής πολιτικής του Αμερικανού
προέδρου βλ. Council on Foreign Relations, Special Report No. 84,
April 2019, Trump’s Foreign Policies Are Better Than They Seem.
[3]
Remarks by President Trump to the 74th Session of the United Nations General
Assembly, White House, 25-9-2019
[4] Ως υποψήφιος, ο κ. Τραμπ είχε επικρίνει
την αμερικανική στρατιωτική υπερέκταση και αποκαλέσει «λάθος» τον Πόλεμο του
Ιράκ. Bλ. σχετικώς, Rand Paul (Γερουσιαστής), President Donald Trump moves to stop 'endless wars', USA Today, 16-10-2019. Για τη συνεχιζόμενη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ εκτός
αμερικανικού εδάφους, βλ. Despite Vow to End ‘Endless Wars,’ Here’s
Where About 200,000 Troops Remain, New York Times, 21-10-2019.
[5]
Mεταξύ άλλων, Philip Stephens, Nations
have often employed economic coercion. Donald Trump has gone three steps
further. He has merged America’s economic policy with its national security
strategy, Financial Times, 17-10-2019, και Simon Tisdall,
Money wars: how sanctions and tariffs became Trump’s big guns, Financial
Times, 19-8-2019.
[6] National
Security Strategy of the United States of America, December 2017.
[7] Για στατιστικά στοιχεία σχετικά με
την αντίθεση της πλειοψηφίας της αμερικανικής κοινής γνώμης στους
«μεσανατολικούς πολέμους», βλ. Simon Jenkins, The US and
Britain face no existential threat. So why do their wars go on? The Guardian,
15-11-2019.
[8]
The Editorial Board, What’s America’s Winning Hand if Russia Plays the China
Card? The New York Times, 21-07-2019.
[9] Δικαιολογώντας την απόφασή του να συγχαρεί
τον πρόεδρο Πούτιν επί τη επανεκλογή του, ο κ. Τραμπ υποστήριξε ότι «οι
καλές σχέσεις με τη Ρωσία είναι καλό, όχι
κακό πράγμα…Μπορούν να μας βοηθήσουν να επιλύσουμε προβλήματα σχετικά με
τη Βόρεια Κορέα, τη Συρία, την Ουκρανία, τον Ισλαμικό Στρατό, το Ιράν, και
ακόμη και με τον επερχόμενο Ανταγωνισμό Εξοπλισμών.» Βλ. Aubree
Eliza Weaver, Trump criticizes predecessors in defending congratulatory call
to Putin, Politico, 21/03/2018.”
[11] Κατά τη σύνταξη του παρόντος, η
τύχη των μείζονος σημασίας για τις σινο-αμερικανικές σχέσεις – αλλά ενδεχομένως
και σημαντικών για τις προσωπικές πολιτικές προοπτικές του κ. Τραμπ, ου μην
αλλά και του προέδρου Σι – εμπορικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Ουάσιγκτον και
Πεκίνου εμφανίζεται αβέβαιη.
[12] Πρόκειται για την «Περιφερειακή Συμπεριληπτική
Οικονομική Σύμπραξη» [Regional Comprehensive Economic Partnership ή RCEP], η οποία όμως κατά τη σύνταξη του παρόντος προσκρούει στην
υπαναχώρηση της Ινδίας.
[13] Για μια ενδιαφέρουσα εκτίμηση των
αμερικανοτουρκικών πραγμάτων από αντιπολιτευόμενο τον πρόεδρο Ερντογάν Τούρκο δημοσιογράφο, βλ.
Burak Bekdil, Washington and Ankara: Sweet Words, Sour Deeds,
BESA Center Perspectives, Paper No. 1,350, 20-11-2019.