Ελλάδα και Ηνωμένο Βασίλειο, παρά τις προφανείς
ιδιαιτερότητες και το άνισο ειδικό βάρος τους – και υπό μία έννοια λόγω αυτών –
συμμερίζονται το λίαν αμφίβολο προνόμιο
του να εκλαμβάνονται ως σύμβολα της ευρωενωσιακής κρίσης. Με τη διάσωση της
ελληνικής οικονομίας εντός της ευρωζώνης να έχει θέσει υπό δοκιμασία την προθυμία,
αφ’ ενός των ευρωστότερων μελών να έλθουν αρωγοί ενός ασθενέστερου εταίρου,
και, αφ’ ετέρου, του τελευταίου αυτού να συμμορφωθεί με την κοινοτική
δημοσιονομική πειθαρχία· και με τους Βρετανούς να αποφασίζουν κατά το
δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου την έξοδό τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση
- σε μια θεαματική απόρριψη «της ολοένα
στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης». [i]
Ωστόσο, η προσωποποίηση αυτή της κρίσης της
Κοινοτικής Ευρώπης είναι παραπλανητική, καθώς παρουσιάζει τα συμπτώματα ως
αίτια. Στην πραγματικότητα, το επαπειληθέν Γκρέξιτ και το υπό πραγμάτωση
Μπρέξιτ απλώς επανέφεραν στο προσκήνιο τα διλήμματα που αρχήθεν κατατρύχουν το κοινοτικό
ενωτικό εγχείρημα. Η δρομολόγηση του οποίου συνοδεύθηκε από τη διαφοροποίηση –
και συχνά αντιπαράθεση - μεταξύ οπαδών της ομόσπονδης Ευρώπης και των θιασωτών της
συνεργασίας των ευρωπαϊκών κρατών χωρίς μείζονα εγκατάλειψη εθνικών κυριαρχικών
δικαιωμάτων. Και ναι μεν αρχικά, στη δεκαετία του ’50, με τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής
Κοινότητας Άνθρακος και Χάλυβος από τους Έξι του κοινοτικού πυρήνα η πλάστιγγα φάνηκε
να κλίνει υπέρ των πρώτων, πλην όμως η εν συνεχεία απόρριψη από το Παρίσι
προτάσεων για μια αντίστοιχη πολιτική και στρατιωτική σύμπραξη κατέφερε καθοριστικό
πλήγμα στο ομοσπονδιακό όραμα· με τις μετέπειτα κοινοτικές πρωτοβουλίες να
επικεντρώνονται, και ουσιαστικά να περιορίζονται, στον κατ’ αρχήν λιγότερο επίμαχο
– τουλάχιστον έως την υιοθέτηση του ευρώ – τομέα της οικονομίας.
***
Ιδρύοντας την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και προωθώντας
ειδικότερα την κοινή ευρωπαϊκή αγορά, η Συνθήκη της Ρώμης του 1957 απετέλεσε
ένα επί πλέον, μείζονος σημασίας βήμα προς την κατεύθυνση της στενότερης αυτής οικονομικής σύμπραξης των κοινοτικών
εταίρων. Από την άλλη, όμως, η συσταθείσα από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992
«Ευρωπαϊκή Ένωση» απεδείχθη πλήρως αναντίστοιχη προς τη φιλόδοξη ονομασία της. Διότι,
ενώ προήγαγε και αυτή την οικονομική συσσωμάτωση των εταίρων - με αποκορύφωμα την Οικονομική
και Νομισματική Ένωση - η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Άμυνας και
Ασφάλειας που επαγγέλθηκε απεδείχθη εικονική, δοθέντος ότι τις αποφάσεις για τα
ουσιώδη συνέχισαν να λαμβάνουν οι εθνικές πρωτεύουσες.
Η εξασθένιση δε αυτή του αρχικού ευρωπαϊκού
οράματος απέβη πρακτικώς μη αναστρέψιμη μετά την ταχύρρυθμη ένταξη στο
κοινοτικό σχήμα μεγάλου αριθμού κρατών κατάφορα απρόσφορων – λόγω πολιτικής
κουλτούρας, γεωπολιτικών συνθηκών, αλλά και απλώς αριθμού – για τη συγκρότηση
μιας γνήσιας, συνεκτικής Ένωσης. Με ιδιαίτερα διδακτική εν προκειμένω την
περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου. Το οποίο, λόγω του παραδοσιακού αγγλικού
φόβου ανάδυσης μιας ηγεμονικής δύναμης στην ηπειρωτική Ευρώπη, της σημασίας των
δεσμών του Λονδίνου με την Κοινοπολιτεία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και
της όλως ιδιαίτερης προσκόλλησης των Βρετανών στους εθνικούς των θεσμούς και
τρόπο ζωής, είχε αρχικά τηρήσει έναντι του ευρωενωσιακού εγχειρήματος αποστάσεις
ασφαλείας. Και μόνο αφού η ομοσπονδιακή ιδέα είχε εκ των πραγμάτων αποδυναμωθεί
επεδίωξε την ένταξή του - προσκρούοντας
όμως επί μακρόν στο βέτο του Στρατηγού ντε Γκολ, ανήσυχου για τις επιπτώσεις
της βρετανικής κοινοτικής παρουσίας στα γαλλικά οικονομικά συμφέροντα, πρωτίστως όμως στην – τότε -
γαλλική πολιτικοστρατιωτική πρωτοκαθεδρία. [ii]
Υπό τις συνθήκες δε αυτές, ακόμη και οι με τόσες
προσπάθειες συναφθέντες κατά τα τελευταία εξήντα χρόνια διακυβερνητικοί δεσμοί –
οικονομικοί πρωτίστως, αλλά και πολιτικοί, και, έστω και ισχνοί, στρατιωτικοί –
προσκρούουν σε ένα αύξοντα ευρωσκεπτικισμό, τροφοδοτούμενο, τόσο από τις εξελίξεις
στο παγκόσμιο περιβάλλον, όσο και από τις διεργασίες στο εσωτερικό των
κρατών-μελών.
***
Καθοριστική πιθανώς να υπήρξε εν προκειμένω η μετά
την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης απουσία μιας μείζονος γεωπολιτικής απειλής
κατά της ανεξαρτησίας και ασφάλειας των ευρωπαϊκών κρατών, ικανής να
λειτουργήσει ως συσπειρωτικό κίνητρο στον κοινοτικό χώρο. Με επακόλουθο η
προσοχή των κοινοτικών λαών να μονοπωλείται από την εσωτερική τους
καθημερινότητα· και τα κράτη-μέλη να επιδεικνύουν μια εσωστρέφεια ασύμβατη με
συλλογικές ευρωπαϊκές φιλοδοξίες και δράσεις ανάλογες προς το τεράστιο
συλλογικό δυναμικό της Κοινοτικής Ευρώπης. Ενώ, για την αντιμετώπιση των
εκάστοτε αναφυόμενων περιφερειακών κρίσεων – επί παραδείγματι, της ουκρανικής ή
της μεσανατολικής - οι κοινοτικές πρωτεύουσες προσβλέπουν πρωτίστως στην
αμερικανική υπερδύναμη και στο ΝΑΤΟ.
Κατά τα λοιπά, σοβαρό πλήγμα στην ευρωενωσιακή
υπόθεση καταφέρουν η διόγκωση των μεταναστευτικών εισροών και η κατακόρυφη
αύξηση κρουσμάτων ισλαμογενούς τρομοκρατίας στον κοινοτικό χώρο που εκτρέφει η
αποσταθεροποίηση της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. [iii]
Η μαζική και αυξανόμενη παρουσία μουσουλμάνων, κατά συντριπτική πλειοψηφία,
μεταναστών, όχι μόνο δοκιμάζει οικονομικώς τις κοινοτικές χώρες υποδοχής – σε
αντίθεση σημειωτέον με τα παλαιότερα, ελεγχόμενα, οικονομικώς τονωτικά,
μεταναστευτικά ρεύματα - αλλά και απειλεί
τις κοινωνικές τους ισορροπίες και ακόμη και την πολιτισμική τους ταυτότητα. Ενώ,
με το μεταναστευτικό αυτό φαινόμενο διαπλέκεται επικινδύνως και η ισλαμική
τρομοκρατία, καθ’ ό μέτρο το Ισλαμικό Κράτος και οι λοιπές εκφάνσεις του
ακραίου Ισλάμ επωφελούνται των σχετικών ροών για να διεισδύσουν στην Κοινοτική
Ευρώπη. Δοθέντος δε ότι η κοινή γνώμη στις πληττόμενες χώρες προσάπτει στους
κοινοτικούς θεσμούς αδυναμία διαχείρισης των απειλών αυτών, η αύξουσα
αμφισβήτηση του ευρωενωσιακού εγχειρήματος δεν πρέπει να εκπλήσσει.
Μια ισχυρή, τέλος, ώθηση στον ευρωσκεπτικισμό έχει
δώσει η ενσκήψασα κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα παγκόσμια χρηματοπιστωτική-οικονομική
κρίση.[iv]
Ο χειρισμός της οποίας από τα κοινοτικά κέντρα αποφάσεων έχει τροφοδοτήσει στους
κόλπους της ΕΕ μια οξύτατη - αν και εν πολλοίς αντιφατική – κριτική. Με τους
οικονομικά ασθενείς εταίρους να διαμαρτύρονται για την ανεπάρκεια της αρωγής
που τους παρέχουν οι οικονομικά εύρωστοι· και τους τελευταίους αυτούς να δυσφορούν
διότι καλούνται να σηκώσουν αλλότρια βάρη.
***
Θεαματική επιβεβαίωση της προϊούσης
αποστασιοποίησης των κοινοτικών μαζών από την ευρωπαϊκή ιδέα παρέσχε η
δημοψηφισματική απόρριψη της Συνθήκης Ευρωπαϊκού Συντάγματος από τους Γάλλους
και Ολλανδούς ψηφοφόρους το 2005.[v]
Όπως δε σαφέστατα κατέδειξαν οι Ευρωεκλογές του 2014, αλλά και εντελώς πρόσφατα
το βρετανικό δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου, ο ευρωσκεπτικισμός δεν
έπαυσε έκτοτε να κερδίζει έδαφος, τόσο στη «δεξιά», όσο και στην «αριστερή»
πλευρά του ευρωπαϊκού πολιτικού και ιδεολογικού φάσματος.[vi] Στο ευρωσκεπτικό δε αυτό κλίμα, Γκρέξιτ
και Μπρέξιτ δείχνουν να λειτουργούν ως καταλύτες, καθ’ ο μέτρο αναδεικνύουν τα
κρίσιμα διλήμματα που αντιμετωπίζει το κοινοτικό σχήμα, τόσο στον υποτιθέμενο
σκληρό πυρήνα του, όσο και στην περιφέρειά του.
Σε ό,τι ειδικότερα αφορά στον πρώτο, η ελληνική
κρίση απεκάλυψε τη δραματική ανεπάρκεια των θεσμικών εργαλείων της Οικονομικής
και Νομισματικής Ένωσης, και, το κρισιμότερο, την απουσία ενός «ευρωπαϊκού
πατριωτισμού» ικανού να διασφαλίσει τη μεταξύ των εταίρων αλληλεγγύη. Διδακτική
εν προκειμένω είναι η σύγκριση των συνθηκών υπό τις οποίες, αφ’ ενός,
αντιμετωπίσθηκε η οικονομική και κοινωνική δοκιμασία του Ευρωπαϊκού Νότου, και,
αφ’ ετέρου, διεξήχθη η γερμανική επανένωση μετά την πτώση του Τείχους. Με τη γερμανική
ηγεσία να αποδεικνύεται ασυγκρίτως αποτελεσματικότερη και, κυρίως, πιο γενναιόδωρη
προκειμένου για την επανένταξη γερμανικών πληθυσμών και εδαφών στον εθνικό
κορμό από ό,τι το κοινοτικό ιερατείο έναντι των Νοτιοευρωπαίων· [vii]
αλλά και με την απρόσκοπτη γενικώς αποδοχή από τους Ανατολικογερμανούς των
ενίοτε αυστηρών μεταβατικών μέτρων του Βερολίνου να έρχεται σε αντίθεση με τις έντονες
αντιδράσεις των χειμαζόμενων κοινοτικών λαών στη σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία
των Βρυξελλών.
Από την άλλη, η έξοδος, του Ηνωμένου Βασιλείου από
την Ευρωπαϊκή Ένωση κατέδειξε πόσο εύθραυστη είναι η ευρύτερη Ευρώπη των 28·
και κατέστησε εμφανείς τις δυσκολίες εξεύρεσης κοινού παρονομαστού μεταξύ των ανομοιογενών
μελών της. Κατά τα άλλα δε το Μπρέξιτ, όχι
μόνο συνεπάγεται την απομάκρυνση από τον κοινοτικό χώρο ενός κορυφαίου εταίρου,
αλλά θα μπορούσε να ενθαρρύνει και πρόσθετες αποσκιρτήσεις.[viii]
***
Η Κοινοτική Ευρώπη βρίσκεται επομένως σε
σταυροδρόμι, καλούμενη να λάβει αποφάσεις αυτόχρημα υπαρξιακής σημασίας. [ix]
Δοθέντος δε ότι η ενίοτε φημολογούμενη διάλυσή της είναι λίαν απίθανη, καθώς
όλοι οι εμπλεκόμενοι κάποιο όφελος αντλούν από την υπό κάποια μορφή διατήρηση της,
η μελλοντική της φυσιογνωμία θα εξαρτηθεί
από την υποστήριξη της οποίας θα τύχουν οι δύο επικρατέστερες αυτή τη
στιγμή επιλογές - ήτοι η επιλεκτική αναβίωση του ομοσπονδιακού οράματος και η
διαμόρφωση ενός ακόμη χαλαρότερου ευρωενωσιακού σχήματος. Χωρίς πάντως να
αποκλείεται ο εμπειρικός συνδυασμός των δύο – που μάλιστα διαφαίνεται και ως η
πιθανότερη απόληξη.
Οι ανήκοντες στην πρώτη σχολή σκέψης – οι οποίοι ευεξήγητα
κυριαρχούν στις τάξεις της κοινοτικής γραφειοκρατίας – τείνουν να εκλάβουν την απόσυρση
των, αθεράπευτα κατ’ αυτούς, ευρωσκεπτικών Βρετανών ως ευκαιρία για την εντατικοποίηση
της ενοποιητικής διαδικασίας. Εκτιμώντας δε ότι η οικοδόμηση μιας Ευρώπης
«πολλών ταχυτήτων» θα αποτελέσει καθοριστικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή, επιδιώκουν,
αφ’ ενός, την τόνωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης με τη δημιουργία συντονιστικών
οργάνων υπερεθνικού χαρακτήρα, και, αφ’ ετέρου, ανάλογες υπερεθνικές συμπράξεις
προθύμων στους υπόλοιπους τομείς και κατ’ εξοχήν σε εκείνους της εξωτερικής
πολιτικής, της άμυνας, και της ασφάλειας. Ενώ, κατά τα λοιπά, τάσσονται υπέρ μιας
σκληρής διαπραγμάτευσης με το Λονδίνο, προκειμένου να αποθαρρυνθούν οι σοβούσες
στους κοινοτικούς κόλπους φυγόκεντρες τάσεις.[x]
Οι θιασώτες μιας χαλαρότερης Ένωσης, από την άλλη,
εστιάζουν τις προσπάθειές τους στη διατήρηση της κοινής αγοράς, προκρίνοντας
για τους λοιπούς τομείς κοινοτικού ενδιαφέροντος διακυβερνητικές συνεργασίες
χωρίς θυσία εθνικής κυριαρχίας. Στο πνεύμα δε αυτό, ευνοούν την περαιτέρω
διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και πιέζουν για ένα «βελούδινο διαζύγιο» με το Λονδίνο, διασώζον
κατά το δυνατόν τους δεσμούς του με την ΕΕ· με ορισμένους εξ αυτών μάλιστα να ελπίζουν
ότι κάποια στιγμή θα καταστεί εφικτή η πλήρης επανένταξή του Ηνωμένου Βασιλείου.[xi]
***
Υπό τις συνθήκες αυτές, πως άραγε προαλείφεται η
φυσιογνωμία της αυριανής Κοινοτικής Ευρώπης; Αν κρίνει κανείς από την ψυχρή έως
απορριπτική υποδοχή της οποίας έχουν τύχει μέχρι στιγμής οι φεντεραλιστικής χροιάς
προτάσεις, οι ελπίδες των νοσταλγών της ομοσπονδιακής ιδέας μάλλον θα διαψευσθούν.
Τα κοινοτικά όμως κεκτημένα δεν φαίνεται να κινδυνεύουν σοβαρά. Πέραν της
διατήρησης της ευρέως επιθυμητής Κοινής
Αγοράς, η Οικονομική και Νομισματική Ένωση κατά πάσαν πιθανότητα θα επιβιώσει και
αυτή - χωρίς ωστόσο να αναμορφωθεί εκ βάθρων, αλλά απλώς υφιστάμενη εμβαλωματικές
προσαρμοστικές παρεμβάσεις. Ενώ, η συνεχιζόμενη ύπαρξη του δαιδαλώδους
γραφειοκρατικού μηχανισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του - σκιώδους κατ’
ουσίαν - Ευρωκοινοβουλίου θα εξακολουθήσει να δημιουργεί, εντός και εκτός Ευρώπης,
την ψευδαίσθηση μιας ΕΕ ενιαίου διεθνούς παίκτη· με τα κράτη μέλη της όμως να διατηρούν
στην πράξη πλήρη ελευθερία πολιτικο-στρατιωτικής δράσης - και τα περισσότερα να
στρέφονται για την άμυνα και ασφάλειά τους προς την αμερικανική υπερδύναμη και
το ΝΑΤΟ.
Με τη διελκυστίνδα μεταξύ μιας συνεκτικότερης και μιας
χαλαρότερης «ένωσης των λαών της Ευρώπης» συναρτάται, πέραν των άλλων, και η – εν
πάση περιπτώσει αβέβαιης προοπτικής - [xii]
περαιτέρω κοινοτική διεύρυνση. Επικράτηση, ειδικότερα, των φεντεραλιστικών
τάσεων, θα απέκλειε πρακτικώς την εκδήλωση ενταξιακού ενδιαφέροντος εκ μέρους κοινωνικοοικονομικά
εύρωστων, αλλά προσηλωμένων στην πολιτική τους αυτοτέλεια χωρών, όπως η
Νορβηγία και η Ελβετία· και συγχρόνως θα καθιστούσε πιθανότατα ανέφικτη την εισδοχή
υποψήφιων σήμερα προς ένταξη, πλην προβληματικών κρατών, όπως η Αλβανία, η ΠΓΔΜ, το Μαυροβούνιο, και η
Σερβία, λόγω αδυναμίας τους να ανταποκριθούν στα αυστηρότερα ενταξιακά κριτήρια
μιας συνεκτικότερης Ευρωπαϊκής Ένωσης. [xiii]
Από την άλλη, ένα χαλαρότερο κοινοτικό καθεστώς θα διευκόλυνε την κοινοτική διεύρυνση
- με πιθανό επακόλουθο την περαιτέρω ενίσχυση
του διακρατικού χαρακτήρα της ΕΕ.
Ενώ όλως ειδική ενταξιακή περίπτωση αποτελεί η
υποψηφιότητα της Τουρκίας. Η αλήθεια είναι ότι, δοθέντων του μεγέθους, του θρησκευτικού πολιτισμού, και
των γεωπολιτικών εμπλοκών της, οι ιθύνοντες Κοινοτικοί Ευρωπαίοι ουδέποτε
αντιμετώπισαν την πλήρη ένταξη της γείτονος ως ρεαλιστικό ενδεχόμενο. Με
δεδομένη όμως επίσης τη γεωπολιτική και στρατηγική πρωτίστως, αλλά και την οικονομική
σημασία της γείτονος, για τη Δύση γενικώς και για την ΕΕ ειδικότερα, αποφεύγουν
να την αποξενώσουν. Και αντί της απόρριψης του ενταξιακού της αιτήματος -
χρονολογείται από το 1987… - επέλεξαν τη διαιώνιση των διαπραγματεύσεων· προβάλλοντας
μάλιστα ως πρόφαση, μεταξύ άλλων, το Κυπριακό. Με τη σκληρή αντιμετώπιση από
τον πρόεδρο Ερντογάν των αποτυχημένων πραξικοπηματιών του περασμένου Ιουλίου να
παρέχει τώρα στις Βρυξέλλες ένα πρόσθετο – ανθρωπιστικό, αυτή τη φορά - επιχείρημα
για τη συνέχιση της παρελκυστικής αυτής διαπραγματευτικής τακτικής.[xiv]
Η οποία, σημειωτέον, εξυπηρετεί και ελληνικές εθνικές σκοπιμότητες. Καθώς
μια Τουρκία πλήρες μέλος, εγκατεστημένη στα κέντρα λήψης αποφάσεων της ΕΕ, θα
αποτελούσε, λόγω δημογραφικού, οικονομικού, και στρατιωτικού εκτοπίσματος,
σοβαρό πρόβλημα για την Ελλάδα. Ενώ, από την άλλη, τυχόν διάρρηξη των
ευρω-τουρκικών σχέσεων εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους για τη χώρα μας, στο
μέτρο που θα απολεσθεί η, περιορισμένη
έστω, ανασταλτική επιρροή των Βρυξελλών επί της τουρκικής πολιτικής στα
ελληνοτουρκικά, αλλά και όλως ιδιαίτερα ο έλεγχος επί των μέσω τουρκικού
εδάφους μεταναστευτικών ροών προς Ελλάδα. Δοθέντος δε ότι η συνειδητοποίηση εκ
μέρους των Τούρκων του ανεφίκτου της ένταξής τους έχει πλέον αποδυναμώσει τη δυνατότητα
των Κοινοτικών να επιδρούν στην πολιτική της Άγκυρας επικαλούμενοι την ενταξιακή
της προοπτική, ως καταλληλότερο εφεξής μέσο επηρεασμού των επιλογών της τουρκικής
ηγεσίας προσφέρεται η διαμόρφωση μιας ειδικής ευρωτουρκικής σχέσης· με τη χώρα
μας, ως πλήρες μέλος, να κατοχυρώνει εκ των πραγμάτων την προνομιακή της θέση
στο πλαίσιο του ευρωτουρκικού διαλόγου.
***
Δύο σύντομες επισημάνσεις, εν κατακλείδι, για τη
γενικότερη ελληνική στρατηγική έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εν πρώτοις, για να
είναι αποτελεσματική, η στρατηγική αυτή πρέπει να διαμορφώνεται επί τη βάσει
των κοινοτικών πραγματικοτήτων – τις οποίες, στην καλύτερη περίπτωση, ελάχιστα
μπορούμε να επηρεάσουμε - και όχι υπό το κράτος των όποιων ιδεοληψιών,
φεντεραλιστικών ή ευρωσκεπτικών, των εκάστοτε κυβερνώντων μας. Και, δεύτερον,
έχουμε ισχυρότατους λόγους να επιζητούμε τη συμμετοχή μας στον κοινοτικό πυρήνα
– ή πυρήνες, εφόσον προωθηθεί η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων.
Ως μέλος της Ευρωζώνης, κατέχουμε ήδη στρατηγική θέση
στους μηχανισμούς διαμόρφωσης της οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το
δε εθνικό μας συμφέρον υπαγορεύει, όχι μόνο
να διατηρήσουμε τη θέση αυτή, αλλά και να συμμετάσχουμε σε ενδεχόμενες
ανάλογες επιλεκτικές συσπειρώσεις στους τουλάχιστον εξ ίσου κρίσιμους τομείς
της εξωτερικής πολιτικής, της άμυνας και της ασφάλειας. Και εν αναμονή της –
λίαν αβέβαιης, ομολογουμένως – προόδου της ΕΕ προς την κατεύθυνση αυτή, να συμβάλλουμε
ενεργώς σε θετικές υπό το πρίσμα των συμφερόντων μας επί μέρους πρωτοβουλίες· όπως,
επί παραδείγματι, η συγκρότηση ευρωπαϊκής συνοριοφυλακής και ακτοφυλακής, με
αποστολή τη συνδρομή των - επί των κοινών, υποτίθεται, ευρωπαϊκών συνόρων - κοινοτικών
κρατών στις προσπάθειές τους να ελέγξουν το μεταναστευτικό ρεύμα και να
αποτρέψουν την παρείσφρηση τρομοκρατικών στοιχείων. [xv]
[i] Η φράση αυτή χρησιμοποιήθηκε το
πρώτον στη Συνθήκη της Ρώμης του 1957 και – ασχέτως πραγματικού αντικρίσματός της
- επανεμφανίζεται έκτοτε τακτικά στα κοινοτικά κείμενα. Βλ. Britain and Europe. Never closer union, The
Economist, 24-10-2015. Είναι χαρακτηριστικό του βρετανικού ευρωσκεπτικισμού ότι
την 3η Φεβρουαρίου 2016, ο τότε πρωθυπουργός κ. Κάμερον, εν όψει του
δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου και επιχειρώντας, σημειωτέον, να
επηρεάσει την κοινή γνώμη της χώρας του υπέρ
της παραμονής στην ΕΕ, δήλωνε ενώπιον της Βουλής των Κοινοτήτων: «Δεν θέλουμε να προσδεθεί η χώρα μας σε μια ολοένα
στενότερη πολιτική ένωση στην Ευρώπη».
[ii] Για μια λίαν διαφωτιστική, αναλυτική
παρουσίαση των σχέσεων Κοινοτικής Ευρώπης και Ηνωμένου Βασιλείου βλ. διάλεξη
του Vernon Bogdanor, The Decision to Seek Entry to the European Community, 14 January 2014. http://www.gresham.ac.uk/lectures-and-events/the-decision-to-seek-entry-into-the-european-community Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Bogdanor, ο πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλαν – ο και εν
συνεχεία, το 1961, υποβαλών τη βρετανική
κοινοτική υποψηφιότητα – τον Δεκέμβριο 1959 έγραφε προς τον επί των εξωτερικών υπουργό
του τα ακόλουθα: «Για πρώτη φορά μετά την
ναπολεόντειο εποχή οι μεγάλες ηπειρωτικές δυνάμεις συνενώθηκαν σε θετικό
οικονομικό συγκρότημα (a positive economic grouping),
διαθέτον σημαντικές πολιτικές πτυχές, το οποίο, αν και όχι στρεφόμενο ειδικώς
κατά του Ηνωμένου Βασιλείου, μπορεί να έχει ως συνέπεια τον αποκλεισμό μας,
τόσο από τις ευρωπαϊκές αγορές, όσο και από τις διαβουλεύσεις επί της
ευρωπαϊκής πολιτικής.»
Πρόκειται για διαχρονικές ανησυχίες της βρετανικής ηγεσίας, οι οποίες φωτίζουν και
την αμφισημία και ενίοτε αντιφατικότητα της στάσης του Λονδίνου έναντι του
ευρωενωσιακού εγχειρήματος: την ταλάντευση μεταξύ της αποστασιοποίησης, που .όμως
αφήνει το πεδίο ελεύθερο στους φεντεραλιστές, και της ένταξης με στόχο την εξασφάλιση
οικονομικών κυρίως οφελών και την παρεμπόδιση της ομοσπονδιοποίησης.
[iii] Για την οποία, δεν πρέπει να
λησμονείται, οι Ευρωπαίοι φέρουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης Βλ. και Γ. Ε.
Σέκερης, Προκλήσεις και Διακυβεύματα στην
Ευρύτερη Μέση Ανατολή, Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 114, Οκτώβριος-Δεκέμβριος
2015.
[iv]
Βλ. Christian Oliver, Enthusiasm for EU in sharp decline
throughout Europe, not just UK, Financial Times, 7-6-2016.
[v] Επρόκειτο ωστόσο για μια κάθε άλλο
παρά ρηξικέλευθη πρόταση, η οποία κυρίως κωδικοποιούσε ήδη εν ισχύει κείμενα.
Αντικαταστάθηκε μετά διετία από την ακόμη λιγότερο καινοτόμο Συνθήκη Λισαβώνας.
[vi] Στις ευρωεκλογές του 2014 τα ευρωσκεπτικά κόμματα συγκέντρωσαν συνολικώς
ένα 25% των εδρών.
[vii] Όπως επισημαίνει ο νομπελίστας
οικονομολόγος Στίγκλιτς, η Γερμανία εμμένει ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι ένωση μεταφοράς πόρων (transfer Union)», βλ. Joseph Stiglitz, A split
euro is the solution for the single currency· Financial Times, 17-8-2016. H ευεξήγητη υπό τις παρούσες θεσμικές
και πολιτικές συνθήκες γερμανική αυτή θέση είναι ενδεικτική του κυρίαρχου στους
κόλπους της ΕΕ εθνοκεντρισμού.
[viii]
Βλ. επί παραδείγματι, Simon Kuper, Dutch populists eager to exploit British
departure from EU, Financial Times, 29-5-2016. Επίσης, Angelique Chrisafis; European far right hails Brexit vote. Front National leader Marine Le
Pen says Britain has begun a movement that cannot be stopped, The Guardian,
24-6-2016.
[ix] Σχετικές αποφάσεις είναι απίθανο να
ληφθούν πριν από τις κυβερνητικές εκλογές του 2017 στην Ολλανδία, στη Γαλλία, και
στη Γερμανία.
[x] Ήδη πριν από την κρίση του Μπρέξιτ, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
κ. Γιούνκερ είχε προτείνει τη δημιουργία ενός «ευρωπαϊκού στρατού» και ενός «υπουργείου
οικονομικών» της Ευρωζώνης, ο δε Γάλλος πρόεδρος Ολάντ, πιο γενικόλογος, «μια κυβέρνηση της ζώνης ευρώ με συγκεκριμένο
προϋπολογισμό και ένα κοινοβούλιο για να διασφαλισθεί ο δημοκρατικός έλεγχος».
Βλ. Γ. Ε. Σέκερης, Ευρωενωσιακές Προοπτικές, Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 113
Ιουλίου – Σεπτεμβρίου 2015, όπου και σχετικές παραπομπές. Σύμφωνα, εξ άλλου, με
τη συντηρητική βρετανική εφημερίδα The Telegraph (Peter Forster, Angela Merkel 'to oust Jean-Claude
Juncker' as Europe splits deepen over Brexit response, 3-7-2016), μετά το βρετανικό δημοψήφισμα σημειώθηκε «δυσαρέσκεια της Γερμανίδας καγκελαρίου με τον
επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ η Ευρώπη διχαζόταν μεταξύ της
χρησιμοποίησης των διαπραγματεύσεων για το Μπρέξιτ ως εφαλτηρίου για την
εμβάθυνση της ευρωπαϊκής συσσωμάτωσης και της υιοθέτησης μιας πιο
πραγματιστικής προσέγγισης της Βρετανίας καθώς κινείται προς την έξοδο.» Στο
ίδιο δε άρθρο αναφέρεται ότι «προ της
ψηφοφορίας για το Μπρέξιτ ανώτεροι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
εξέφραζαν ιδιωτικώς τον ενθουσιασμό τους για την ευκαιρία που η εκλογική
επικράτηση της ‘εξόδου’ θα παρείχε για την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού
εγχειρήματος, με την απορρόφηση από το ευρώ διστακτικών χωρών όπως η Πολωνία..».
Ενδιαφέρον συναφώς παρουσιάζει και η διαπίστωση του πρώην υπουργού οικονομικών
της Σουηδίας Anders Borg ότι «οι συνεχείς
και απροσχημάτιστες εκκλήσεις του κ. Γιούνκερ για ‘περισσότερη Ευρώπη’ οδήγησαν
αρκετά από τα λοιπά διαφωνούντα μέλη της Ευρώπης – περιλαμβανομένων της
Πολωνίας, της Ουγγαρίας, και της Τσεχίας – να του προσάψουν ένα
μέρος της ευθύνης για το Μπρέξιτ». Βλ. Anders Borg, The Federalist Threat to Europe, Project
Syndicate, 14-7-2016. Από την άλλη,
στις 28 Ιουνίου, η Υπάτη Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα Εξωτερικής
Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας Φεντερίκα Μογκερίνι υπέβαλε στο Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο έκθεση υπό τον φιλόδοξο τίτλο Παγκόσμια
Στρατηγική επί θεμάτων Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας – ένα
κείμενο που, μολονότι εγκρίθηκε κατ’ αρχήν από τους Ευρωπαίους ηγέτες, πολύ
απέχει από την μετατροπή του σε πράξη. (Για κείμενο Έκθεσης, βλ. A Global Strategy for the European Union’s
Foreign and Security Policy, http://europa.eu/)
[xi] Για μια ενδιαφέρουσα, ισόρροπη άποψη για
τους ενδεικνυόμενους χειρισμούς του Μπρέξιτ, ιδίως από πλευράς Ευρωενωσιακών,
βλ. Anatole Kaletsky, Brexit and King Canute,
Project Syndicate, 15-8-20160. Για τις επιπτώσεις της
εξόδου από την ΕΕ στην βρετανική οικονομία, βλ. Simon Nixon, Three Questions to Determine Fate of
Post-Brexit Britain, Wall Street Journal, 14-8-2016. Επίσης, Martin Kettle, Theresa May will lead us into a bleak future
– outside the single market, The Guardian, 2-9-2016, όπου τονίζεται ότι η βρετανική
κυβέρνηση έχει δύο κατά βάση αντιφατικούς στόχους: αφ’ ενός, την επιβολή «ουσιαστικών μεταναστευτικών ελέγχων», ασύμβατων
κατ’ αρχήν με τους κανόνες που διέπουν την ευρωπαϊκή κοινή αγορά, και, αφ’
ετέρου τη «διατήρηση κατά το δυνατόν των
υφιστάμενων στο πλαίσιο της κοινής αγοράς της ΕΕ εμπορικών δεσμών».
[xii] Χαρακτηριστικά, ως υποψήφιος για την
προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προ διετίας, ο κ. Γιούνκερ είχε προτείνει πενταετές
πάγωμα της διεύρυνσης.
[xiii] Σημειωτέον ότι η Μολδαβία, η Ουκρανία,
και η Γεωργία έχουν συνάψει Συμφωνίες Σύνδεσης με την ΕΕ ήδη από τον Ιούνιο
2014. Η ένταξή τους στην Ένωση, όμως, πέραν
της παρούσης αδυναμίας τους να ανταποκριθούν στα «κριτήρια της Κοπεγχάγης», προσκρούει στις ρωσικές αντιδράσεις.
[xiv] Ο αρθρογράφος Burak Bekdil αναφέρεται στην παρομοίωση των Τούρκων της
δεκαετίας του ‘50 με «μέλη ενός
πληρώματος πλοίου που τρέχουν προς τη Δύση ενώ το πλοίο τους ταξιδεύει προς
Ανατολάς». Turkey's Democracy Deficit,
http://www.meforum.org/6185/turkeydemocracydeficit, 11-8-2016. Ενδεικτικό του επικρατούντος κλίματος στις
ευρωτουρκικές σχέσεις είναι και το ότι ο αυστριακός καγκελάριος Christian Kern χαρακτήρισε προσφάτως
τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία «σκέτη διπλωματική επινόηση» - τασσόμενος όμως συγχρόνως υπέρ μιας
«εναλλακτικής προσέγγισης» εξασφαλίζουσας τη σημαντική συνεργασία της Άγκυρας
στον τομέα της ασφαλείας και ειδικότερα της καταπολέμησης του Ισλαμικού Κράτους.
Βλ. Österreichischer Bundeskanzler, Türkischer EU-Beitritt „ein Ding der Unmöglichkeit“, Frankfurter Allgemeine Zeitung, 4-8-2016.
Επίσης, Laurence
Norman, In Europe, Some Contemplate a New
Kind of Relationship With Turkey, Wall Street Journal, 4-8-2016.
[xv] Πρόκειται για πρόταση της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής που αφορά στην περιοχή Σένγκεν και προβλέπει την αντικατάσταση της
αναποτελεσματικής Frontex με μια ουσιαστικά αναβαθμισμένη υπηρεσία. Η πρόταση αυτή, η οποία έχει ήδη
εγκριθεί κατ’ αρχήν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωκοινοβούλιο, θα
υποστεί περαιτέρω τεχνική επεξεργασία προκειμένου το τελικό κείμενο να
υποβληθεί προς υιοθέτηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Βλ. μεταξύ άλλων, EU
coast guard and border force approved by parliament, BBC. 6-7-2016, και Joint Statement on the adoption by the
European Parliament of the Commission's proposal for the creation of a European
Border and Coast Guard, European Commission, http://europa.eu/rapid/press-release_STATEMENT-16-2431_en.htm