(Προδημοσίευση από το τεύχος 116 του περιοδικού
Εθνικές Επάλξεις)
Με δεδομένο τον συνεχιζόμενο πρωταγωνιστικό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στο
διεθνές γίγνεσθαι, η προεδρική εκλογή του προσεχούς Νοεμβρίου εστιάζει την
παγκόσμια προσοχή στις κατευθύνσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ειδικότερα
δε, στα πεπραγμένα της οκταετίας του κ. Ομπάμα και στις πιθανές επιπτώσεις της
αλλαγής προεδρικής σκυτάλης.
Οι βασικοί διεθνοπολιτικοί άξονες της διακυβέρνησης Ομπάμα, όπως ο ίδιος ο
Αμερικανός πρόεδρος τους παρουσίασε σε δημοσιογραφική του συνέντευξη του
Απριλίου 2016, συνίστανται, κατά κύριο λόγο: στην απόρριψη του απομονωτισμού,
ως «ανέφικτου» σε έναν «συρρικνούμενο κόσμο»· στην «ενίσχυση των πολυμερών
οργανισμών και των διεθνών κανόνων»· στη ρεαλιστική εκτίμηση των δυνατοτήτων
και ορίων της αμερικανικής ισχύος – προς αποφυγή της «υπερέκτασης», στην οποία
«υπέκυψαν σχεδόν όλες οι παγκόσμιες δυνάμεις»· και, συνακόλουθα, στην προσφυγή
σε στρατιωτικά μέσα μόνον όταν το αμερικανικό εθνικό διακύβευμα το επιβάλλει - με
τον κ. Ομπάμα να τονίζει ότι «δεν είναι έξυπνο, και ούτε εφικτό, κάθε φορά που προκύπτει
πρόβλημα να στέλνουμε τον στρατό μας να το επιλύσει Από την ίδια δε αυτή συνέντευξη προκύπτει,
ότι, σε αντίθεση με τους θιασώτες ενός, με ευρωπαϊκούς όρους, αριστερίζοντος
επεμβατικού ιδεολογήματος – liberal interventionists τους αποκαλεί ο ερωτών δημοσιογράφος -
στις τάξεις του ίδιου του Δημοκρατικού Κόμματός του, ο πρόεδρος Ομπάμα είναι
θαυμαστής του γεωπολιτικού ρεαλισμού του Ρεπουμπλικανού προέδρου Μπους του
πρεσβυτέρου και του συμβούλου του για θέματα εθνικής ασφαλείας πτεράρχου Brent Scowcroft. [i]
Και όντως, συγκρινόμενη με την προεδρία του Τζορτζ Μπους του νεοτέρου και ιδίως
με την πρώτη, επεμβατικότερη, τετραετία του, η οκταετία του προέδρου Μπαράκ
Ομπάμα χαρακτηρίζεται από σαφώς μεγαλύτερη συγκράτηση ως προς την ανάληψη
στρατιωτικής δράσης, καθώς και από την επιδίωξη πολυμερών συμπράξεων και
διεθνούς νομιμοποίησης προκειμένου η Ουάσιγκτον να χρησιμοποιήσει στρατιωτική
βία. Από την άλλη όμως, παρά τις έντονες προγενέστερες αντιρρήσεις του για ορισμένες
από τις επιλογές του προκατόχου του – ειδικότερα στον ευρύτερο μεσανατολικό
χώρο -, ως πρόεδρος ο κ. Ομπάμα διαχειρίσθηκε τα ανοικτά μέτωπα που κληρονόμησε
χωρίς εμφανείς ιδεολογικές προκαταλήψεις. Χαρακτηριστικά μάλιστα, διατήρησε
πέραν της διετίας ως Υπουργό Αμύνης τον κατά τη δεύτερη τετραετία Μπους κατέχοντα
το κρίσιμο αυτό υπουργικό χαρτοφυλάκιο Ρεπουμπλικανό Ρόμπερτ Γκέιτς, διασφαλίζοντας έτσι σε ικανό βαθμό τη συνέχεια της
αμερικανικής πολιτικής.[ii]
Η γεωπολιτική δε αυτή περίσκεψη του
προέδρου διαμόρφωσε φυσικώ τω λόγω και τους όρους αντιμετώπισης των μεγάλων επί
μέρους ζητημάτων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής: των ευρωατλαντικών δεσμών·
των σχέσεων των ΗΠΑ με τις μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις Ρωσία και Κίνα· και
των εξελίξεων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, σε συνάρτηση και με την έξαρση της
ισλαμικής τρομοκρατίας.
***
Στον ευρωατλαντικό χώρο, η
Ουάσιγκτον συνέχισε και επί Ομπάμα την παραδοσιακή συνεργασία της με τους
Ευρωπαίους συμμάχους, τόσο σε
διμερές επίπεδο, όσο και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Με τον Αμερικανό, όμως, Πρόεδρο να εμφανίζεται σαφώς διστακτικότερος
από τους προκατόχους του – αν και διακηρυκτικά πάντοτε θετικός – έναντι της
περαιτέρω διεύρυνσης της Ατλαντικής Συμμαχίας· αλλά και να επιζητεί την ουσιαστικότερη,
οικονομική και στρατιωτική ιδίως, συμμετοχή των Ευρωπαίων στα κοινά βάρη.[iii] Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η Ουάσιγκτον, όχι
μόνο έχει από καιρό παύσει να ανησυχεί για το - εκ των πραγμάτων αποκλειόμενο
πλέον - ενδεχόμενο της ανάδυσης μιας ανταγωνιστικής των ΗΠΑ ευρωπαϊκής υπερδύναμης,
αλλά αντιθέτως ενθαρρύνει παντοιοτρόπως το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα· όπως
όλα δείχνουν, προσβλέποντας - ιδίως υπό το φως των ρωσικών διχαστικών
στοχεύσεων και των επιπτώσεων των ποικίλλων μεσανατολικών κρίσεων - στη σταθεροποίηση
του ευρωπαϊκού πυλώνα της Ατλαντικής Συμμαχίας και στη μεγιστοποίηση της παντοειδούς
ευρωπαϊκής συμβολής στην προαγωγή των κοινών ευρωατλαντικών συμφερόντων. Όπως
προκύπτει και από την απερίφραστη – και στα όρια, ομολογουμένως, της
διπλωματικής δεοντολογίας – δημόσια, ηχηρή παρέμβαση του προέδρου Ομπάμα κατά
της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις παραμονές του
βρετανικού δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου.[iv]
Ενώ στο ίδιο αυτό πνεύμα η Ουάσιγκτον προωθεί κατά την τελευταία τριετία και τη
Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP) - η γεωπολιτική
σημασία της οποίας τυγχάνει τουλάχιστον εξ ίσου σημαντική με τη στενότερα
οικονομική.[v]
Γεωπολιτικός ρεαλισμός χαρακτηρίζει γενικώς και τη ρωσική πολιτική της προεδρίας Ομπάμα. Μολονότι δε οι ελπίδες που
είχαν επενδύσει ο Αμερικανός Πρόεδρος και η τότε υπουργός επί των εξωτερικών
Χίλαρι Κλίντον στην περίφημη «επανεκκίνηση» των αμερικανο-ρωσικών σχέσεων βυθίσθηκαν
στη δίνη του Ουκρανικού - για την όξυνση,
άλλωστε, του οποίου ευθύνονται και ορισμένοι αδέξιοι αρχικοί χειρισμοί της
αμερικανικής πλευράς - η Ουάσιγκτον συνέχισε να ασκεί έναντι της Μόσχας μια στρατηγική
συνδυάζουσα την αποτροπή με την επιδίωξη συνεννόησης ή και συνεργασίας όπου διαπιστώνεται
σύγκλιση εκατέρωθεν συμφερόντων. Και συνακόλουθα, ενώ εμμένει στην επιβολή
οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας και μεριμνά για την αποτρεπτική ενίσχυση
της νατοϊκής στρατιωτικής παρουσίας στις ανατολικές παρυφές της Συμμαχίας προκειμένου
να πειθαναγκασθεί η ρωσική ηγεσία να εγκαταλείψει τις αποσταθεροποιητικές
επιδιώξεις της στον πρώην σοβιετικό και ειδικότερα στον ανατολικοευρωπαϊκό χώρο,[vi]
αναζητεί συγχρόνως σημεία σύγκλισης με το Κρεμλίνο για τη μεθόδευση διεθνών
κρίσεων και όλως ιδιαίτερα της ουκρανικής και της συριακής. Με το αδιαμφισβήτητο
προβάδισμα ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών να καθιστά την εκδήλωση ενός νέου
Ψυχρού Πολέμου, και πολύ περισσότερο μια θερμή αμερικανο-ρωσική αναμέτρηση, άκρως
απίθανα ενδεχόμενα. [vii]
Ο συνδυασμός αυτός της αποτροπής των επεκτατικών βλέψεων της άλλης πλευράς
και της εξασφάλισης της σύμπραξής της προς εξυπηρέτηση αμοιβαίων συμφερόντων
υιοθετήθηκε από τον Πρόεδρο Ομπάμα και έναντι της άλλης μεγάλης περιφερειακής
δύναμης που είναι η Κίνα. [viii]
Και ναι μεν η αμφίδρομη αυτή στρατηγική είχε ακολουθηθεί σε γενικές γραμμές και
επί προεδρίας Μπους, πλην όμως, λόγω της αλματώδους αύξησης της κινεζικής
οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος και των πυκνούμενων εκδηλώσεων περιφερειακού
ηγεμονισμού του Πεκίνου, ο σημερινός πρόεδρος την ανέδειξε σε βασικό άξονα της
διεθνούς πολιτικής του. Αντιμετωπίζοντας ουσιαστικά την Κίνα ως τη μείζονα
πρόκληση και εν δυνάμει απειλή· [ix]
και μάλιστα δρομολογώντας μια αναδιάταξη των αμερικανικών στρατηγικών προτεραιοτήτων
μέσω της περιώνυμης «στροφής προς Ασία» [Pivot to Asia]. Έμπρακτες μέχρι στιγμής εκδηλώσεις της οποίας
είναι: η ενίσχυση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στον Ειρηνικό· η
σύσφιγξη των συμμαχικών δεσμών των ΗΠΑ με την Ιαπωνία και τη Ν. Κορέα· η
προσέγγιση της Ουάσιγκτον με κράτη ανήσυχα για τις κινεζικές βλέψεις, όπως, κατ’
εξοχήν, η Ινδία, αλλά και η Ινδονησία, η Βιρμανία, και το – υπό κομμουνιστικό
πάντοτε καθεστώς, πρώην εχθρικό – Βιετνάμ· και η προώθηση, μέσω της Εταιρικής
Σχέσης Ειρηνικού [Trans-Pacific Partnership] της εμπορικής συνεργασίας των χωρών
του Ειρηνικού ως αντισταθμίσματος στη διαγραφόμενη προσπάθεια του Πεκίνου να
διαμορφώσει μια νέα τάξη πραγμάτων στην περιοχή συνεπαγόμενη την ελαχιστοποίηση
της εκεί αμερικανικής επιρροής. [x]
Ωστόσο, παρά τη στροφή αυτή προς Ασία, οι διεργασίες στην ευρύτερη Μέση Ανατολή διατηρούν υψηλή
θέση στην κλίμακα των αμερικανικών στρατηγικών προτεραιοτήτων. Διότι, μολονότι η χάρις στη νέα τεχνολογία αιχμής αύξηση της εντόπιας
αμερικανικής παραγωγής φυσικού αερίου και πετρελαίου τείνει να απεξαρτήσει τις
Ηνωμένες Πολιτείες από τους μεσανατολικούς υδρογονάνθρακες, ο εκτροχιασμός της
Αραβικής Άνοιξης και οι γεωπολιτικές αναταράξεις από τη Λιβύη και την Αίγυπτο έως τη Συρία, το
Ιράκ και το Αφγανιστάν εκθέτουν σε πολλαπλούς κινδύνους τους Ευρωπαίους
συμμάχους και εταίρους των ΗΠΑ - μεταξύ άλλων τροφοδοτώντας ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές
ροές προς τον ευρωπαϊκό χώρο και διευκολύνοντας τις εκεί τρομοκρατικές
δραστηριότητες του Ισλαμικού Κράτους και άλλων ακραίων ισλαμιστών. Και
συγχρόνως: περιπλέκουν την ασφάλεια του Ισραήλ – βασική μέριμνα της Ουάσιγκτον·
[xi]
ευνοούν τη ρωσική διείσδυση στον μεσανατολικό χώρο· και, γενικότερα, πλήττουν την
εικόνα της αμερικανικής υπερδύναμης.
Και συνακόλουθα, παρά τις αρχικές προθέσεις και προσπάθειές του να περιορίσει
σταδιακώς την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο, ο
Αμερικανός Πρόεδρος αναγκάσθηκε υπό την πίεση των πραγμάτων, όχι μόνο να τη
διατηρήσει, αλλά κατά περίπτωση και να την εντατικοποιήσει και επαυξήσει – επί
παραδείγματι, στο Αφγανιστάν κατά των Ταλιμπάν και στο Ιράκ κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Με τους οπαδούς όμως της παρεμβατικής σχολής στους αμερικανικούς πολιτικούς και
ακαδημαϊκούς κύκλους να του προσάπτουν χλιαρότητα και απροθυμία αποφασιστικής
χρήσης της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος· στη περίπτωση δε της Συρίας και
κακοποίηση του αμερικανικού γοήτρου και αξιοπιστίας. [xii]
Ειδικότερα δε σε ό,τι αφορά στην ισλαμογενή
τρομοκρατία, ο Αμερικανός πρόεδρος, ενώ έχει επανειλημμένως διευκρινίσει
ότι δεν την θεωρεί «υπαρξιακή απειλή κατά
των Ηνωμένων Πολιτειών ή της παγκόσμιας τάξης», στην πιο πρόσφατη ετήσια προεδρική «Έκθεση επί της κατάστασης της Ένωσης» προς
το Κογκρέσο χαρακτήρισε την καταπολέμησή της – και ειδικότερα την εξόντωση της
αλ-Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους – «υπ’ αριθ. 1» αμερικανική εθνική
προτεραιότητα, και υπενθύμισε τα ληφθέντα επί προεδρίας του σχετικά μέτρα, μεταξύ
των οποίων η θανάτωση του Μπιν Λάντεν και η ευρεία χρησιμοποίηση αεροπορικών
επιδρομών. [xiii] Ωστόσο,
με προφανή την πρόθεση να αναδείξει την ανάγκη μιας ψύχραιμης αντιμετώπισης της
τρομοκρατίας, στους επικριτές της απόφασής του να παρακολουθήσει τον περασμένο
Μάρτιο προγραμματισμένη αθλητική εκδήλωση στην Κούβα αμέσως μετά την
τρομοκρατική επίθεση του Ισλαμικού Κράτους στις Βρυξέλλες αντέτεινε ότι
«πρωταρχική» επιδίωξη των τρομοκρατών είναι «να φοβίσουν τις κοινωνίες μας, να εξαρθρώσουν
τις κοινωνίες μας». [xiv]
Κατά τα λοιπά, ο Πρόεδρος Ομπάμα συνέχισε τις κατ’ ουσίαν διαχρονικές
προσπάθειες της Ουάσιγκτον στον τομέα των πυρηνικών
εξοπλισμών - το μεν, προς επίτευξη μιας συμφωνίας την άλλη πυρηνική υπερδύναμη που είναι η
Ρωσία για τον αμοιβαίο περιορισμό των
πυρηνικών οπλοστασίων τους, το δε, προς
αποτροπή της αποσταθεροποιητικής διασποράς των πυρηνικών όπλων. Και το μεν πρώτο σκέλος της διττής
αυτής στόχευσής του προσέκρουσε στην απροθυμία του Ρώσου ομολόγου του να
ανταποκριθεί - με τον κ. Πούτιν αρνούμενο ακόμη και να συμμετάσχει στην πρόσφατη
Σύνοδο Κορυφής Πυρηνικής Ασφάλειας της Ουάσιγκτον. [xv]
Ενώ ο απολογισμός σε ό,τι
αφορά στη μη διασπορά των πυρηνικών όπλων αποδεικνύεται μέχρι στιγμής μικτός. Καθώς,
από τη μια το βορειοκορεατικό καθεστώς συνεχίζει ακάθεκτο τις ανεύθυνες
πυρηνικές του δραστηριότητες, από την άλλη όμως η Τεχεράνη συγκατατέθηκε - έναντι
οικονομικών ανταλλαγμάτων, και ελπίζοντας ασφαλώς να αποκομίσει συν τω χρόνω
και γεωπολιτικά οφέλη - στην εγκατάλειψη των πυρηνικών της φιλοδοξιών· τουλάχιστον
επί του παρόντος [xvi]
Ιδιαίτερο, τέλος, ζήλο ο Αμερικανός Πρόεδρος επέδειξε καθ’ όλη τη θητεία
του για την προστασία του περιβάλλοντος·
αναλαμβάνοντας επανειλημμένως και σχετικές
διεθνείς πρωτοβουλίες – με περιορισμένα μεν, πλην όχι αμελητέα, αποτελέσματα. [xvii]
***
Η προσοχή, όμως, όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και ανά την υφήλιο, είναι
πρωτίστως στραμμένη αυτή τη στιγμή προς τις δημόσιες τοποθετήσεις επί της
εξωτερικής πολιτικής των κύριων διεκδικητών του προεδρικού χρίσματος των δύο
μεγάλων αμερικανικών κομμάτων - σε μια εύλογη προσπάθεια προεικασίας των
διεθνοπολιτικών προσανατολισμών της επόμενης προεδρίας της υπερδύναμης. Με τις
σχετικές δηλώσεις του κ. Ντόναλντ Τραμπ - κατά τη σύνταξη του παρόντος
κειμένου, οιονεί βέβαιου υποψηφίου για το προεδρικό χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού
Κόμματος - να προκαλούν τις μεγαλύτερες αντιδράσεις και προβληματισμούς. Καθώς
- σε αντίθεση σημειωτέον με τις απόψεις ακόμη και πολλών ηγετικών στελεχών του
Ρεπουμπλικανικού Κόμματος - εμφανίζουν σαφείς τάσεις απομονωτισμού· και συγχρόνως
ροπή προς μονομερή χρήση της στρατιωτικής βίας. Βέβαια, ο λαϊκισμός αυτός δεν είναι
πρωτοφανής στην αμερικανική πολιτική ιστορία. Συναντάται δε κυρίως σε περιόδους - όπως ακριβώς η παρούσα - κατά τις οποίες, εν απουσία
υπαρξιακής απειλής, οι Αμερικανοί είχαν την αίσθηση της ασφάλειας· επί
παραδείγματι, πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά την πρώτη,
τουλάχιστον, φάση του Μεσοπολέμου. Ενώ, αντιθέτως, διαρκούντος του Ψυχρού Πολέμου,
ενώπιον του κινδύνου ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος οι προβεβλημένοι πολιτικοί
ηγέτες και των δύο μεγάλων αμερικανικών κομμάτων επέδειξαν κατά κανόνα
διεθνοπολιτική συγκράτηση και ρεαλισμό. [xviii]
Τούτου λεχθέντος, αρκετοί σοβαροί παρατηρητές εκτιμούν,
ότι, σε περίπτωση εκλογικής επικράτησής του, ο κ. Τραμπ, υπό την πίεση της
κυβερνητικής γραφειοκρατίας, του Κογκρέσου, και κυρίως της διεθνούς
πραγματικότητας, θα αποφύγει να κάνει πράξη τις πιο ακραίες προεκλογικές
εξαγγελίες του. Από την άλλη δε, προεξοφλείται ότι εκλογική νίκη της κατά πάσαν
βεβαιότητα υποψήφιας του Δημοκρατικού Κόμματος Κυρίας Χίλαρι Κλίντον θα σημάνει
– εκτός απρόβλεπτων ανατροπών στα παγκόσμια δεδομένα - τη διατήρηση των κεντρικών αξόνων της
πολιτικής Ομπάμα. Δοθέντος ότι, εκτός των άλλων, η Κυρία Κλίντον διετέλεσε κατά
την τετραετία 2009-2013 υπουργός εξωτερικών υπό τον σημερινό πρόεδρο· και ότι κατά
την εν εξελίξει προεκλογική εκστρατεία τυγχάνει της ενεργού στήριξής του. Μολονότι
δε έχει κατά καιρούς διαφωνήσει με τον κ. Ομπάμα – υπήρξε άλλωστε, αντίπαλός
του για το προεδρικό χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος το 2008 –, η διαφοροποίησή
της αυτή αφορούσε σε συγκεκριμένους επί μέρους χειρισμούς και όχι σε βασικούς
προσανατολισμούς της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής· με την ίδια να κλίνει
ιδιοσυγκρασιακώς προς σκληρότερη στάση. [xix]
[i]
Βλ. συνέντευξη του Αμερικανού προέδρου προς τον δημοσιογράφο Jeffrey Goldberg: The Obama Doctrine,
The U.S. president talks through his
hardest decisions about America’s role in the world, περιοδικό The Atlantic,
τεύχος Απριλίου 2016. Το
κείμενο αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για την κατανόηση και αξιολόγηση της νοοτροπίας
και της εξωτερικής πολιτικής του προέδρου Ομπάμα. Ως ένδειξη του γεωπολιτικού
ρεαλισμού του Αμερικανού προέδρου ο Goldberg υπενθυμίζει, ότι επί διακυβέρνησης Μπους και Scowcroft, αφ’
ενός, διεξήχθη ο πρώτος πόλεμος του Περσικού Κόλπου και εξεβλήθη ο στρατός του
Σαντάμ Χουσεΐν από το Κουβέιτ, και, αφ’ ετέρου, η σύσφιγξη των σχέσεων της
Ουάσιγκτον με την κινεζική ηγεσία συνεχίσθηκε παρά τη σφαγή στην Πλατεία
Τιενανμέν.
Τιενανμέν.
[ii]
The Quiet Fury of Robert Gates. Bush and Obama's secretary of defense had to
wage war in Iraq, Afghanistan—and today's Washington. WSJ, 7-1-2014. Στο απόσπασμα αυτό από βιβλίο του δημοσιευθέν
μετά την αποχώρησή του από το Υπουργείο Αμύνης, ο κ. Γκέιτς διαπιστώνει μεταξύ
άλλων: «Μου ανετέθη το υπουργείο για να συμβάλω
σε μια σωτήρια αναστροφή της πορείας των πολέμων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν –
και οι δύο εκ των οποίων πήγαιναν άσχημα όταν αντικατέστησα τον Ντόναλντ
Ράμσφελντ τον Δεκέμβριο 2006. ….Ευτυχώς, πιστεύω ότι οι μινιμαλιστικοί μου στόχοι,
στο μεν Ιράκ επιτεύχθηκαν, στο δε Αφγανιστάν είναι εφικτοί.»
[iii] Για τα της νατοϊκής διεύρυνσης, βλ.
Luke Coffey και
Daniel Kochis, NATO Summit 2016: NATO
Must Reaffirm Its “Open Door” Policy, Issue Brief, Heritage Foundation, 17-6-2016.
Για τη δυσαρέσκεια του κ. Ομπάμα σε
σχέση με την ανεπαρκή οικονομική και στρατιωτική συμβολή των Ευρωπαίων (τους χαρακτηρίζει
free riders, σε ελεύθερη μετάφραση λαθρεπιβάτες) βλ. ως άνω
συνέντευξή του προς το περιοδικό Atlantic, και Natalie Nougayrède, Obama’s right.
Europe’s ‘free riders’ need to take the initiative on Syria, The
Guardian, 12-3-2016.
[iv]
Βλ. Obama’s ‘Brexit’ Plea. The American president, ιn a joint news
conference with U.K. prime minister, delivered a robust defense of Britain’s EU
membership, The Atlantic, 22-4-2016. Επίσης, Barack Obama issues Brexit trade warning, The Guardian, 25-4-2016. Για
μια επικριτική της παρέμβασης του Αμερικανού Προέδρου τοποθέτηση, βλ. Tim
Montgomerie, Obama’s Brexit overreach is
typical of his arrogance, The Spectator, 23-4-2016.
[v] Βλ. σχετικώς: Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (Transatlantic Trade and Investment Partnership
– TTIP), ιστότοπος Ελληνικού
Υπουργείου Εξωτερικών http://www.mfa.gr/exoteriki-politiki/i-ellada-stin-ee/emporike-politike-tes-ee.html . Η σχετική διαπραγμάτευση έχει
προσκρούσει σε σοβαρές αντιδράσεις, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην ΕΕ, και
προβλέπεται δύσκολη και παρατεταμένη.
[vi] Βλ. επί παραδείγματι, Closing the Gap. NATO moves to
strengthen weak link in defenses against Russia, Wall Street Journal,
17-6-2016, και Nato sets out plan to put
troops on eastern flank, Financial Times, 14-6-2016.
[vii] Το προβάδισμα ισχύος της Ουάσιγκτον
αναγνωρίσθηκε προσφάτως δημοσίως από τον ίδιο τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν. Βλ.
Putin admits US is the only superpower
today, Tass Russian News Agency, 17-6-2106, και Putin
Accepts U.S. as Sole Superpower While Grumbling Over NATO, Bloomberg,
17-6-2016. Ενώ για μια πιο εμπεριστατωμένη προσέγγιση του θέματος βλ. μεταξύ άλλων: Stephen G. Brooks and William C. Wohlforth, The Once and Future Superpower, Why China
Won’t Overtake the United States, Foreign Affairs, April 13, 2016· Joseph S. Nye, How Trump Would Weaken America, Project
Syndicate, 10-5-2016· και Jonathan
Adelman, Why The U.S. Remains The World's
Unchallenged Superpower, Forbes, 11-24-2013. Βλ. επίσης, Γ. Ε. Σέκερης, Γεωπολιτικοί Προσανατολισμοί της Νέας Ρωσίας, Εθνικές Επάλξεις, τεύχος
115, Ιανουαρίου-Μαρτίου 2016. .
[viii]
Βλ. Obama’s World: Leading Experts Assess the President’s Foreign Policy
Record Thus Far, Foreign Affairs, 19-8-2015. Κατά τον συμμετέχοντα στην αξιολόγηση αυτή της
εξωτερικής πολιτικής του προέδρου Ομπάμα καθηγητή του πανεπιστημίου Princeton Thomas Christensen, «[η]
άνοδος της Κίνας θέτει δύο ευρείες
προκλήσεις στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ: πώς να αποτραπεί η Λαϊκή Δημοκρατία
από το να αποσταθεροποιήσει την Ανατολική Ασία, και πώς να ενθαρρυνθεί να
συμβάλει στην πολυμερή παγκόσμια διακυβέρνηση.»
[ix] Βλ. μεταξύ άλλων, προαναφερθείσα
(υποσημείωση i) συνέντευξη
του Αμερικανού Προέδρου προς τον Jeffrey Goldberg.
[x]
Μερικά χαρακτηριστικά κείμενα μεταξύ πολλών: “China gearing up for East Asia dominance: U.S. commander”,
Reuters, 23-2-2016. Jane Perlez, U.S.
Challenges China’s Claim of Islands with Maritime Operation New York Times,
30-1-2016. Charles Clover, Geoff Dyer, June 7, 2015 US struggles for strategy to contain China’s islandbuilding,
Financial Times, 7-6-2015. U.S., India
join forces to counter Beijing aggression in South China Sea, The
Washington Times, 4-6-2015. U.S. Defense
chief warns China on islandbuilding, LA Times, 30-5-2015. Andrew F.
Krepinevich Jr., President of the Center for Strategic and Budgetary
Assessments, How to Deter China. The Case
for Archipelagic Defense, Foreign Affairs, Τεύχος Μαρτίου-Απριλίου,
2015. Για μια κινεζική κριτική της αμερικανικής
πολιτικής έναντι της Κίνας, βλ. άρθρο του προέδρου της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων
του Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου της Κίνας κ. Fu Ying υπό τον τίτλο
US world order is a suit that no longer fits, στους Financial Times της 6ης Ιανουαρίου 2016.
[xi] Η πολιτική Ομπάμα έναντι του Ισραήλ
φέρει τη διττή σφραγίδα της παραδοσιακής, πολιτικής, στρατιωτικής, και
οικονομικής στήριξης της ασφάλειας του εβραϊκού κράτους, και μιας
αποστασιοποίησης της Ουάσιγκτον από ακραίες επιλογές των κυβερνήσεων Νετανιάχου
- κυρίως ως προς το Παλαιστινιακό και το Ιρανικό. Με επακόλουθο, αφ’ ενός μεν
την ψύχρανση των προσωπικών σχέσεων του Αμερικανού Προέδρου με τον ισραηλινό
πρωθυπουργό, αφ’ ετέρου δε βολές κατά του τελευταίου αυτού από κύκλους του
«εβραϊκού λόμπι», ακόμη και στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος.
[xii] Για μια γενική παρουσίαση της τρέχουσας
πολιτικής της Ουάσιγκτον στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο βλ. Γ. Ε. Σέκερης, Προκλήσεις και Διακυβεύματα στην Ευρύτερη
Μέση Ανατολή, Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 114, Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2015. Για μια επικριτική των χειρισμών
Ομπάμα, αλλά σοβαρή προσέγγιση του Αφγανικού, βλ. Paul D. Miller, THE LONG WAR, Obama’s Failed Legacy in Afghanistan, The American
Interest, Volume 11, no. 5, 15-2-2016. Και για μια, αυστηρή ωσαύτως, αξιολόγηση
της πολιτικής Ομπάμα στη Συρία, και, ειδικότερα, της υπαναχώρησης του
Αμερικανού Προέδρου μετά τη χρησιμοποίηση από το καθεστώς Ασάντ χημικών όπλων κατά
παράβαση της κεκηρυγμένης «κόκκινης γραμμής» της Ουάσιγκτον, βλ. άρθρο του
καθηγητού του Χάρβαρντ και πρώην υφυπουργού εξωτερικών Nicholas Burns, υπό τον τίτλο Barack Obama has risked US credibility in the Middle East, στους Financial Times της 22ας
Μαρτίου 2016. Κατά τον καθηγητή Burns, [ό]σο όμως
και αν ο κ. Ομπάμα πιστεύει ότι οι παλαιοί κανόνες δεν ισχύουν, είναι αρχαία
αλήθεια ότι μια μεγάλη δύναμη οφείλει να στηρίζει τις απειλές της, εάν επιθυμεί
να την σέβονται οι φίλοι της και να την φοβούνται οι αντίπαλοί της. Εάν ο κ.
Ομπάμα δεν προτίθετο να τηρήσει την αφορώσα στην κόκκινη γραμμή απειλή του, δεν
έπρεπε να την εξαγγείλει. Το αποτέλεσμα ήταν αναπόφευκτο: η αμερικανική
αξιοπιστία αναντίλεκτα έχει μειωθεί στη Μέση Ανατολή, ενώ εκείνη της Ρωσίας του
Πούτιν έχει ενισχυθεί.»
[xiv]
Βλ. John Mueller and Mark Stewart, Terrorism
poses no existential threat to America. The Guardian, 24-2-2015. Και
Wheaton and Nolan D. McCaskill, Obama:
I’m not underplaying terror threats, The president defends his decision to
attend baseball game in Cuba, saying Americans cannot let terrorists ‘disrupt
our societies.’ Politico, 23-3-2016.
[xv]
Βλ. Simon Shuster, Why Russia Is Rebuilding Its Nuclear Arsenal,
Time, 4-4-2016. David Smith, Russia's
absence means nuclear summit likely to end in anticlimax for Obama, The
Guardian, 31-3-2016. Στη πυρηνική Σύνοδο
Κορυφής – την τέταρτη και τελευταία της προεδρίας Ομπάμα - η οποία έλαβε χώρα
στην Ουάσιγκτον από την 31η Μαρτίου έως την 1η Απριλίου
του τρέχοντος έτους, συμμετέσχον τέσσερες διεθνείς οργανισμοί και 52 κράτη,
μεταξύ των οποίων και όλες οι επισήμως ανεγνωρισμένες πυρηνικές δυνάμεις, εκτός
της Ρωσίας – και της μη προσκληθείσης Βόρειας
Κορέας. Με τη ρωσική αποχή να αντανακλά
πιθανότατα την πρόθεση του Κρεμλίνου να αναπτύξει χωρίς περιορισμούς το
πυρηνικό του οπλοστάσιο – ήτοι τον μόνο συντελεστή ισχύος που τοποθετεί τη
Ρωσία στο επίπεδο των ΗΠΑ και της προσδίδει παγκόσμια γεωστρατηγική διάσταση.
[xvi] Βλ. δηλώσεις του Προέδρου Ομπάμα
επί της πυρηνικής του πολιτικής μετά το πέρας της προαναφερθείσης [υποσημείωση xv] Πυρηνικής Συνόδου Κορυφής: Mark Lander, Obama Rebukes Donald Trump’s Comments on Nuclear Weapons, Νew York Times, 1-4- 2016.
[xvii] Στην πολιτική του υπέρ της
προστασίας του περιβάλλοντος ο Αμερικανός Πρόεδρος αναφέρθηκε και στο πλαίσιο της «Έκθεσης επί της
Κατάστασης της Ένωσης», περί ης ανωτέρω [υποσημείωση xiii]. Για μια αναλυτική, επικοινωνιακή
παρουσίαση των σχετικών πεπραγμένων της προεδρίας του βλ.: A Historic Commitment to Protecting the Environment and Reversing Climate Change, https://www.whitehouse.gov/the-record/climate .
[xviii]
Βλ. σχετικώς Joseph S.
Nye, How Trump Would Weaken America, Project
Syndicate, 10-5-2016. Κατά τον γνωστό καθηγητή του Χάρβαρντ, «[ο]
Ντόναλντ Τράμπ, ο εικαζόμενος υποψήφιος τους Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για την
προεδρία, έχει εκφράσει έντονο σκεπτικισμό για την αξία των συμμαχιών της
Αμερικής. Έχει μια πολύ δέκατου ένατου αιώνα εικόνα του κόσμου. Ανησυχητικά, η
λεπτομερέστερη ομιλία του Τραμπ επί της εξωτερικής πολιτικής υποδηλώνει ότι
αντλεί την έμπνευσή του από εκείνη ακριβώς την περίοδο του απομονωτισμού και
της αντίληψης «πρώτα η Αμερική». Η
αντίληψη αυτή αντιπροσώπευε ανέκαθεν μια τάση στην πολιτική των ΗΠΑ, αλλά
παρέμεινε εκτός του κυρίαρχου ρεύματος από το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου…»
[xix]
Βλ. επί παραδείγματι, Aaron Blake The 6 big issues where Hillary Clinton and
Barack Obama disagree, Washington Post, 9-6-2014.